Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Σε τι ελπίζουμε οι άνθρωποι; Σίγουρα στη ζωή ότι θα φέρει τα πράγματα κατά τις επιθυμίες μας. Στον κόπο μας, ότι δεν θα πάει χαμένος. Στους άλλους ότι θα μας αγαπούνε και θα μας βοηθήσουν να γίνουμε ευτυχισμένοι. Στον εαυτό μας, ότι στην δύσκολη ώρα δεν θα φανεί κατώτερος των προσδοκιών μας. Κάποιοι και στο Θεό, ότι δεν θα επιτρέψει να συμβεί κάτι κακό ούτε στους εαυτούς μας ούτε σε εκείνους που αγαπούμε, αλλά θα μας τα φέρει όλα κατά την καρδίαν μας. Και γι’ αυτό προσευχόμαστε σε Εκείνον, ενώ θυμώνουμε και στενοχωριόμαστε όταν βλέπουμε πως αυτά στα οποία ελπίζουμε δεν εκπληρώνονται. Πόσο γνήσιες είναι όμως οι ελπίδες μας;
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον εαυτό μας, τον κόπο μας, την στάση μας έναντι των άλλων ανθρώπων οι όποιες ελπίδες μας μπορεί να είναι γνήσιες εφόσον συνοδεύονται ή πηγάζουν από την αυτογνωσία. Αν γνωρίζουμε πόσο έχουμε κοπιάσει, αν γνωρίζουμε τι αληθινά θα θέλαμε ώστε να νιώθουμε πλήρεις και ευτυχισμένοι, ακόμη κι αν αυτό έχει να κάνει μόνο με την εγωκεντρική ικανοποίηση των επιθυμιών μας, τότε υπάρχει περίπτωση το θέλημά μας να εκπληρωθεί. Η δυσκολία όμως έγκειται στο κατά πόσον είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε την ήττα μας, όταν βλέπουμε ότι οι ελπίδες μας δεν εκπληρώνονται. Αν δηλαδή θα μεταθέσουμε τις ευθύνες στους άλλους, που δεν μπόρεσαν να μας καταλάβουν ή να μας συνδράμουν ή αν θα κάνουμε αυτοκριτική, για να δούμε κατά πόσον μπορέσαμε να ελπίσουμε σε εφικτά ή, τέλος πάντων, εφόσον καταφέραμε να αφιερώσουμε τον εαυτό μας σε όσα οι δυνάμεις μας μπορούσαν να πλησιάσουν, ακόμη κι αν οι στόχοι ήταν μακρινοί για μας. Άλλη δυσκολία έχει να κάνει και με το πώς διαχειριζόμαστε την χαρά από την εκπλήρωση των ελπίδων μας. Ως επανάπαυση, ως θέση νέων στόχων, ως αφορμή απληστίας, ως απογείωση του νου και αλαζονεία, ή με ταπεινοσύνη και αναγνώριση της πρόνοιας του Θεού, δοξολογία και ευχαριστία και την ίδια στιγμή ως αφετηρία για να ανακαλύψουμε τι από όλα όσα πετυχαίνουμε έχει νόημα για την πορεία της ζωής μας; Αυτό το «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», το οποίο μας προφυλάσσει από την υπερηφάνεια και την απόγνωση.
Στην σχέση μας με το Θεό η Εκκλησία μας καλεί να θυμηθούμε ότι μπορούμε να ελπίζουμε στη διαθήκη που ο Θεός έκανε με την ανθρωπότητα, την συμφωνία δηλαδή μέσα από την οποία το ανθρώπινο γένος αναπλάθεται, χάρις στην παρουσία του Χριστού στον κόσμο και τη ζωή μας. Στην περίοδο προ Χριστού η διαθήκη είχε να κάνει με έναν άνθρωπο και έναν λαό. Τον Αβραάμ και τους Εβραίους. Στην περίοδο της ιστορίας μετά Χριστόν η διαθήκη έχει να κάνει με όλους τους ανθρώπους και με όλους τους λαούς. Η ευλογία του Θεού δεν έχει να κάνει μόνο με την όποια υλική πρόοδό μας ούτε με την επιβίωσή μας ως ανθρώπων που πιστεύουμε σε Εκείνον ιστορικά και γενεαλογικά. Είναι ευλογία ελπίδας, που πηγάζει από την πίστη. Και η ελπίδα έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Θεός μας δίνει την ευλογία Του να αντέχουμε με τη βοήθεια της πίστης τις δοκιμασίες της ζωής, να μην νικιόμαστε από τα λάθη μας και τα πάθη μας, να νικούμε ακόμη και τον θάνατο. Έχει να κάνει ακόμη και με το ότι δεν μένουμε σε κληρονομική διαδοχή γενεαλογίας, αλλά περνούμε σε διαδοχή πίστης. Το να δώσουμε στους μετέπειτα από εμάς την πίστη στο Θεό ως το μεγαλύτερο απόκτημα, είναι η διαθήκη την οποία ο Θεός μας προσφέρει. Ότι δηλαδή Εκείνος θα μας βοηθήσει να παραδώσουμε ακέραια και δυνατή την πίστη. Και αυτό θα είναι το καύχημά μας εν Θεώ. Όχι μόνο στο σήμερα, αλλά και το ότι η ελπίδα στον Θεό θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Αυτή η διαθήκη υπερβαίνει τα υπαρξιακά μας άγχη. Την μοναξιά μας. Τον φόβο του θανάτου. Την αίσθηση ότι οι άλλοι δεν μας κατανοούν. Όχι μόνο γιατί ανήκουμε στο Θεό και σ’ Εκείνον ελπίζουμε, αλλά και γιατί η ελπίδα δεν μας κρατά σε μία παθητικότητα. Ο χριστιανός δεν περιμένει από τους άλλους να τον αγαπήσουν, να αποδεχθούν το πρόσωπό του, να τον οδηγήσουν στη ευτυχία και τη χαρά (κάτι που συνήθως γίνεται προς την αντίθεση κατεύθυνση), ούτε τους χρησιμοποιεί για να καλύψει τις δικές του ανάγκες χωρίς να βλέπει και εκείνους τι χρειάζονται. Ο χριστιανός προχωρά μπροστά. Δεν είναι απλώς πηγή αισιοδοξίας στη ζωή και στους άλλους, αλλά μοιράζεται την χαρά και την βεβαιότητα της αγάπης του Θεού δείχνοντας ότι «του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14,8). Κρατά ως άγκυρα ελπίδος την αδιάψευστη υπόσχεση του Θεού ότι θα είναι μαζί μας πάσας τας ημέρας της ζωής. Και σε κάθε δυσκολία της ζωής βγαίνει μπροστά. Δεν κρύβεται. Είτε με τον λόγο είτε με την προσευχή είτε με τα έργα δηλώνει ότι ελπίζει στο θέλημα του Θεού. Κι ας είναι σταυρός αυτό το θέλημα. Δεν ελπίζουμε για να αποφύγουμε τα δύσκολα, αλλά για να τα νικήσουμε μέσα από την σχέση μας με τον Χριστό.
Οι άνθρωποι ελπίζουμε για να εκπληρώσουμε το θέλημά μας. Η κατά Θεόν ελπίδα δεν αποκλείει και αυτή την εκπλήρωση, αλλά δεν μένει εκεί. Προχωρά στην σχέση με το Θεό, η οποία κάνει να εκπληρώνεται το θέλημά Του που είναι η σωτηρία μας. Η εύρεση δηλαδή του σκοπού της ζωής μας και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, η οποία ουδέποτε θα μας οδηγήσει στην αισχύνη του να μην έχουμε προσανατολισμό. Και εκπληρώνοντας το θέλημα του Θεού, στη ζωή της Εκκλησίας, βρίσκουμε αγάπη, χαρά και την ίδια στιγμή καταξίωση των όποιων κόπων μας, ακόμη κι αν ο δρόμος είναι δύσκολος. «Ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος, ήν ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν» (Εβρ. 6, 18-19). Ας ξαναβρούμε αυτήν την οδό, για να έχουν όλες οι ελπίδες μας νόημα, φωτισμένες στην προοπτική της διαθήκης του Θεού μαζί μας εν τω προσώπω του Κυρίου μας Ιησού.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον εαυτό μας, τον κόπο μας, την στάση μας έναντι των άλλων ανθρώπων οι όποιες ελπίδες μας μπορεί να είναι γνήσιες εφόσον συνοδεύονται ή πηγάζουν από την αυτογνωσία. Αν γνωρίζουμε πόσο έχουμε κοπιάσει, αν γνωρίζουμε τι αληθινά θα θέλαμε ώστε να νιώθουμε πλήρεις και ευτυχισμένοι, ακόμη κι αν αυτό έχει να κάνει μόνο με την εγωκεντρική ικανοποίηση των επιθυμιών μας, τότε υπάρχει περίπτωση το θέλημά μας να εκπληρωθεί. Η δυσκολία όμως έγκειται στο κατά πόσον είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε την ήττα μας, όταν βλέπουμε ότι οι ελπίδες μας δεν εκπληρώνονται. Αν δηλαδή θα μεταθέσουμε τις ευθύνες στους άλλους, που δεν μπόρεσαν να μας καταλάβουν ή να μας συνδράμουν ή αν θα κάνουμε αυτοκριτική, για να δούμε κατά πόσον μπορέσαμε να ελπίσουμε σε εφικτά ή, τέλος πάντων, εφόσον καταφέραμε να αφιερώσουμε τον εαυτό μας σε όσα οι δυνάμεις μας μπορούσαν να πλησιάσουν, ακόμη κι αν οι στόχοι ήταν μακρινοί για μας. Άλλη δυσκολία έχει να κάνει και με το πώς διαχειριζόμαστε την χαρά από την εκπλήρωση των ελπίδων μας. Ως επανάπαυση, ως θέση νέων στόχων, ως αφορμή απληστίας, ως απογείωση του νου και αλαζονεία, ή με ταπεινοσύνη και αναγνώριση της πρόνοιας του Θεού, δοξολογία και ευχαριστία και την ίδια στιγμή ως αφετηρία για να ανακαλύψουμε τι από όλα όσα πετυχαίνουμε έχει νόημα για την πορεία της ζωής μας; Αυτό το «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον», το οποίο μας προφυλάσσει από την υπερηφάνεια και την απόγνωση.
Στην σχέση μας με το Θεό η Εκκλησία μας καλεί να θυμηθούμε ότι μπορούμε να ελπίζουμε στη διαθήκη που ο Θεός έκανε με την ανθρωπότητα, την συμφωνία δηλαδή μέσα από την οποία το ανθρώπινο γένος αναπλάθεται, χάρις στην παρουσία του Χριστού στον κόσμο και τη ζωή μας. Στην περίοδο προ Χριστού η διαθήκη είχε να κάνει με έναν άνθρωπο και έναν λαό. Τον Αβραάμ και τους Εβραίους. Στην περίοδο της ιστορίας μετά Χριστόν η διαθήκη έχει να κάνει με όλους τους ανθρώπους και με όλους τους λαούς. Η ευλογία του Θεού δεν έχει να κάνει μόνο με την όποια υλική πρόοδό μας ούτε με την επιβίωσή μας ως ανθρώπων που πιστεύουμε σε Εκείνον ιστορικά και γενεαλογικά. Είναι ευλογία ελπίδας, που πηγάζει από την πίστη. Και η ελπίδα έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Θεός μας δίνει την ευλογία Του να αντέχουμε με τη βοήθεια της πίστης τις δοκιμασίες της ζωής, να μην νικιόμαστε από τα λάθη μας και τα πάθη μας, να νικούμε ακόμη και τον θάνατο. Έχει να κάνει ακόμη και με το ότι δεν μένουμε σε κληρονομική διαδοχή γενεαλογίας, αλλά περνούμε σε διαδοχή πίστης. Το να δώσουμε στους μετέπειτα από εμάς την πίστη στο Θεό ως το μεγαλύτερο απόκτημα, είναι η διαθήκη την οποία ο Θεός μας προσφέρει. Ότι δηλαδή Εκείνος θα μας βοηθήσει να παραδώσουμε ακέραια και δυνατή την πίστη. Και αυτό θα είναι το καύχημά μας εν Θεώ. Όχι μόνο στο σήμερα, αλλά και το ότι η ελπίδα στον Θεό θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Αυτή η διαθήκη υπερβαίνει τα υπαρξιακά μας άγχη. Την μοναξιά μας. Τον φόβο του θανάτου. Την αίσθηση ότι οι άλλοι δεν μας κατανοούν. Όχι μόνο γιατί ανήκουμε στο Θεό και σ’ Εκείνον ελπίζουμε, αλλά και γιατί η ελπίδα δεν μας κρατά σε μία παθητικότητα. Ο χριστιανός δεν περιμένει από τους άλλους να τον αγαπήσουν, να αποδεχθούν το πρόσωπό του, να τον οδηγήσουν στη ευτυχία και τη χαρά (κάτι που συνήθως γίνεται προς την αντίθεση κατεύθυνση), ούτε τους χρησιμοποιεί για να καλύψει τις δικές του ανάγκες χωρίς να βλέπει και εκείνους τι χρειάζονται. Ο χριστιανός προχωρά μπροστά. Δεν είναι απλώς πηγή αισιοδοξίας στη ζωή και στους άλλους, αλλά μοιράζεται την χαρά και την βεβαιότητα της αγάπης του Θεού δείχνοντας ότι «του Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. 14,8). Κρατά ως άγκυρα ελπίδος την αδιάψευστη υπόσχεση του Θεού ότι θα είναι μαζί μας πάσας τας ημέρας της ζωής. Και σε κάθε δυσκολία της ζωής βγαίνει μπροστά. Δεν κρύβεται. Είτε με τον λόγο είτε με την προσευχή είτε με τα έργα δηλώνει ότι ελπίζει στο θέλημα του Θεού. Κι ας είναι σταυρός αυτό το θέλημα. Δεν ελπίζουμε για να αποφύγουμε τα δύσκολα, αλλά για να τα νικήσουμε μέσα από την σχέση μας με τον Χριστό.
Οι άνθρωποι ελπίζουμε για να εκπληρώσουμε το θέλημά μας. Η κατά Θεόν ελπίδα δεν αποκλείει και αυτή την εκπλήρωση, αλλά δεν μένει εκεί. Προχωρά στην σχέση με το Θεό, η οποία κάνει να εκπληρώνεται το θέλημά Του που είναι η σωτηρία μας. Η εύρεση δηλαδή του σκοπού της ζωής μας και η εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, η οποία ουδέποτε θα μας οδηγήσει στην αισχύνη του να μην έχουμε προσανατολισμό. Και εκπληρώνοντας το θέλημα του Θεού, στη ζωή της Εκκλησίας, βρίσκουμε αγάπη, χαρά και την ίδια στιγμή καταξίωση των όποιων κόπων μας, ακόμη κι αν ο δρόμος είναι δύσκολος. «Ισχυράν παράκλησιν έχομεν οι καταφυγόντες κρατήσαι της προκειμένης ελπίδος, ήν ως άγκυραν έχομεν της ψυχής ασφαλή τε και βεβαίαν» (Εβρ. 6, 18-19). Ας ξαναβρούμε αυτήν την οδό, για να έχουν όλες οι ελπίδες μας νόημα, φωτισμένες στην προοπτική της διαθήκης του Θεού μαζί μας εν τω προσώπω του Κυρίου μας Ιησού.