Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πόσο εφικτή είναι η αγιότητα στην εποχή μας; Μπορεί να υπάρξει άγιος σήμερα; Το ερώτημα τίθεται για τον πρόσθετο λόγο ότι η αγιότητα δεν είναι άγνωστο φαινόμενο, όπως όταν πρωτοξεκίνησε η Εκκλησία. Τότε ο κόσμος δεν ήξερε τι σημαίνει Τριαδικός Θεός, τι σημαίνει πίστη, τι σημαίνει χριστιανική ζωή, τι σημαίνει κάποιος να λαμβάνει ως καρπό της καθόδου του Αγίου Πνεύματος την αγιότητα ως την μέγιστη δωρεά και στην παρούσα και στην αιώνια ζωή. Για τον κόσμο η αγιότητα ήταν μία κατάσταση που ούτε κατά λέξιν ούτε κατά διάνοιαν μπορούσε να υπάρξει. Σήμερα, η αγιότητα μπορεί να περιφρονείται από τους πολλούς, ωστόσο θεωρείται μία δεδομένη κατάσταση, έστω και μόνο για τον παρόντα κόσμο από αυτούς που δεν πιστεύουν στο Θεό ή για την μεταφυσική κατάσταση του ανθρώπου, σύμφωνα με όσους πιστεύουν, αλλά θεωρούν ότι η Εκκλησία υπάρχει για το επέκεινα.
Η εορτή των Αγίων Πάντων μας δείχνει ότι για το Ευαγγέλιο και τον αψευδή λόγο του Χριστού η αγιότητα χαρακτηρίζει τον άνθρωπο κάτω από τρεις προϋποθέσεις: την ομολογία, την υπέρβαση των δεσμών συγγένειας με τον κόσμο και τους οικείους και την ανάληψη του σταυρού, που συνεπάγεται η ακολούθηση του Χριστού.Ομολογία σημαίνει τη συνειδητή απόφαση του ανθρώπου να δηλώνει με το λόγο και την βιωτή του ότι πιστεύει στο Χριστό ως τον Θεό, τον Σωτήρα και τον Αναγεννητή της ύπαρξής Του, αλλά και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Η υπέρβαση των δεσμών της συγγένειας με τον κόσμο και τους οικείους σημαίνει την συνειδητή απόφαση του ανθρώπου να μην αγκιστρώνεται στις προτεραιότητες της ζωής αυτής, ακόμη κι αν χρειάζεται η παραίτηση από την πρόταξη της αγάπης στα οικεία πρόσωπα. Να μην θεωρεί δηλαδή ο άνθρωπος ότι του ανήκουν είτε πρόσωπα είτε αγαθά και ότι η ζωή του εξαρτάται αποκλειστικά από αυτά, αλλά να τα βλέπει στην προοπτική της κοινωνίας με το Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι αποδίδει την τιμή και την αγάπη σ’ αυτά, αλλά βλέπει ευρύτερα τη ζωή. Όλοι συμπορευόμαστε προς την αιωνιότητα. Στόχος μας είναι η κοινωνία με το Χριστό. Αν το συναίσθημα, η οικειότητα, ακόμη και η αγάπη προς τα πρόσωπα με τα οποία συνδεόμαστε μας χωρίζουν από την αγάπη του Θεού, μας κρατούνε δηλαδή καθηλωμένους στο τώρα, η συγγένεια λειτουργεί ως εμπόδιο ή πειρασμός στην αγιότητα. Ο δρόμος της αγιότητας, εξάλλου, δεν είναι δρόμος εύκολος. Προϋποθέτει την ανάληψη του σταυρού που αναλογεί στον καθέναν. Και σταυρός σημαίνει θυσία, παραίτηση από το ίδιον θέλημα και ταύτιση της πορείας μας με τον δρόμο του Ευαγγελίου και των εντολών που καταγράφονται σ’ αυτό και βιώνονται στην Εκκλησία.
Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις βιώθηκαν από μυρίους μυριάδων Αγίους ανά τους αιώνες. Αποτελεί αυτό το γεγονός παρήγορη διαπίστωση σε όσους αισθανόμαστε ότι η αγιότητα δεν είναι εφικτή στο σήμερα. Η ανθρώπινη φύση δεν έχει αλλάξει εντός της. Τυραννιέται από την ανάγκη να αναζητήσει νόημα για την ύπαρξη, να ερμηνεύσει την πορεία της, να βρει ελπίδα για την αιωνιότητα. Παλεύει εναντίον του κακού με τις πολυποίκιλες μορφές του. Οργανώνει κοινωνίες, για να μπορέσει να το τιθασεύσει. Θέλει να απαντήσει στο ερώτημα περί του Θεού. Συναντά τις εξουσίες του αιώνος του κόσμου τούτου και καλείται να διαμορφώσει στάση έναντί τους. Αξιοποιεί το νου και τις ιδέες που γεννά και διατυπώνει κοσμοθεωρίες, στην προσπάθεια για απαντήσεις. Και ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Μόνο που στις ημέρες μας ο κόσμος έχοντας υπερβολική πεποίθηση στον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, λειτουργεί με την οίηση ότι μπορεί τα πάντα χωρίς το Θεό. Έτσι, η αγιότητα δεν συμπεριλαμβάνεται στις πιθανές απαντήσεις στις υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου.
Ωστόσο, δεν έπαψαν ούτε θα πάψουν να υπάρχουν πλείστοι όσοι συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να δίδουν την απάντηση της αγιότητας που ο Χριστός προσφέρει στον κόσμο και τον άνθρωπο. Και είναι γεγονός ότι ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν στην αγιότητα, θαυμάζουν, φανερά ή κρυφά, τα όσα αυτή περιλαμβάνει. Παρότι δεν θεωρούν ότι είναι για αυτούς, εντούτοις απορούν πώς άνθρωποι ομολογούν το Χριστό, ανεξαρτήτως των συνεπειών που μια τέτοια ομολογία μπορεί να έχει, κυρίως στο κοινωνικό επίπεδο, όπου η ομολογία συνοδεύεται συνήθως από περιφρόνηση και απόρριψη και ειρωνεία που γίνεται αφορμή συνεχούς μείωσης της αξίας της ανθρώπινης υπόστασης. Απορούν πώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν βάζουν το συμφέρον, αλλά και την συγγένεια και την ανάγκη για πρόταξη των οικείων δεσμών, αλλά είναι ζούνε με απόφαση η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη που φέρει η πίστη να είναι πιο πάνω από τα συναισθήματά τους, ακόμη κι αν αυτό μοιάζει ιδιαίτερα σκληρό και ακατανόητο, αληθινό μαρτύριο. Απορούν πώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι έτοιμοι να φέρουν το σταυρό τους, αρνούμενοι να υποκύψουν στα «γιατί» που τον συνοδεύουν, αλλά εμπιστευόμενοι το Χριστό και την Εκκλησία και ζώντας σε ένα ήθος αυταπάρνησης και αφιέρωσης που τους κάνει να αγαπούνε το Θεό και τον συνάνθρωπο όχι απλώς όπως τον εαυτό τους, αλλά και περισσότερο.
Μπορεί ο δρόμος της αγιότητας να φαίνεται ακατόρθωτος ή ξεπερασμένος στην εποχή μας. Όμως η Εκκλησία παραμένει η πόλις επάνω όρους κειμένη και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή. Και οι Άγιοί της είναι τα λυχνάρια που φέγγουν σε όλο τον κόσμο, δίδοντάς μας τη δυνατότητα να παραδειγματιζόμαστε από την ομολογία, την υπέρβαση των δεσμών με τον κόσμο, αλλά και την πορεία του σταυρού που ακολουθούν και να τους έχουμε πρεσβευτές και στον δικό μας αγώνα. Ας είναι λοιπόν η δική τους πορεία η αφορμή για να ξαναβλέπουμε τη ζωή μας στην προοπτική της κοινωνίας με το Χριστό εν τη Εκκλησία. Και η χάρις του Πνεύματος θα μας ενισχύει, για να μη νικιόμαστε από την αντίρροπη νοοτροπία, όπως κι αν αυτή εκφράζεται.
Η εορτή των Αγίων Πάντων μας δείχνει ότι για το Ευαγγέλιο και τον αψευδή λόγο του Χριστού η αγιότητα χαρακτηρίζει τον άνθρωπο κάτω από τρεις προϋποθέσεις: την ομολογία, την υπέρβαση των δεσμών συγγένειας με τον κόσμο και τους οικείους και την ανάληψη του σταυρού, που συνεπάγεται η ακολούθηση του Χριστού.Ομολογία σημαίνει τη συνειδητή απόφαση του ανθρώπου να δηλώνει με το λόγο και την βιωτή του ότι πιστεύει στο Χριστό ως τον Θεό, τον Σωτήρα και τον Αναγεννητή της ύπαρξής Του, αλλά και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Η υπέρβαση των δεσμών της συγγένειας με τον κόσμο και τους οικείους σημαίνει την συνειδητή απόφαση του ανθρώπου να μην αγκιστρώνεται στις προτεραιότητες της ζωής αυτής, ακόμη κι αν χρειάζεται η παραίτηση από την πρόταξη της αγάπης στα οικεία πρόσωπα. Να μην θεωρεί δηλαδή ο άνθρωπος ότι του ανήκουν είτε πρόσωπα είτε αγαθά και ότι η ζωή του εξαρτάται αποκλειστικά από αυτά, αλλά να τα βλέπει στην προοπτική της κοινωνίας με το Χριστό. Αυτό σημαίνει ότι αποδίδει την τιμή και την αγάπη σ’ αυτά, αλλά βλέπει ευρύτερα τη ζωή. Όλοι συμπορευόμαστε προς την αιωνιότητα. Στόχος μας είναι η κοινωνία με το Χριστό. Αν το συναίσθημα, η οικειότητα, ακόμη και η αγάπη προς τα πρόσωπα με τα οποία συνδεόμαστε μας χωρίζουν από την αγάπη του Θεού, μας κρατούνε δηλαδή καθηλωμένους στο τώρα, η συγγένεια λειτουργεί ως εμπόδιο ή πειρασμός στην αγιότητα. Ο δρόμος της αγιότητας, εξάλλου, δεν είναι δρόμος εύκολος. Προϋποθέτει την ανάληψη του σταυρού που αναλογεί στον καθέναν. Και σταυρός σημαίνει θυσία, παραίτηση από το ίδιον θέλημα και ταύτιση της πορείας μας με τον δρόμο του Ευαγγελίου και των εντολών που καταγράφονται σ’ αυτό και βιώνονται στην Εκκλησία.
Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις βιώθηκαν από μυρίους μυριάδων Αγίους ανά τους αιώνες. Αποτελεί αυτό το γεγονός παρήγορη διαπίστωση σε όσους αισθανόμαστε ότι η αγιότητα δεν είναι εφικτή στο σήμερα. Η ανθρώπινη φύση δεν έχει αλλάξει εντός της. Τυραννιέται από την ανάγκη να αναζητήσει νόημα για την ύπαρξη, να ερμηνεύσει την πορεία της, να βρει ελπίδα για την αιωνιότητα. Παλεύει εναντίον του κακού με τις πολυποίκιλες μορφές του. Οργανώνει κοινωνίες, για να μπορέσει να το τιθασεύσει. Θέλει να απαντήσει στο ερώτημα περί του Θεού. Συναντά τις εξουσίες του αιώνος του κόσμου τούτου και καλείται να διαμορφώσει στάση έναντί τους. Αξιοποιεί το νου και τις ιδέες που γεννά και διατυπώνει κοσμοθεωρίες, στην προσπάθεια για απαντήσεις. Και ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα. Μόνο που στις ημέρες μας ο κόσμος έχοντας υπερβολική πεποίθηση στον πολιτισμό και τα επιτεύγματά του, λειτουργεί με την οίηση ότι μπορεί τα πάντα χωρίς το Θεό. Έτσι, η αγιότητα δεν συμπεριλαμβάνεται στις πιθανές απαντήσεις στις υπαρξιακές αναζητήσεις του σύγχρονου ανθρώπου.
Ωστόσο, δεν έπαψαν ούτε θα πάψουν να υπάρχουν πλείστοι όσοι συνεχίζουν και θα συνεχίζουν να δίδουν την απάντηση της αγιότητας που ο Χριστός προσφέρει στον κόσμο και τον άνθρωπο. Και είναι γεγονός ότι ακόμη και όσοι δεν πιστεύουν στην αγιότητα, θαυμάζουν, φανερά ή κρυφά, τα όσα αυτή περιλαμβάνει. Παρότι δεν θεωρούν ότι είναι για αυτούς, εντούτοις απορούν πώς άνθρωποι ομολογούν το Χριστό, ανεξαρτήτως των συνεπειών που μια τέτοια ομολογία μπορεί να έχει, κυρίως στο κοινωνικό επίπεδο, όπου η ομολογία συνοδεύεται συνήθως από περιφρόνηση και απόρριψη και ειρωνεία που γίνεται αφορμή συνεχούς μείωσης της αξίας της ανθρώπινης υπόστασης. Απορούν πώς υπάρχουν άνθρωποι που δεν βάζουν το συμφέρον, αλλά και την συγγένεια και την ανάγκη για πρόταξη των οικείων δεσμών, αλλά είναι ζούνε με απόφαση η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη που φέρει η πίστη να είναι πιο πάνω από τα συναισθήματά τους, ακόμη κι αν αυτό μοιάζει ιδιαίτερα σκληρό και ακατανόητο, αληθινό μαρτύριο. Απορούν πώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι έτοιμοι να φέρουν το σταυρό τους, αρνούμενοι να υποκύψουν στα «γιατί» που τον συνοδεύουν, αλλά εμπιστευόμενοι το Χριστό και την Εκκλησία και ζώντας σε ένα ήθος αυταπάρνησης και αφιέρωσης που τους κάνει να αγαπούνε το Θεό και τον συνάνθρωπο όχι απλώς όπως τον εαυτό τους, αλλά και περισσότερο.
Μπορεί ο δρόμος της αγιότητας να φαίνεται ακατόρθωτος ή ξεπερασμένος στην εποχή μας. Όμως η Εκκλησία παραμένει η πόλις επάνω όρους κειμένη και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή. Και οι Άγιοί της είναι τα λυχνάρια που φέγγουν σε όλο τον κόσμο, δίδοντάς μας τη δυνατότητα να παραδειγματιζόμαστε από την ομολογία, την υπέρβαση των δεσμών με τον κόσμο, αλλά και την πορεία του σταυρού που ακολουθούν και να τους έχουμε πρεσβευτές και στον δικό μας αγώνα. Ας είναι λοιπόν η δική τους πορεία η αφορμή για να ξαναβλέπουμε τη ζωή μας στην προοπτική της κοινωνίας με το Χριστό εν τη Εκκλησία. Και η χάρις του Πνεύματος θα μας ενισχύει, για να μη νικιόμαστε από την αντίρροπη νοοτροπία, όπως κι αν αυτή εκφράζεται.