Κατόπιν εὐσεβοῦς αἰτήματος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Σύμης ἐγκριθέντος ὑπό τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου μας κ. Χρυσοστόμου καί μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ρόδου κ. Κυρίλλου, ἀφίχθη εἰς τήν Σύμη, προερχομένη ἀπό τήν ἱ. Γυναικεία Κοινοβιακή Μονή Ὑψενῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ρόδου, ἡ Τιμία Κάρα τοῦ Κτίτορος αὐτῆς, Ὁσίου Μελετίου τό Σάββατο 21η Ἰουνίου. Πρῶτος σταθμός ἦταν ἡ Ἱ. Μονή Πανορμίτου, ὅπου ἡ Ὁσιωτάτη Καθηγουμένη τῆς Ἱ. Μονῆς Ὑψενῆς Γερόντισσα Μαριάμ ἐπικεφαλῆς συνοδείας Μοναζουσῶν, παρέδωσε τόν πολυτίμητο αὐτόν θησαυρό στόν Σεβ. Ποιμενάρχη μας, ὁ ὁποῖος συμπαραστατούμενος ἀπό κληρικούς τῆς Νήσου μας, λιτανευτικῶς ἔφερε τήν Ἁγία Κάρα εἰς τό Καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς Πανορμίτου, προκειμένου νά προσκυνήσουν οἱ πιστοί πού κατέκλυζαν τό Μοναστήρι. Κατά τήν ἄφιξη ἐψάλη Δοξολογία καί ἀνεπέμφθη Δέησις.
Μετά τήν ἐκεῖ προσκύνηση, τό ἱερό Λείψανο μετεφέρθη ἀκτοπλοϊκῶς στήν πόλη τῆς Σύμης, ὅπου ἔλαβε χώρα ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Χρυσόστομο, τόν ἱ. Κλῆρο τῆς Νήσου καί πλῆθος πιστῶν. Ἀκολούθως ἡ Τιμία Κάρα ἔφθασε στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, ὅπου ἐψάλη ἡ ἱ. Παράκλησις τοῦ Ὁσίου, ἐνῶ τό βράδυ ἐτελέσθη Μέγας πανηγυρικός Ἑσπερινός. Τό πρωῒ τῆς Κυριακῆς ἐτελέσθη ὁ Ὄρθρος καί ἡ Θ. Λειτουργία, στήν ὁποία συμμετεῖχε πλῆθος πιστῶν. Ἡ Ἁγ. Κάρα, ἀνεχώρησε γιά τήν Ρόδο τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας αὐτῆς ἡμέρας, καταλίποντας τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Μελετίου στήν Σύμη καί τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς μας.
Ἐπιπροσθέτως ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ὅσιος Μελέτιος ἁγιοκατετάχθη ἐπισήμως κατόπιν Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τήν 27η Νοεμβρίου 2013 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου ἑκάστου ἔτους. Ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου, παραθέτουμε ἀναλυτικῷ τῷ τρόπῳ τό Συναξάριον τοῦ Ὁσίου:
«Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος, γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα στὸ χωριὸ Λάρδος τῆς Ρόδου καὶ ὀνομάστηκε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα Ἐμμανουήλ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Νικόλαος καὶ Σταματία τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» καὶ ἐμφύτευσαν στὴν ψυχή του τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία φαινόταν ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» ἀφοῦ ἀρνοῦνταν νὰ θηλάσει τὸ μητρικὸ γάλα κατὰ τὶς νηστίσιμες ἡμέρες τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε, μοίραζε ἀγαθὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀποθήκη στοὺς φτωχοὺς χωρὶς αὐτὰ νὰ ἐλαττώνονται, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη τῶν γονέων του, ποὺ τὸν εἶχαν προηγουμένως ἐπιτιμήσει.
Ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τῆς γενέτειράς του διδάχθηκε ἀνάγνωση καὶ γραφὴ καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἀγῶνες τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ σχολάζοντας στὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μέσα στὴν ψυχή του ἄναψε ὁ θεῖος πόθος καὶ προτιμοῦσε νὰ ἀποσύρεται στὸ δάσος γιὰ νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος στὸν Θεό, μὲ θερμὰ δάκρυα, ὁλονύκτιες δεήσεις καὶ γονυκλισίες. Ὁ συνήθης τόπος ποὺ ἀποσυρόταν ἦταν ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῆς ἐρειπωμένης τότε ἀρχαίας Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὕψους.
Κάποια νύκτα ἐνῶ βρισκόταν κοντὰ στὴ Μονὴ προσευχόμενος παρατήρησε στήλη ὑπέρλαμπρου φωτὸς νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται πάνω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο δένδρο ἐλιᾶς. Ἀπόρησε βλέποντας τὸ παράδοξο θέαμα, πλησίασε στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ ὑποδείκνυε τὸ οὐράνιο φῶς καὶ βρῆκε μία παλαιὰ Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε μὲ δέος, τὴν σήκωσε στὰ χέρια του καὶ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ψάλλοντας ὕμνους δοξολογίας στὸν Θεὸ καὶ ᾄσματα εὐγνωμοσύνης στὴ Θεομήτορα γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐδοκία τῆς χάριτός της.
Μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες νύκτες τοῦ ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου λέγοντάς του νὰ ἀνεγείρει στὸν τόπο τῆς εὑρέσεως ἱερὸ Ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει τὴν κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα τοῦ ὑπέδειξε τὸ μέρος ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ σκάψει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκοδομή. Ὁ Ὅσιος ὑπάκουσε καὶ σκάβοντας ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπέδειξε ἡ Θεοτόκος ἀνακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Ἔχοντας τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας τῆς χάριτος τῆς Θεομήτορος ἐξασφάλισε τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, οἰκοδόμησε τὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν κελλιά. Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομάστηκε Μελέτιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του καὶ τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας του ὁ Ἀρχιερεὺς τοῦ τόπου τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο, τοῦ ἀνέθεσε τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ τὸν ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τῆς ἐπανιδρυθείσας Μονῆς. Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ νησὶ καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος τὰ χωριὰ τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ λειτουργήσει, νὰ ἐξομολογήσει τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ φρόνημά τους στὶς δοκιμασίες ποὺ ὑφίσταντο λόγῳ τῆς δουλείας. Ἔχοντας χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς καὶ ἐλευθέρωσε πολλοὺς δαιμονιζομένους ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Εἶχε στὸ ἔπακρον τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους ἐρχόταν καὶ ζητοῦσε τὴν ἀρωγή του δὲν ἔφευγε χωρὶς νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα. Φιλοξενοῦσε μὲ ἀβραμιαία διάθεση τοὺς ἐπισκέπτες καὶ δεχόταν στὴ Μονὴ τοὺς καταδιωκομένους ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς προσφέροντάς τους ἀντίληψη καὶ προστασία. Προέτρεπε μὲ σθένος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τῶν πατέρων τους καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ μακάριος νὰ διδάσκει τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὶς σαρκικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ νὰ μὴ συνάπτουν γάμους μὲ αὐτούς. Οἱ διδαχές του ἐνοχλοῦσαν τοὺς ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους στάθηκε ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφῆς ἑνὸς Ἐπιτρόπου τῆς ἐκκλησίας τῆς Λάρδου, ἡ ὁποία εἶχε ἄνομες σχέσεις μὲ τοὺς ὀθωμανοὺς ζαπτιέδες τῆς Λίνδου. Ὁ Ὅσιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, συνέστησε στὸν ἀδελφό της νὰ τὴν παροτρύνει νὰ σταματήσει τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα της. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ δημογέροντες τοῦ χωριοῦ. Οἱ συστάσεις τους ἔγιναν γνωστὲς στοὺς ὀθωμανοὺς καὶ προκάλεσαν τὴν ὀργή τους. Πῆγαν νύκτα στὴ Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες καὶ ἔπειτα πῆραν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Μονὴ γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Ὅσιο. Ἀπέτυχαν ὅμως τοῦ σκοποῦ τους, γιατὶ αὐτὸς εἶχε πληροφορηθεῖ τὰ σχέδιά τους καὶ εἶχε ἀποχωρήσει ἔγκαιρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ἔχοντας πόθο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὁ Ὅσιος ἀποσυρόταν συχνὰ σὲ ἕνα κοντινὸ σπήλαιο, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου δὲν γνώριζαν οἱ ἀλλόθρησκοι. Ἐπιστρέφοντας κάποια ἡμέρα στὴ Μονὴ ἕνας τοῦρκος, ὀνόματι Ἀλῆς, εἶδε νὰ τὸν συνοδεύει κάποια ὡραία γυναίκα καὶ ἔκανε πονηρὲς σκέψεις γι᾿ αὐτόν. Τὸν ἀκολούθησε καὶ τὸν εἶδε νὰ εἰσέρχεται στὸν Ναό μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Μετὰ ἀπὸ λίγο εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς ἀλλὰ μέσα ὑπῆρχε μόνο ὁ Ὅσιος προσευχόμενος. Ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ τὰ μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση γιὰ τὸν πονηρὸ λογισμό του. Ὁ Ὅσιος τὸν θεράπευσε καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τὸ μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσὸ περιλαίμιο. Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος βρισκόταν στὴ Λάρδο καὶ θέλησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ μέσα στὴ νύκτα. Τὸ ποτάμι εἶχε πλημμυρίσει καὶ ἡ διάβαση ἦταν ἀδύνατη. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπέστρεψε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στὰ νερά, πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο χωρὶς νὰ βραχεῖ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς ποὺ κινοῦνταν μπροστά του καθὼς πεζοποροῦσε, ὅπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοὶ ποὺ ἔγιναν αὐτόπτες τοῦ παραδόξου πράγματος.
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὁ Ὅσιος στὰ τέλη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἐπαληθευτεῖ στὸ πρόσωπό του τὸ ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ἕνας Τοῦρκος διέφθειρε καὶ κατέστησε ἔγκυο μία Χριστιανὴ ἀπὸ τὴ Λάρδο, ὀνόματι Πελαγία, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ νοητικὴ στέρηση. Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐγκυμοσύνη της, οἱ τοῦρκοι τὴν ἀνάγκασαν νὰ ὑποδείξει τὸν Ὅσιο ὡς πατέρα τοῦ κυοφορουμένου βρέφους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν Μητροπολίτη Ρόδου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία. Ὁ μακάριος Μελέτιος, ποὺ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὶς αἰτιάσεις καὶ ἐξέπνευσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀρχιερέως. Ἡ συκοφαντία ὅμως ἀποκαλύφθηκε ὅταν θέλησαν νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὴν ταφὴ τὸ σῶμά του καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηδευθεῖ τὸ ἐξαϋλωμένο ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἐγκρατείας σκήνωμά του στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν ἀργότερα ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα τὰ λείψανά του εἰς μαρτύριον τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑψενῆς φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα καὶ μικρὸ μέρος τῶν τιμίων λειψάνων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Λάρδου, Ῥοδονήσου τὸ καύχημα, καὶ τῆς Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου, θεοφόρον δομήτορα, Μελέτιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς σκεῦος οὐρανίων ἀρετῶν•πρυτανεύει γὰρ θαυμάτων τὰς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι• Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα».
Μετά τήν ἐκεῖ προσκύνηση, τό ἱερό Λείψανο μετεφέρθη ἀκτοπλοϊκῶς στήν πόλη τῆς Σύμης, ὅπου ἔλαβε χώρα ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη μας κ. Χρυσόστομο, τόν ἱ. Κλῆρο τῆς Νήσου καί πλῆθος πιστῶν. Ἀκολούθως ἡ Τιμία Κάρα ἔφθασε στόν Ἱ. Ναό τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου, ὅπου ἐψάλη ἡ ἱ. Παράκλησις τοῦ Ὁσίου, ἐνῶ τό βράδυ ἐτελέσθη Μέγας πανηγυρικός Ἑσπερινός. Τό πρωῒ τῆς Κυριακῆς ἐτελέσθη ὁ Ὄρθρος καί ἡ Θ. Λειτουργία, στήν ὁποία συμμετεῖχε πλῆθος πιστῶν. Ἡ Ἁγ. Κάρα, ἀνεχώρησε γιά τήν Ρόδο τό ἀπόγευμα τῆς ἰδίας αὐτῆς ἡμέρας, καταλίποντας τήν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Μελετίου στήν Σύμη καί τούς εὐλαβεῖς Χριστιανούς μας.
Ἐπιπροσθέτως ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Ὅσιος Μελέτιος ἁγιοκατετάχθη ἐπισήμως κατόπιν Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τήν 27η Νοεμβρίου 2013 καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12η Φεβρουαρίου ἑκάστου ἔτους. Ἀπό τήν ἐπίσημη ἱστοσελίδα τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ρόδου, παραθέτουμε ἀναλυτικῷ τῷ τρόπῳ τό Συναξάριον τοῦ Ὁσίου:
«Ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Μελέτιος, γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα στὸ χωριὸ Λάρδος τῆς Ρόδου καὶ ὀνομάστηκε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα Ἐμμανουήλ. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του Νικόλαος καὶ Σταματία τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ρήση «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» καὶ ἐμφύτευσαν στὴν ψυχή του τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὶς παραδόσεις τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία φαινόταν ὅτι ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» ἀφοῦ ἀρνοῦνταν νὰ θηλάσει τὸ μητρικὸ γάλα κατὰ τὶς νηστίσιμες ἡμέρες τῆς Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Ἀργότερα, ὅταν μεγάλωσε, μοίραζε ἀγαθὰ ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἀποθήκη στοὺς φτωχοὺς χωρὶς αὐτὰ νὰ ἐλαττώνονται, γεγονὸς ποὺ προκάλεσε τὴν ἔκπληξη τῶν γονέων του, ποὺ τὸν εἶχαν προηγουμένως ἐπιτιμήσει.
Ἀπὸ τὸν ἐφημέριο τῆς γενέτειράς του διδάχθηκε ἀνάγνωση καὶ γραφὴ καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς ἀγῶνες τῶν ὁποίων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθεῖ σχολάζοντας στὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Μέσα στὴν ψυχή του ἄναψε ὁ θεῖος πόθος καὶ προτιμοῦσε νὰ ἀποσύρεται στὸ δάσος γιὰ νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστος στὸν Θεό, μὲ θερμὰ δάκρυα, ὁλονύκτιες δεήσεις καὶ γονυκλισίες. Ὁ συνήθης τόπος ποὺ ἀποσυρόταν ἦταν ἕνα σπήλαιο στὴν περιοχὴ τῆς ἐρειπωμένης τότε ἀρχαίας Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Ὕψους.
Κάποια νύκτα ἐνῶ βρισκόταν κοντὰ στὴ Μονὴ προσευχόμενος παρατήρησε στήλη ὑπέρλαμπρου φωτὸς νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ στέκεται πάνω ἀπὸ ἕνα αἰωνόβιο δένδρο ἐλιᾶς. Ἀπόρησε βλέποντας τὸ παράδοξο θέαμα, πλησίασε στὸ μέρος ἐκεῖνο ποὺ ὑποδείκνυε τὸ οὐράνιο φῶς καὶ βρῆκε μία παλαιὰ Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γονάτισε μὲ δέος, τὴν σήκωσε στὰ χέρια του καὶ τὴν ἀσπάστηκε μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ψάλλοντας ὕμνους δοξολογίας στὸν Θεὸ καὶ ᾄσματα εὐγνωμοσύνης στὴ Θεομήτορα γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὐδοκία τῆς χάριτός της.
Μία ἀπὸ τὶς ἑπόμενες νύκτες τοῦ ἐμφανίστηκε σὲ ὅραμα ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου λέγοντάς του νὰ ἀνεγείρει στὸν τόπο τῆς εὑρέσεως ἱερὸ Ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματί της καὶ νὰ ἀνοικοδομήσει τὴν κατεστραμμένη Μονή. Παράλληλα τοῦ ὑπέδειξε τὸ μέρος ὅπου θὰ ἔπρεπε νὰ σκάψει γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸ ποσὸ ποὺ ἀπαιτοῦσε ἡ οἰκοδομή. Ὁ Ὅσιος ὑπάκουσε καὶ σκάβοντας ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπέδειξε ἡ Θεοτόκος ἀνακάλυψε κάποιο κρυμμένο θησαυρό. Ἔχοντας τὴ βεβαιότητα τῆς παρουσίας τῆς χάριτος τῆς Θεομήτορος ἐξασφάλισε τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχές, οἰκοδόμησε τὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν κελλιά. Ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομάστηκε Μελέτιος καὶ ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ ἀγωνιζόμενος μὲ ὑπερβάλλοντα ζῆλο τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
Γιὰ τὴν ὑπερβάλλουσα ἀρετή του καὶ τὴν καθαρότητα τῆς πολιτείας του ὁ Ἀρχιερεὺς τοῦ τόπου τὸν χειροτόνησε Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο, τοῦ ἀνέθεσε τὸ διακόνημα τῆς πνευματικῆς πατρότητας καὶ τὸν ἐγκατέστησε Ἡγούμενο τῆς ἐπανιδρυθείσας Μονῆς. Ἡ φήμη του ξαπλώθηκε σὲ ὅλο τὸ νησὶ καὶ πολλοὶ τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν τὶς ἁμαρτίες τους καὶ νὰ ἀκούσουν τὶς πνευματικὲς νουθεσίες του. Συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ ἴδιος τὰ χωριὰ τοῦ νησιοῦ γιὰ νὰ λειτουργήσει, νὰ ἐξομολογήσει τοὺς κατοίκους, νὰ τοὺς στερεώσει στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ στὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας καὶ νὰ ἐνισχύσει τὸ φρόνημά τους στὶς δοκιμασίες ποὺ ὑφίσταντο λόγῳ τῆς δουλείας. Ἔχοντας χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευσε ἀσθενεῖς καὶ ἐλευθέρωσε πολλοὺς δαιμονιζομένους ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων. Εἶχε στὸ ἔπακρον τὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ κανεὶς ἀπ᾿ ὅσους ἐρχόταν καὶ ζητοῦσε τὴν ἀρωγή του δὲν ἔφευγε χωρὶς νὰ λάβει τὰ ἀναγκαῖα. Φιλοξενοῦσε μὲ ἀβραμιαία διάθεση τοὺς ἐπισκέπτες καὶ δεχόταν στὴ Μονὴ τοὺς καταδιωκομένους ἀπὸ τοὺς ὀθωμανοὺς προσφέροντάς τους ἀντίληψη καὶ προστασία. Προέτρεπε μὲ σθένος τοὺς Χριστιανοὺς νὰ μένουν σταθεροὶ στὴν πίστη τῶν πατέρων τους καὶ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἰδιαίτερα ἐπέμενε ὁ μακάριος νὰ διδάσκει τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες νὰ ἀποφεύγουν τὶς σαρκικὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ νὰ μὴ συνάπτουν γάμους μὲ αὐτούς. Οἱ διδαχές του ἐνοχλοῦσαν τοὺς ὀθωμανούς, οἱ ὁποῖοι ἔψαχναν εὐκαιρία νὰ τὸν δολοφονήσουν. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους στάθηκε ἡ περίπτωση τῆς ἀδελφῆς ἑνὸς Ἐπιτρόπου τῆς ἐκκλησίας τῆς Λάρδου, ἡ ὁποία εἶχε ἄνομες σχέσεις μὲ τοὺς ὀθωμανοὺς ζαπτιέδες τῆς Λίνδου. Ὁ Ὅσιος, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, συνέστησε στὸν ἀδελφό της νὰ τὴν παροτρύνει νὰ σταματήσει τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα της. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ οἱ δημογέροντες τοῦ χωριοῦ. Οἱ συστάσεις τους ἔγιναν γνωστὲς στοὺς ὀθωμανοὺς καὶ προκάλεσαν τὴν ὀργή τους. Πῆγαν νύκτα στὴ Λάρδο, δολοφόνησαν δύο δημογέροντες καὶ ἔπειτα πῆραν τὸν δρόμο πρὸς τὴ Μονὴ γιὰ νὰ σκοτώσουν καὶ τὸν Ὅσιο. Ἀπέτυχαν ὅμως τοῦ σκοποῦ τους, γιατὶ αὐτὸς εἶχε πληροφορηθεῖ τὰ σχέδιά τους καὶ εἶχε ἀποχωρήσει ἔγκαιρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.
Ἔχοντας πόθο γιὰ ἡσυχαστικὴ ζωὴ ὁ Ὅσιος ἀποσυρόταν συχνὰ σὲ ἕνα κοντινὸ σπήλαιο, τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου δὲν γνώριζαν οἱ ἀλλόθρησκοι. Ἐπιστρέφοντας κάποια ἡμέρα στὴ Μονὴ ἕνας τοῦρκος, ὀνόματι Ἀλῆς, εἶδε νὰ τὸν συνοδεύει κάποια ὡραία γυναίκα καὶ ἔκανε πονηρὲς σκέψεις γι᾿ αὐτόν. Τὸν ἀκολούθησε καὶ τὸν εἶδε νὰ εἰσέρχεται στὸν Ναό μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα. Μετὰ ἀπὸ λίγο εἰσῆλθε καὶ αὐτὸς ἀλλὰ μέσα ὑπῆρχε μόνο ὁ Ὅσιος προσευχόμενος. Ἄρχισε νὰ τρέμει καὶ τὰ μέλη του παράλυσαν. Κατάλαβε ὅτι ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του ζητώντας συγχώρηση γιὰ τὸν πονηρὸ λογισμό του. Ὁ Ὅσιος τὸν θεράπευσε καὶ ἐκεῖνος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀφιέρωσε στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τὸ μέχρι σήμερα σωζόμενο χρυσὸ περιλαίμιο. Ἄλλοτε πάλι ὁ Ὅσιος βρισκόταν στὴ Λάρδο καὶ θέλησε νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ μέσα στὴ νύκτα. Τὸ ποτάμι εἶχε πλημμυρίσει καὶ ἡ διάβαση ἦταν ἀδύνατη. Αὐτὸς ὅμως δὲν ἐπέστρεψε, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στὰ νερά, πέρασε μὲ θαυμαστὸ τρόπο χωρὶς νὰ βραχεῖ καὶ συνέχισε τὸ δρόμο του, ὁ ὁποῖος φωτιζόταν ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς ποὺ κινοῦνταν μπροστά του καθὼς πεζοποροῦσε, ὅπως μαρτύρησαν κάποιοι βοσκοὶ ποὺ ἔγιναν αὐτόπτες τοῦ παραδόξου πράγματος.
Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὁ Ὅσιος στὰ τέλη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ δοκιμαστεῖ καὶ νὰ ἐπαληθευτεῖ στὸ πρόσωπό του τὸ ψαλμικό «Κύριε ἐδοκίμασάς με, καὶ ἔγνως με». Ἕνας Τοῦρκος διέφθειρε καὶ κατέστησε ἔγκυο μία Χριστιανὴ ἀπὸ τὴ Λάρδο, ὀνόματι Πελαγία, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ νοητικὴ στέρηση. Ὅταν ἔγινε γνωστὴ ἡ ἐγκυμοσύνη της, οἱ τοῦρκοι τὴν ἀνάγκασαν νὰ ὑποδείξει τὸν Ὅσιο ὡς πατέρα τοῦ κυοφορουμένου βρέφους. Τὸν κατήγγειλαν στὸν Μητροπολίτη Ρόδου, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε σὲ ἀπολογία. Ὁ μακάριος Μελέτιος, ποὺ βρισκόταν ἤδη σὲ προχωρημένη ἡλικία, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει τὶς αἰτιάσεις καὶ ἐξέπνευσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Ἀρχιερέως. Ἡ συκοφαντία ὅμως ἀποκαλύφθηκε ὅταν θέλησαν νὰ ἑτοιμάσουν γιὰ τὴν ταφὴ τὸ σῶμά του καὶ ὁ Ἀρχιερεὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κηδευθεῖ τὸ ἐξαϋλωμένο ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἐγκρατείας σκήνωμά του στὸν περίβολο τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν ἀργότερα ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του βρέθηκαν εὐωδιάζοντα τὰ λείψανά του εἰς μαρτύριον τῆς ἁγιότητάς του. Σήμερα στὴν ἱερὰ Μονὴ τῆς Ὑψενῆς φυλάσσεται ἡ τιμία κάρα καὶ μικρὸ μέρος τῶν τιμίων λειψάνων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὸν φωστῆρα τῆς Λάρδου, Ῥοδονήσου τὸ καύχημα, καὶ τῆς Ὑψενῆς τοῦ σεμνείου, θεοφόρον δομήτορα, Μελέτιον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς σκεῦος οὐρανίων ἀρετῶν•πρυτανεύει γὰρ θαυμάτων τὰς δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι• Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα».