Στὸν Π. Β. Πάσχο, φθινοπωρινός χαιρετισμός Μέ τό γύρισμα τῆς μέρας, καθώς ἡ νύχτα ἄρχισε ν᾿ ἁπλώνει τή πρώτη της δροσιά νοτίζοντας τίς πλάκες καί τά κεραμίδια τῶν σπιτιῶν, ὁ τόπος δέχτηκε σιωπηλός τό φθινόπωρο πού εἰσόδευσε καί φέτος στή ζωή μας. Κι ὅλοι βιάστηκαν νά ἑτοιμάσουν τίς ἀποσκευές, νά κλείσουν μέ προσοχή τίς θερινές τους κατοικίες κι ὕστερα νά πάρουν τό δρόμο γιά τήν πολιτεία.
Ἀπόμειναν μονάχα τά μαραμένα κλαδιά τοῦ δάσους, πού κόπηκαν σέ ὦρες θερινές καί πασίχαρες, νά στολίζουν ἀκόμα τ᾿ ἄδεια τά τραπέζια, ὅπως καί κάποια βότσαλα μεγάλα, πού ἀφέθηκαν στά περβάζια τῶν κλειστῶν παραθυριῶν, γιά νά θυμίζουν τίς θεϊκές πρωϊνές ἤ ἀπομεσήμερες στιγμές σιμά στή θάλασσα πού τότε ἦταν τόσο ἐλκυστική, λαμπρόφωτη καί ἥρεμη, σά νἄσουν ἕτοιμος νά τήν περπατήσεις. Ἀπόμεινε ἀκόμα κι ὁ ἀπόηχος τῶν φωνῶν τῶν παιδιῶν πού παίζανε τ᾿ ἀπόβραδα στίς αὐλές καί στούς δρόμους, μέχρι πού ἦλθε ἐκεῖνο τό στερνό τό πρωϊνό, ὅπου μάζεψαν τά πράγματα καί τίς μνῆμες τους, κι ἀναχώρησαν. Γύρισαν καί εἶδαν τό κλειστό τό σπίτι, ἄφησαν στήν αὐλή καί στόν ἔρημο τό δρόμο τή στερνή τους τρυφερή ματιά καί εὐχήθηκαν νά τούς δοθεῖ κι ἄλλος χρόνος ἀπό τό Θεό νά ξαναβροῦν τά ἴχνη τῆς ἡρεμίας, τά προνόμια τῆς ξαεκόυρασης καί τή δροσιά πού ἀνανεώνει καί στερεώνει τό πολυκομματιασμένο εἶναι. Γιατί ξέρουν πώς αὐτοί οἱ τόποι τῆς ἀνάνηψης καί τῆς ἀνασύνταξης τοῦ εἶναι, ἀποτελοῦν γι᾿ αὐτούς τήν ἄλλη κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ ὅπου ἀνασυνθέτει τόν πληγωμένο τους ἑαυτό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ καιρὸ θέρους τοὺς ἐπισκέπτονται, συγυρίζουν τὰ σπίτια τους, τὰ ὁμορφαίνουν, μέχρι νἄρθει ἡ «πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς», ποὺ λέει κι ὁ ποιητής, γιὰ νὰ τὰ διπλοκλειδώσουν μὲ πόνο ψυχῆς καὶ πάρουν τὸ πλοῖο, ποὺ θὰ τοὺς πάει σιμά στὴν πικρή τὴν καθημερινότητα, στὸ ἀστικὸ περιβάλλον, ποὺ μυρίζει καυσαέριο καὶ μουχλιασμένα σκουπίδια. Γιατὶ τὸ ἄρωμα τοῦ πεύκου, τῶν φρέσκων φυκιῶν ποὺ ἀφήνει στὰ περιγιάλια ἡ θάλασσα, τὸ κρατοῦν μέσα τους ὡς ἰσχυρὴ άντιβίωση, ὡς πολυτιμη φεγγοβόλα ἀνάμνηση, ἐξάπαντος καθαρτήρια. Καλὸ κι εὐλογημένο φθινόπωρο, λοιπόν...
Κλῆμα, Φθινόπωρο 2006
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ἀπόμειναν μονάχα τά μαραμένα κλαδιά τοῦ δάσους, πού κόπηκαν σέ ὦρες θερινές καί πασίχαρες, νά στολίζουν ἀκόμα τ᾿ ἄδεια τά τραπέζια, ὅπως καί κάποια βότσαλα μεγάλα, πού ἀφέθηκαν στά περβάζια τῶν κλειστῶν παραθυριῶν, γιά νά θυμίζουν τίς θεϊκές πρωϊνές ἤ ἀπομεσήμερες στιγμές σιμά στή θάλασσα πού τότε ἦταν τόσο ἐλκυστική, λαμπρόφωτη καί ἥρεμη, σά νἄσουν ἕτοιμος νά τήν περπατήσεις. Ἀπόμεινε ἀκόμα κι ὁ ἀπόηχος τῶν φωνῶν τῶν παιδιῶν πού παίζανε τ᾿ ἀπόβραδα στίς αὐλές καί στούς δρόμους, μέχρι πού ἦλθε ἐκεῖνο τό στερνό τό πρωϊνό, ὅπου μάζεψαν τά πράγματα καί τίς μνῆμες τους, κι ἀναχώρησαν. Γύρισαν καί εἶδαν τό κλειστό τό σπίτι, ἄφησαν στήν αὐλή καί στόν ἔρημο τό δρόμο τή στερνή τους τρυφερή ματιά καί εὐχήθηκαν νά τούς δοθεῖ κι ἄλλος χρόνος ἀπό τό Θεό νά ξαναβροῦν τά ἴχνη τῆς ἡρεμίας, τά προνόμια τῆς ξαεκόυρασης καί τή δροσιά πού ἀνανεώνει καί στερεώνει τό πολυκομματιασμένο εἶναι. Γιατί ξέρουν πώς αὐτοί οἱ τόποι τῆς ἀνάνηψης καί τῆς ἀνασύνταξης τοῦ εἶναι, ἀποτελοῦν γι᾿ αὐτούς τήν ἄλλη κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ ὅπου ἀνασυνθέτει τόν πληγωμένο τους ἑαυτό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ καιρὸ θέρους τοὺς ἐπισκέπτονται, συγυρίζουν τὰ σπίτια τους, τὰ ὁμορφαίνουν, μέχρι νἄρθει ἡ «πρώτη σταγόνα τῆς βροχῆς», ποὺ λέει κι ὁ ποιητής, γιὰ νὰ τὰ διπλοκλειδώσουν μὲ πόνο ψυχῆς καὶ πάρουν τὸ πλοῖο, ποὺ θὰ τοὺς πάει σιμά στὴν πικρή τὴν καθημερινότητα, στὸ ἀστικὸ περιβάλλον, ποὺ μυρίζει καυσαέριο καὶ μουχλιασμένα σκουπίδια. Γιατὶ τὸ ἄρωμα τοῦ πεύκου, τῶν φρέσκων φυκιῶν ποὺ ἀφήνει στὰ περιγιάλια ἡ θάλασσα, τὸ κρατοῦν μέσα τους ὡς ἰσχυρὴ άντιβίωση, ὡς πολυτιμη φεγγοβόλα ἀνάμνηση, ἐξάπαντος καθαρτήρια. Καλὸ κι εὐλογημένο φθινόπωρο, λοιπόν...
Κλῆμα, Φθινόπωρο 2006
π. Κων. Ν. Καλλιανός