Δημήτρης Λυκούδης
«Χαρά στο νέο που θαρρεί πως έχει χρέος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο. Να τον κάμει πιο σύμφωνο με την αρετή και τη δικαιοσύνη, πιο σύμφωνο με την καρδιά του. Αλίμονο σε όποιον αρχίζει τη ζωή του χωρίς παραφροσύνη»[1]. Τα πλέον αγαπημένα μου κείμενα τα έγραψα βράδυ. Όχι μόνο γιατί με αναπαύει η απουσία του αλαλάζοντος όχλου, αλλά κυρίως επειδή φοβάμαι τον αλαλάζοντα εαυτό μου που δυσανασχετεί με τόσο όχλο γύρω του. Και είναι αλήθεια σήμερα, ετούτος ο όχλος ποτέ δεν εκφραζόταν με τόσο ρηχά και αβαθή συναισθήματα, με τόσο πρόσκαιρα και σκιερά στην παραφροσύνη. «Δεν ήμουν ποτέ μισάνθρωπος. Αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους , μα από μακριά»[2]. Ο ιστορικός ηγεμονισμός του ανθρώπου, η διεσπαρμένη ελευθερία της αγιότητας που αναζητεί απεγνωσμένα πρόσφορο έδαφος να γαλουχηθεί, η ανευθυνότητα της επικείμενης ¨εύθυνας¨, η αποχαύνωση του ¨τώρα¨ στο παρελθοντικό μηδενισμό και στον ουτοπικό μέλλοντα! Τα πλέον αγαπημένα μου κείμενα τα έγραψα μόνος, μακριά από την παρουσία της ευθύνης του ¨ευσεβισμού¨ και ασπαζόμενος το μέρος εκείνο που ενδόμυχα μου ψιθύριζε και ελαφρώς βαριεστημένα: «Με πολύ λίγους ανθρώπους θα μπορούσα να ζήσω πολύ καιρό χωρίς να νιώσω δυσφορία»[3]. Εσύ το ονομάζεις ¨μακριά¨, εγώ το αποκαλώ ¨απόμακρα¨.
Η θεοφάνεια των λέξεων στηρίζεται και δυναμούται ακριβώς από αυτή την απόσταση, από την απομυθοποίηση του ανθρώπινου μύθου, που απεγνωσμένα αναζητά την έγκριση και κατάθεση φιλοφρονήσεων και συμπαθητικών προορήσεων, πάντοτε ¨εκ του μακρόθεν¨, πάντοτε χωρίς να αποζητά την ανθρωποκεντρική διάσταση και την ανθρωποφάνεια στην μαρτυρική της διατύπωση. Έτσι, απομένει η θεοφάνεια των λέξεων και ο μύθος καλά κρατεί και δυναμούται. Απομένει το βράδυ , ο αδιάκριτα και δυσδιάκριτα αλαλάζων όχλος, απομένει το ¨μακριά¨ και όσοι αρέσκονται το βράδυ να γράφουν…!
«Αλήθεια, δίψα των σοφών παντοτεινή, για σένα τα πλήθη δεν ταράζονται και ζούνε ξεγνοιασμένα και λίγοι βγάζουν μια φωνή λαχτάρας: - Φανερώσου, ανέβ΄ από τα Τάρταρα, κατέβ΄ από ταστέρια. Αλήθεια, ιδές! Γονατιστοί σου απλώνουμε τα χέρια, δεν έχουμ΄ άλλο πιο βαθύ καημόν απ΄ τον καημό σου»[4]. Και εδώ έγκειται η ουσιοποιός διάκριση της αλήθειας και της θεοφάνειας των λέξεων. Η πρώτη έχει μακραίωνη διάσταση χρονική, ανυπέρβλητη, αδιάσειστη, ανόθευτη, απαράμιλλη, ορθοπρακτική και βιωματική , εκκλησιοκεντρική και πρωτίστως χριστοκεντρική. Η δε θεοφάνεια των λόγων και λέξεων ελάχιστα διαφέρει από την ανθρωποφάνεια των μύθων , κυρίως δε από τον ¨λαϊκισμό¨ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς ίσταται και παραμονεύει την αγαπητική ορμή του κόσμου τούτου από μακριά…! Και ασφαλώς βιώνεις το «Credimus in unum Deum, patrem, omnipotentem, omnium visibilium et invisibilium factorem» ως ανθρωποφάνεια και μεταποιείς και παραχαράσσεις την αλήθεια σε μύθο, τη θεοφάνεια των λεκτικών νοημάτων σε λέξεις και σχήματα, αδύνατα από μακριά για αγάπη και αλήθεια να μιλήσουν. Εδώ ταιριάζει το απόφθεγμα του Νίτσε πως «κάθε μη – θέληση, (κάθε αδυναμία) την απεργάζεται η θέληση ανυπαρξίας»[5], δηλαδή αλήθεια και μύθος γίνονται ένα , εκεί, κάπου μακριά, κάθε φορά που δεν έμαθες να φοβάσαι μπροστά στον δίπαλτο και εύαρκτο (πειθήνιο) αλαλάζοντα όχλο.
Τα πιο αγαπημένα μου κείμενα τα έγραψα βράδυ. Να θεωρείς το ¨μακριά¨ σιμά σου, να φοβάσαι μήπως και εκλείψει ο φόβος σου απέναντί τους! «Ό,τι δια παντός εχάσαμε είναι η ιερότητα»[6], ακριβώς επειδή το ανίερο και ¨ευσεβές¨ καλλιεργείται ένεκα της αποστάσεως και εγκαταβιώνει πολυσχιδώς στην ανθρωποφάνεια των λέξεων και δη στη θεοφάνειά τους , πάντοτε μέσα από τον παραλογισμό του μύθου που καμώνεται πως υπάρχει και επικρατεί! «Χαρά στον άνθρωπο που δει τις περισσότερες θάλασσες και τις περισσότερες στεριές»[7]. Και αν δεν καταφέρεις ποτέ πραγματικά να ταξιδέψεις, τότε, μην αναρωτιέσαι, εκεί στάσου πιο καλά, και απόλαυσε την ανθρωποφάνεια του μύθου σου στα αλαλάζοντα οχλώδη στίφη…!
Παραπομπές:
1.Καζαντζάκη Νίκου, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, σελ. 206.
2.Αυτόθι, σελ. 190.
3.Αυτόθι, σελ. 191.
4.Παλαμά Κωστή, Άπαντα, τόμος πρώτος, Μπίρης, Αθήνα 1978, σελ. 278.
5.Badiou Alain, Η Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, Scripta, Αθήνα 1998, σελ. 42.
6.Ροζάνη Στέφανου, Λόγος Αποσπασματικός περί του Θείου Έρωτος, Ψυχογιός, Αθήνα 2005, σελ. 13.
7.Καζαντζάκη Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 95.
Η θεοφάνεια των λέξεων στηρίζεται και δυναμούται ακριβώς από αυτή την απόσταση, από την απομυθοποίηση του ανθρώπινου μύθου, που απεγνωσμένα αναζητά την έγκριση και κατάθεση φιλοφρονήσεων και συμπαθητικών προορήσεων, πάντοτε ¨εκ του μακρόθεν¨, πάντοτε χωρίς να αποζητά την ανθρωποκεντρική διάσταση και την ανθρωποφάνεια στην μαρτυρική της διατύπωση. Έτσι, απομένει η θεοφάνεια των λέξεων και ο μύθος καλά κρατεί και δυναμούται. Απομένει το βράδυ , ο αδιάκριτα και δυσδιάκριτα αλαλάζων όχλος, απομένει το ¨μακριά¨ και όσοι αρέσκονται το βράδυ να γράφουν…!
«Αλήθεια, δίψα των σοφών παντοτεινή, για σένα τα πλήθη δεν ταράζονται και ζούνε ξεγνοιασμένα και λίγοι βγάζουν μια φωνή λαχτάρας: - Φανερώσου, ανέβ΄ από τα Τάρταρα, κατέβ΄ από ταστέρια. Αλήθεια, ιδές! Γονατιστοί σου απλώνουμε τα χέρια, δεν έχουμ΄ άλλο πιο βαθύ καημόν απ΄ τον καημό σου»[4]. Και εδώ έγκειται η ουσιοποιός διάκριση της αλήθειας και της θεοφάνειας των λέξεων. Η πρώτη έχει μακραίωνη διάσταση χρονική, ανυπέρβλητη, αδιάσειστη, ανόθευτη, απαράμιλλη, ορθοπρακτική και βιωματική , εκκλησιοκεντρική και πρωτίστως χριστοκεντρική. Η δε θεοφάνεια των λόγων και λέξεων ελάχιστα διαφέρει από την ανθρωποφάνεια των μύθων , κυρίως δε από τον ¨λαϊκισμό¨ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς ίσταται και παραμονεύει την αγαπητική ορμή του κόσμου τούτου από μακριά…! Και ασφαλώς βιώνεις το «Credimus in unum Deum, patrem, omnipotentem, omnium visibilium et invisibilium factorem» ως ανθρωποφάνεια και μεταποιείς και παραχαράσσεις την αλήθεια σε μύθο, τη θεοφάνεια των λεκτικών νοημάτων σε λέξεις και σχήματα, αδύνατα από μακριά για αγάπη και αλήθεια να μιλήσουν. Εδώ ταιριάζει το απόφθεγμα του Νίτσε πως «κάθε μη – θέληση, (κάθε αδυναμία) την απεργάζεται η θέληση ανυπαρξίας»[5], δηλαδή αλήθεια και μύθος γίνονται ένα , εκεί, κάπου μακριά, κάθε φορά που δεν έμαθες να φοβάσαι μπροστά στον δίπαλτο και εύαρκτο (πειθήνιο) αλαλάζοντα όχλο.
Τα πιο αγαπημένα μου κείμενα τα έγραψα βράδυ. Να θεωρείς το ¨μακριά¨ σιμά σου, να φοβάσαι μήπως και εκλείψει ο φόβος σου απέναντί τους! «Ό,τι δια παντός εχάσαμε είναι η ιερότητα»[6], ακριβώς επειδή το ανίερο και ¨ευσεβές¨ καλλιεργείται ένεκα της αποστάσεως και εγκαταβιώνει πολυσχιδώς στην ανθρωποφάνεια των λέξεων και δη στη θεοφάνειά τους , πάντοτε μέσα από τον παραλογισμό του μύθου που καμώνεται πως υπάρχει και επικρατεί! «Χαρά στον άνθρωπο που δει τις περισσότερες θάλασσες και τις περισσότερες στεριές»[7]. Και αν δεν καταφέρεις ποτέ πραγματικά να ταξιδέψεις, τότε, μην αναρωτιέσαι, εκεί στάσου πιο καλά, και απόλαυσε την ανθρωποφάνεια του μύθου σου στα αλαλάζοντα οχλώδη στίφη…!
Παραπομπές:
1.Καζαντζάκη Νίκου, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, σελ. 206.
2.Αυτόθι, σελ. 190.
3.Αυτόθι, σελ. 191.
4.Παλαμά Κωστή, Άπαντα, τόμος πρώτος, Μπίρης, Αθήνα 1978, σελ. 278.
5.Badiou Alain, Η Ηθική, Δοκίμιο για τη συνείδηση του Κακού, Scripta, Αθήνα 1998, σελ. 42.
6.Ροζάνη Στέφανου, Λόγος Αποσπασματικός περί του Θείου Έρωτος, Ψυχογιός, Αθήνα 2005, σελ. 13.
7.Καζαντζάκη Ν., Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 95.