Την Κυριακή 26η Ιανουαρίου 2014, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας, κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τέλεσε στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, Αρχιερατική Θεια Λειτουργία και Ιερό Μνημόσυνο υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως των αειμνήστων Αρχιερέων των Αρχιερατευσάντων στην Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, των Ιερέων των Ιερατευσάντων ευόρκως στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό ως και πάντων των κεκοιμημένων Ευεργετών και Δωρητών του Ιερού Ναού.
Το εσπέρας του Σαββάτου 25ης Ιανουαρίου 2014, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, πλαισιούμενος από Ιερείς της πόλεως, τέλεσε τρισάγιο στο μνήμα των Αρχιερέων μακαριστών Προκατόχων του, στο Κοιμητήριο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος Τριπόλεως.
Την Κυριακή στην Θεία Λειτουργία και στο Ιερό Μνημόσυνο συμμετείχαν με κάθε Ιεροπρέπεια ευσεβείς χριστιανοί, ενορίτες και άρχοντες του τόπου, τιμώντας με αυτό τον τρόπο, από κοινού τους μακαριστούς Αρχιερείς, Ιερείς και τους ευεργέτας του Μητροπολιτικού μας Ναού.
Το Ιερό αυτό Μνημόσυνο τελείτε κάθε χρόνο τον μήνα Ιανουάριο, από τον Σεβ. Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ως ελάχιστο αντίδωρο, υποχρέωση και αναγνώριση της προσφοράς των μακαριστών Αρχιερέων και πάντων των κεκοιμημένων Ευεργετών και Δωρητών.
H Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας είναι η κατάληξη των πάλαι ποτέ διαλαμψασών Επισκοπών της περιφερείας μας, δηλαδή, Μαντινείας, Κυνουρίας, Πίσσης, Αμυκλών, Τριπολιτσάς, Ρέοντος και Πραστού και Μαντινείας και Κυνουρίας. Tο 1850 ανακοινώθηκε ο καταστατικός χάρτης της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, συσπειρώθηκαν οι τότε Επισκοπές και δημιουργήθηκε η Μητρόπολή μας όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Τις Επισκοπές αυτές όπως και την σημερινή Μητρόπολη, διακόνησαν σημαντικές προσωπικότητες, Άξιοι θεοφόροι Πατέρες, Πιστοί και Εργατικοί Επίσκοποι και Μητροπολίτες.
Πριν την Απόλυση της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας απένειμε το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου στον καλό και δραστήριο Εφημέριο - Προϊστάμενο της Ενορίας του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως π. Ιωάννη Κ. Σουρλίγγα. Ο π. Ιωάννης εργάζεται με συνέπεια και με πιστότητα όλα αυτά τα χρόνια στην Τοπική Εκκλησία, εξυπηρετεί αόκνως τις λειτουργικές ανάγκες της Ενορίας του στην Τρίπολη και των Ενοριών Πάπαρι και Δάφνης Μανιατίου του πρώην Δήμου Βαλτετσίου, διακονεί στα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως ως Λογιστής της ιεράς Μητροπόλεως και έχει υπό την Προεδρία την Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας. Με τη βοήθεια του Σεβ. Μητροπολίτου μας, των συνεργατών του Εκκλησιαστικών Συμβούλων, των συνεφημερίων, των εθελοντών και όλων των ενοριτών έχει καταστήσει τον Ναό του Αγίου Βασιλείου σημείο αναφοράς αντάξιο της ιστορίας του, ύστερα από τις εργασίες ανακαινίσεως των δύο τελευταίων ετών και όχι μόνο. Μάλιστα, στο πρόσωπο του π. Ιωάννου σήμερα τιμήθηκε και η πρεσβυτέρα του Ελένη και τα δύο τέκνα τους καθώς και όλοι οι συνεργάτες αυτού τόσο στην Ενορία της Τριπόλεως αλλά και στα χωριά που εξυπηρετεί λειτουργικά, όσο και οι Ενορίτες του Μητροπολιτικού Ναού. Όλοι οι συμμετέχοντες στην Θεία Λειτουργία με προεξάρχοντα τον Σεβ. Μητροπολίτη μας αναφώνησαν το «Άξιος» για τον π. Ιωάννη.
Ομιλία π. Ιωάννου Σουρλίγγα
Σεβασμιώτατε ἅγιε Δέσποτα,
Πέρασαν μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ δεκαοκτώ ἔτη ἀπό τό ἔτος 1996 ὅπου ἐκ τῶν ἁγίων χειρῶν Σας ἔλαβα τόν πρῶτο τῆςἹερωσύνης βαθμό.
Δεκατέσσαρα χρόνια ἀριθμοῦν ἀπό τόν Δεκέμβριο τοῦ 2001 ὅπου στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ ΣωτῆροςΤριπόλεως μέ καταστήσατε μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Λειτουργό καί Ὑπουργό τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θυμᾶμαι ἀκριβῶς στήν εἰς Πρεσβύτερον χειροτονία μου, τά λόγια Σας, τά ὁποῖα ἄγγιξαν τήν καρδιά μου καί λειτουργοῦν ὡς πυξίδα στήν πορεία καί τό δρόμο πού ἀκολούθησα.
Ἀναφέρατε τότε χαρακτηριστικά: «ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπε, ὅτι «ὅπου ἐγώ εἰμί, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» καί «εἴ τις ἐμοί διακονεῖ, τιμήσει αὐτόν ὁ Πατήρ». Συνεχίσατε λέγοντας, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή σήμερα σέ σένα, τόν Διάκονον τοῦ Ἐπισκόπου» καί παρακάτω σημειώσατε: «ἡ διακονία σου ἦταν μιά διακονία ἄξια τῆς τιμῆς. Καί γι' αὐτό σήμερα ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς τιμῆς καί ἡ ἀμοιβή τοῦ ἔργου τοῦ τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου».
Σήμερα ἡ Σεβασμιότητά Σας, ἐπέλεξε αὐτήν τήν ξεχωριστή ἡμέρα ὅπου προσευχόμεθα ὅλοι γιά τήν ἀνάπαυση τῶν μακαριστῶν προκατόχων Σας Ἀρχιερέων, τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν μακαριστῶν Ἱερέων καί τῶν εὐεργετῶν καί δωρητῶν τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, νά μοῦ ἀπονείμετε τό ὀφίκιο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου. Δηλαδή νά ἄρω καί νά λάβω ὡς ἄλλος Κυρηναῖος τον Τίμιον Σταυρόν, ὄχι ἐπί τόν ὤμον μόνο ἀλλά καί ἐπί τοῦ στήθους.
Ἡττημένος γιά πολλοστή φορά ἐκ τοῦ θείου καί ἱεροῦ θελήματος μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱερόν φόβον, ἵσταμαι αὐτήν τήν στιγμήν πρό τοῦ φρικτοῦ βηματος, καί τῆς ὑμετέρας ἁγιότητος, ἐπί τῇ συντελέσει τοῦ εὐσήμου γεγονότος τῆς προχειρίσεώς μου εἰς Πρωτοπρεσβύτερον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔρχονται τούτην τήν ὥρα στό μυαλό μου τά λόγια του Κυρίου μας: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτον καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι».
Ἀναγνωρίζουμε ὅτι αἴροντες τόν Σταυρό, ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον.
Σεβασμιώτατε,
Ὁ Σταυρός πού σήμερα θέσατε ἐπί τοῦ στήθους μου, ὑπενθυμίζει τό χρέος τῆς διακονίας μου πού γιά νά εἶναι ἀληθινή καί ἁγιασμένη δέν μπορεῖ παρά νά περνᾶ μέσα ἀπό τό μαρτύριο καί τήν μαρτυρία τοῦ Σταυροῦ.
Νά εἶναι Σταυροαναστάσιμη.
Αὐτήν τήν Σταυροαναστάσιμη πορεία πού Σεῖς τόσα χρόνια βιώνετε καί ἀκολουθεῖτε σέ ὑπερμέγιστο βαθμό, καλοῦμαι καί ἐγώ ὁ ἐλάχιστος νά ἀκολουθήσω.
Ὅλα αὐτά τά χρόνια καί ὡς Διάκονος καί ὡς Ἱερεύς ἔζησα τόν παλμό Σας καί τήν ἀγωνία Σας, γιά τό ποίμνιό Σας, τά Ἱδρύματα καί τά Μοναστήρια τῆς Μητροπόλεώς μας.
Αἰσθάνθηκα πολλές φορές τό βάρος τοῦ δικοῦ Σας Σταυροῦ, ἀλλά καί τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία πορεύεσθε καθημερινά στόν δικό Σας Γολγοθᾶ.
Ἀναγνώρισα στό πρόσωπό Σας τόν ἄξιον διάδοχον τῶν μακαριστῶν προκατοχών Σας, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί σήκωσαν τόν δικό τους Σταυρό.
Ἐνθυμοῦμαι μία ἀπό τίς πολλές συζητήσεις μας, Σεβασμιώτατε, μοῦ εἴπατε κάτι πολύ ὄμορφο καί βαθιά ἐκκλησιολογικό.«Πρέπει» μου τονίσατε να εἶσαι ἄξιος Κληρικός, γιατί ὡς Ἐπίσκοπος πατῶ στούς ὤμους κάθε Κληρικοῦ μου κι ὅσο αὐτός ἀνεβαίνει πνευματικά τόσο ἀνεβαίνω καί ἐγώ καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἐλαφρώνει ὁ σταυρός μου».
Κατανοοῦμε λοιπόν ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ γιά τή χριστιανική πίστη καί γιά ὅλους ἐμᾶς ἔνα κορυφαιο σύμβολο θυσίας καί ἁγιασμοῦ, διότι ἡ σημασία του εἶναι πραγματικά τεράστια.
Ὁ Σταυρός μαζί μέ τήν Ἀνάσταση λειτουργοῦν ὡς δυό βασικοί ἄξονες πάνω στούς ὁποίους κινεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν χριστιανῶν.
Ἡ Ἀνάσταση ἕπεται τοῦ Σταυροῦ καί προϋποθέτει τό Σταυρό, καί ὁ Σταυρός προμηνύει τήν Ἀνάσταση.
Χωρίς Σταυρό δέν γίνεται Ἀνάσταση. Πάνω σέ αὐτές τίς ἀρχές στηρίζεται ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ καί ἡ σπουδαία σημασία του γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἀπόστολος Παύλος τονίζει συχνά στίς θεόπνευστες ἐπιστολές του ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι γι’ αὐτόν καί γιά τήν Ἐκκλησία καύχηση. «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι «ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι».
Ὁ Σταυρός πρίν τή μεγάλη σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνα φονικό ὄργανο ἐκτέλεσης κακούργων.
Ἀφότου ὅμως ὁ σαρκωμένος Θεός πέθανε ὡς κακοῦργος πάνω στό ἐγκάρσιο ξύλο, αὐτό κατέστη πηγή ἀπολυτρώσεως.
Ἀπό μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σέ ἀκένωτη πηγή ζωῆς.
Μέ αὐτό τό φωτεινό σύμβολο μέ ἐξοπλίζετε ἀπό σήμερα στό στῆθος μου, διά νά τό ἔχω ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, καθώς καί νά τό χρησιμοποιῶ γιά δίαυλο εὐλογίας πρός τούς χριστιανούς.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ την ἐνοποιό δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄν τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ στήν Ἐδέμ ἔγινε πρόξενος κακοῦ καί ἔχθρας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε σημεῖο ἐπανενώσεως τῶν ἀνθρώπων στό Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τά δυό ἐγκάρσια ξύλα, πού συνθέτουν τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, συμβολίζουν τήν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό (κάθετο ξύλο) καί τήν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους (ἐγκάρσιο ξύλο).
Φυσικά ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων περνᾶ ἀναγκαστικά ἀπό τή σχέση τους μέ τό Θεό.
Τό ἐγκάρσιο ξύλο παριστᾶ, ἐπίσης, τά δυό χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας, τά ὁποῖα εἶναι ἀνοιγμένα γιά νά ἀγκαλιάσουν ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως ἀκριβῶς Σεβασμιώτατε καί ἐσεῖς ἔχετε πάντοτε ἀνοιγμένα τά χέρια Σας ἀγκαλιάζοντας καθημερινα τό ποίμνιο Σας καί τούς ἐν δοκιμασίαις καί θλίψεσιν εὑρισκομένους συνανθρώπους Σας.
Τό σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ φοβερή δύναμη κατά τῶν ἀντίθεων δυνάμεων.
Μέχρι τό σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποιοῦνταν γιά τήν καταστροφή καί τό θάνατο ὡς ὄργανο τοῦ κακοῦ.
«Κύριε ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου τόν Σταυρόν Σου ἡμῖν δέδωκας, φρίττει γάρ καί τρέμει μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν, ὅτι νεκρούς ἀνιστᾶ καί θάνατον κατήργησεν».
Τό σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι τό θαυμαστό φυλακτήριο τῶν πιστῶν. Οἱ πιστοί φέρουν μέ καμάρι αὐτόν ὡς πολύτιμο καί ἀποτελεσματικό φυλακτήριο κατά τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί ὡς ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στήν μεγάλη ἀπολυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Στρέφω τό βλέμμα μου στό ἐκθαμβωτικό φῶς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ προκειμένου νά διαλύσω κάθε σκοτεινό κενό τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ψυχῆς μου, ἀλλά καί τῶν ψυχῶν καί τοῦ ποιμνίου μου τό ὁποῖο ὁ Κύριος μοῦ ἐμπιστεύτηκε.
Δέν ἔχω πολλες ἐπιλογές, ἀποδέχομαι πάραυτα τή λυτρωτική δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τόν Σταυρό μέ τόν ὁποῖο Σεῖς σήμερα με ἐξοπλίζετε, καί συνεχίζω νά βαδίζω ἀσθενής κατά τό ἀνθρώπινον, ἀργά καί σταθερά στόν δικό μου Γολγοθᾶ. Δέν θέλω νά παραμείνω δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καί ἐργάτης τοῦ κακοῦ παίρνοντας στόν λαιμό μου ὅπως λέγει καί ὁ λαός, τό εἰς ἐμέ ἐμπιστευθέν ποίμνιο.
Ἡ κλήση πρός τή λύτρωση εἶναι πάντα ἀνοιχτή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, φτάνει νά πάρουμε ἔστω καί ἀργά τήν μεγάλη ἀπόφαση καί νά τήν ἀποδεχτοῦμε.
Ὁ Κύριος μᾶς περιμένει. Ἀποδέχομαι καί ἐγώ σήμερα ὁ ἐλάχιστος τήν χαριτόβρυτον Θεία Χάρη καί τήν ξεχωριστή εὐλογία ἐκ τῶν τιμίων χεριῶν Σας ἅγιε Δέσποτα.
Σεβασμιώτατε, ἅγιοι Πατέρες, Διάκονε, εὐλογημένοι μου ἐνορῖτες,
Θά ἤθελα αὐτήν τήν σημαντική ὥρα τῆς ζωῆς μου νά ἀναπέμψω ὁλοκάρδια δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν Τριαδικό Θεό διά τήν τιμή καί τήν εὐλογία πού μου χάρισαν γιά μία ἀκόμη φόρα.
Δέν θέλω νά ἀρκεστῶ σέ εὐχαριστίες προσωπικές τούτην τήν ὥρα, παρά μόνο χρέος μου εἶναι νά εὐχαριστήσω ἐξαιρετικά τόν Σεβ. Πατέρα καί Ποιμενάρχη μας, τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ, διά τήν τιμή καί τήν ἐμπιστοσύνη πού δείχνει γιά μία ἀκόμα φορά στό πρόσωπο μου καί νά τόν διαβεβαιώσω ὅτι θά ἐργαστῶ ἀνελλιπῶς μέ σκοπό τήν σωτηρία τοῦ Λαοῦ τήν στήριξη τῶν χριστιανῶν ἀλλά καί τήν συντήρηση καί ἀνακαίνιση τῶν Ναῶν καί τῶν Μονῶν τῶν ὁποίων τυγχάνω ὑπεύθυνος.
Ἄλλωστε εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ὅτι μέ τήν δική Σας πρωτοβουλία Σεβασμιώτατε καί τόν δικό Σας ἀγῶνα βρισκόμαστε σήμερα μέσα σέ ἕναν ἀνακαινισμένο Μητροπολιτικό Ναό, γεγονός τό ὁποῖο πλέον χαροποιεῖ τούς ἐνορῖτες μας, ἀλλά καί ὅλους τους Ἀρκάδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι περήφανοι γιά τό ξεχωριστό αὐτό μνημεῖο πού μας ἄφησαν οἱ πρόγονοί μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους γιά μία ἀκόμα φορά, γιά τήν παρουσία σας σήμερα ἐδῶ, ζητῶ τήν προσευχή σας, ἔτσι ὥστε ἐν ὑγείᾳ πρῶτα ὁ Θεός νά καταστῶ καθαρό δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου καί ἄξιος Λειτουργός τοῦ ἐπιγείου ἤ καί τοῦ ἐπουρανίου Θυσιαστηρίου.
Ἀμήν.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΙΕΡΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κ. ΣΟΥΡΛΙΓΓΑ
Ὁ Ἱερεύς Ἰωάννης Σουρλίγγας, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Γεωργίας, ἐγεννήθη εἰς Ἐλαιοχώριον ( Μάσκληνα ) Ἀρκαδίας τήν 17ην Δεκεμβρίου 1975. Ὁ πατήρ του κατάγεται ἐκ τοῦ χωρίου Ἀετοχώριον Κυνουρίας ( Γαλτενά) ἡ δε μητέρα τοῦ ἐκ τοῦ χωρίου Ἐλαιοχώριον ( τό γένος Ἰωάννου Κουρλιμπίνη). Ἐκτός αὐτοῦ εἰς τον εὐρύτερο οἰκογενειακό του κύκλο συμπεριλαμβάνονται και ἄλλοι ἔγγαμοι Ἱερεῖς καθώς και δύο Μοναχοί, πού ἐμόνασαν ὁ μέν πρῶτος στην Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καστριοῦ Κυνουρίας καί ὁ δεύτερος εἰς την σκήτην Ἁγίας Ἄννης «ΡΟΥΒΑΛΙΑΝΩΝ» Ἁγίου Ὄρους.
Ἔλαβε τά ἐγκύκλια γράμματα ἀρχικῶς εἰς τό χωρίον Ἐλαιοχώριον καί ἐν συνεχείᾳ εἰς Τρίπολιν. Εἶναι ἀπόφοιτος τῆς Σχολῆς Ἠλεκτρονικῶν τοῦ Ο.Τ.Ε. καί τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Κορίνθου. Ὁμιλεῖ λίαν καλῶς τήν Ἀγγλικήν γλῶσσαν. Εἰργάσθη ὡς ἐκπαιδευόμενος ἠλεκτονικός κατά τά ἔτη 1992-1993 στό 306 ΕΒΤ στρατιωτικό ἐργοστάσιο βάσεως τηλεπικοινωνιῶν Μενιδίου. Εἰργάσθη ἐπί τριετίαν ὡς τεχνικός κέντρων τοῦ Ο.Τ.Ε. εἰς Πειραιᾶν, θέσιν ἐκ τῆς ὁποίας παραιτήθη τό ἔτος 1996, μέ σκοπόν νά χειροτονηθῆ Ἱερεύς. Τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1996 ἐνυμφεύθη τήν Ἑλένην Ἀνδρέου Καγκλῆ, μεθ’ ἧς ἀπέκτησαν δύο τέκνα τήν Γεωργία 1997 και τον Κων/νον 2001. Ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Διάκονος τήν 29ην Δεκεμβρίου 1996, εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Γεωργίου Ἐλαιοχωρίου, καί Πρεσβύτερος τήν 2αν Δεκεμβρίου 2001 εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Τριπόλεως. Ἔλαβεν ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ τό ὀφίκκιον τοῦ Ρεφερενδαρίου τήν 30ην Αὐγούστου 2005 καί τόν Χρυσοῦν Σταυρόν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τήν 23ην Ἰουλίου 2006 διά το σημαντικό έργο συντηρήσεως και ανακαινίσεως των Ἰερῶν Ναῶν και Μονῶν το ὁποῖο ἔχει ἐπιδείξει σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τήν 31ην Μαρτίου 2013 ἔλαβεν τήν Πνευματικήν Πατρότητα. Τήν 26ην Ἰανουαρίου 2014 εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως ἔλαβεν παρά τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ το ὀφφίκιον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου. Διηκόνησε ἐπί ἕν ἔτος ὡς Διάκονος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Τριπόλεως και ἐν συνεχείᾳ ὡς Διάκονος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Τριπόλεως. Ἀπό τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας του ἐτοποθετήθη ἐφημέριος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ὅπου διακονεῖ μέχρι τῆς σήμερον. Τό ἔτος 2011 προήχθη στήν θέσι τοῦ Προϊσταμένου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως καθῶς καί τυγχάνει μέλος τοῦ Συμβουλίου τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως.
Παραλλήλως ἐξυπηρετεῖ τάς λειτουργικάς ἀνάγκας τῆς Ἐνορίας Ἁγίου Νικολάου Πάπαρι 2001 – 2014 καί τάς λειτουργικάς ἀνάγκας τῆς Ἐνορίας Προφήτου Ἠλιού Δάφνης – Μανιατίου Μαντινείας 2009-2014. Προεδρεύει ἀπό τοῦ ἔτους 2006 τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας. Ἀπό τό ἔτος 1997 ἐργάζεται καί ὡς διοικητικός ὑπάλληλος – λογιστής τῶν Γραφείων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας.
Εἶναι μέλος της Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐπάνω Χρέπας καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προδρόμου Καστρίου Κυνουρίας. Ὑπηρέτησε ὡς μέλος του Δ.Σ. του Δημοτικού Κοιμητηρίου Τριπόλεως 2003-2007 καί 2007-20010 καί μέλος της Δ.Σ. σε θέματα στηρίξεως ἀνηλίκων τῆς Νομαρχίας Ἀρκαδίας 2002-2008. Συμμετεῖχε κατά τό ἔτος 2004 στην Συνοδική Ἐπιτροπή Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων στά Καλάβρυτα, ἐπίσης κατά τό ἔτος 2005 συμμετεῖχε στό Πανελλήνιο Σεμινάριο ὑπευθύνων λογιστῶν μέ θέμα «Δημόσιο Λογιστικό » τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Πάτρα. Το 2013 συμμετεῖχε στό Πανελλήνιο Συνέδριο ὑπευθύνων Ἱερέων Νεότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Χαλκίδα. Εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ Ἐνοριακού Φιλανθρωπικοῦ Προγράμματος «ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΤΟΥ ΠΤΩΧΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ». Ὑπηρέτησε ἐπί διετίας ὡς ἐκλεγμένο μέλος του Συλλόγου Καστριτῶν Τριπόλεως 2007-2009. Τέλος ἐργάζεται ἀόκνως πρός πραγμάτωσιν τοῦ ἔργου τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως 2011-2013, καθώς καί επέδειξε σημαντικό ἔργο συντηρήσεως καί ἀνακαινίσεως στίς ἐνορίες Πάπαρι –Δάφνης Μανιατίου ἀλλά καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας μετά τῶν Ἱερῶν Μετοχίων αὐτῆς ὅπως καί ἐπί τῆς Προεδρίας του ἐπετεύχθη ἡ ἐπάνδρωσις τῆς Μονῆς με πέντε νέους Μοναχούς 2013.
Κεκοιμημένοι Αρχιερείς Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας
Το εσπέρας του Σαββάτου 25ης Ιανουαρίου 2014, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, πλαισιούμενος από Ιερείς της πόλεως, τέλεσε τρισάγιο στο μνήμα των Αρχιερέων μακαριστών Προκατόχων του, στο Κοιμητήριο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος Τριπόλεως.
Την Κυριακή στην Θεία Λειτουργία και στο Ιερό Μνημόσυνο συμμετείχαν με κάθε Ιεροπρέπεια ευσεβείς χριστιανοί, ενορίτες και άρχοντες του τόπου, τιμώντας με αυτό τον τρόπο, από κοινού τους μακαριστούς Αρχιερείς, Ιερείς και τους ευεργέτας του Μητροπολιτικού μας Ναού.
Το Ιερό αυτό Μνημόσυνο τελείτε κάθε χρόνο τον μήνα Ιανουάριο, από τον Σεβ. Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ως ελάχιστο αντίδωρο, υποχρέωση και αναγνώριση της προσφοράς των μακαριστών Αρχιερέων και πάντων των κεκοιμημένων Ευεργετών και Δωρητών.
H Ιερά Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας είναι η κατάληξη των πάλαι ποτέ διαλαμψασών Επισκοπών της περιφερείας μας, δηλαδή, Μαντινείας, Κυνουρίας, Πίσσης, Αμυκλών, Τριπολιτσάς, Ρέοντος και Πραστού και Μαντινείας και Κυνουρίας. Tο 1850 ανακοινώθηκε ο καταστατικός χάρτης της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, συσπειρώθηκαν οι τότε Επισκοπές και δημιουργήθηκε η Μητρόπολή μας όπως την γνωρίζουμε σήμερα.
Τις Επισκοπές αυτές όπως και την σημερινή Μητρόπολη, διακόνησαν σημαντικές προσωπικότητες, Άξιοι θεοφόροι Πατέρες, Πιστοί και Εργατικοί Επίσκοποι και Μητροπολίτες.
Πριν την Απόλυση της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας απένειμε το οφφίκιο του Πρωτοπρεσβυτέρου στον καλό και δραστήριο Εφημέριο - Προϊστάμενο της Ενορίας του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως π. Ιωάννη Κ. Σουρλίγγα. Ο π. Ιωάννης εργάζεται με συνέπεια και με πιστότητα όλα αυτά τα χρόνια στην Τοπική Εκκλησία, εξυπηρετεί αόκνως τις λειτουργικές ανάγκες της Ενορίας του στην Τρίπολη και των Ενοριών Πάπαρι και Δάφνης Μανιατίου του πρώην Δήμου Βαλτετσίου, διακονεί στα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως ως Λογιστής της ιεράς Μητροπόλεως και έχει υπό την Προεδρία την Ιερά Μονή Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας. Με τη βοήθεια του Σεβ. Μητροπολίτου μας, των συνεργατών του Εκκλησιαστικών Συμβούλων, των συνεφημερίων, των εθελοντών και όλων των ενοριτών έχει καταστήσει τον Ναό του Αγίου Βασιλείου σημείο αναφοράς αντάξιο της ιστορίας του, ύστερα από τις εργασίες ανακαινίσεως των δύο τελευταίων ετών και όχι μόνο. Μάλιστα, στο πρόσωπο του π. Ιωάννου σήμερα τιμήθηκε και η πρεσβυτέρα του Ελένη και τα δύο τέκνα τους καθώς και όλοι οι συνεργάτες αυτού τόσο στην Ενορία της Τριπόλεως αλλά και στα χωριά που εξυπηρετεί λειτουργικά, όσο και οι Ενορίτες του Μητροπολιτικού Ναού. Όλοι οι συμμετέχοντες στην Θεία Λειτουργία με προεξάρχοντα τον Σεβ. Μητροπολίτη μας αναφώνησαν το «Άξιος» για τον π. Ιωάννη.
Ομιλία π. Ιωάννου Σουρλίγγα
Σεβασμιώτατε ἅγιε Δέσποτα,
Πέρασαν μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ δεκαοκτώ ἔτη ἀπό τό ἔτος 1996 ὅπου ἐκ τῶν ἁγίων χειρῶν Σας ἔλαβα τόν πρῶτο τῆςἹερωσύνης βαθμό.
Δεκατέσσαρα χρόνια ἀριθμοῦν ἀπό τόν Δεκέμβριο τοῦ 2001 ὅπου στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ ΣωτῆροςΤριπόλεως μέ καταστήσατε μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Λειτουργό καί Ὑπουργό τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Θυμᾶμαι ἀκριβῶς στήν εἰς Πρεσβύτερον χειροτονία μου, τά λόγια Σας, τά ὁποῖα ἄγγιξαν τήν καρδιά μου καί λειτουργοῦν ὡς πυξίδα στήν πορεία καί τό δρόμο πού ἀκολούθησα.
Ἀναφέρατε τότε χαρακτηριστικά: «ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶπε, ὅτι «ὅπου ἐγώ εἰμί, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» καί «εἴ τις ἐμοί διακονεῖ, τιμήσει αὐτόν ὁ Πατήρ». Συνεχίσατε λέγοντας, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή σήμερα σέ σένα, τόν Διάκονον τοῦ Ἐπισκόπου» καί παρακάτω σημειώσατε: «ἡ διακονία σου ἦταν μιά διακονία ἄξια τῆς τιμῆς. Καί γι' αὐτό σήμερα ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς τιμῆς καί ἡ ἀμοιβή τοῦ ἔργου τοῦ τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου».
Σήμερα ἡ Σεβασμιότητά Σας, ἐπέλεξε αὐτήν τήν ξεχωριστή ἡμέρα ὅπου προσευχόμεθα ὅλοι γιά τήν ἀνάπαυση τῶν μακαριστῶν προκατόχων Σας Ἀρχιερέων, τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν μακαριστῶν Ἱερέων καί τῶν εὐεργετῶν καί δωρητῶν τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, νά μοῦ ἀπονείμετε τό ὀφίκιο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου. Δηλαδή νά ἄρω καί νά λάβω ὡς ἄλλος Κυρηναῖος τον Τίμιον Σταυρόν, ὄχι ἐπί τόν ὤμον μόνο ἀλλά καί ἐπί τοῦ στήθους.
Ἡττημένος γιά πολλοστή φορά ἐκ τοῦ θείου καί ἱεροῦ θελήματος μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱερόν φόβον, ἵσταμαι αὐτήν τήν στιγμήν πρό τοῦ φρικτοῦ βηματος, καί τῆς ὑμετέρας ἁγιότητος, ἐπί τῇ συντελέσει τοῦ εὐσήμου γεγονότος τῆς προχειρίσεώς μου εἰς Πρωτοπρεσβύτερον τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἔρχονται τούτην τήν ὥρα στό μυαλό μου τά λόγια του Κυρίου μας: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτον καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι».
Ἀναγνωρίζουμε ὅτι αἴροντες τόν Σταυρό, ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον.
Σεβασμιώτατε,
Ὁ Σταυρός πού σήμερα θέσατε ἐπί τοῦ στήθους μου, ὑπενθυμίζει τό χρέος τῆς διακονίας μου πού γιά νά εἶναι ἀληθινή καί ἁγιασμένη δέν μπορεῖ παρά νά περνᾶ μέσα ἀπό τό μαρτύριο καί τήν μαρτυρία τοῦ Σταυροῦ.
Νά εἶναι Σταυροαναστάσιμη.
Αὐτήν τήν Σταυροαναστάσιμη πορεία πού Σεῖς τόσα χρόνια βιώνετε καί ἀκολουθεῖτε σέ ὑπερμέγιστο βαθμό, καλοῦμαι καί ἐγώ ὁ ἐλάχιστος νά ἀκολουθήσω.
Ὅλα αὐτά τά χρόνια καί ὡς Διάκονος καί ὡς Ἱερεύς ἔζησα τόν παλμό Σας καί τήν ἀγωνία Σας, γιά τό ποίμνιό Σας, τά Ἱδρύματα καί τά Μοναστήρια τῆς Μητροπόλεώς μας.
Αἰσθάνθηκα πολλές φορές τό βάρος τοῦ δικοῦ Σας Σταυροῦ, ἀλλά καί τήν εὐκολία μέ τήν ὁποία πορεύεσθε καθημερινά στόν δικό Σας Γολγοθᾶ.
Ἀναγνώρισα στό πρόσωπό Σας τόν ἄξιον διάδοχον τῶν μακαριστῶν προκατοχών Σας, οἱ ὁποῖοι καί αὐτοί σήκωσαν τόν δικό τους Σταυρό.
Ἐνθυμοῦμαι μία ἀπό τίς πολλές συζητήσεις μας, Σεβασμιώτατε, μοῦ εἴπατε κάτι πολύ ὄμορφο καί βαθιά ἐκκλησιολογικό.«Πρέπει» μου τονίσατε να εἶσαι ἄξιος Κληρικός, γιατί ὡς Ἐπίσκοπος πατῶ στούς ὤμους κάθε Κληρικοῦ μου κι ὅσο αὐτός ἀνεβαίνει πνευματικά τόσο ἀνεβαίνω καί ἐγώ καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἐλαφρώνει ὁ σταυρός μου».
Κατανοοῦμε λοιπόν ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ γιά τή χριστιανική πίστη καί γιά ὅλους ἐμᾶς ἔνα κορυφαιο σύμβολο θυσίας καί ἁγιασμοῦ, διότι ἡ σημασία του εἶναι πραγματικά τεράστια.
Ὁ Σταυρός μαζί μέ τήν Ἀνάσταση λειτουργοῦν ὡς δυό βασικοί ἄξονες πάνω στούς ὁποίους κινεῖται ἡ ζωή τῶν πιστῶν χριστιανῶν.
Ἡ Ἀνάσταση ἕπεται τοῦ Σταυροῦ καί προϋποθέτει τό Σταυρό, καί ὁ Σταυρός προμηνύει τήν Ἀνάσταση.
Χωρίς Σταυρό δέν γίνεται Ἀνάσταση. Πάνω σέ αὐτές τίς ἀρχές στηρίζεται ἡ θεολογία τοῦ Σταυροῦ καί ἡ σπουδαία σημασία του γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἀπόστολος Παύλος τονίζει συχνά στίς θεόπνευστες ἐπιστολές του ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι γι’ αὐτόν καί γιά τήν Ἐκκλησία καύχηση. «Ἐμοί δέ μή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», διότι «ὁ λόγος γάρ ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι».
Ὁ Σταυρός πρίν τή μεγάλη σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνα φονικό ὄργανο ἐκτέλεσης κακούργων.
Ἀφότου ὅμως ὁ σαρκωμένος Θεός πέθανε ὡς κακοῦργος πάνω στό ἐγκάρσιο ξύλο, αὐτό κατέστη πηγή ἀπολυτρώσεως.
Ἀπό μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σέ ἀκένωτη πηγή ζωῆς.
Μέ αὐτό τό φωτεινό σύμβολο μέ ἐξοπλίζετε ἀπό σήμερα στό στῆθος μου, διά νά τό ἔχω ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, καθώς καί νά τό χρησιμοποιῶ γιά δίαυλο εὐλογίας πρός τούς χριστιανούς.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ την ἐνοποιό δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄν τό ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ στήν Ἐδέμ ἔγινε πρόξενος κακοῦ καί ἔχθρας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἔγινε σημεῖο ἐπανενώσεως τῶν ἀνθρώπων στό Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τά δυό ἐγκάρσια ξύλα, πού συνθέτουν τό σύμβολο τοῦ Σταυροῦ, συμβολίζουν τήν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό (κάθετο ξύλο) καί τήν ἕνωση τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους (ἐγκάρσιο ξύλο).
Φυσικά ἡ ἕνωση τῶν ἀνθρώπων περνᾶ ἀναγκαστικά ἀπό τή σχέση τους μέ τό Θεό.
Τό ἐγκάρσιο ξύλο παριστᾶ, ἐπίσης, τά δυό χέρια τοῦ Ἐσταυρωμένου Λυτρωτῆ μας, τά ὁποῖα εἶναι ἀνοιγμένα γιά νά ἀγκαλιάσουν ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως ἀκριβῶς Σεβασμιώτατε καί ἐσεῖς ἔχετε πάντοτε ἀνοιγμένα τά χέρια Σας ἀγκαλιάζοντας καθημερινα τό ποίμνιο Σας καί τούς ἐν δοκιμασίαις καί θλίψεσιν εὑρισκομένους συνανθρώπους Σας.
Τό σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἡ φοβερή δύναμη κατά τῶν ἀντίθεων δυνάμεων.
Μέχρι τό σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποιοῦνταν γιά τήν καταστροφή καί τό θάνατο ὡς ὄργανο τοῦ κακοῦ.
«Κύριε ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου τόν Σταυρόν Σου ἡμῖν δέδωκας, φρίττει γάρ καί τρέμει μή φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τήν δύναμιν, ὅτι νεκρούς ἀνιστᾶ καί θάνατον κατήργησεν».
Τό σύμβολο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι τό θαυμαστό φυλακτήριο τῶν πιστῶν. Οἱ πιστοί φέρουν μέ καμάρι αὐτόν ὡς πολύτιμο καί ἀποτελεσματικό φυλακτήριο κατά τοῦ κακοῦ, ἀλλά καί ὡς ὁμολογία τῆς πίστεώς τους στήν μεγάλη ἀπολυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ.
Στρέφω τό βλέμμα μου στό ἐκθαμβωτικό φῶς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ προκειμένου νά διαλύσω κάθε σκοτεινό κενό τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ψυχῆς μου, ἀλλά καί τῶν ψυχῶν καί τοῦ ποιμνίου μου τό ὁποῖο ὁ Κύριος μοῦ ἐμπιστεύτηκε.
Δέν ἔχω πολλες ἐπιλογές, ἀποδέχομαι πάραυτα τή λυτρωτική δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τόν Σταυρό μέ τόν ὁποῖο Σεῖς σήμερα με ἐξοπλίζετε, καί συνεχίζω νά βαδίζω ἀσθενής κατά τό ἀνθρώπινον, ἀργά καί σταθερά στόν δικό μου Γολγοθᾶ. Δέν θέλω νά παραμείνω δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καί ἐργάτης τοῦ κακοῦ παίρνοντας στόν λαιμό μου ὅπως λέγει καί ὁ λαός, τό εἰς ἐμέ ἐμπιστευθέν ποίμνιο.
Ἡ κλήση πρός τή λύτρωση εἶναι πάντα ἀνοιχτή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, φτάνει νά πάρουμε ἔστω καί ἀργά τήν μεγάλη ἀπόφαση καί νά τήν ἀποδεχτοῦμε.
Ὁ Κύριος μᾶς περιμένει. Ἀποδέχομαι καί ἐγώ σήμερα ὁ ἐλάχιστος τήν χαριτόβρυτον Θεία Χάρη καί τήν ξεχωριστή εὐλογία ἐκ τῶν τιμίων χεριῶν Σας ἅγιε Δέσποτα.
Σεβασμιώτατε, ἅγιοι Πατέρες, Διάκονε, εὐλογημένοι μου ἐνορῖτες,
Θά ἤθελα αὐτήν τήν σημαντική ὥρα τῆς ζωῆς μου νά ἀναπέμψω ὁλοκάρδια δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν ἅγιο Βασίλειο καί τόν Τριαδικό Θεό διά τήν τιμή καί τήν εὐλογία πού μου χάρισαν γιά μία ἀκόμη φόρα.
Δέν θέλω νά ἀρκεστῶ σέ εὐχαριστίες προσωπικές τούτην τήν ὥρα, παρά μόνο χρέος μου εἶναι νά εὐχαριστήσω ἐξαιρετικά τόν Σεβ. Πατέρα καί Ποιμενάρχη μας, τόν Σεβ. Μητροπολίτη Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ, διά τήν τιμή καί τήν ἐμπιστοσύνη πού δείχνει γιά μία ἀκόμα φορά στό πρόσωπο μου καί νά τόν διαβεβαιώσω ὅτι θά ἐργαστῶ ἀνελλιπῶς μέ σκοπό τήν σωτηρία τοῦ Λαοῦ τήν στήριξη τῶν χριστιανῶν ἀλλά καί τήν συντήρηση καί ἀνακαίνιση τῶν Ναῶν καί τῶν Μονῶν τῶν ὁποίων τυγχάνω ὑπεύθυνος.
Ἄλλωστε εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό ὅτι μέ τήν δική Σας πρωτοβουλία Σεβασμιώτατε καί τόν δικό Σας ἀγῶνα βρισκόμαστε σήμερα μέσα σέ ἕναν ἀνακαινισμένο Μητροπολιτικό Ναό, γεγονός τό ὁποῖο πλέον χαροποιεῖ τούς ἐνορῖτες μας, ἀλλά καί ὅλους τους Ἀρκάδες, οἱ ὁποῖοι εἶναι περήφανοι γιά τό ξεχωριστό αὐτό μνημεῖο πού μας ἄφησαν οἱ πρόγονοί μας.
Σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους γιά μία ἀκόμα φορά, γιά τήν παρουσία σας σήμερα ἐδῶ, ζητῶ τήν προσευχή σας, ἔτσι ὥστε ἐν ὑγείᾳ πρῶτα ὁ Θεός νά καταστῶ καθαρό δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου καί ἄξιος Λειτουργός τοῦ ἐπιγείου ἤ καί τοῦ ἐπουρανίου Θυσιαστηρίου.
Ἀμήν.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΙΕΡΕΩΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Κ. ΣΟΥΡΛΙΓΓΑ
Ὁ Ἱερεύς Ἰωάννης Σουρλίγγας, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς Γεωργίας, ἐγεννήθη εἰς Ἐλαιοχώριον ( Μάσκληνα ) Ἀρκαδίας τήν 17ην Δεκεμβρίου 1975. Ὁ πατήρ του κατάγεται ἐκ τοῦ χωρίου Ἀετοχώριον Κυνουρίας ( Γαλτενά) ἡ δε μητέρα τοῦ ἐκ τοῦ χωρίου Ἐλαιοχώριον ( τό γένος Ἰωάννου Κουρλιμπίνη). Ἐκτός αὐτοῦ εἰς τον εὐρύτερο οἰκογενειακό του κύκλο συμπεριλαμβάνονται και ἄλλοι ἔγγαμοι Ἱερεῖς καθώς και δύο Μοναχοί, πού ἐμόνασαν ὁ μέν πρῶτος στην Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καστριοῦ Κυνουρίας καί ὁ δεύτερος εἰς την σκήτην Ἁγίας Ἄννης «ΡΟΥΒΑΛΙΑΝΩΝ» Ἁγίου Ὄρους.
Ἔλαβε τά ἐγκύκλια γράμματα ἀρχικῶς εἰς τό χωρίον Ἐλαιοχώριον καί ἐν συνεχείᾳ εἰς Τρίπολιν. Εἶναι ἀπόφοιτος τῆς Σχολῆς Ἠλεκτρονικῶν τοῦ Ο.Τ.Ε. καί τῆς Δ΄ τάξεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Κορίνθου. Ὁμιλεῖ λίαν καλῶς τήν Ἀγγλικήν γλῶσσαν. Εἰργάσθη ὡς ἐκπαιδευόμενος ἠλεκτονικός κατά τά ἔτη 1992-1993 στό 306 ΕΒΤ στρατιωτικό ἐργοστάσιο βάσεως τηλεπικοινωνιῶν Μενιδίου. Εἰργάσθη ἐπί τριετίαν ὡς τεχνικός κέντρων τοῦ Ο.Τ.Ε. εἰς Πειραιᾶν, θέσιν ἐκ τῆς ὁποίας παραιτήθη τό ἔτος 1996, μέ σκοπόν νά χειροτονηθῆ Ἱερεύς. Τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1996 ἐνυμφεύθη τήν Ἑλένην Ἀνδρέου Καγκλῆ, μεθ’ ἧς ἀπέκτησαν δύο τέκνα τήν Γεωργία 1997 και τον Κων/νον 2001. Ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Διάκονος τήν 29ην Δεκεμβρίου 1996, εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Γεωργίου Ἐλαιοχωρίου, καί Πρεσβύτερος τήν 2αν Δεκεμβρίου 2001 εἰς τόν Ἱερόν Ναόν Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Τριπόλεως. Ἔλαβεν ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ τό ὀφίκκιον τοῦ Ρεφερενδαρίου τήν 30ην Αὐγούστου 2005 καί τόν Χρυσοῦν Σταυρόν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως τήν 23ην Ἰουλίου 2006 διά το σημαντικό έργο συντηρήσεως και ανακαινίσεως των Ἰερῶν Ναῶν και Μονῶν το ὁποῖο ἔχει ἐπιδείξει σέ τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τήν 31ην Μαρτίου 2013 ἔλαβεν τήν Πνευματικήν Πατρότητα. Τήν 26ην Ἰανουαρίου 2014 εἰς τόν Μητροπολιτικόν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως ἔλαβεν παρά τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας καί Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ το ὀφφίκιον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου. Διηκόνησε ἐπί ἕν ἔτος ὡς Διάκονος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Τριπόλεως και ἐν συνεχείᾳ ὡς Διάκονος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Τριπόλεως. Ἀπό τῆς εἰς Πρεσβύτερον χειροτονίας του ἐτοποθετήθη ἐφημέριος τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, ὅπου διακονεῖ μέχρι τῆς σήμερον. Τό ἔτος 2011 προήχθη στήν θέσι τοῦ Προϊσταμένου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως καθῶς καί τυγχάνει μέλος τοῦ Συμβουλίου τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως.
Παραλλήλως ἐξυπηρετεῖ τάς λειτουργικάς ἀνάγκας τῆς Ἐνορίας Ἁγίου Νικολάου Πάπαρι 2001 – 2014 καί τάς λειτουργικάς ἀνάγκας τῆς Ἐνορίας Προφήτου Ἠλιού Δάφνης – Μανιατίου Μαντινείας 2009-2014. Προεδρεύει ἀπό τοῦ ἔτους 2006 τῆς Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας. Ἀπό τό ἔτος 1997 ἐργάζεται καί ὡς διοικητικός ὑπάλληλος – λογιστής τῶν Γραφείων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας.
Εἶναι μέλος της Διοικούσης Ἐπιτροπῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἐπάνω Χρέπας καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προδρόμου Καστρίου Κυνουρίας. Ὑπηρέτησε ὡς μέλος του Δ.Σ. του Δημοτικού Κοιμητηρίου Τριπόλεως 2003-2007 καί 2007-20010 καί μέλος της Δ.Σ. σε θέματα στηρίξεως ἀνηλίκων τῆς Νομαρχίας Ἀρκαδίας 2002-2008. Συμμετεῖχε κατά τό ἔτος 2004 στην Συνοδική Ἐπιτροπή Εὐρωπαϊκῶν Θεμάτων στά Καλάβρυτα, ἐπίσης κατά τό ἔτος 2005 συμμετεῖχε στό Πανελλήνιο Σεμινάριο ὑπευθύνων λογιστῶν μέ θέμα «Δημόσιο Λογιστικό » τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Πάτρα. Το 2013 συμμετεῖχε στό Πανελλήνιο Συνέδριο ὑπευθύνων Ἱερέων Νεότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Χαλκίδα. Εἶναι ὑπεύθυνος τοῦ Ἐνοριακού Φιλανθρωπικοῦ Προγράμματος «ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ ΤΟΥ ΠΤΩΧΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ». Ὑπηρέτησε ἐπί διετίας ὡς ἐκλεγμένο μέλος του Συλλόγου Καστριτῶν Τριπόλεως 2007-2009. Τέλος ἐργάζεται ἀόκνως πρός πραγμάτωσιν τοῦ ἔργου τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως 2011-2013, καθώς καί επέδειξε σημαντικό ἔργο συντηρήσεως καί ἀνακαινίσεως στίς ἐνορίες Πάπαρι –Δάφνης Μανιατίου ἀλλά καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γοργοεπηκόου Νεστάνης Μαντινείας μετά τῶν Ἱερῶν Μετοχίων αὐτῆς ὅπως καί ἐπί τῆς Προεδρίας του ἐπετεύχθη ἡ ἐπάνδρωσις τῆς Μονῆς με πέντε νέους Μοναχούς 2013.
Κεκοιμημένοι Αρχιερείς Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας
ΙΩΑΚΕΙΜ Αρχιεπίσκοπος Τριπολιτσάς προ του 1763
ΑΝΘΙΜΟΣ Αρχιεπίσκοπος Τριπολιτσάς 1763- 1770
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Μητροπολίτης Αμυκλών και Τριπολιτσάς 1793-1817
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Μητροπολίτης
Ρέοντος και Πραστού 1812-1852
Κατά την μαρτυρίαν του σοφού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων γεννήθηκε εκ γονέων Θεσσαλών εν Κωνσταντινουπόλει την 3ην Οκτωβρίου του έτους 1787.
Εισήλθεν από νεαράς ηλικίας εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου και υπό του Πατριάρχου Καλλινίκου του Ε' (α' 1801 - 1806, β' 1808) ανεδείχθη Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Υπό δε του Πατριάρχου Ιερεμίου του Δ' (1809 - 1813) το έτος 1812 εξελέγη Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ρέοντος και Πραστού (Κυνουρίας).
Ο Διονύσιος ήτο ανήρ με φωτεινήν διάνοιαν, έμπειρος και δραστήριος. Προεπαναστατικώς προετοίμασε τον λαό της Επαρχίας του αλλά και της Πελοποννήσου εν γένει για τον μεγάλο του Γένους αγώνα. Κατά δε τους χρόνους της Επαναστάσεως απεστάλη υπό των Ελλήνων πρέσβυς εις την Κυβέρνηση της Επτανήσου, επιτρέψας εκ της αποστολής του ταύτης έλαβε ενεργό μέρος εις τον αγώνα του Έθνους, παρευρέθη εις τας Εθνικάς Συνελεύσεις και προσέφερε τας πολυτίμους υπηρεσίας του εν αυταίς.
Αντέδρασε και αγωνίσθηκε μετά πείσματος κατά των απόψεων του Φαρμακίδου και της Αντιβασιλείας περί της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος και του χωρισμού της από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δια τούτο εσυκοφαντήθη, κατετρέχθη και ποικίλους υπέστη διωγμούς.
Διετέλεσε επί μιαν πενταετία (1853 - 1840) Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ακολούθως Σύμβουλος αυτής μέχρι της εις Κύριον εκδημίας του.
Απεβίωσε εν Αθήναι την 21ην Ιανουαρίου 1852 και εκηδεύθη δαπάναις της Κυβερνήσεως εν τη Ιερά Μονή Πετράκη.
ΔΑΝΙΗΛ ο από Ακόβων, Μητροπολίτης Τριπολιτσάς 1819-1831
Διαμαντής Παναγιωτόπουλος κατά κόσμον καλούμενος, γεννήθηκε εις την Δημητσάνα περί το έτος 1765. Ήτο συγγενής του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' και διετήρει Σχολείο εις τα Λαγκάδια της Γορτυνίας.
Το έτος 1814 εξελέγη Επίσκοπος Ακόβων (Γορτυνίας) και μεταβάς εις Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε διαδοχικώς εντός πεντήκοντα ημερών Διάκονος, Ιερεύς και Αρχιερεύς, κατασταθείς ακολούθως Επίσκοπος Ακόβων. Ως Επίσκοπος ο Δανιήλ υπέφερε διότι η Επαρχία του ήτο πτωχή και δεν παρείχε εις αυτόν επαρκή τα μέσα συντηρήσεως και ως εκ τούτου εδυσκολεύετο να εκπληροί τας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υποχρεώσεις του και δια τον λόγο αυτόν συνεχώς εδέχετο παρατηρήσεις και μομφάς.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', τον Δεκέμβριο του 1819 προήγαγεν τον Επίσκοπον Ακόβων Δανιήλ εις Μητροπολίτην Τριπολιτσάς. Από της νέας του και επικαίρου ταύτης θέσεως ο Δανιήλ προσέφερε πολλάς υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν και την Πατρίδα. Την 18ην Μαρτίου 1821 συνελήφθη υπό των Τούρκων και εγκλεισθείς μετά λοιπών Αρχιερέων και Προκρίτων της Πελοποννήσου εις τας φυλακάς του Σεραγίου υπέστη φοβεράν εξάμηνον δοκιμασίαν εν αυταίς.
Απελευθερωθείς κατά την άλωσιν της Τριπολιτσάς έλαβεν ενεργόν μέρος εις τον Ιερόν του Έθνους αγώνα και ευρισκόμενος μέσα εις τας συγκρούσεις και τα πάθη διαδραμάτισε σπουδαιότατων ρόλο συμφιλιωτού και συμβούλου, « ίνα το Έθνος το Άγιον των Χριστιανών μη αποτυφλωθέν υπάγη εις απώλειαν », ως διεκήρυττε. Διεδραμάτισεν επίσης και πρωτεύοντα εκκλησιαστικόν ρόλο και κατά την Καποδιστριακήν εποχή διορισθείς υπό του Κυβερνήτου μέλος της πενταμελούς Επιτροπής η οποία περιηγήθη την Πελοπόννησον και εμελέτησε εκ του πλησίον την Εκκλησιαστική κατάσταση.
Απεβίωσε στην Τρίπολη την 10η Οκτωβρίου 1831.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο από Πρώην Τριπολιτσάς,
Μητροπολίτης Τριπολιτσάς 1833-1846
Κατήγετο εκ Κωνσταντινουπόλεως και υπηρετούσε ως προϊστάμενος του εν Κωνσταντινουπόλει Ιερού Ναού του Αγίου Μηνά Υψωμαθείας.
Υπό του Πατριάρχου Κυρίλλου του ΣΤ' κατά τον Μάιο του 1917 εξελέγη Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αμυκλών και Τριπολιτσάς. Κατασταθείς εις τον θρόνο της Τριπολιτσάς παρέμεινε εν αυτό μέχρι το θέρος του 1819 ότε ενεπλάκη εις την περίεργον υπόθεσιν του γάμου του εν Άστρει Ιεροδιάκονου και Διδασκάλου Προκοπίου Καρτσιώτη και κατεδικάσθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κηρυχθείς έκπτωτος του Μητροπολιτικού θρόνου της Τριπολιτσάς.
Ο Διονύσιος παρέμεινε έκπτωτος μέχρι την 8ην Σεπτεμβρίου του 1833 ότε δια του υπ'αριθ. 33/1833 Βασιλικού Διατάγματος αποκατεστάθη εις τον χηρεύοντα θρόνο της Τριπολιτσάς με το τίτλο Τεγεάτιδος Μαντινείας και Μεγαλοπόλεως.
Απεβίωσε εν Τριπόλει το έτος 1846.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ο Σιατιστεύς, Αρχιεπίσκοπος
Μαντινείας και Κυνουρίας 1852-1868
Εγεννήθη εις το χωρίο Σελίτσα της Σιατιστεύς επωνομάζετο. Εσπούδασεν εν Κυδωνίαις της Μικράς Ασίας παρά τω σοφό Κληρικό Γρηγορίω Σαράφη.
Κατά την μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 έλαβε μέρος εις την Κασσάνδραν ως πολεμιστής και γραμματεύς του Εμμανουήλ Παππά, κατελθών δε ακολούθως εις την Νότιον Ελλάδα συμμετείχε στους κατά ξηρά και θάλασσα αγώνες του Έθνους.
Μετά την απελευθέρωση εισήλθε εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου και διωρίσθη Διδάσκαλος του σχολείου των Σπετσών. Εγένετο κατ'αρχάς δεύτερος και ακολούθως πρώτος Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου εις αντικατάσταση του Θεοκλήτου Φαρμακίδου.
Την 21ην Οκτωβρίου του 1852 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος της ενιαίας πλέον Αρχιεπισκοπής Μαντινείας και Κυνουρίας και παρέμεινε εν αυτή μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος την 3ην Μαρτίου του 1868.
Δια Διαθήκης του κατέλειπε την περιουσία του εις τους Ιερούς Ναούς της Τριπόλεως και εις Φιλανθρωπικά Ιδρύματα. Η εφημερίδα ΑΙΩΝ γράφει : «.Εις εκ των ολίγων Ιερωμένων των μετεχόντων συστηματικωτέρας παιδείας την εποχή εκείνην υπήρξε ο Θεοφάνης. Παρευρίσκετο πανταχού και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν συγκινδυνεύων μετά των αοιδίμων προμάχων του Έθνους, χρησιμοποιών τας γνώσεις του επ' ωφελεία της Πατρίδος. Ως Επίσκοπος εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι πάσαν την περιουσίαν του και εζήλωσε και μετά θάνατον να καταλίπη αγαθήν ανάμνησιν ευεργέτης φανείς.»
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ Α΄ Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας 1869-1903
Κατά κόσμον Θεμιστοκλής Βίμπος εγγενήθη στην Αθήνα την 10ην Σεπτεμβρίου 1832. Εφοίτησε εις την κατά τους χρόνους εκείνους ιδρυθείσαν Ριζάρειον Ιερατικήν Σχολήν και ακολούθως απεστάλη υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις την Ρωσία ένθα φοίτησε εις την Θεολογικήν Ακαδημίαν του Κιέβου πρώτον και εις την τοιαύτην της Πετρουπόλεως ακολούθως. Εκ της Πετρουπόλεως μετέβη εις την Λειψίαν εν τη οποία εσπούδασε την Εβραϊκήν γλώσσαν και ειδικεύθη εις την Ερμηνευτικήν Θεολογίαν.
Το έτος 1860 διωρίσθη Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το έτος 1866 εισήλθεν ει τας τάξεις του Ιερού Κλήρου χειροτονηθείς Διάκονος και Ιερεύς.
Την 25ην Ιανουαρίου 1869 εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Μαντινείας και Κυνουρίας. Η χειροτονία του εγένετο εν τω Ιερώ Ναώ της Αγίας Ειρήνης συλλειτουργούντος και του γέροντος Ιερέως πατρός του. Εφημερίδα της εποχής γράφει : «.πόσον είδομεν ευφραινόμενον και αγαλλόμενον τον Πρεσβύτερον Σπυρίδωνα Βίμπον, όστις ως απλούς Ιερεύς συνέπραττε κατά την Ιεροτελεστίαν της χειροτονίας του πρωτοτόκου υιού του ες Αρχιεπίσκοπον Μαντινείας και Κυνουρίας.».
Ο Θεόκλητος Βίμπος διεκρίθη τόσον δια την μόρφωσίν του όσον και δια την πολυποίκιλον και πολύπλευρον δράσιν του και εγένετο μια Ιεραρχική φυσιογνωμία η οποία κατέλαβεν εξέχουσαν θέσιν εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Απεβίωσε εν Αθήναις την 30ην Δεκεμβρίου 1903.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Α΄ Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1906-1944
Ο Γερμανός Μεταξάς γεννήθηκε το έτος 1869 εις το χωρίον Ασπρογέρακας της Κεφαλληνίας.
Μετά τας εγκυκλίους σπουδάς του εν Κεφαλληνία ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης εν Κωνσταντνουπόλει, λόγω όμως καταστρεπτικών σεισμών η Σχολή τα Χάλκης έπαυσε λειτουργούσα, και ως εκ τούτου προς συμπλήρωσιν των σπουδών του μετέβη εις την Ρωσίαν και εφοίτησε εις την Θεολογικήν Ακαδημίαν του Κιέβου.
Το έτος 1892 χειροτονηθείς Διάκονος και Πρεσβύτερος ετοποθετήθη εφημέριος του Ιερού Ναού της Ελληνικής Πρεσβείας εν Σόφια της Βουλγαρίας. Επιστρέψας ακολούθως εις την Ελλάδα εγένετο Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων, το δε έτος 1901 διορίστηκε Γραμματεύς και εν συνεχεία Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την 12ην Οκτωβρίου 1906 εχειροτονήθη Επίσκοπος και κατεστάθη Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εν τη Ιερά Μητροπόλει Μαντινείας και Κυνουρίας ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική δραστηριότητα. Καθιέρωσε την μνήμην των Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου ως εορτή πανδήμως τελουμέμην εν Τριπόλει, ίδρυσε Φιλοπτώχους Αδελφότητας, Σχολάς Απόρων Κορασίδων, Ορφανοτροφεία και Σχολεία εν ταις Ιεραίς Μοναίς Επάνω Χρέπας και Καλτεζών.
Συμμετασχών εις το γνωστόν ανάθεμα εκηρύχθη το 1917 έκπτωτος του θρόνου του και εξωρίσθη εις την Ιεράν Μονήν Ταλλαντίου της Αργολίδος. Μετά την επιστροφή όμως του Βασιλέως και την αποκατάσταση της ομαλότητας εις την χώρα αποκατεστάθη και ούτος το 1923 εις τον θρόνο του, όπου παρέμεινε μέχρι της ημέρας του θανάτου του επισυμβάντος εν Τριπόλει την 7ην Δεκεμβρίου 1944.
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ο από Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως,
Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1945- 1949
Κατά κόσμον Πέτρος Τζαβάρας, εκ Βαλτετσίου καταγόμενος, εγεννήθη το έτος 1888. Διάκονος και Ιερεύς εχειροτονήθη υπό του Μητροπολίτου ΄Υδρας Προκοπίου το έτος 1914.
Διετέλεσε Καθηγητής των Θρησκευτικών, Εφημέριος εν τω Ιερό Ναό Αγίου Παύλου Αθηνών και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Το έτος 1934 εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, παραμείνας εν αυτή μέχρι του έτους 1945 ότε μετετέθη εις την Ιεράν Μητρόπολιν Μαντινείας και Κυνουρίας. Καίτοι εποίμανε τας Μητροπόλεις ταύτας κατά την περίοδο των δυσχερών δια το Έθνος στιγμών, εν τούτοις προσέφερε σπουδαίας υπηρεσίας εις τους κατοίκους τούτων. Εν Τριπόλει παρέμεινε μέχρι του έτους 1949 , ότε εκλήθη να ποιμάνει την Ιεράν Μητρόπολιν Κορινθίας.
Ο Προκόπιος ήτο Ιεράρχης ισχυράς θελήσεως, ακαταπόνητος και ευθαρσής, γνώστης των διοικητικών προβλημάτων της Εκκλησίας, επέδειξε αγωνιστικότητα εις τα εκάστοτε ανακύπτοντα εκκλησιαστικά θέματα, υπεραμυνόμενος πάντοτε του συμφέροντος της Εκκλησίας εις βάρος πολλάκις και του ατομικού του κύρους. Ο Θεός, όμως, οίδε και το φρόνημα και την προαίρεση του Ιεράρχου τούτου και εις τα εκκλησιαστικά ζητήματα δια τα οποία κατεκρίθη.
Εξεδήμησε προς Κύριον την 3ην Δεκεμβρίου 1964.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Β΄ ο από Κεφαλληνίας,
Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1951-1964 (Ρουμπάνης)
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Ρουμπάνης γεννήθηκε στο Πικέρνι Μαντινείας το 1880. Εφοίτησε στο Γυμνάσιο της Τριπόλεως και εν συνεχεία αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1908. Εκάρη Μοναχός εν τη Ιερά Μονή Βαρσών από τον μακαριστό προκάτοχό του Γερμανό Μεταξά. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1909, τοποθετήθηκε Δ/ντης της Ιερατικής Σχολής Τριπόλεως και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1910 από του ιδίου Αρχιερέως. Υπηρέτησε ως Στρατιωτικός Ιεροκήρυξ, συνόδευσε το 11ο Σύνταγμα Πεζικού στους Νικηφόρους Πολέμους του 1912-1913. Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου από το 1921 μέχρι το 1924 καθώς και από 1927 μέχρι το 1934. Στις 14 Ιουνίου 1934 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κεφαλληνίας. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1951 κενωθείσης της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας αξιώθηκε να ποιμάνει τον ευλογημένο λαό της ιδιαιτέρας αυτού Πατρίδος. Εξελέγη Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας το έτος 1951, την 26ην Οκτωβρίου 1951 έγινε η ενθρόνισή του στην Ιστορική Τριπολιτσά. Μετά την δεκατριετή Θεοφιλή Ποιμαντορία του απεδήμησεν προς Κύριον την 21 Ιανουαρίου 1964 στην Αθήνα και κηδεύτηκε πανδήμως στην Τρίπολη. Ανέπτυξε πλούσια Εκκλησιαστική και Εθνική δράση, εξέχουσα προσωπικότητα στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με κύρος και βαρύνουσα γνώμη. Προσωπικότητα ξεχωριστή η οποία έφερε πάντοτε την σφραγίδα της άκρας συντηρητικότητος.
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ Β΄ Μητροπολίτης
Μαντινείας και Κυνουρίας 1965 - 1995
( Φιλιππαίος)
Ο κατά κόσμον Νικόλαος Φιλιππαίος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1918 από γονείς καταγομένους εκ Ναυπλίου. Σπούδασε Νομική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκάρη Μοναχός στη Μονή Ταξιαρχών Επιδαύρου την 4η Δεκεμβρίου 1941 και χειροτονήθηκε Διάκονος στις 6 Δεκεμβρίου 1941 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Ιωάννου Παπασαράντου και υπηρετήσας από το 1941 έως το 1945 ως Διάκονος, ιεροκήρυξ και υπάλληλος στα Γραφεία της Μητροπόλεως Αργολίδος. Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τον Απρίλιο του 1945 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Αγαθονίκου Παπασταματίου.
Υπηρέτησε ως Εφημέριος, στρατιωτικός Ιεροκήρυκας, Γραμματέας και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Μετεξεπαιδεύθη επί τριετίαν εις Παρισίους στο Κανονικό Δίκαιο. Στις 21 Νοεμβρίου 1965 στον Ιερό Ναό Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου χειροτονήθηκεΜητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εκοιμήθη στις 9 Ιανουαρίου 1995 στην Τρίπολη, όπου και ετάφη
Κεκοιμημένοι Ιερείς, Ιερατεύσαντες εις τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως
Γεώργιος Σαμαράς 1884 - 1931
Δημήτριος Βλασόπουλος 1884 - 1914
Παναγιώτης Σινόπουλος 1918 - 1959
Ιωάννης Καραπαναγιώτης 1932 - 1959
Χρήστος Τζιμούρης 1961 - 1988
Σωτήριος Ανδριανόπουλος 1959 – 1999
Ευεργέτες και Δωρητές του Μητροπολιτικού
Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως
Πετρόπουλος ή Λέμης Απόστολος, Μ. Ευεργέτης (Τέμπλον, Αρχιερατικός Θρόνος, Αμβων, Δάπεδον).
Σπετσερόπουλος Γεώργιος, Μ. Ευεργέτης (Αγιογράφησις Τρούλλου - «Κατακόσμησις» Ναού).
Σπετσερόπουλος Δημήτριος, Μ. Ευεργέτης (Αγιογράφησις Τρούλλου - «Κατακόσμησις» Ναού).
Μητρ. Μαντινείας καί Κυνουρίας Γερμανός Ρουμπάνης, Μ. Ευεργέτης (Οικία εν Αθήναις, Πολυέλεος).
Οικονόμος Γεώργιος Ιώ. Σαμαράς, Ευεργέτης.
Ιερεύς Παναγιώτης Σινόπουλος, Ευεργέτης.
Σπύρος Π. Σωτηροπουλος, Ευεργέτης.
Ιωάννης Κ. Δρίνης, Ευεργέτης.
Αγγελική Ιω. Δρίνη, Ευεργέτης.
Αγγελική Β. Τσερετοπούλου, Ευεργέτης.
Άννα Ι. Μαλλιαροπούλου, Ευεργέτης.
Αγγελική Α. Νικολοπουλου, Ευεργέτης.
Δόξα Γ. Βασιλείου, Ευεργέτης.
Αικατερίνη Γ. Καρατζά, Ευεργέτης.
Ευστάθιος Γ. Μηνόπουλος, Ευεργέτης.
Ασημίνα Χ. Λαζαροπούλου, Ευεργέτης.
Μιχαήλ Ι. Κοντονικολάκος, Ευεργέτης.
Κλουκίνα Αναστασία καί Κων/νος, Μ. Δωρηταί.
Συκαρά Τρισεύγενη καί Χριστόφορος, Μ. Δωρηταί.
Μουμούζης Ι., Δωρητής.
Σαμπράκος Γ., Δωρητής.
Κερασοτόπουλος Δημ., Δωρητής.
Μουρούκα Φωτεινή, Δωρήτρια.
Βαρβερόπουλος Γ., Δωρητής.
Πετρόπουλος η Λέμης Ι., Δωρητής.
Δημητρόπουλος Γ.Χ., Δωρητής.
Μητσόπουλος Π., Δωρητής.
Ζερβόπουλος Β., Δωρητής.
Μιχαλόπουλος Κ.Χ., Δωρητής.
Μιχαλοπούλου Χάϊδω Κ., Δωρήτρια
Μπάκος Π., Δωρητής.
Δεκάζος Ν., Δωρητής. Και
πάντων των με οιονδήποτε τρόπο συνεργησάντων και προσφερόντων εκ του υστερήματος των ή το περίσσευμα αυτών, στην ανέγερση του Ιερού Ναού και ευεργετησάντων την Ενορία του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού, μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως αυτών.
Αιωνία αυτών η μνήμη, να έχουμε την Ευχή τους.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Μητροπολίτης
Ρέοντος και Πραστού 1812-1852
Κατά την μαρτυρίαν του σοφού Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων γεννήθηκε εκ γονέων Θεσσαλών εν Κωνσταντινουπόλει την 3ην Οκτωβρίου του έτους 1787.
Εισήλθεν από νεαράς ηλικίας εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου και υπό του Πατριάρχου Καλλινίκου του Ε' (α' 1801 - 1806, β' 1808) ανεδείχθη Μέγας Πρωτοσύγκελλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Υπό δε του Πατριάρχου Ιερεμίου του Δ' (1809 - 1813) το έτος 1812 εξελέγη Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ρέοντος και Πραστού (Κυνουρίας).
Ο Διονύσιος ήτο ανήρ με φωτεινήν διάνοιαν, έμπειρος και δραστήριος. Προεπαναστατικώς προετοίμασε τον λαό της Επαρχίας του αλλά και της Πελοποννήσου εν γένει για τον μεγάλο του Γένους αγώνα. Κατά δε τους χρόνους της Επαναστάσεως απεστάλη υπό των Ελλήνων πρέσβυς εις την Κυβέρνηση της Επτανήσου, επιτρέψας εκ της αποστολής του ταύτης έλαβε ενεργό μέρος εις τον αγώνα του Έθνους, παρευρέθη εις τας Εθνικάς Συνελεύσεις και προσέφερε τας πολυτίμους υπηρεσίας του εν αυταίς.
Αντέδρασε και αγωνίσθηκε μετά πείσματος κατά των απόψεων του Φαρμακίδου και της Αντιβασιλείας περί της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος και του χωρισμού της από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δια τούτο εσυκοφαντήθη, κατετρέχθη και ποικίλους υπέστη διωγμούς.
Διετέλεσε επί μιαν πενταετία (1853 - 1840) Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ακολούθως Σύμβουλος αυτής μέχρι της εις Κύριον εκδημίας του.
Απεβίωσε εν Αθήναι την 21ην Ιανουαρίου 1852 και εκηδεύθη δαπάναις της Κυβερνήσεως εν τη Ιερά Μονή Πετράκη.
ΔΑΝΙΗΛ ο από Ακόβων, Μητροπολίτης Τριπολιτσάς 1819-1831
Διαμαντής Παναγιωτόπουλος κατά κόσμον καλούμενος, γεννήθηκε εις την Δημητσάνα περί το έτος 1765. Ήτο συγγενής του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' και διετήρει Σχολείο εις τα Λαγκάδια της Γορτυνίας.
Το έτος 1814 εξελέγη Επίσκοπος Ακόβων (Γορτυνίας) και μεταβάς εις Κωνσταντινούπολη χειροτονήθηκε διαδοχικώς εντός πεντήκοντα ημερών Διάκονος, Ιερεύς και Αρχιερεύς, κατασταθείς ακολούθως Επίσκοπος Ακόβων. Ως Επίσκοπος ο Δανιήλ υπέφερε διότι η Επαρχία του ήτο πτωχή και δεν παρείχε εις αυτόν επαρκή τα μέσα συντηρήσεως και ως εκ τούτου εδυσκολεύετο να εκπληροί τας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υποχρεώσεις του και δια τον λόγο αυτόν συνεχώς εδέχετο παρατηρήσεις και μομφάς.
Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', τον Δεκέμβριο του 1819 προήγαγεν τον Επίσκοπον Ακόβων Δανιήλ εις Μητροπολίτην Τριπολιτσάς. Από της νέας του και επικαίρου ταύτης θέσεως ο Δανιήλ προσέφερε πολλάς υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν και την Πατρίδα. Την 18ην Μαρτίου 1821 συνελήφθη υπό των Τούρκων και εγκλεισθείς μετά λοιπών Αρχιερέων και Προκρίτων της Πελοποννήσου εις τας φυλακάς του Σεραγίου υπέστη φοβεράν εξάμηνον δοκιμασίαν εν αυταίς.
Απελευθερωθείς κατά την άλωσιν της Τριπολιτσάς έλαβεν ενεργόν μέρος εις τον Ιερόν του Έθνους αγώνα και ευρισκόμενος μέσα εις τας συγκρούσεις και τα πάθη διαδραμάτισε σπουδαιότατων ρόλο συμφιλιωτού και συμβούλου, « ίνα το Έθνος το Άγιον των Χριστιανών μη αποτυφλωθέν υπάγη εις απώλειαν », ως διεκήρυττε. Διεδραμάτισεν επίσης και πρωτεύοντα εκκλησιαστικόν ρόλο και κατά την Καποδιστριακήν εποχή διορισθείς υπό του Κυβερνήτου μέλος της πενταμελούς Επιτροπής η οποία περιηγήθη την Πελοπόννησον και εμελέτησε εκ του πλησίον την Εκκλησιαστική κατάσταση.
Απεβίωσε στην Τρίπολη την 10η Οκτωβρίου 1831.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ο από Πρώην Τριπολιτσάς,
Μητροπολίτης Τριπολιτσάς 1833-1846
Κατήγετο εκ Κωνσταντινουπόλεως και υπηρετούσε ως προϊστάμενος του εν Κωνσταντινουπόλει Ιερού Ναού του Αγίου Μηνά Υψωμαθείας.
Υπό του Πατριάρχου Κυρίλλου του ΣΤ' κατά τον Μάιο του 1917 εξελέγη Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Αμυκλών και Τριπολιτσάς. Κατασταθείς εις τον θρόνο της Τριπολιτσάς παρέμεινε εν αυτό μέχρι το θέρος του 1819 ότε ενεπλάκη εις την περίεργον υπόθεσιν του γάμου του εν Άστρει Ιεροδιάκονου και Διδασκάλου Προκοπίου Καρτσιώτη και κατεδικάσθη υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κηρυχθείς έκπτωτος του Μητροπολιτικού θρόνου της Τριπολιτσάς.
Ο Διονύσιος παρέμεινε έκπτωτος μέχρι την 8ην Σεπτεμβρίου του 1833 ότε δια του υπ'αριθ. 33/1833 Βασιλικού Διατάγματος αποκατεστάθη εις τον χηρεύοντα θρόνο της Τριπολιτσάς με το τίτλο Τεγεάτιδος Μαντινείας και Μεγαλοπόλεως.
Απεβίωσε εν Τριπόλει το έτος 1846.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ο Σιατιστεύς, Αρχιεπίσκοπος
Μαντινείας και Κυνουρίας 1852-1868
Εγεννήθη εις το χωρίο Σελίτσα της Σιατιστεύς επωνομάζετο. Εσπούδασεν εν Κυδωνίαις της Μικράς Ασίας παρά τω σοφό Κληρικό Γρηγορίω Σαράφη.
Κατά την μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 έλαβε μέρος εις την Κασσάνδραν ως πολεμιστής και γραμματεύς του Εμμανουήλ Παππά, κατελθών δε ακολούθως εις την Νότιον Ελλάδα συμμετείχε στους κατά ξηρά και θάλασσα αγώνες του Έθνους.
Μετά την απελευθέρωση εισήλθε εις τας τάξεις του Ιερού Κλήρου και διωρίσθη Διδάσκαλος του σχολείου των Σπετσών. Εγένετο κατ'αρχάς δεύτερος και ακολούθως πρώτος Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου εις αντικατάσταση του Θεοκλήτου Φαρμακίδου.
Την 21ην Οκτωβρίου του 1852 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος της ενιαίας πλέον Αρχιεπισκοπής Μαντινείας και Κυνουρίας και παρέμεινε εν αυτή μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος την 3ην Μαρτίου του 1868.
Δια Διαθήκης του κατέλειπε την περιουσία του εις τους Ιερούς Ναούς της Τριπόλεως και εις Φιλανθρωπικά Ιδρύματα. Η εφημερίδα ΑΙΩΝ γράφει : «.Εις εκ των ολίγων Ιερωμένων των μετεχόντων συστηματικωτέρας παιδείας την εποχή εκείνην υπήρξε ο Θεοφάνης. Παρευρίσκετο πανταχού και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν συγκινδυνεύων μετά των αοιδίμων προμάχων του Έθνους, χρησιμοποιών τας γνώσεις του επ' ωφελεία της Πατρίδος. Ως Επίσκοπος εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι πάσαν την περιουσίαν του και εζήλωσε και μετά θάνατον να καταλίπη αγαθήν ανάμνησιν ευεργέτης φανείς.»
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ Α΄ Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας 1869-1903
Κατά κόσμον Θεμιστοκλής Βίμπος εγγενήθη στην Αθήνα την 10ην Σεπτεμβρίου 1832. Εφοίτησε εις την κατά τους χρόνους εκείνους ιδρυθείσαν Ριζάρειον Ιερατικήν Σχολήν και ακολούθως απεστάλη υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις την Ρωσία ένθα φοίτησε εις την Θεολογικήν Ακαδημίαν του Κιέβου πρώτον και εις την τοιαύτην της Πετρουπόλεως ακολούθως. Εκ της Πετρουπόλεως μετέβη εις την Λειψίαν εν τη οποία εσπούδασε την Εβραϊκήν γλώσσαν και ειδικεύθη εις την Ερμηνευτικήν Θεολογίαν.
Το έτος 1860 διωρίσθη Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το έτος 1866 εισήλθεν ει τας τάξεις του Ιερού Κλήρου χειροτονηθείς Διάκονος και Ιερεύς.
Την 25ην Ιανουαρίου 1869 εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Μαντινείας και Κυνουρίας. Η χειροτονία του εγένετο εν τω Ιερώ Ναώ της Αγίας Ειρήνης συλλειτουργούντος και του γέροντος Ιερέως πατρός του. Εφημερίδα της εποχής γράφει : «.πόσον είδομεν ευφραινόμενον και αγαλλόμενον τον Πρεσβύτερον Σπυρίδωνα Βίμπον, όστις ως απλούς Ιερεύς συνέπραττε κατά την Ιεροτελεστίαν της χειροτονίας του πρωτοτόκου υιού του ες Αρχιεπίσκοπον Μαντινείας και Κυνουρίας.».
Ο Θεόκλητος Βίμπος διεκρίθη τόσον δια την μόρφωσίν του όσον και δια την πολυποίκιλον και πολύπλευρον δράσιν του και εγένετο μια Ιεραρχική φυσιογνωμία η οποία κατέλαβεν εξέχουσαν θέσιν εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος.
Απεβίωσε εν Αθήναις την 30ην Δεκεμβρίου 1903.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Α΄ Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1906-1944
Ο Γερμανός Μεταξάς γεννήθηκε το έτος 1869 εις το χωρίον Ασπρογέρακας της Κεφαλληνίας.
Μετά τας εγκυκλίους σπουδάς του εν Κεφαλληνία ενεγράφη εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης εν Κωνσταντνουπόλει, λόγω όμως καταστρεπτικών σεισμών η Σχολή τα Χάλκης έπαυσε λειτουργούσα, και ως εκ τούτου προς συμπλήρωσιν των σπουδών του μετέβη εις την Ρωσίαν και εφοίτησε εις την Θεολογικήν Ακαδημίαν του Κιέβου.
Το έτος 1892 χειροτονηθείς Διάκονος και Πρεσβύτερος ετοποθετήθη εφημέριος του Ιερού Ναού της Ελληνικής Πρεσβείας εν Σόφια της Βουλγαρίας. Επιστρέψας ακολούθως εις την Ελλάδα εγένετο Ιεροκήρυξ της Ιεράς Μητροπόλεως Κυθήρων, το δε έτος 1901 διορίστηκε Γραμματεύς και εν συνεχεία Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Την 12ην Οκτωβρίου 1906 εχειροτονήθη Επίσκοπος και κατεστάθη Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εν τη Ιερά Μητροπόλει Μαντινείας και Κυνουρίας ανέπτυξε πλούσια εκκλησιαστική δραστηριότητα. Καθιέρωσε την μνήμην των Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου ως εορτή πανδήμως τελουμέμην εν Τριπόλει, ίδρυσε Φιλοπτώχους Αδελφότητας, Σχολάς Απόρων Κορασίδων, Ορφανοτροφεία και Σχολεία εν ταις Ιεραίς Μοναίς Επάνω Χρέπας και Καλτεζών.
Συμμετασχών εις το γνωστόν ανάθεμα εκηρύχθη το 1917 έκπτωτος του θρόνου του και εξωρίσθη εις την Ιεράν Μονήν Ταλλαντίου της Αργολίδος. Μετά την επιστροφή όμως του Βασιλέως και την αποκατάσταση της ομαλότητας εις την χώρα αποκατεστάθη και ούτος το 1923 εις τον θρόνο του, όπου παρέμεινε μέχρι της ημέρας του θανάτου του επισυμβάντος εν Τριπόλει την 7ην Δεκεμβρίου 1944.
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ο από Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως,
Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1945- 1949
Κατά κόσμον Πέτρος Τζαβάρας, εκ Βαλτετσίου καταγόμενος, εγεννήθη το έτος 1888. Διάκονος και Ιερεύς εχειροτονήθη υπό του Μητροπολίτου ΄Υδρας Προκοπίου το έτος 1914.
Διετέλεσε Καθηγητής των Θρησκευτικών, Εφημέριος εν τω Ιερό Ναό Αγίου Παύλου Αθηνών και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Το έτος 1934 εξελέγη και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, παραμείνας εν αυτή μέχρι του έτους 1945 ότε μετετέθη εις την Ιεράν Μητρόπολιν Μαντινείας και Κυνουρίας. Καίτοι εποίμανε τας Μητροπόλεις ταύτας κατά την περίοδο των δυσχερών δια το Έθνος στιγμών, εν τούτοις προσέφερε σπουδαίας υπηρεσίας εις τους κατοίκους τούτων. Εν Τριπόλει παρέμεινε μέχρι του έτους 1949 , ότε εκλήθη να ποιμάνει την Ιεράν Μητρόπολιν Κορινθίας.
Ο Προκόπιος ήτο Ιεράρχης ισχυράς θελήσεως, ακαταπόνητος και ευθαρσής, γνώστης των διοικητικών προβλημάτων της Εκκλησίας, επέδειξε αγωνιστικότητα εις τα εκάστοτε ανακύπτοντα εκκλησιαστικά θέματα, υπεραμυνόμενος πάντοτε του συμφέροντος της Εκκλησίας εις βάρος πολλάκις και του ατομικού του κύρους. Ο Θεός, όμως, οίδε και το φρόνημα και την προαίρεση του Ιεράρχου τούτου και εις τα εκκλησιαστικά ζητήματα δια τα οποία κατεκρίθη.
Εξεδήμησε προς Κύριον την 3ην Δεκεμβρίου 1964.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ Β΄ ο από Κεφαλληνίας,
Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας 1951-1964 (Ρουμπάνης)
Ο κατά κόσμον Γεώργιος Ρουμπάνης γεννήθηκε στο Πικέρνι Μαντινείας το 1880. Εφοίτησε στο Γυμνάσιο της Τριπόλεως και εν συνεχεία αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών το 1908. Εκάρη Μοναχός εν τη Ιερά Μονή Βαρσών από τον μακαριστό προκάτοχό του Γερμανό Μεταξά. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1909, τοποθετήθηκε Δ/ντης της Ιερατικής Σχολής Τριπόλεως και Ιεροκήρυξ της Μητροπόλεως. Πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1910 από του ιδίου Αρχιερέως. Υπηρέτησε ως Στρατιωτικός Ιεροκήρυξ, συνόδευσε το 11ο Σύνταγμα Πεζικού στους Νικηφόρους Πολέμους του 1912-1913. Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου από το 1921 μέχρι το 1924 καθώς και από 1927 μέχρι το 1934. Στις 14 Ιουνίου 1934 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κεφαλληνίας. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1951 κενωθείσης της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας αξιώθηκε να ποιμάνει τον ευλογημένο λαό της ιδιαιτέρας αυτού Πατρίδος. Εξελέγη Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας το έτος 1951, την 26ην Οκτωβρίου 1951 έγινε η ενθρόνισή του στην Ιστορική Τριπολιτσά. Μετά την δεκατριετή Θεοφιλή Ποιμαντορία του απεδήμησεν προς Κύριον την 21 Ιανουαρίου 1964 στην Αθήνα και κηδεύτηκε πανδήμως στην Τρίπολη. Ανέπτυξε πλούσια Εκκλησιαστική και Εθνική δράση, εξέχουσα προσωπικότητα στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος με κύρος και βαρύνουσα γνώμη. Προσωπικότητα ξεχωριστή η οποία έφερε πάντοτε την σφραγίδα της άκρας συντηρητικότητος.
ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ Β΄ Μητροπολίτης
Μαντινείας και Κυνουρίας 1965 - 1995
( Φιλιππαίος)
Ο κατά κόσμον Νικόλαος Φιλιππαίος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1918 από γονείς καταγομένους εκ Ναυπλίου. Σπούδασε Νομική και Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εκάρη Μοναχός στη Μονή Ταξιαρχών Επιδαύρου την 4η Δεκεμβρίου 1941 και χειροτονήθηκε Διάκονος στις 6 Δεκεμβρίου 1941 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Ιωάννου Παπασαράντου και υπηρετήσας από το 1941 έως το 1945 ως Διάκονος, ιεροκήρυξ και υπάλληλος στα Γραφεία της Μητροπόλεως Αργολίδος. Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος τον Απρίλιο του 1945 υπό του Μητροπολίτου Αργολίδος Αγαθονίκου Παπασταματίου.
Υπηρέτησε ως Εφημέριος, στρατιωτικός Ιεροκήρυκας, Γραμματέας και Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Μετεξεπαιδεύθη επί τριετίαν εις Παρισίους στο Κανονικό Δίκαιο. Στις 21 Νοεμβρίου 1965 στον Ιερό Ναό Αγίου Αλεξάνδρου Παλαιού Φαλήρου χειροτονήθηκεΜητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας. Εκοιμήθη στις 9 Ιανουαρίου 1995 στην Τρίπολη, όπου και ετάφη
Κεκοιμημένοι Ιερείς, Ιερατεύσαντες εις τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως
Γεώργιος Σαμαράς 1884 - 1931
Δημήτριος Βλασόπουλος 1884 - 1914
Παναγιώτης Σινόπουλος 1918 - 1959
Ιωάννης Καραπαναγιώτης 1932 - 1959
Χρήστος Τζιμούρης 1961 - 1988
Σωτήριος Ανδριανόπουλος 1959 – 1999
Ευεργέτες και Δωρητές του Μητροπολιτικού
Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως
Πετρόπουλος ή Λέμης Απόστολος, Μ. Ευεργέτης (Τέμπλον, Αρχιερατικός Θρόνος, Αμβων, Δάπεδον).
Σπετσερόπουλος Γεώργιος, Μ. Ευεργέτης (Αγιογράφησις Τρούλλου - «Κατακόσμησις» Ναού).
Σπετσερόπουλος Δημήτριος, Μ. Ευεργέτης (Αγιογράφησις Τρούλλου - «Κατακόσμησις» Ναού).
Μητρ. Μαντινείας καί Κυνουρίας Γερμανός Ρουμπάνης, Μ. Ευεργέτης (Οικία εν Αθήναις, Πολυέλεος).
Οικονόμος Γεώργιος Ιώ. Σαμαράς, Ευεργέτης.
Ιερεύς Παναγιώτης Σινόπουλος, Ευεργέτης.
Σπύρος Π. Σωτηροπουλος, Ευεργέτης.
Ιωάννης Κ. Δρίνης, Ευεργέτης.
Αγγελική Ιω. Δρίνη, Ευεργέτης.
Αγγελική Β. Τσερετοπούλου, Ευεργέτης.
Άννα Ι. Μαλλιαροπούλου, Ευεργέτης.
Αγγελική Α. Νικολοπουλου, Ευεργέτης.
Δόξα Γ. Βασιλείου, Ευεργέτης.
Αικατερίνη Γ. Καρατζά, Ευεργέτης.
Ευστάθιος Γ. Μηνόπουλος, Ευεργέτης.
Ασημίνα Χ. Λαζαροπούλου, Ευεργέτης.
Μιχαήλ Ι. Κοντονικολάκος, Ευεργέτης.
Κλουκίνα Αναστασία καί Κων/νος, Μ. Δωρηταί.
Συκαρά Τρισεύγενη καί Χριστόφορος, Μ. Δωρηταί.
Μουμούζης Ι., Δωρητής.
Σαμπράκος Γ., Δωρητής.
Κερασοτόπουλος Δημ., Δωρητής.
Μουρούκα Φωτεινή, Δωρήτρια.
Βαρβερόπουλος Γ., Δωρητής.
Πετρόπουλος η Λέμης Ι., Δωρητής.
Δημητρόπουλος Γ.Χ., Δωρητής.
Μητσόπουλος Π., Δωρητής.
Ζερβόπουλος Β., Δωρητής.
Μιχαλόπουλος Κ.Χ., Δωρητής.
Μιχαλοπούλου Χάϊδω Κ., Δωρήτρια
Μπάκος Π., Δωρητής.
Δεκάζος Ν., Δωρητής. Και
πάντων των με οιονδήποτε τρόπο συνεργησάντων και προσφερόντων εκ του υστερήματος των ή το περίσσευμα αυτών, στην ανέγερση του Ιερού Ναού και ευεργετησάντων την Ενορία του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού, μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως αυτών.
Αιωνία αυτών η μνήμη, να έχουμε την Ευχή τους.