Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη*
Η πνευματική ζωή , κατά τον Kierkegaard, δεν τελεί ποτέ σε ακινησία, παρά το «γίγνεσθαι της δυνατότητας». Αυτό εκφράζεται με τη δυνητική ανοδική τροχιά του ανθρώπου, με την ¨πλήρωση¨ όλων των στοιχείων που συνθέτουν το ανθρώπινο ον, ακεραιωμένων μέσα στο πνεύμα του. Η ακεραίωση αυτή επιφέρει, ώστε η γνώση, (ως βιβλική έννοια εδώ), να μην είναι ποτέ αυτόνομη και μονοδιάστατη άσκηση μιας μόνης ιδιότητας του ανθρωπίνου πνεύματος , αλλά μετοχή του συνόλου των ιδιοτήτων του. Με άλλα λόγια, το πνεύμα, η θεία πνοή, είναι το όργανο της κοινωνίας με το υπερβατικό, κοινωνία που δεν είναι δυνατή, παρά μόνο αν υποστεί και ¨αλλοιωθεί¨ στη συνάρτηση με την «προσευχητική κοινωνία», μ΄αυτό το μυστηριακό κάτι μέσα μας, δεδομένου ότι το πνεύμα αναπτύσσεται μόνο μέσα στο δικό του περιβάλλον , στο θείο περιβάλλον. Αυτή λοιπόν η μέθεξη στην κοινωνία του Θεού, πραγματοποιείται δια της προσευχητικής αναγωγής του ανθρωπίνου πνεύματος.
«Ως προς την ενέργειά της, η προσευχή είναι ¨κόσμου ορατού και αοράτου αλλοτρίωσις¨, αλλά ταυτόχρονα και ¨κόσμου σύστασις¨. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στην κάθετη αναφορά της υπερβαίνει κάθε κτιστό, στην οριζόντια κίνησί της, συνεχίζει το δημιουργικό έργο του Θεού. Είναι λοιπόν, μορφή δημιουργίας, και μάλιστα κοσμικών διαστάσεων. Κατά την πορεία της ενώσεως με τον Θεό, ο πιστός συγκεντρώνει στην καθολική αγάπη του τον κατακερματισμένο από την αμαρτία κόσμο, ώστε τελικώς να μεταμορφωθή με την χάρι του Θεού» [1]. Η προσευχή όμως , ως προς το περιεχόμενό της, είναι ανάγκη να περιλαμβάνει την κατάφαση του ανθρώπου, την αποδοχή της έννοιας της αναξιότητας και ελαχιστότητάς του, τόσο στην οριζόντια αναγωγή , κυρίως όμως στην κάθετη διάστασή της, καθώς η συνείδηση της αμαρτίας προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση , την καλλιέργεια δηλαδή της αυτοκριτικής σκέψης και δια βίου στάσης του ανθρώπου, που οδηγεί στην αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία, καταστάσεις θεόσδοτες και Θεοδώρητες.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, υπογραμμίζει το τριμερές περιεχόμενο της προσευχής: αρχικά θέτει την ειλικρινή και εγκάρδια ευχαριστία προς τον Θεό, έπειτα την εξομολόγηση την αμαρτιών με συντριβή της ψυχής και στη συνέχεια την αναφορά των αιτημάτων μας [2]. Ασφαλώς , τα παραπάνω δεν αποτελούν σχολαστικούς ¨οδοδείχτες¨ που οδηγούν τον πιστό σε μια ¨πετυχημένη¨ προσευχή, αλλά προσθέτουν γνώση και εμπειρία σε όλους εμάς που ¨θεολογούμε¨ ,όχι εξ Αποκαλύψεως και φωτισμού , αλλά ως απόρροια στείρας κατάθεσης όσων αποθηκευμένων στη γνωστική μας συνείδηση [3].
Οι πνευματικοί κόποι και αγώνες κάθε πιστού ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της ¨βουλήσεως¨, χωρίς βέβαια να εξασθενούν τον αγιοπνευματικό χαρακτήρα της χάριτος ως «προπαρασκευαστικής δωρεάς». Κάθε ¨έργο¨ και προσπάθεια στα πλαίσια της προσευχητικής τροχιάς, εμποτισμένα στην σταυροαναστάσιμη γεύση της ακραιφνούς μετανοίας, (ως παύση εδώ της επανάληψης της αμαρτίας), δεν σημαίνουν απλές ηθικές πράξεις, αλλά σηματοδοτούν τη ¨θεανδρική ενέργεια¨, το ανθρώπινο ¨πράττειν¨ μέσα στο ¨θείο πράττειν¨. Ο προσευχόμενος, μέσω της δοξολογίας, της ευχαριστίας, ακόμη και μέσω των ικετευτικών αιτηάσεών του, οδηγείται στην «θεώρηση της φύσης ή για μεγαλύτερη ακρίβεια στην θεώρηση της φύσης ¨εν Θεώ¨¨ ή στην θεώρηση του Θεού μέσα και μέσω της φύσης»[4]. Άλλωστε, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τους αγγέλους, είναι το γεγονός ότι αυτός είναι «κατ΄εικόνα της Σαρκώσεως». Η καθαρή πνευματικότητά του σαρκώνεται και διαποτίζει ολόκληρη την φύση με τις ¨ζωοποιές¨ της ενέργειες. Στον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, παρασχέθηκε η δυνατότητα να κάνει ν΄αναβλύζουν οι αξίες της ύλης του παρόντος κόσμου, να κυριαρχεί ¨καλώς¨¨ και να κυριαρχείται μετἀ σπουδής υπέρ ¨της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου¨.
Ο P. Evdokimov τονίζει: «Η πρωταρχική έκφραση της εικόνος έγκειται στην ιεραρχική δομή του ανθρώπου με κέντρο της την πνευματική ζωή. Αυτή η κεντρικότητα, αυτό το πρωτείο της ζωής του πνεύματος, διέπει τον βαθύ πόθο προς το πνευματικό, προς το απόλυτο. Είναι η δυναμική ορμή ολοκλήρου του είναι μας προς το θείο του Αρχέτυπο, είναι ο ακατανίκητος πόθος του πνεύματός μας προς τον Θεό, είναι ο έρως ο ανθρώπινος που τείνει προς τον έρωτα τον θείο» [5]. Κοινωνία δια της προσευχητικής λειτουργικής πράξης, σημαίνει κοινωνία του ανθρώπου με την ζωή, τη δύναμη, την χάρη και τη δόξα του ίδιου του Θεού. Οι άγιοι δεν γίνονται θεοί κατά την ουσία, αλλά συμμετέχουν στις ενέργειες του Θεού. «Οι ενέργειες είναι πραγματικά ο ίδιος ο Θεός – όχι όμως ο Θεός όπως υφίσταται εν εαυτώ, στην εσωτερική του ζωή, αλλά ο Θεός όπως επικοινωνεί με τον εαυτό του, με την αγάπη που εξωτερικεύεται» [6].
Δοξολογία και ευχαριστία στην προσευχή περιχωρούνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο πιστός, προσευχόμενος για όλη την κτίση,(ακόμη και περί μετανοίας των πονηρών πνευμάτων), αισθάνεται και γεύεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων. Κατά κάποιο τρόπο, ενστερνίζεται κάθε παγκόσμια χαρμολύπη , διότι ¨μυσταγωγικά¨ προτάσσεται ως φορέας του κλήρου όλων των κτισμάτων. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος που ¨κοινωνεί¨ τον Θεό μέσω της προσευχής, «αποκαθιστά την πανενότητα του μακροκόσμου εις την συνείδησήν του, εις την αίσθησιν και εις την ζωήν»» [7]. Αυτή η προσευχή αγιάζει τον άνθρωπο και του επιστρέφει την «δύναμη να ενεργή» [8].
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που η προσευχή καθίσταται ανενεργή, πολύ δε περισσότερο, μπορεί να μεταποιηθεί σε επιζήμια και ψυχοφθόρα προς την πνευματικότητα του προσευχόμενου, όταν ο τελευταίος αδυνατεί να συλλάβει την πρωταρχικότητα και ζωοποιητική χάρη που επιφέρει αυτή στη ζωή του [9]. Ο πιστός καλείται να αντιληφθεί ότι η προσευχητική αναγωγή προς το Υπερβατικό δεν είναι υποχρέωση, δεν υπόκειται σε καθηκοντολογικές διατάξεις και σε ηθικολογικές προτροπές. Απεναντίας, η προσευχή αναδύεται ως ακόρεστη ανάγκη, ως ζωτική και ισόβια επιθυμία της πνευματικότητας του ανθρωπίνου προσώπου να έλθει σε οντολογική κοινωνία με την Παναγία Τριάδα. Μόνο τότε η ασκητική διάσταση της προσευχής μπορεί να θεαθεί ως υπέρβαση της κτιστότητας του ¨ανθρωπίνου είναι¨ και να προσεγγίσει το Θείο, το Οποίο διακαώς και ολοψύχως επιποθεί. Η προσευχή λοιπόν , ως θυσία, ακριβώς γιατί ενσαρκώνει την αλήθεια και την αγάπη ως μέθεξη στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Δε λειτουργεί ως «αντίδοσις»[10] προς τον Θεό εξαιτίας των αμαρτιών μας, αλλά εδράζεται στην «ελεὐθερη»[11] και ¨αγαπητική – ερωτική¨ σχέση με το Θείο, ακριβώς επειδή μετέχει στην κοινωνία των αγαθοπρεπών δωρεών Του.
«Εν ευλαβεί προσευχή αναμένομεν ότι Ούτος θα εισακούση της κραυγής ημών και θα δώση εις ημάς περί Εαυτού ¨σημείον¨. Εν τη οδύνη ημών διανοίγομεν εαυτούς, ίνα λάβωμεν απάντησιν – αποκάλυψιν προερχομένην εξ Αυτού. Επιθυμούμεν να ¨γνωρίσωμεν¨ Αυτόν, τον Αίτιον του είναι ημών, ¨καθώς εστίν¨»[12].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1.Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Ιερομονάχου, Κόσμος και Έρημος, σπουδή στην ασκητική γραμματεία του έκτου αιώνα, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Αθήνα 2002, σελ. 185.
2.Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 389, πρβλ.,Σωτηρόπουλου Χαράλαμπου, Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, Αθηναι 2004, σελ.128-130.
3. «Μας έλεγε χαριτολογώντας συχνά ο μακαριστός γέρων Αρσένιος ο Αγιορείτης , πνευματικός συγγενής του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού: Εσείς οι νέοι θεολόγοι παιδιά μου, ¨κλέφτες ¨ είστε , ¨κλέφτες¨¨. Δανείζεστε όσα έγραψαν οι Πατέρες δια πόνου και αφού το αλλάξετε λίγο το βαπτίζετε δικό σας…¨κλέφτες είστε, κλέφτες¨». Τα παραπάνω μου εμπιστεύτηκε προφορικά ο Αρχιμανδρίτης και αναπληρωτής καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, π. Νικόδημος Σκρέττας, ενθυμούμενος το μοναχικά του χρόνια στον Άθωνα.
4.Ware Καλλίστου, Επισκόπου Διοκλείας, Ο Ορθόδοξος δρόμος, Επτάλοφος, Αθήνα1984, σελ.135.
5.Evdokimov P., H Oρθοδοξία, Ρηγόπουλου, Αθήνα 1965, σελ.110.
6.Ware Κ., Ο Ορθόδοξος δρόμος, σελ.145, βλ.σχ., του Ιδίου, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Ακρίτας, Αθήνα 1996, σελ. 330-333.
7.Πόποβιτς Ιουστίνου, Αρχιμανδρίτου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος , Αστήρ, Αθήνα 1970, σελ. 25.
8.Evdokimov P., Η Ορθοδοξία, σελ.113.
9. «Αδιακρίτως και πάσα προσευχή δεν είναι σωτήριος και ευάρεστος εις τον Θεόν, πολλάκις αύτη γίνεται εις αμαρτίαν , καθώς λέγει ο προφητάναξ. Εάν δε προσέχωμεν εις τα λόγια της προσευχής , αλλ΄ αμελώς και ανευλαβώς κινώμεν μόνον την γλώσσαν και τα χείλη, τότε η προσευχή μας είναι ματαία και ανωφελής», Γώγου Γρηγορίου, Λόγοι Εκκλησιαστικοί, τύποις Γεωργίου Καρυοφύλλη, Εν Αθήναις, 1865, σελ.132. Στον αντίποδα, παραθέτουμε τη γνωστή φράση του μακαριστού γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτου ότι «η ποσότητα της προσευχής θα φέρει και την ποιότητα».
10.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες, σελ.131.
11.Πρβλ, όσα κάτωθι παραθέτει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, τα οποία, σαφώς δεν παραχαράσσουν την έννοια του ¨αυτεξουσίου¨ του ανθρώπου , μάλλον δε το επισφραγίζουν: «Μιλώντας όμως για το αυτεξούσιο, απλώς θέλω να τονίσω ότι το αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν είναι δείγμα τελειότητος , αλλά ατελείας. Ο άνθρωπος δεν έχει ελευθερία με την τελεία έννοια της, αφού η ελευθερία δεν είναι απλώς το δικαίωμα και η δυνατότητα επιλογής, αλλά ο αυτοκαθορισμός της ύπαρξης. Ο Θεός έχει ελευθερία με την τέλεια μορφή , ενώ ο άνθρωπος έχει την σχετική ελευθερία ακριβώς γιατί ο ίδιος δεν καθορίζει την ύπαρξή του, αφού μάλιστα, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελευθερία , όπως έχει ειπωθή, είναι το δεδομένο της υπάρξεως», Βλάχου Ιεροθέου., Αρχιμανδρίτου, νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Το Πολίτευμα του Σταυρού, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου ¨Πελαγίας¨, Λειβαδιά 1992, σελ. 217.
12.Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμανδρίτου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 394
«Ως προς την ενέργειά της, η προσευχή είναι ¨κόσμου ορατού και αοράτου αλλοτρίωσις¨, αλλά ταυτόχρονα και ¨κόσμου σύστασις¨. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ στην κάθετη αναφορά της υπερβαίνει κάθε κτιστό, στην οριζόντια κίνησί της, συνεχίζει το δημιουργικό έργο του Θεού. Είναι λοιπόν, μορφή δημιουργίας, και μάλιστα κοσμικών διαστάσεων. Κατά την πορεία της ενώσεως με τον Θεό, ο πιστός συγκεντρώνει στην καθολική αγάπη του τον κατακερματισμένο από την αμαρτία κόσμο, ώστε τελικώς να μεταμορφωθή με την χάρι του Θεού» [1]. Η προσευχή όμως , ως προς το περιεχόμενό της, είναι ανάγκη να περιλαμβάνει την κατάφαση του ανθρώπου, την αποδοχή της έννοιας της αναξιότητας και ελαχιστότητάς του, τόσο στην οριζόντια αναγωγή , κυρίως όμως στην κάθετη διάστασή της, καθώς η συνείδηση της αμαρτίας προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση , την καλλιέργεια δηλαδή της αυτοκριτικής σκέψης και δια βίου στάσης του ανθρώπου, που οδηγεί στην αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία, καταστάσεις θεόσδοτες και Θεοδώρητες.
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, υπογραμμίζει το τριμερές περιεχόμενο της προσευχής: αρχικά θέτει την ειλικρινή και εγκάρδια ευχαριστία προς τον Θεό, έπειτα την εξομολόγηση την αμαρτιών με συντριβή της ψυχής και στη συνέχεια την αναφορά των αιτημάτων μας [2]. Ασφαλώς , τα παραπάνω δεν αποτελούν σχολαστικούς ¨οδοδείχτες¨ που οδηγούν τον πιστό σε μια ¨πετυχημένη¨ προσευχή, αλλά προσθέτουν γνώση και εμπειρία σε όλους εμάς που ¨θεολογούμε¨ ,όχι εξ Αποκαλύψεως και φωτισμού , αλλά ως απόρροια στείρας κατάθεσης όσων αποθηκευμένων στη γνωστική μας συνείδηση [3].
Οι πνευματικοί κόποι και αγώνες κάθε πιστού ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα της ¨βουλήσεως¨, χωρίς βέβαια να εξασθενούν τον αγιοπνευματικό χαρακτήρα της χάριτος ως «προπαρασκευαστικής δωρεάς». Κάθε ¨έργο¨ και προσπάθεια στα πλαίσια της προσευχητικής τροχιάς, εμποτισμένα στην σταυροαναστάσιμη γεύση της ακραιφνούς μετανοίας, (ως παύση εδώ της επανάληψης της αμαρτίας), δεν σημαίνουν απλές ηθικές πράξεις, αλλά σηματοδοτούν τη ¨θεανδρική ενέργεια¨, το ανθρώπινο ¨πράττειν¨ μέσα στο ¨θείο πράττειν¨. Ο προσευχόμενος, μέσω της δοξολογίας, της ευχαριστίας, ακόμη και μέσω των ικετευτικών αιτηάσεών του, οδηγείται στην «θεώρηση της φύσης ή για μεγαλύτερη ακρίβεια στην θεώρηση της φύσης ¨εν Θεώ¨¨ ή στην θεώρηση του Θεού μέσα και μέσω της φύσης»[4]. Άλλωστε, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τους αγγέλους, είναι το γεγονός ότι αυτός είναι «κατ΄εικόνα της Σαρκώσεως». Η καθαρή πνευματικότητά του σαρκώνεται και διαποτίζει ολόκληρη την φύση με τις ¨ζωοποιές¨ της ενέργειες. Στον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, παρασχέθηκε η δυνατότητα να κάνει ν΄αναβλύζουν οι αξίες της ύλης του παρόντος κόσμου, να κυριαρχεί ¨καλώς¨¨ και να κυριαρχείται μετἀ σπουδής υπέρ ¨της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου¨.
Ο P. Evdokimov τονίζει: «Η πρωταρχική έκφραση της εικόνος έγκειται στην ιεραρχική δομή του ανθρώπου με κέντρο της την πνευματική ζωή. Αυτή η κεντρικότητα, αυτό το πρωτείο της ζωής του πνεύματος, διέπει τον βαθύ πόθο προς το πνευματικό, προς το απόλυτο. Είναι η δυναμική ορμή ολοκλήρου του είναι μας προς το θείο του Αρχέτυπο, είναι ο ακατανίκητος πόθος του πνεύματός μας προς τον Θεό, είναι ο έρως ο ανθρώπινος που τείνει προς τον έρωτα τον θείο» [5]. Κοινωνία δια της προσευχητικής λειτουργικής πράξης, σημαίνει κοινωνία του ανθρώπου με την ζωή, τη δύναμη, την χάρη και τη δόξα του ίδιου του Θεού. Οι άγιοι δεν γίνονται θεοί κατά την ουσία, αλλά συμμετέχουν στις ενέργειες του Θεού. «Οι ενέργειες είναι πραγματικά ο ίδιος ο Θεός – όχι όμως ο Θεός όπως υφίσταται εν εαυτώ, στην εσωτερική του ζωή, αλλά ο Θεός όπως επικοινωνεί με τον εαυτό του, με την αγάπη που εξωτερικεύεται» [6].
Δοξολογία και ευχαριστία στην προσευχή περιχωρούνται και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο πιστός, προσευχόμενος για όλη την κτίση,(ακόμη και περί μετανοίας των πονηρών πνευμάτων), αισθάνεται και γεύεται την οργανική ενότητα όλων των δημιουργημάτων. Κατά κάποιο τρόπο, ενστερνίζεται κάθε παγκόσμια χαρμολύπη , διότι ¨μυσταγωγικά¨ προτάσσεται ως φορέας του κλήρου όλων των κτισμάτων. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος που ¨κοινωνεί¨ τον Θεό μέσω της προσευχής, «αποκαθιστά την πανενότητα του μακροκόσμου εις την συνείδησήν του, εις την αίσθησιν και εις την ζωήν»» [7]. Αυτή η προσευχή αγιάζει τον άνθρωπο και του επιστρέφει την «δύναμη να ενεργή» [8].
Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που η προσευχή καθίσταται ανενεργή, πολύ δε περισσότερο, μπορεί να μεταποιηθεί σε επιζήμια και ψυχοφθόρα προς την πνευματικότητα του προσευχόμενου, όταν ο τελευταίος αδυνατεί να συλλάβει την πρωταρχικότητα και ζωοποιητική χάρη που επιφέρει αυτή στη ζωή του [9]. Ο πιστός καλείται να αντιληφθεί ότι η προσευχητική αναγωγή προς το Υπερβατικό δεν είναι υποχρέωση, δεν υπόκειται σε καθηκοντολογικές διατάξεις και σε ηθικολογικές προτροπές. Απεναντίας, η προσευχή αναδύεται ως ακόρεστη ανάγκη, ως ζωτική και ισόβια επιθυμία της πνευματικότητας του ανθρωπίνου προσώπου να έλθει σε οντολογική κοινωνία με την Παναγία Τριάδα. Μόνο τότε η ασκητική διάσταση της προσευχής μπορεί να θεαθεί ως υπέρβαση της κτιστότητας του ¨ανθρωπίνου είναι¨ και να προσεγγίσει το Θείο, το Οποίο διακαώς και ολοψύχως επιποθεί. Η προσευχή λοιπόν , ως θυσία, ακριβώς γιατί ενσαρκώνει την αλήθεια και την αγάπη ως μέθεξη στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Δε λειτουργεί ως «αντίδοσις»[10] προς τον Θεό εξαιτίας των αμαρτιών μας, αλλά εδράζεται στην «ελεὐθερη»[11] και ¨αγαπητική – ερωτική¨ σχέση με το Θείο, ακριβώς επειδή μετέχει στην κοινωνία των αγαθοπρεπών δωρεών Του.
«Εν ευλαβεί προσευχή αναμένομεν ότι Ούτος θα εισακούση της κραυγής ημών και θα δώση εις ημάς περί Εαυτού ¨σημείον¨. Εν τη οδύνη ημών διανοίγομεν εαυτούς, ίνα λάβωμεν απάντησιν – αποκάλυψιν προερχομένην εξ Αυτού. Επιθυμούμεν να ¨γνωρίσωμεν¨ Αυτόν, τον Αίτιον του είναι ημών, ¨καθώς εστίν¨»[12].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1.Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανού, Ιερομονάχου, Κόσμος και Έρημος, σπουδή στην ασκητική γραμματεία του έκτου αιώνα, εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Αθήνα 2002, σελ. 185.
2.Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998, σελ. 389, πρβλ.,Σωτηρόπουλου Χαράλαμπου, Οι Νηπτικοί Πατέρες περί της κατά Χριστόν τελειώσεως του ανθρώπου, Αθηναι 2004, σελ.128-130.
3. «Μας έλεγε χαριτολογώντας συχνά ο μακαριστός γέρων Αρσένιος ο Αγιορείτης , πνευματικός συγγενής του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού: Εσείς οι νέοι θεολόγοι παιδιά μου, ¨κλέφτες ¨ είστε , ¨κλέφτες¨¨. Δανείζεστε όσα έγραψαν οι Πατέρες δια πόνου και αφού το αλλάξετε λίγο το βαπτίζετε δικό σας…¨κλέφτες είστε, κλέφτες¨». Τα παραπάνω μου εμπιστεύτηκε προφορικά ο Αρχιμανδρίτης και αναπληρωτής καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, π. Νικόδημος Σκρέττας, ενθυμούμενος το μοναχικά του χρόνια στον Άθωνα.
4.Ware Καλλίστου, Επισκόπου Διοκλείας, Ο Ορθόδοξος δρόμος, Επτάλοφος, Αθήνα1984, σελ.135.
5.Evdokimov P., H Oρθοδοξία, Ρηγόπουλου, Αθήνα 1965, σελ.110.
6.Ware Κ., Ο Ορθόδοξος δρόμος, σελ.145, βλ.σχ., του Ιδίου, Η Ορθόδοξη Εκκλησία, Ακρίτας, Αθήνα 1996, σελ. 330-333.
7.Πόποβιτς Ιουστίνου, Αρχιμανδρίτου, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος , Αστήρ, Αθήνα 1970, σελ. 25.
8.Evdokimov P., Η Ορθοδοξία, σελ.113.
9. «Αδιακρίτως και πάσα προσευχή δεν είναι σωτήριος και ευάρεστος εις τον Θεόν, πολλάκις αύτη γίνεται εις αμαρτίαν , καθώς λέγει ο προφητάναξ. Εάν δε προσέχωμεν εις τα λόγια της προσευχής , αλλ΄ αμελώς και ανευλαβώς κινώμεν μόνον την γλώσσαν και τα χείλη, τότε η προσευχή μας είναι ματαία και ανωφελής», Γώγου Γρηγορίου, Λόγοι Εκκλησιαστικοί, τύποις Γεωργίου Καρυοφύλλη, Εν Αθήναις, 1865, σελ.132. Στον αντίποδα, παραθέτουμε τη γνωστή φράση του μακαριστού γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτου ότι «η ποσότητα της προσευχής θα φέρει και την ποιότητα».
10.Σωτηρόπουλου Χ., Οι Νηπτικοί Πατέρες, σελ.131.
11.Πρβλ, όσα κάτωθι παραθέτει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος, τα οποία, σαφώς δεν παραχαράσσουν την έννοια του ¨αυτεξουσίου¨ του ανθρώπου , μάλλον δε το επισφραγίζουν: «Μιλώντας όμως για το αυτεξούσιο, απλώς θέλω να τονίσω ότι το αυτεξούσιο του ανθρώπου δεν είναι δείγμα τελειότητος , αλλά ατελείας. Ο άνθρωπος δεν έχει ελευθερία με την τελεία έννοια της, αφού η ελευθερία δεν είναι απλώς το δικαίωμα και η δυνατότητα επιλογής, αλλά ο αυτοκαθορισμός της ύπαρξης. Ο Θεός έχει ελευθερία με την τέλεια μορφή , ενώ ο άνθρωπος έχει την σχετική ελευθερία ακριβώς γιατί ο ίδιος δεν καθορίζει την ύπαρξή του, αφού μάλιστα, η μεγαλύτερη πρόκληση για την ελευθερία , όπως έχει ειπωθή, είναι το δεδομένο της υπάρξεως», Βλάχου Ιεροθέου., Αρχιμανδρίτου, νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου, Το Πολίτευμα του Σταυρού, εκδ. Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου ¨Πελαγίας¨, Λειβαδιά 1992, σελ. 217.
12.Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμανδρίτου, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σελ. 394
*Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών