Δανάη Γεωργιάδου, Φιλόλογος, Λευκωσία
Καθόλου ευοίωνες για την αποτελεσματική διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία και γενικότερα για τη γλωσσική καλλιέργεια των παιδιών μας δεν είναι οι προοπτικές, αν συνεχιστεί η εφαρμογή του Νέου Αναλυτικού Προγράμματος (ΝΑΠ) στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, το οποίο εισήχθη στο Κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα από την προηγούμενη Κυβέρνηση (2011). Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η αδρομερής παρουσίαση των βασικών γνωρισμάτων του ΝΑΠ, καθώς και των κινδύνων και αρνητικών συνεπειών από την εφαρμογή του, σε σχέση αφενός με την διδασκαλία της γλώσσας στην εκπαίδευση και αφετέρου με την ιδεολογία που προωθείται μέσω αυτής.
Με βάση το ΝΑΠ δεν καθορίζεται πλέον η νεοελληνική κοινή ως η επίσημη γλώσσα διδασκαλίας, πράγμα που αντιβαίνει στις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. άρθρο 3, όπου ορίζεται ως επίσημη γλώσσα η ελληνική, δηλαδή η αναγνωρισμένη ως επίσημη ποικιλία από το ελληνικό κράτος και όλο το έθνος). Επίσης, “δεν γίνονται ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλούν εκπαιδευτικοί και μαθητές στην τάξη» (δηλ. την κοινή ή την κυπριακή διάλεκτο), ενώ, παράλληλα, λαμβάνεται λεπτομερής πρόνοια για διδασκαλία φαινομένων της κυπριακής διαλέκτου. Τέλος, εισάγεται η φιλοσοφία του κριτικού εγγραμματισμού στο μάθημα της γλώσσας, η οποία έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής στο δημοτικό και στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Μάλιστα, η φιλοσοφία αυτή ωραιοποιήθηκε με την ταύτισή της με την κριτική σκέψη (με την οποία όμως δεν σχετίζεται) και με το δέλεαρ της επιλογής των κειμένων διδασκαλίας από μαθητές και καθηγητές.
Στην πράξη, με τη νέα αυτή φιλοσοφία αφαιρούνται κείμενα – μνημεία του ελληνικού πολιτισμού (των μεγαλύτερων νεοελλήνων συγγραφέων, ποιητών, στοχαστών, δοκιμιογράφων κτλ.), και εισάγονται προς διδασκαλία αράδες, τις οποίες «συναποφασίζουν μαθητές και καθηγητές» από οποιαδήποτε πηγή (διαδίκτυο, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημίσεις, ανακοινώσεις, δελτία καιρού, βιβλία μαγειρικής κτλ.). Δίδεται, δηλαδή, σε ανώριμα παιδάκια και σε, ενδεχομένως, άπειρους ή λιγότερο οξυδερκείς κι εγγράμματους εκπαιδευτικούς η δυνατότητα να επιλέγουν τι θα διδαχθεί, πράγμα που προκαλεί τουλάχιστον καχυποψία για το πού αποσκοπεί.
Όντως, με προσεκτική εξέταση αποδεικνύεται ότι τα κείμενα είναι συνήθως ακατάλληλα και επικίνδυνα για διδασκαλία. Κατ’ αρχήν, η γλωσσική και αισθητική τους αξία είναι συχνά αμφίβολη, καθώς πολλά είναι γεμάτα λάθη ορθογραφικά, συντακτικά, έχουν εκφραστικές αδυναμίες, φτωχό λεξιλόγιο, περιέχουν αγγλικές λέξεις, γράμματα greeklish, παρουσιάζουν προβλήματα στη δομή και στην οργάνωση των σκέψεων κτλ. Είναι ακόμα άγνωστης ιδεολογικής προσέγγισης και δίνουν στον καθένα τη δυνατότητα να προωθεί την ιδεολογία που πρεσβεύει (με βάση κριτήρια κομματικά, τις διεκδικήσεις περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων κτλ.). Τέλος, τα κείμενα αυτά είναι στην πλειοψηφία τους ανύπαρκτης ηθικοπλαστικής αξίας – ή και επικίνδυνα ως προς το θέμα αυτό – με αποτέλεσμα διαχρονικές και καίριες ελληνικές και χριστιανικές αξίες όχι μόνο να μην καλλιεργούνται πλέον, αλλά να βαίνουν σιγά σιγά προς πλήρη αποδόμηση. Αντίθετα, μέσα από την επιλογή συγκεκριμένων κειμένων ωθούνται οι μαθητές στην αμφισβήτηση αρχών και κανόνων, στην έλλειψη σεβασμού και υπακοής στο σχολείο και στους φορείς του, στη διεκδίκηση δικαιωμάτων χωρίς ταυτόχρονη αναγνώριση υποχρεώσεων κτλ., νοοτροπίες οι οποίες μεταφέρονται αργότερα – τηρουμένων των αναλογιών – και στην ενήλικη ζωή τους. Επιπλέον, στο μάθημα της γλώσσας δεν υπάρχει πλέον διδακτικό εγχειρίδιο, ούτε κοινή διδακτέα ύλη για κάθε σχολείο, με όλες τις προφανείς συνέπειες (δυσκολία στον καθορισμό εξεταστέας ύλης, στον καταρτισμό του τελικού εξεταστικού δοκιμίου, ανομοιομορφία στην αξιολόγηση κτλ.). Ο προγραμματισμός στη διδασκαλία των γλωσσικών φαινομένων είναι ανύπαρκτος ή πάσχει από μεγάλη προχειρότητα, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από το κείμενο που επιλέγεται κάθε φορά. Τα φαινόμενα δεν προσεγγίζονται συστηματικά, όπως είθισται στη διδασκαλία των γλωσσών, με αποτέλεσμα το γλωσσικό αισθητήριο να έχει αρχίσει και ολοένα να συνεχίζει να ατονεί στη νεότερη γενιά (δεν κατακτώνται επαρκώς οι εκφραστικές και γραμματικοσυντακτικές δομές της ελληνικής γλώσσας, φτωχαίνει το λεξιλόγιο, ατονεί η επίγνωση της ετυμολογίας κτλ.). Η κατάσταση δυσχεραίνει περισσότερο, καθώς παρέχεται η δυνατότητα να προωθείται όλο και πιο πολύ η χρήση και διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου σε βάρος της νεοελληνικής κοινής, με τη συνεχή επιλογή κειμένων γραμμένων στην κυπριακή. Το φαινόμενο υποβοηθείται και από τα πολλά προγράμματα κυπριακής υποκουλτούρας που προβάλλονται καθημερινά στην τηλεόρασή μας. Μια από τις απτές αποδείξεις της συνεχούς αποστασιοποίησης από την κοινή και της συνακόλουθης γενικότερης επιδείνωσης του γλωσσικού επιπέδου των παιδιών, είναι και η απογοητευτική, χρόνο με το χρόνο, πτώση της βαθμολογίας στο μάθημα των Ελληνικών στις Παγκύπριες Εξετάσεις.
Είναι απαραίτητη στο σημείο αυτό μια διευκρίνιση, προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Κατ’ ουδένα λόγο δεν εξυπακούεται προσπάθεια υποβιβασμού ή απαξίωσης της κυπριακής διαλέκτου. Πρόκειται για μια από τις πανάρχαιες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας, η οποία μέχρι και σήμερα παραμένει από τις πιο πλούσιες και πιο εκφραστικές. Δεν παύει όμως από το να είναι μία από τις πολλές διαλέκτους (όπως και η ποντιακή, η τσακωνική, η μακεδονική, η ηπειρωτική κτλ.) και συνεπώς δεν νοείται η χρήση της ως οργάνου διδασκαλίας. Αντίθετα, όμως, επιβάλλεται η διδασκαλία κειμένων γραμμένων σε αυτήν, εφόσον είναι εγνωσμένης λογοτεχνικής αξίας και μόνο στο μάθημα της λογοτεχνίας.
Το ότι οι επιφυλάξεις για τη χρήση του κριτικού εγγραμματισμού και για τους σκοπούς που υπηρετεί η εισαγωγή του στην εκπαίδευση δεν αποτελούν κινδυνολογίες και δεν απηχούν προσωπικές τοποθετήσεις, αλλά στηρίζονται στην ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τη φιλοσοφία αυτή, το αποδεικνύει η διεθνής βιβλιογραφία καθώς και οι πάγιες θέσεις του κόμματος το οποίο την εισήγαγε.
Στόχος της νεομαρξιστικής φιλοσοφίας του κριτικού εγγραμματισμού, με βάση τη βιβλιογραφία, είναι παγκόσμια η αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης και η κοινωνική αποδόμηση, λόγω «της αδικίας, των ανισοτήτων, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης των αδύνατων κοινωνικών και άλλων τάξεων και μειονοτήτων από τις ισχυρές» κτλ. Αυτό, με βάση άρθρο μίας εκ των θιασωτών της νέας φιλοσοφίας και συνεργάτιδας των συντακτών του ΝΑΠ, για την κυπριακή πραγματικότητα συγκεκριμενοποιείται ως εξής: ο κριτικός εγγραμματισμός «υπαγορεύει την αμφισβήτηση και την αποδόμηση κειμένων και παραδοσιακών αξιών, συμπεριλαμβανομένων και θεμελιωδών αξιών, όπως είναι η ελληνικότητα, η εθνική ταυτότητα και η θρησκεία». Οι θεμελιώδεις, δηλαδή, αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται εδώ κι χιλιάδες χρόνια η ύπαρξή μας και η εθνική μας επιβίωση σε αυτό το πολύπαθο νησί, είναι δήθεν ιδεολογίες και κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν συμφέροντα και πρέπει να αποδομηθούν, για να αφαιρεθεί δήθεν η εξουσία από τους κατασκευαστές τους και να αποκτήσουν εξουσία τα ανίσχυρα στρώματα! Στην περίπτωση της Κύπρου, ανίσχυρες ιδεολογίες σε σχέση με τον χριστιανισμό και με την ελληνικότητα αποτελούν η αθεΐα και η ιδεολογία την οποία εδώ και δεκαετίες καλλιεργεί συστηματικά το ΑΚΕΛ, ότι δηλαδή «είμαστε Κύπριοι και όχι Έλληνες». Στόχος, δηλαδή, είναι η αποδυνάμωση των δεσμών με τον υπόλοιπο Ελληνισμό και η δημιουργία διαφορετικής «συνείδησης», της «κυπριακής», στην οποία θα υπάρχει χώρος να παρεισφρήσουν σιγά σιγά και οι τουρκοκύπριοι, ώστε όλοι μαζί να αποτελέσουμε το κυπριακό «έθνος», που θα υπάρχει αυτόνομα από τις «μητέρες πατρίδες»! Και προϊόντος του χρόνου θα μπορέσουμε να δώσουμε «επίσημη» μορφή και στη γλώσσα αυτού του δήθεν «έθνους», την «κυπριακή», που θα είναι ένα συνονθύλευμα ελληνικών, τουρκικών, διαλεκτικών κυπριακών και λέξεων που κατέλιπαν οι κατά καιρούς κατακτητές. Αυτή η προσπάθεια αναγωγής της διαλέκτου σε γλώσσα είναι ήδη γεγονός, και η συγκεκριμένη διαδικασία έχει προ πολλού αρχίσει να μεθοδεύεται.
Και πάλι κρίνεται σκόπιμο να καταστεί σαφές ότι δεν αντιστρατευόμαστε την ειρηνική και με αλληλοσεβασμό συμβίωση όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, αλλά την παραχάραξη της ιστορίας και την ασέλγεια στην ιστορική μας φυσιογνωμία, χάριν της συμβίωσης αυτής.
Ο κριτικός εγγραμματισμός πρέπει άμεσα να σταματήσει να εφαρμόζεται και η όλη φιλοσοφία που διέπει το ΝΑΠ της Γλώσσας να αναθεωρηθεί, προκειμένου να έχουμε ελπίδες ότι δεν θα είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στην Κύπρο. Θετική και απόλυτα σωστή είναι η τοποθέτηση, στο θέμα αυτό, της Δεξαμενής Σκέψης «Θουκυδίδης», όπως δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου 2013. Επίσης προς τη σωστή κατεύθυνση είναι και το υπόμνημα του Συνδέσμου Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων (ημερομηνίας 28 Αυγούστου 2013) στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, όπου κατατίθενται συγκεκριμένες παρατηρήσεις αλλά και εισηγήσεις για βελτίωση της διδασκαλίας του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας. Υιοθετούμε τις εισηγήσεις του Συνδέσμου, νοουμένου ότι – αν και δεν το αποσαφηνίζουν ρητά – στοχεύουν στο ίδιο ζητούμενο, την απάλειψη δηλαδή της φιλοσοφίας του κριτικού εγγραμματισμού από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τη βελτίωση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία μας.
Αδράχνουμε όμως την ευκαιρία για να θίξουμε κι έναν άλλο, βασικότατο, κατά την άποψή μας, παράγοντα, που επέδρασε αρνητικά στο γλωσσικό επίπεδο των Ελλήνων της Κύπρου τις τελευταίες δεκαετίες: τον συνεχή υποβιβασμό και την σχεδόν πλήρη εξαφάνιση από τα σχολεία μας των κλασικών μαθημάτων, δηλαδή των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών. Τα κλασικά γράμματα, που από την αρχαιότητα μέχρι πρότινος ήταν η ραχοκοκαλιά της παιδείας μας, είναι υπό διωγμόν. Μάλιστα, σε πολλά λύκεια παγκύπρια έχουν ήδη εκλείψει εντελώς στη Β και Γ τάξη. Οι αιτίες είναι πολλές και σίγουρα όχι του παρόντος. Είναι καιρός όμως οι φιλόλογοι να πάψουν να εθελοτυφλούν, ψάχνοντας αλλού μόνο τη ρίζα του κακού, και να εγκύψουν με υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση της ουσίας του προβλήματος. Η περαιτέρω αποκοπή από τις γλωσσικές μας καταβολές θα επιταχύνει περισσότερο τη γλωσσική μας αλλοτρίωση και θα επιτρέψει σε φαινόμενα και πολιτικές τύπου κριτικού εγγραμματισμού να ολοκληρώσουν ανενόχλητα το καταστροφικό τους έργο.
Με βάση το ΝΑΠ δεν καθορίζεται πλέον η νεοελληνική κοινή ως η επίσημη γλώσσα διδασκαλίας, πράγμα που αντιβαίνει στις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. άρθρο 3, όπου ορίζεται ως επίσημη γλώσσα η ελληνική, δηλαδή η αναγνωρισμένη ως επίσημη ποικιλία από το ελληνικό κράτος και όλο το έθνος). Επίσης, “δεν γίνονται ρυθμίσεις ως προς το πώς πρέπει να μιλούν εκπαιδευτικοί και μαθητές στην τάξη» (δηλ. την κοινή ή την κυπριακή διάλεκτο), ενώ, παράλληλα, λαμβάνεται λεπτομερής πρόνοια για διδασκαλία φαινομένων της κυπριακής διαλέκτου. Τέλος, εισάγεται η φιλοσοφία του κριτικού εγγραμματισμού στο μάθημα της γλώσσας, η οποία έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής στο δημοτικό και στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου. Μάλιστα, η φιλοσοφία αυτή ωραιοποιήθηκε με την ταύτισή της με την κριτική σκέψη (με την οποία όμως δεν σχετίζεται) και με το δέλεαρ της επιλογής των κειμένων διδασκαλίας από μαθητές και καθηγητές.
Στην πράξη, με τη νέα αυτή φιλοσοφία αφαιρούνται κείμενα – μνημεία του ελληνικού πολιτισμού (των μεγαλύτερων νεοελλήνων συγγραφέων, ποιητών, στοχαστών, δοκιμιογράφων κτλ.), και εισάγονται προς διδασκαλία αράδες, τις οποίες «συναποφασίζουν μαθητές και καθηγητές» από οποιαδήποτε πηγή (διαδίκτυο, εφημερίδες, περιοδικά, διαφημίσεις, ανακοινώσεις, δελτία καιρού, βιβλία μαγειρικής κτλ.). Δίδεται, δηλαδή, σε ανώριμα παιδάκια και σε, ενδεχομένως, άπειρους ή λιγότερο οξυδερκείς κι εγγράμματους εκπαιδευτικούς η δυνατότητα να επιλέγουν τι θα διδαχθεί, πράγμα που προκαλεί τουλάχιστον καχυποψία για το πού αποσκοπεί.
Όντως, με προσεκτική εξέταση αποδεικνύεται ότι τα κείμενα είναι συνήθως ακατάλληλα και επικίνδυνα για διδασκαλία. Κατ’ αρχήν, η γλωσσική και αισθητική τους αξία είναι συχνά αμφίβολη, καθώς πολλά είναι γεμάτα λάθη ορθογραφικά, συντακτικά, έχουν εκφραστικές αδυναμίες, φτωχό λεξιλόγιο, περιέχουν αγγλικές λέξεις, γράμματα greeklish, παρουσιάζουν προβλήματα στη δομή και στην οργάνωση των σκέψεων κτλ. Είναι ακόμα άγνωστης ιδεολογικής προσέγγισης και δίνουν στον καθένα τη δυνατότητα να προωθεί την ιδεολογία που πρεσβεύει (με βάση κριτήρια κομματικά, τις διεκδικήσεις περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων κτλ.). Τέλος, τα κείμενα αυτά είναι στην πλειοψηφία τους ανύπαρκτης ηθικοπλαστικής αξίας – ή και επικίνδυνα ως προς το θέμα αυτό – με αποτέλεσμα διαχρονικές και καίριες ελληνικές και χριστιανικές αξίες όχι μόνο να μην καλλιεργούνται πλέον, αλλά να βαίνουν σιγά σιγά προς πλήρη αποδόμηση. Αντίθετα, μέσα από την επιλογή συγκεκριμένων κειμένων ωθούνται οι μαθητές στην αμφισβήτηση αρχών και κανόνων, στην έλλειψη σεβασμού και υπακοής στο σχολείο και στους φορείς του, στη διεκδίκηση δικαιωμάτων χωρίς ταυτόχρονη αναγνώριση υποχρεώσεων κτλ., νοοτροπίες οι οποίες μεταφέρονται αργότερα – τηρουμένων των αναλογιών – και στην ενήλικη ζωή τους. Επιπλέον, στο μάθημα της γλώσσας δεν υπάρχει πλέον διδακτικό εγχειρίδιο, ούτε κοινή διδακτέα ύλη για κάθε σχολείο, με όλες τις προφανείς συνέπειες (δυσκολία στον καθορισμό εξεταστέας ύλης, στον καταρτισμό του τελικού εξεταστικού δοκιμίου, ανομοιομορφία στην αξιολόγηση κτλ.). Ο προγραμματισμός στη διδασκαλία των γλωσσικών φαινομένων είναι ανύπαρκτος ή πάσχει από μεγάλη προχειρότητα, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από το κείμενο που επιλέγεται κάθε φορά. Τα φαινόμενα δεν προσεγγίζονται συστηματικά, όπως είθισται στη διδασκαλία των γλωσσών, με αποτέλεσμα το γλωσσικό αισθητήριο να έχει αρχίσει και ολοένα να συνεχίζει να ατονεί στη νεότερη γενιά (δεν κατακτώνται επαρκώς οι εκφραστικές και γραμματικοσυντακτικές δομές της ελληνικής γλώσσας, φτωχαίνει το λεξιλόγιο, ατονεί η επίγνωση της ετυμολογίας κτλ.). Η κατάσταση δυσχεραίνει περισσότερο, καθώς παρέχεται η δυνατότητα να προωθείται όλο και πιο πολύ η χρήση και διδασκαλία της κυπριακής διαλέκτου σε βάρος της νεοελληνικής κοινής, με τη συνεχή επιλογή κειμένων γραμμένων στην κυπριακή. Το φαινόμενο υποβοηθείται και από τα πολλά προγράμματα κυπριακής υποκουλτούρας που προβάλλονται καθημερινά στην τηλεόρασή μας. Μια από τις απτές αποδείξεις της συνεχούς αποστασιοποίησης από την κοινή και της συνακόλουθης γενικότερης επιδείνωσης του γλωσσικού επιπέδου των παιδιών, είναι και η απογοητευτική, χρόνο με το χρόνο, πτώση της βαθμολογίας στο μάθημα των Ελληνικών στις Παγκύπριες Εξετάσεις.
Είναι απαραίτητη στο σημείο αυτό μια διευκρίνιση, προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Κατ’ ουδένα λόγο δεν εξυπακούεται προσπάθεια υποβιβασμού ή απαξίωσης της κυπριακής διαλέκτου. Πρόκειται για μια από τις πανάρχαιες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας, η οποία μέχρι και σήμερα παραμένει από τις πιο πλούσιες και πιο εκφραστικές. Δεν παύει όμως από το να είναι μία από τις πολλές διαλέκτους (όπως και η ποντιακή, η τσακωνική, η μακεδονική, η ηπειρωτική κτλ.) και συνεπώς δεν νοείται η χρήση της ως οργάνου διδασκαλίας. Αντίθετα, όμως, επιβάλλεται η διδασκαλία κειμένων γραμμένων σε αυτήν, εφόσον είναι εγνωσμένης λογοτεχνικής αξίας και μόνο στο μάθημα της λογοτεχνίας.
Το ότι οι επιφυλάξεις για τη χρήση του κριτικού εγγραμματισμού και για τους σκοπούς που υπηρετεί η εισαγωγή του στην εκπαίδευση δεν αποτελούν κινδυνολογίες και δεν απηχούν προσωπικές τοποθετήσεις, αλλά στηρίζονται στην ιδεολογία που κρύβεται πίσω από τη φιλοσοφία αυτή, το αποδεικνύει η διεθνής βιβλιογραφία καθώς και οι πάγιες θέσεις του κόμματος το οποίο την εισήγαγε.
Στόχος της νεομαρξιστικής φιλοσοφίας του κριτικού εγγραμματισμού, με βάση τη βιβλιογραφία, είναι παγκόσμια η αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης και η κοινωνική αποδόμηση, λόγω «της αδικίας, των ανισοτήτων, της καταπίεσης, της εκμετάλλευσης των αδύνατων κοινωνικών και άλλων τάξεων και μειονοτήτων από τις ισχυρές» κτλ. Αυτό, με βάση άρθρο μίας εκ των θιασωτών της νέας φιλοσοφίας και συνεργάτιδας των συντακτών του ΝΑΠ, για την κυπριακή πραγματικότητα συγκεκριμενοποιείται ως εξής: ο κριτικός εγγραμματισμός «υπαγορεύει την αμφισβήτηση και την αποδόμηση κειμένων και παραδοσιακών αξιών, συμπεριλαμβανομένων και θεμελιωδών αξιών, όπως είναι η ελληνικότητα, η εθνική ταυτότητα και η θρησκεία». Οι θεμελιώδεις, δηλαδή, αξίες πάνω στις οποίες στηρίζεται εδώ κι χιλιάδες χρόνια η ύπαρξή μας και η εθνική μας επιβίωση σε αυτό το πολύπαθο νησί, είναι δήθεν ιδεολογίες και κοινωνικές κατασκευές που εξυπηρετούν συμφέροντα και πρέπει να αποδομηθούν, για να αφαιρεθεί δήθεν η εξουσία από τους κατασκευαστές τους και να αποκτήσουν εξουσία τα ανίσχυρα στρώματα! Στην περίπτωση της Κύπρου, ανίσχυρες ιδεολογίες σε σχέση με τον χριστιανισμό και με την ελληνικότητα αποτελούν η αθεΐα και η ιδεολογία την οποία εδώ και δεκαετίες καλλιεργεί συστηματικά το ΑΚΕΛ, ότι δηλαδή «είμαστε Κύπριοι και όχι Έλληνες». Στόχος, δηλαδή, είναι η αποδυνάμωση των δεσμών με τον υπόλοιπο Ελληνισμό και η δημιουργία διαφορετικής «συνείδησης», της «κυπριακής», στην οποία θα υπάρχει χώρος να παρεισφρήσουν σιγά σιγά και οι τουρκοκύπριοι, ώστε όλοι μαζί να αποτελέσουμε το κυπριακό «έθνος», που θα υπάρχει αυτόνομα από τις «μητέρες πατρίδες»! Και προϊόντος του χρόνου θα μπορέσουμε να δώσουμε «επίσημη» μορφή και στη γλώσσα αυτού του δήθεν «έθνους», την «κυπριακή», που θα είναι ένα συνονθύλευμα ελληνικών, τουρκικών, διαλεκτικών κυπριακών και λέξεων που κατέλιπαν οι κατά καιρούς κατακτητές. Αυτή η προσπάθεια αναγωγής της διαλέκτου σε γλώσσα είναι ήδη γεγονός, και η συγκεκριμένη διαδικασία έχει προ πολλού αρχίσει να μεθοδεύεται.
Και πάλι κρίνεται σκόπιμο να καταστεί σαφές ότι δεν αντιστρατευόμαστε την ειρηνική και με αλληλοσεβασμό συμβίωση όλων των νομίμων κατοίκων της Κύπρου, αλλά την παραχάραξη της ιστορίας και την ασέλγεια στην ιστορική μας φυσιογνωμία, χάριν της συμβίωσης αυτής.
Ο κριτικός εγγραμματισμός πρέπει άμεσα να σταματήσει να εφαρμόζεται και η όλη φιλοσοφία που διέπει το ΝΑΠ της Γλώσσας να αναθεωρηθεί, προκειμένου να έχουμε ελπίδες ότι δεν θα είμαστε η τελευταία γενιά Ελλήνων στην Κύπρο. Θετική και απόλυτα σωστή είναι η τοποθέτηση, στο θέμα αυτό, της Δεξαμενής Σκέψης «Θουκυδίδης», όπως δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουλίου 2013. Επίσης προς τη σωστή κατεύθυνση είναι και το υπόμνημα του Συνδέσμου Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων (ημερομηνίας 28 Αυγούστου 2013) στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού, όπου κατατίθενται συγκεκριμένες παρατηρήσεις αλλά και εισηγήσεις για βελτίωση της διδασκαλίας του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας. Υιοθετούμε τις εισηγήσεις του Συνδέσμου, νοουμένου ότι – αν και δεν το αποσαφηνίζουν ρητά – στοχεύουν στο ίδιο ζητούμενο, την απάλειψη δηλαδή της φιλοσοφίας του κριτικού εγγραμματισμού από το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τη βελτίωση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία μας.
Αδράχνουμε όμως την ευκαιρία για να θίξουμε κι έναν άλλο, βασικότατο, κατά την άποψή μας, παράγοντα, που επέδρασε αρνητικά στο γλωσσικό επίπεδο των Ελλήνων της Κύπρου τις τελευταίες δεκαετίες: τον συνεχή υποβιβασμό και την σχεδόν πλήρη εξαφάνιση από τα σχολεία μας των κλασικών μαθημάτων, δηλαδή των Αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών. Τα κλασικά γράμματα, που από την αρχαιότητα μέχρι πρότινος ήταν η ραχοκοκαλιά της παιδείας μας, είναι υπό διωγμόν. Μάλιστα, σε πολλά λύκεια παγκύπρια έχουν ήδη εκλείψει εντελώς στη Β και Γ τάξη. Οι αιτίες είναι πολλές και σίγουρα όχι του παρόντος. Είναι καιρός όμως οι φιλόλογοι να πάψουν να εθελοτυφλούν, ψάχνοντας αλλού μόνο τη ρίζα του κακού, και να εγκύψουν με υπευθυνότητα στην αντιμετώπιση της ουσίας του προβλήματος. Η περαιτέρω αποκοπή από τις γλωσσικές μας καταβολές θα επιταχύνει περισσότερο τη γλωσσική μας αλλοτρίωση και θα επιτρέψει σε φαινόμενα και πολιτικές τύπου κριτικού εγγραμματισμού να ολοκληρώσουν ανενόχλητα το καταστροφικό τους έργο.