Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου ἡ Ἐκκλησία μερίμνησε, μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώματα καὶ τὴν ὑμνολογία, γιὰ τὴν κατάλληλη προπαρασκευή μας, ἔτσι ὥστε νὰ εἰσέλθουμε μὲ τρόπο ἤπιο καὶ ὁμαλὸ στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τώρα, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου, φροντίζει γιὰ νὰ ἀνοιχθοῦμε στὸ σωτήριο πέλαγος τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων, μὲ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Γιατί, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται παράδοξο, κινδύνους κρύβουν συχνά, οἱ προσπάθειες στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ὅταν αὐτὲς γίνονται ἀπροϋπόθετα. Πολλὰ πρόσωπα, παρ’ ὅτι ἀγωνίστηκαν ὑπέρμετρα, ὄχι μόνο δὲν κατέφεραν νὰ γευθοῦν τοὺς γλυκοὺς καρποὺς τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ εἴτε ἀπογοητεύτηκαν καὶ ἐγκατέλειψαν τὴν προσπάθεια, εἴτε ἀκόμη χειρότερα, ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ πίστεψαν πὼς προχώρησαν στὰ πνευματικά, πὼς ἔφτασαν σὲ μέτρα ἁγιότητος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποστερηθοῦν τῆς Θείας Χάριτος καὶ νὰ ὑποστοῦν μεγάλους πειρασμούς καὶ τραγικὲς πτώσεις.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὸ βαθύτερο νόημα Της, τὸ προσευχητικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος, τὸν τρόπο ποὺ καλούμαστε νὰ διάγουμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς. Ἡ ἀκριβὴς γνώση, ἡ μεμαρτυρημένη ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόσο ὡς πρὸς τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ βίωμα ποὺ καλούμαστε νὰ ἔχουμε, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε.
Στὴν προσπάθεια μας γιὰ ἀναζήτηση τοῦ βαθυτέρου περιεχομένου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μεγὰλο ὄφελος θὰ ἀποκομίσουμε, ἄν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἔννοια τῆς μετανοίας. Τοῦτο στὴν ἐποχή μας μοιάζει δύσκολο, ἀφοῦ ἡ ἀμετανοησία προτάσσεται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ λογικὴ ὡς ἡ δέουσα στάση ζωῆς. Συχνὰ ἀκοῦμε πρόσωπα, νὰ δηλώνουν, πολλὲς φορὲς καὶ δημόσια, πὼς δὲν μετανιώνουν γιὰ τίποτα ἀπὸ ὅσα στὴ ζωὴ τους ἔχουν πράξει.
Συμβαίνει ὅμως ἐξ’ ἴσου συχνὰ, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ πιστεύουμε, πὼς βιώνουμε τὴν κατάσταση τῆς μετανοίας, μὰ πολύ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ αὐτὴν. Τοῦτο ὀφείλεται πρωτίστως στὴν δυσκολία νὰ τοποθετηθοῦμε μὲ τιμιότητα καὶ μὲ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὶς ἀστοχίες καὶ στὶς ἁμαρτίες μας. Ἄλλοτε προσεγγίζουμε τὶς πτώσεις μας συναισθηματικὰ, κι ἄλλοτε ἠθικολογικά.
Ἡ συναισθηματικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὁδηγεῖ συνήθως σὲ ἐκείνη τὴν ψυχικὴ κατάσταση ποὺ κοινῶς ὀνομάζουμε τύψεις. Οἱ πρόγονοί μας στοὺς ἀρχαίους καιροὺς, πρὶν γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Χριστό, -τότε ποὺ μὲ μύθους προσπαθοῦσαν νὰ ψηλαφήσουν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων- εἶχαν περιγράψει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ὑποπέσει σὲ μεγάλο ἁμάρτημα καὶ βασανίζεται ἀπὸ τύψεις, μὲσα ἀπὸ τὶς φοβερές μορφὲς τῶν μυθικῶν Ἐρυνιῶν. Οἱ Ἐρυνύες παρουσιάζονταν νὰ ἔχουν ὄψη φρικτὴ. Ἡ ἀποστολή τους ἦταν νὰ κυνηγοῦν ἀνελέητα τὸν ἔνοχο ἐλέγχοντάς τον γιὰ τὰ ἀδικήματά του. Ἡ πάλη αὐτὴ ἦταν γεμάτη ὀδύνη, ἀφοῦ ὁ ἔνοχος δὲν ἡσύχαζε ποτὲ καὶ πουθενά. Συχνὰ κατέληγε στὴν τρέλα ἤ ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦμε πολλές φορὲς ἀμήχανα νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς πτώσεις μας, ἀποδεχόμενοι νὰ διαλεχθοῦμε μὲ τὶς τύψεις. Οἱ τύψεις, μᾶς γυρίζουν πρὸς τὰ πίσω, ἐκεῖ ὅπου τὰ ὀδυνηρὰ γεγονότα τῶν πτώσεών μας ἐπανέρχονται ξανὰ καὶ ξανὰ στὸ νοῦ, βασανίζοντας καὶ πληγώνοντας τὴν ὕπαρξη, χωρὶς νὰ ἔχουν δύναμη νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν καὶ νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ τύψεις, μᾶς ἐγκλωβίζουν στὸ παρελθόν, στὰ ὅσα ἔχουν διαπραχθεῖ, χωρὶς νὰ δίδεται κάποια διέξοδος στὸ ἀνθρώπινο δράμα, κάποια ἀνάπαυση στὸ ψυχικὸ ἄλγος. Οἱ τύψεις παράγουν δάκρυα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν προσφέρουν τὴν κάθαρση καὶ τὴν ἴαση, ἀντιθέτως θεριεύουν τὸν πόνο, ὀξύνουν τὸ πρόβλημα, ἑδραιώνουν τὴν ἀπογοήτευση, ἐπιβάλλουν τὴν ἀδράνεια. Γι’ αὐτὸ οἱ τύψεις δὲν σχετίζονται μὲ τὴν ἀληθινή μετάνοια.
Ὅμως καὶ ἡ ἡθικολογικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων, δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσφέρει μιὰ πραγματικὴ ἀποκατάσταση. Ἡ προπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ διάγει τὸν βίο του μὲ τρόπο χρηστὸ καὶ δίκαιο, προσκρούει συνεχὼς στὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς φύσεως μας. Ἡ αἴσθηση τοῦ δικαίου ἔχει ἀμαυρωθεῖ μέσα μας καὶ γι’ αὐτὸ ἀδικοῦμε συχνὰ τοὺς γύρω μας, μὰ πιὸ πολύ ἀδικοῦμε τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Δὲν στεκόμαστε μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα ἔναντι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικὰ καὶ δικαιολογίες, προσπαθώντας νὰ κάνουμε τοὺς ἄλλους -ἴσως καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό- νὰ πιστέψουν πὼς δὲν εἴμαστε θῦτες, ἀλλὰ θύματα. Ἄλλοτε πάλι κρίνουμε τὰ ἁμαρτήματά μας μὲ μιὰ στεῖρα αὐστηρότητα, ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἰκανὴ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη μας.
Ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας χρειάζεται νὰ συντελεῖται ἀνὰ πάσα στιγμή. Ἄν θέλουμε νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὰ σφάλματα μας, ὀφείλουμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ἐνοχή μας γι’ αὐτά. Τοῦτο εἶναι ἕνα πρῶτο βῆμα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅσα σκοτίζουν τὴν ὕπαρξή μας.
Ἡ ἀποδοχὴ τῶν εὐθυνῶν μας παρὰ ταῦτα, ἀπὸ μόνη της, δὲν δύναται νὰ φωτίσει τὴν ζωή μας, νὰ τὴν ἀποκατασήσει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἐνοχὴ του, ἔχει ἐντοπίσει τὸ πρόβλημα, δὲν ἔχει γνωρίσει ὅμως ἀκόμα τὴν λύση του. Παραμένοντας σ’ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάσταση, τῆς ἀποδοχῆς ποὺ δὲν καταλήγει στὴ λύτρωση καὶ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἁμαρτιῶν, τὰ πρόσωπα εἴτε ἀπογοητεύονται εἴτε σκληραίνουν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐνοχὴ δὲν εἶναι ὅρος συνώνυμος τῆς μετανοίας.
Ὅμως τί εἶναι τελικὰ ἡ μετάνοια; Ἀς ἀκούσουμε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους ποὺ μᾶς δίδουν τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως, τὶ μαρτυρία καταθέτουν γιὰ τὴν μετάνοια.
Λέγει ὁ Ἀγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Μετάνοια ἐστὶ τὸ μισήσαι τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀγαπήσαι τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκκλίναι ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶποιήσαι τὸ ἀγαθόν».
(Μετάνοια εἶναι νά μισήσεις τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσεις τήν ἀρετή, νά ἀπομακρύνεσαι ἀπό τό κακό καί νά πράττης τό καλό.)
Ἀναγνωρίζουμε τὴν μετάνοια ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀρετή. Ἄς προσέξουμε ἀγαπητοὶ ὅτι ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ πρωτίστως κατάσταση ἐσωτερικὴ, ἡ ὁποία συντελεῖται στὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ἁπλῶς μία βελτίωση τῆς συμπεριφορᾶς μὲ τύπους καὶ σχήματα ἐξωτερικὰ. Ὑπάρχει ἀλλοίωση στὰ βάθη τὴς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ πράττει μόνο τὸ ἀγαθό.
Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ ὅσα ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καταγράφει στὸ βιβλίο τῆς «Κλίμακος» στὸ κεφάλαιο «Περὶ Μετανοίας»:
«Μετανοὼν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας.
Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη».
Ἄς προσέξουμε καὶ τοὺς λόγους τούτους. Ἡ μετάνοια συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ἀπὸ τὴν αὐτοκατάκριση, ἀπὸ τὸν ἐκούσιο ἀποκλεισμό ἀπὸ κάθε παρηγορία, ὅμως τὴν ἴδια στιγμή παρουσιάζεται ὡς θυγατέρα τῆς ἐλπίδος, ὡς ἀποκήρυξη τῆς ἀπελπισίας, ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν αἰσχύνη τῆς ἁμαρτίας. Δὲν εἶναι κατάσταση ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ στεῖρα θλίψη, ἀλλὰ τὸν ἀναγεννᾶ ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν πτώσεών του.
Κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παραγγέλει:
«Ἥμαρτες; Μετανόησον· μὴ διὰ τῆς ῥᾳθυμίας ἀνίατον σεαυτῷ τὸ πάθος ποιήσῃς. Σκότος ἀλλοιοῦται, φωτὸς φανέντος· καὶ ἁμαρτία ἀφανίζεται, μετανοίας ὀφθείσης».
(Ἁμάρτησες; Μετανόησε κι ὄχι μέ τήν νωθρότητα νά κάνεις ἀνίατο τό πάθος γιά σένα. Ὅπως τόσκοτάδι ἐλλατώνεται ὅταν φανεῖ τό φῶς ἔτσι ἡ ἁμαρτία ἀφανίζεται ὅταν φανεῖ ἡ μετάνοια).
Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ μόνη ἀπάντηση στὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ὡς τὸ φῶς τὸ ποὺ μὲ τὴν παρουσία του ἀφανίζει κάθε σκότος. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ φαίνει πᾶσι, γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ μετοχὴ στὴ θεία Χάρη, εἶναι θεῖος φωτισμὸς. Δὲν εἶναι κατάκτηση ἀνθρώπινη, ἀλλὰ δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ποὺ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψη τὴν ζοφώδη νύκτα τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ σπουδὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑποδεικνύει πὼς μετάνοια δὲν εἶναι οἱ τύψεις καὶ οἱ ἐνοχὲς, δὲν εἶναι ἡ συναισθηματικὴ συντριβὴ ἢ ἡ ὀρθολογικὴ δικαιοκρισία, δὲν εἶναι τὰ ἀπεγνωσμένα δάκρυα ἤ ἡ ἀπέλπιδη αὐτοκαταδίκη. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι σχῆμα θεωρητικὸ, πρόσταγμα ἠθικολογικὸ. Εἶναι ἀλήθεια ψηλαφίσιμη σὲ πρόσωπα· στὸν τελώνη καὶ στὸν ἄσωτο, στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, στοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, στὸν ληστὴ, τὸν συσταυρωθέντα μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σὲ τόσες ἄλλες ἁγίες μορφὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ ἐνώπιόν μας καθημερινὰ γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ποιὸς εἶναι ὁ σίγουρος καὶ ἀσφαλῆς δρόμος τῆς σωτηρίας.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἡ θύρα τῆς μετανοίας ἀνοίγει μὲ τὴν εἴσοδο μας στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν στενότητα τῆς πύλης, μὴ διστάσετε μπροστὰ στὴν ταπεινή της ὅψη, μὴ δειλιάσετε ἀναλογιζόμενη τὴν πνευματικὴ σας γυμνότητα, μὴν ἀρνηθεῖτε τὴν εὐκαιρία ποὺ ὁ Θεὸς δίδει σὲ ὅλους μας, νὰ πορευθοῦμε συνειδητὰ πρὸς τὸ Πάσχα, πρὸς ἐκεῖνο τὸ πέρασμα ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας στὴν ἐλευθερία τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Χριστοῦ.
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας»
Καλὴ καὶ εὐλογημένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή !
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Τριωδίου ἡ Ἐκκλησία μερίμνησε, μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία, τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώματα καὶ τὴν ὑμνολογία, γιὰ τὴν κατάλληλη προπαρασκευή μας, ἔτσι ὥστε νὰ εἰσέλθουμε μὲ τρόπο ἤπιο καὶ ὁμαλὸ στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Τώρα, στὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου, φροντίζει γιὰ νὰ ἀνοιχθοῦμε στὸ σωτήριο πέλαγος τῶν πνευματικῶν ἀγωνισμάτων, μὲ σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια. Γιατί, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται παράδοξο, κινδύνους κρύβουν συχνά, οἱ προσπάθειες στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα, ὅταν αὐτὲς γίνονται ἀπροϋπόθετα. Πολλὰ πρόσωπα, παρ’ ὅτι ἀγωνίστηκαν ὑπέρμετρα, ὄχι μόνο δὲν κατέφεραν νὰ γευθοῦν τοὺς γλυκοὺς καρποὺς τῆς ἀσκήσεως, ἀλλὰ εἴτε ἀπογοητεύτηκαν καὶ ἐγκατέλειψαν τὴν προσπάθεια, εἴτε ἀκόμη χειρότερα, ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὸν Πονηρὸ καὶ πίστεψαν πὼς προχώρησαν στὰ πνευματικά, πὼς ἔφτασαν σὲ μέτρα ἁγιότητος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποστερηθοῦν τῆς Θείας Χάριτος καὶ νὰ ὑποστοῦν μεγάλους πειρασμούς καὶ τραγικὲς πτώσεις.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τῆς Τεσσαρακοστῆς, τὸ βαθύτερο νόημα Της, τὸ προσευχητικὸ καὶ ἀσκητικὸ ἦθος, τὸν τρόπο ποὺ καλούμαστε νὰ διάγουμε τὶς ἡμέρες αὐτὲς. Ἡ ἀκριβὴς γνώση, ἡ μεμαρτυρημένη ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τόσο ὡς πρὸς τὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸ βίωμα ποὺ καλούμαστε νὰ ἔχουμε, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τοῦ ἀγώνα ποὺ ξεκινοῦμε.
Στὴν προσπάθεια μας γιὰ ἀναζήτηση τοῦ βαθυτέρου περιεχομένου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μεγὰλο ὄφελος θὰ ἀποκομίσουμε, ἄν στρέψουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἔννοια τῆς μετανοίας. Τοῦτο στὴν ἐποχή μας μοιάζει δύσκολο, ἀφοῦ ἡ ἀμετανοησία προτάσσεται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ λογικὴ ὡς ἡ δέουσα στάση ζωῆς. Συχνὰ ἀκοῦμε πρόσωπα, νὰ δηλώνουν, πολλὲς φορὲς καὶ δημόσια, πὼς δὲν μετανιώνουν γιὰ τίποτα ἀπὸ ὅσα στὴ ζωὴ τους ἔχουν πράξει.
Συμβαίνει ὅμως ἐξ’ ἴσου συχνὰ, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς νὰ πιστεύουμε, πὼς βιώνουμε τὴν κατάσταση τῆς μετανοίας, μὰ πολύ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ αὐτὴν. Τοῦτο ὀφείλεται πρωτίστως στὴν δυσκολία νὰ τοποθετηθοῦμε μὲ τιμιότητα καὶ μὲ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στὶς ἀστοχίες καὶ στὶς ἁμαρτίες μας. Ἄλλοτε προσεγγίζουμε τὶς πτώσεις μας συναισθηματικὰ, κι ἄλλοτε ἠθικολογικά.
Ἡ συναισθηματικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων μας, ὁδηγεῖ συνήθως σὲ ἐκείνη τὴν ψυχικὴ κατάσταση ποὺ κοινῶς ὀνομάζουμε τύψεις. Οἱ πρόγονοί μας στοὺς ἀρχαίους καιροὺς, πρὶν γνωρίσουν τὸν Σωτήρα Χριστό, -τότε ποὺ μὲ μύθους προσπαθοῦσαν νὰ ψηλαφήσουν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων- εἶχαν περιγράψει τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ὑποπέσει σὲ μεγάλο ἁμάρτημα καὶ βασανίζεται ἀπὸ τύψεις, μὲσα ἀπὸ τὶς φοβερές μορφὲς τῶν μυθικῶν Ἐρυνιῶν. Οἱ Ἐρυνύες παρουσιάζονταν νὰ ἔχουν ὄψη φρικτὴ. Ἡ ἀποστολή τους ἦταν νὰ κυνηγοῦν ἀνελέητα τὸν ἔνοχο ἐλέγχοντάς τον γιὰ τὰ ἀδικήματά του. Ἡ πάλη αὐτὴ ἦταν γεμάτη ὀδύνη, ἀφοῦ ὁ ἔνοχος δὲν ἡσύχαζε ποτὲ καὶ πουθενά. Συχνὰ κατέληγε στὴν τρέλα ἤ ἀκόμα καὶ στὸν ἴδιο τὸν θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦμε πολλές φορὲς ἀμήχανα νὰ ἀντιμετωπίσουν τὶς πτώσεις μας, ἀποδεχόμενοι νὰ διαλεχθοῦμε μὲ τὶς τύψεις. Οἱ τύψεις, μᾶς γυρίζουν πρὸς τὰ πίσω, ἐκεῖ ὅπου τὰ ὀδυνηρὰ γεγονότα τῶν πτώσεών μας ἐπανέρχονται ξανὰ καὶ ξανὰ στὸ νοῦ, βασανίζοντας καὶ πληγώνοντας τὴν ὕπαρξη, χωρὶς νὰ ἔχουν δύναμη νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν καὶ νὰ τὴν θεραπεύσουν. Οἱ τύψεις, μᾶς ἐγκλωβίζουν στὸ παρελθόν, στὰ ὅσα ἔχουν διαπραχθεῖ, χωρὶς νὰ δίδεται κάποια διέξοδος στὸ ἀνθρώπινο δράμα, κάποια ἀνάπαυση στὸ ψυχικὸ ἄλγος. Οἱ τύψεις παράγουν δάκρυα, τὰ ὁποῖα ὅμως δὲν προσφέρουν τὴν κάθαρση καὶ τὴν ἴαση, ἀντιθέτως θεριεύουν τὸν πόνο, ὀξύνουν τὸ πρόβλημα, ἑδραιώνουν τὴν ἀπογοήτευση, ἐπιβάλλουν τὴν ἀδράνεια. Γι’ αὐτὸ οἱ τύψεις δὲν σχετίζονται μὲ τὴν ἀληθινή μετάνοια.
Ὅμως καὶ ἡ ἡθικολογικὴ προσέγγιση τῶν ἁμαρτημάτων, δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ προσφέρει μιὰ πραγματικὴ ἀποκατάσταση. Ἡ προπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ διάγει τὸν βίο του μὲ τρόπο χρηστὸ καὶ δίκαιο, προσκρούει συνεχὼς στὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῆς φύσεως μας. Ἡ αἴσθηση τοῦ δικαίου ἔχει ἀμαυρωθεῖ μέσα μας καὶ γι’ αὐτὸ ἀδικοῦμε συχνὰ τοὺς γύρω μας, μὰ πιὸ πολύ ἀδικοῦμε τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό. Δὲν στεκόμαστε μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀνδρεῖο φρόνημα ἔναντι τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀναζητοῦμε ἐλαφρυντικὰ καὶ δικαιολογίες, προσπαθώντας νὰ κάνουμε τοὺς ἄλλους -ἴσως καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό- νὰ πιστέψουν πὼς δὲν εἴμαστε θῦτες, ἀλλὰ θύματα. Ἄλλοτε πάλι κρίνουμε τὰ ἁμαρτήματά μας μὲ μιὰ στεῖρα αὐστηρότητα, ποὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ἰκανὴ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ πάθη μας.
Ὁ ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μας χρειάζεται νὰ συντελεῖται ἀνὰ πάσα στιγμή. Ἄν θέλουμε νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὰ σφάλματα μας, ὀφείλουμε νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν ἐνοχή μας γι’ αὐτά. Τοῦτο εἶναι ἕνα πρῶτο βῆμα, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ ὅσα σκοτίζουν τὴν ὕπαρξή μας.
Ἡ ἀποδοχὴ τῶν εὐθυνῶν μας παρὰ ταῦτα, ἀπὸ μόνη της, δὲν δύναται νὰ φωτίσει τὴν ζωή μας, νὰ τὴν ἀποκατασήσει ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποδέχεται τὴν ἐνοχὴ του, ἔχει ἐντοπίσει τὸ πρόβλημα, δὲν ἔχει γνωρίσει ὅμως ἀκόμα τὴν λύση του. Παραμένοντας σ’ αὐτὴ τὴν ψυχικὴ κατάσταση, τῆς ἀποδοχῆς ποὺ δὲν καταλήγει στὴ λύτρωση καὶ στὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὶς ἐπιπτώσεις τῶν ἁμαρτιῶν, τὰ πρόσωπα εἴτε ἀπογοητεύονται εἴτε σκληραίνουν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐνοχὴ δὲν εἶναι ὅρος συνώνυμος τῆς μετανοίας.
Ὅμως τί εἶναι τελικὰ ἡ μετάνοια; Ἀς ἀκούσουμε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους ποὺ μᾶς δίδουν τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὑπάρξεως, τὶ μαρτυρία καταθέτουν γιὰ τὴν μετάνοια.
Λέγει ὁ Ἀγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Μετάνοια ἐστὶ τὸ μισήσαι τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἀγαπήσαι τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκκλίναι ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶποιήσαι τὸ ἀγαθόν».
(Μετάνοια εἶναι νά μισήσεις τήν ἁμαρτία καί νά ἀγαπήσεις τήν ἀρετή, νά ἀπομακρύνεσαι ἀπό τό κακό καί νά πράττης τό καλό.)
Ἀναγνωρίζουμε τὴν μετάνοια ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀπέχθεια γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀρετή. Ἄς προσέξουμε ἀγαπητοὶ ὅτι ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ πρωτίστως κατάσταση ἐσωτερικὴ, ἡ ὁποία συντελεῖται στὴ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὄχι ἁπλῶς μία βελτίωση τῆς συμπεριφορᾶς μὲ τύπους καὶ σχήματα ἐξωτερικὰ. Ὑπάρχει ἀλλοίωση στὰ βάθη τὴς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τελικὰ στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ πράττει μόνο τὸ ἀγαθό.
Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ ὅσα ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης καταγράφει στὸ βιβλίο τῆς «Κλίμακος» στὸ κεφάλαιο «Περὶ Μετανοίας»:
«Μετανοὼν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας.
Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη».
Ἄς προσέξουμε καὶ τοὺς λόγους τούτους. Ἡ μετάνοια συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση, ἀπὸ τὴν αὐτοκατάκριση, ἀπὸ τὸν ἐκούσιο ἀποκλεισμό ἀπὸ κάθε παρηγορία, ὅμως τὴν ἴδια στιγμή παρουσιάζεται ὡς θυγατέρα τῆς ἐλπίδος, ὡς ἀποκήρυξη τῆς ἀπελπισίας, ὡς ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν αἰσχύνη τῆς ἁμαρτίας. Δὲν εἶναι κατάσταση ποὺ ἐγκλωβίζει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιὰ στεῖρα θλίψη, ἀλλὰ τὸν ἀναγεννᾶ ἀπελευθερωμένο ἀπὸ τὰ δεινὰ τῶν πτώσεών του.
Κι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παραγγέλει:
«Ἥμαρτες; Μετανόησον· μὴ διὰ τῆς ῥᾳθυμίας ἀνίατον σεαυτῷ τὸ πάθος ποιήσῃς. Σκότος ἀλλοιοῦται, φωτὸς φανέντος· καὶ ἁμαρτία ἀφανίζεται, μετανοίας ὀφθείσης».
(Ἁμάρτησες; Μετανόησε κι ὄχι μέ τήν νωθρότητα νά κάνεις ἀνίατο τό πάθος γιά σένα. Ὅπως τόσκοτάδι ἐλλατώνεται ὅταν φανεῖ τό φῶς ἔτσι ἡ ἁμαρτία ἀφανίζεται ὅταν φανεῖ ἡ μετάνοια).
Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ μόνη ἀπάντηση στὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ὡς τὸ φῶς τὸ ποὺ μὲ τὴν παρουσία του ἀφανίζει κάθε σκότος. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ φαίνει πᾶσι, γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ μετοχὴ στὴ θεία Χάρη, εἶναι θεῖος φωτισμὸς. Δὲν εἶναι κατάκτηση ἀνθρώπινη, ἀλλὰ δώρημα τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ ποὺ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκαταλείψη τὴν ζοφώδη νύκτα τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ σπουδὴ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑποδεικνύει πὼς μετάνοια δὲν εἶναι οἱ τύψεις καὶ οἱ ἐνοχὲς, δὲν εἶναι ἡ συναισθηματικὴ συντριβὴ ἢ ἡ ὀρθολογικὴ δικαιοκρισία, δὲν εἶναι τὰ ἀπεγνωσμένα δάκρυα ἤ ἡ ἀπέλπιδη αὐτοκαταδίκη. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι σχῆμα θεωρητικὸ, πρόσταγμα ἠθικολογικὸ. Εἶναι ἀλήθεια ψηλαφίσιμη σὲ πρόσωπα· στὸν τελώνη καὶ στὸν ἄσωτο, στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, στοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο, στὸν ληστὴ, τὸν συσταυρωθέντα μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ σὲ τόσες ἄλλες ἁγίες μορφὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ ἐνώπιόν μας καθημερινὰ γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι ποιὸς εἶναι ὁ σίγουρος καὶ ἀσφαλῆς δρόμος τῆς σωτηρίας.
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἡ θύρα τῆς μετανοίας ἀνοίγει μὲ τὴν εἴσοδο μας στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν στενότητα τῆς πύλης, μὴ διστάσετε μπροστὰ στὴν ταπεινή της ὅψη, μὴ δειλιάσετε ἀναλογιζόμενη τὴν πνευματικὴ σας γυμνότητα, μὴν ἀρνηθεῖτε τὴν εὐκαιρία ποὺ ὁ Θεὸς δίδει σὲ ὅλους μας, νὰ πορευθοῦμε συνειδητὰ πρὸς τὸ Πάσχα, πρὸς ἐκεῖνο τὸ πέρασμα ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας στὴν ἐλευθερία τοῦ σταυρωθέντος καὶ ἀναστάντος Χριστοῦ.
«Ἰδού καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού καιρός μετανοίας»
Καλὴ καὶ εὐλογημένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή !
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ