π. Σταύρου Τρικαλιώτη
Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι ἡ σαρκωμένη ἀγάπη καί ἡ σαρκωμένη εἰρήνη. Δέν ἔχει ὅπλα, δέν ἐκδικεῖται, δέν συντρίβει, δέν συνθλίβει, ἀλλά ὑπομένει, μακροθυμεῖ, ἀνέχεται. Μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Τόν μοναδικό δρόμο. Καί ἡ Παναγία στέκει δίπλα του καί μέ τρυφερά καί πονεμένα λόγια τοῦ ψάλλει: «Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;» Τί σοῦ ἔκαναν γιέ μου, γλυκό μου παιδί, πού γιά ἐμένα ἤσουν τό φῶς μέ τό ὁποῖο ἔβλεπα τόν κόσμο; «πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;» Ἐσύ, Τό «γλυκύ μου ἔαρ», ἡ γλυκιά Ἄνοιξη τῆς ζωῆς μου, πῶς βρίσκεσαι τώρα σκεπασμένος μέσα στόν τάφο; Τί πόνο, τί ἀδιέξοδο, τί θλίψη ἔνιωσε ἡ Παναγία μας ἐρχόμενη ἀντιμέτωπη μέ τήν ἀνεξήγητη κακία τῶν σταυρωτῶν του Υἱοῦ της! Ὅμως δέν ἄφησε τόν ἑαυτό της νά παρασυρθεῖ στήν ἀντεκδίκηση, στό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ» τοῦ παλαιοῦ νόμου. Θυμόταν τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Μόνη της παρηγοριά ἡ προστασία τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού τήν «παρέλαβε εἰς τά ἴδια», πού τήν πῆρε κοντά του, ὅπως τοῦ εἶχε ἀφήσει ἱερή παρακαταθήκη ὁ ἀγαπημένος του διδάσκαλος καί τήν εἶχε πλέον σάν μητέρα του.
Τί ἀντίθεση! Ἀπό τή μιά μεριά ὁ Ἰοῦδας ὁ προδότης καί ὁ δόλιος, μέ τίς ἀθλιότητες του, μή ἀνεχόμενος τό βάρος τῶν τύψεων καί τῆς ἐνοχῆς: «ἀπελθών ἀπήγξατο» (=πῆγε κι ἔβαλε θηλιά στό λαιμό του), ἐνῶ ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ὁ Ἰωάννης στάθηκε μέχρι τέλος πιστός στόν Διδάσκαλο, ἐνστερνίστηκε τή θεία του διδασκαλία καί ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἀπέδωσε τό προσωνύμιο τοῦ «Θεολόγου». Εἶναι ἐκεῖνος πού τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Διδασκάλου καί ἀπέκτησε τήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὁ ἴδιος θά μᾶς πεῖ ἀργότερα τήν φοβερή ἐκείνη ρήση: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α´ Ἰωάννου, δ´, 16). Καί κάπου ἀλλοῦ, μιμούμενος τό παράδειγμα τοῦ διδασκάλου: «Τεκνία, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (παιδιά μου, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο).
Στόν κόσμο τῆς φθορᾶς, τῆς καχυποψίας, τῆς ὑστεροβουλίας καί τῆς ἐκδικητικότητας πού ζοῦμε, ἄς μήν γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τῆς φθορᾶς, καχύποπτοι, ἐκδικητικοί, ἀλαζόνες, ὑστερόβουλοι. Τελικά, ἄνθρωποι πού ἡ ζωή μας θά μυρίζει θάνατο. Ἡ δύναμή μας, ἡ μοναδική πού μᾶς ἀπέμεινε, πηγάζει από τόν Σταυρό, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ.
Δύο εἶναι οἱ ἐπιλογές: Ἤ μισοῦμε τόν ἀδελφό μας καί βιώνουμε ἀπό τούτη κιόλας τή ζωή τήν ἀποξένωση, τό σκοτάδι καί τόν θάνατο ἤ «ἀγαπᾶμε ἀλλήλους» -κατά τήν ἐντολή τοῦ πρώτου διδάξαντος- καί ἀνοίγουμε γιά τόν ἑαυτό μας τίς οὐράνιες πύλες τοῦ παραδείσου.
«Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;» (Ἀπό τά ἐγκώμια πού ψάλλονται τήν Μεγάλη Παρασκευή τό βράδυ, λίγο πρίν οἱ Χριστιανοί βγοῦν στούς δρόμους γιά τήν Περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου).
Θυμᾶμαι ὅτι ὁ Παναγιώτης Κανελλόπουλος στό βιβλίο του «Ὁ Χριστιανισμός καί ἡ ἐποχή μας» τονίζει ὅτι ὁ Χριστιανισμός ἐπικράτησε ὄχι μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων, ὄχι μέ τή βία, ἀλλά μέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης καί τό κήρυγμα του σεβασμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Σέ ἀντίθεση μέ τόν μουσουλμανισμό πού θεωρεῖ ἱερό καθῆκον του τόν πόλεμο «κατά τῶν ἀπίστων» γιά τήν ἐπικράτησή του.
Ὁ ταπεινός Ἰησοῦς μᾶς ἕλκει κοντά του ὄχι κάνοντας πράγματα ἐντυπωσιακά, ἀλλά μέ τή δύναμη τῆς θείας του διδασκαλίας, μέ τή δύναμη μιᾶς ἀνυπέρβλητης ἀγάπης πού βγαίνει μέσα ἀπό τόν Σταυρό. Εἶναι σάν νά μᾶς λέει: Μέ ράπισες, μέ χλεύασες, μέ ἔφτυσες, μέ κατηγόρησες, μέ συκοφάντησες, μέ ταπείνωσες, μοῦ ἔδωσες στή δίψα μου νά πιῶ χολή μαζί μέ ξύδι, ἐνῶ ἐγώ σέ ἔθρεψα στήν ἔρημο μέ τό μάννα (δηλ. σέ εἶχα εὐεργετήσει). Ἐγώ μακροθύμησα ἀπέναντί σου. Σιώπησα. Σέ κοίταξα μέ τό βλέμμα τῆς ἀγάπης κι ὄχι μέ τό βλοσυρό βλέμμα τοῦ μίσους, μέ τό ὁποῖο μέ κοίταξες ἐσύ καί ἀντί νά ρίξω πάνω σου κεραυνούς νά σέ κάψω -γιατί μποροῦσα ὡς Θέος πού ἤμουν- ἅπλωσα τά χέρια μου πάνω στόν σταυρό πού ἐσύ μέ τοποθέτησες. Κι ἐνῶ ἐσύ τρυποῦσες τά χέρια μου μέ τά καρφιά τῆς ἐκδίκησης, ἐγώ προσευχόμουν στόν Πατέρα μου γιά ἐσένα καί γιά τούς ὁμοίους σου σταυρωτές μου: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Θεέ μου, συγχώρεσέ τους γιατί δέν ξέρουν τί κάνουν).
Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ ἦταν τό καλύτερο μήνυμα σέ ἕναν κόσμο πού ἦταν βουτηγμένος στό αἷμα, στήν ἐκδίκηση, στήν μισανθρωπία, στόν πόλεμο. «Εἰρήνη τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν (…) οὐ καθώς ὁ κόσμος».
Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι ἡ σαρκωμένη ἀγάπη καί ἡ σαρκωμένη εἰρήνη. Δέν ἔχει ὅπλα, δέν ἐκδικεῖται, δέν συντρίβει, δέν συνθλίβει, ἀλλά ὑπομένει, μακροθυμεῖ, ἀνέχεται. Μᾶς δείχνει τόν δρόμο. Τόν μοναδικό δρόμο. Καί ἡ Παναγία στέκει δίπλα του καί μέ τρυφερά καί πονεμένα λόγια τοῦ ψάλλει: «Ὦ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, γλυκύτατόν μου τέκνον, πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;» Τί σοῦ ἔκαναν γιέ μου, γλυκό μου παιδί, πού γιά ἐμένα ἤσουν τό φῶς μέ τό ὁποῖο ἔβλεπα τόν κόσμο; «πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ;» Ἐσύ, Τό «γλυκύ μου ἔαρ», ἡ γλυκιά Ἄνοιξη τῆς ζωῆς μου, πῶς βρίσκεσαι τώρα σκεπασμένος μέσα στόν τάφο; Τί πόνο, τί ἀδιέξοδο, τί θλίψη ἔνιωσε ἡ Παναγία μας ἐρχόμενη ἀντιμέτωπη μέ τήν ἀνεξήγητη κακία τῶν σταυρωτῶν του Υἱοῦ της! Ὅμως δέν ἄφησε τόν ἑαυτό της νά παρασυρθεῖ στήν ἀντεκδίκηση, στό «ὀφθαλμόν ἀντί ὀφθαλμοῦ» τοῦ παλαιοῦ νόμου. Θυμόταν τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Μόνη της παρηγοριά ἡ προστασία τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού τήν «παρέλαβε εἰς τά ἴδια», πού τήν πῆρε κοντά του, ὅπως τοῦ εἶχε ἀφήσει ἱερή παρακαταθήκη ὁ ἀγαπημένος του διδάσκαλος καί τήν εἶχε πλέον σάν μητέρα του.
Τί ἀντίθεση! Ἀπό τή μιά μεριά ὁ Ἰοῦδας ὁ προδότης καί ὁ δόλιος, μέ τίς ἀθλιότητες του, μή ἀνεχόμενος τό βάρος τῶν τύψεων καί τῆς ἐνοχῆς: «ἀπελθών ἀπήγξατο» (=πῆγε κι ἔβαλε θηλιά στό λαιμό του), ἐνῶ ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ὁ Ἰωάννης στάθηκε μέχρι τέλος πιστός στόν Διδάσκαλο, ἐνστερνίστηκε τή θεία του διδασκαλία καί ἡ Ἐκκλησία μας τοῦ ἀπέδωσε τό προσωνύμιο τοῦ «Θεολόγου». Εἶναι ἐκεῖνος πού τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Διδασκάλου καί ἀπέκτησε τήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ὁ ἴδιος θά μᾶς πεῖ ἀργότερα τήν φοβερή ἐκείνη ρήση: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α´ Ἰωάννου, δ´, 16). Καί κάπου ἀλλοῦ, μιμούμενος τό παράδειγμα τοῦ διδασκάλου: «Τεκνία, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (παιδιά μου, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο).
Στόν κόσμο τῆς φθορᾶς, τῆς καχυποψίας, τῆς ὑστεροβουλίας καί τῆς ἐκδικητικότητας πού ζοῦμε, ἄς μήν γίνουμε κι ἐμεῖς ἄνθρωποι τῆς φθορᾶς, καχύποπτοι, ἐκδικητικοί, ἀλαζόνες, ὑστερόβουλοι. Τελικά, ἄνθρωποι πού ἡ ζωή μας θά μυρίζει θάνατο. Ἡ δύναμή μας, ἡ μοναδική πού μᾶς ἀπέμεινε, πηγάζει από τόν Σταυρό, ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ σταυροῦ.
Δύο εἶναι οἱ ἐπιλογές: Ἤ μισοῦμε τόν ἀδελφό μας καί βιώνουμε ἀπό τούτη κιόλας τή ζωή τήν ἀποξένωση, τό σκοτάδι καί τόν θάνατο ἤ «ἀγαπᾶμε ἀλλήλους» -κατά τήν ἐντολή τοῦ πρώτου διδάξαντος- καί ἀνοίγουμε γιά τόν ἑαυτό μας τίς οὐράνιες πύλες τοῦ παραδείσου.