Τα πρώτα χρόνια της νεανικής μου ζωής δεν πέρασα χριστιανικά. Ήμουν νέος. Ήθελα να απολαύσω. Την ομορφιά της ζωής. Ήθελα να τα γλεντήσω τα νιάτα μου. Και έτσι έκανα πολλές «αταξίες».
Μέχρι τότε είχα ακούσει πολλά. Και για το Χριστό και για την χριστιανική ζωή. Και στο σπίτι. Και στο σχολείο. Αλλά τα άφηνα στην άκρη. Συνειδητά, η πόρτα της καρδιάς μου είχε κλείσει για τον Χριστό.
Μέχρι τότε είχα ακούσει πολλά. Και για το Χριστό και για την χριστιανική ζωή. Και στο σπίτι. Και στο σχολείο. Αλλά τα άφηνα στην άκρη. Συνειδητά, η πόρτα της καρδιάς μου είχε κλείσει για τον Χριστό.
Λένε, ότι η λαχτάρα για χαρά είναι τυφλή και τυφλώνει. Εγώ τότε το ζούσα. Γιατί το είχα αποφασίσει, να παραμερίσω από την ζωή μου κάθε «ηθική» αρχή. Δεν ήθελα «ηθική»! Ήθελα χαρά! Ήθελα να «χαρώ»!
Το ήθελα πολύ, μερικά «πράγματα» να μπορούσα να τα έσβηνα από την καρδιά μου, και από τη μνήμη μου, με το σφουγγάρι της Λήθης. Μα δεν έγινε. Όσο κι αν το επεδίωξα, αποφεύγοντας συστηματικά το κάθε τί, πού είχε σχέση με τη θρησκεία. Η εικόνα του Χριστού δεν έσβησε μέσα μου εντελώς ποτέ! Και, πότε-πότε, συλλάμβανα τον εαυτό μου να Τον επικαλούμαι. Και μερικές φορές, στις πιο απίθανες στιγμές μου! Τον παρακαλούσα, να μη με αφήσει να χαθώ!
Το ήθελα πολύ, μερικά «πράγματα» να μπορούσα να τα έσβηνα από την καρδιά μου, και από τη μνήμη μου, με το σφουγγάρι της Λήθης. Μα δεν έγινε. Όσο κι αν το επεδίωξα, αποφεύγοντας συστηματικά το κάθε τί, πού είχε σχέση με τη θρησκεία. Η εικόνα του Χριστού δεν έσβησε μέσα μου εντελώς ποτέ! Και, πότε-πότε, συλλάμβανα τον εαυτό μου να Τον επικαλούμαι. Και μερικές φορές, στις πιο απίθανες στιγμές μου! Τον παρακαλούσα, να μη με αφήσει να χαθώ!
Γιατί;
Γιατί, παρ’ όλο που περνούσα «πολύ καλά», αισθανόμουν μέσα μου πολύ άσχημα· αισθανόμουν μια παράξενη ταραχή· αισθανόμουν σαν να βούλιαζα στο βούρκο.
Ένα βράδυ η σκέψη μου ξαναγύρισε στο Χριστό. Κάπως πιο έντονα την φορά αυτή. Και, ενώ ήμουν ξαπλωμένος αναπαυτικά, μεταβλήθηκε -από ένας συνηθισμένος στοχασμός- σε προσευχή!
Του είπα:
-Μη με αφήνεις, Χριστέ μου, να βουλιάξω σ’ αυτόν τον βούρκο!
Το είπα. Και τα μάτια μου βούρκωσαν.
-Έλα κοντά μου, Κύριε!…
Και ο Χριστός με άκουσε. Και ήλθε αμέσως. Τον αισθάνθηκα, κοντά μου. Δίπλα μου. Ζωντανή πραγματικότητα! Και η ζωή μου άλλαξε. Αμέσως. Φωτίσθηκε. Το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύθηκε.
Μέχρι τότε μέσα μου είχα μια πίκρα, ένα μοιρολόγι. Που ήθελα να το σκεπάζω με μια μουσική ξέφρενη- ρόκ. Και να το ξεπερνάω με το γλέντι, τον ντόρο, τον χορό, το σεξ, την ηδονή.
Όλα αυτά έσβησαν με μιας. Μέσα μου τώρα άκουγα μια μουσική γλυκιά. Είχα γεμίσει γαλήνη, ειρήνη και χαρά.
Δεν ήμουν ο μόνος, που γεύτηκε την παράξενη αυτή εμπειρία. Ένας άλλος είχε μια ανάλογη, κάπως πιο δυνατή από εμένα, ιστορία.
Δεν είχε, και αυτός, ακολουθήσει τον σωστό δρόμο. Δεν είχε ζήσει κοντά στο Θεό. Είχε φροντίσει να την χαρεί τη ζωή του. Και την είχε κυριολεκτικά γλεντήσει. Από όλες της τις πλευρές. Και καμάρωνε γι’ αυτό. Έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση. Έβλεπε τον εαυτό του «έξυπνο» και «ανοιχτομάτη». Και μη έχοντας δισταγμούς και ηθικές αναστολές, όταν εύρισκε (ή νόμιζε ότι εύρισκε!) την ευκαιρία, έκανε κάθε «δουλειά». Μα κάποια ημέρα πιάστηκε. Και κατέληξε στη φυλακή. Για χρόνια.
Μια ημέρα επισκέφθηκε τις φυλακές ένας παπάς. Και το έφερε ο Θεός να πιάσει κουβέντα μαζί του.
Τον ρωτάει ο παπάς:
-Πώς τα περνάς εδώ μέσα; Απάντησε:
-Καλύτερα από ό,τι έξω, πάτερ! Τα έχασε ο παπάς.
-Ασφαλώς θ’ αντιμετώπιζες πολλές δυσκολίες και στερήσεις! (είπε με κατανόηση).
-Δυσκολίες; Τί λέτε, πάτερ! Καμία. Είχα ό,τι ήθελα! Δεν μου έλειπε ποτέ τίποτε. Περνούσα πολύ καλά. Είχα καλή παρέα. Φίλους πιστούς. Με μπέσα!
Κόκαλο ο παπάς! Τα έχασε! Και ξαναρώτησε:
-Τότε; Πώς γίνεται, να μου είσαι «εδώ μέσα», στα δεσμά, πιο ευχαριστημένος, από ό,τι ήσουν έξω;
Απάντησε ήρεμα:
-Ξέρετε, πάτερ, εδώ έχω χρόνο και ησυχία να σκεφθώ. Και μπόρεσα και σκέφθηκα. Τον εαυτό μου και την κατάστασή μου. Και, προ παντός, το Θεό! Ξέρεις, τί είναι ο Θεός, πάτερ;
Πελάγωσε ο παπάς. Τί να του απαντούσε;
-Ο Θεός, πάτερ μου, είναι η ειρήνη. Και όσο ένας άνθρωπος είναι μακριά από το Θεό, τόσο είναι μακριά από την ειρήνη. Από την εσωτερική ειρήνη της ψυχής. Γίνεται, χωρίς ειρήνη ψυχής, χαρά και ευτυχία, πάτερ;
-Και λοιπόν, νεαρέ μου; Τη βρήκες την ειρήνη;
-Ναι, πάτερ, τη βρήκα. Συ τα ξέρεις αυτά. Μέσα στην ησυχία της φυλακής άρχισα να κουβεντιάζω, μέρα και νύχτα, με τον εαυτό μου. Για τα έργα μου και για την πορεία μου. Και κατάλαβα. Κατάλαβα, τί έκανα μέχρι τότε. Και αποφάσισα να διορθωθώ! Και τί παράξενο πράγμα, πάτερ! Μόλις που έκανα τη σκέψη αυτή, αισθάνθηκα ότι τί είχα κιόλας φτιάξει με το Θεό. Τον αισθάνθηκα μέσα μου. Και -από τότε!- η ζωή μου πλημμύρισε ειρήνη και χαρά.
Τί κρίμα, κάτι τέτοιες εμπειρίες να μη τις μαθαίνουμε έγκαιρα!
Τί κρίμα, να τις ακούμε και να μη τις προσέχουμε!
Τί κρίμα, να μη δίνουμε σημασία!
Ο περίφημος φιλόσοφος Βλάσιος Πασκάλ λέει: Η ευτυχία δεν βρίσκεται ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας. Βρίσκεται μόνο στο Θεό. Και όταν εμείς έχωμε βρει το Θεό, τη βρίσκομε παντού.
Έτσι λοιπόν η πόρτα της καρδιάς μου είχε ανοίξει. Και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Κάθε άλλο. Κάθε μέρα που περνάει, αισθάνομαι όλο και καλύτερα. Και ήμουν γι’ αυτό πολύ ικανοποιημένος.
Μια ημέρα έκαμα πάλι μια θερμή προσευχή!
-Χριστέ μου!…
-Δεν πρόφθασα καλά-καλά να Τον φωνάξω! Τον αισθάνθηκα δίπλα μου. Να μου λέει:
-Να με. Ήλθα. «Ιδού πάρειμι». Είμαι κοντά σου.
-Χριστέ μου, θέλω να ανήκω σε Σένα. Έλα κοντά μου! Δεν γίνεται ζωή, χωρίς Εσένα!
-Αν θέλεις να έρθω κοντά σου, και να μείνω για πάντα κοντά σου, από σένα εξαρτάται! Δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Γύρω σου. Και μέσα σου. Και θα είμαι για πάντα κοντά σου.
-Σε αγαπάω!…
-Ευχαριστώ. Μα δεν φθάνει. Δείξε το μου! Με τα έργα σου.
Μπλόκαρα! Τα έχασα! Μου λέει:
-Έτσι είναι. Ό,τι ό άνθρωπος έχει μέσα του, βγαίνει και έξω. Γίνεται ο τρόπος της ζωής του. Δείξε μου λοιπόν «τα έξω σου», το σπίτι σου, τα πράγματα σου, τα γύρω σου, για να καταλάβω «τα έσω σου». Και αν είναι δυνατό, αν πρέπει, θα έρθω.
Μπορούσα να πω όχι; Σηκώθηκα. Του είπα ένα ζεστό «ευχαρίστως»· ξεκινήσαμε.
πηγή: Μητροπολίτου Μελετίου, «Έλα Χριστέ», εκδ. Ι.Μ.Νικοπόλεως Γιατί, παρ’ όλο που περνούσα «πολύ καλά», αισθανόμουν μέσα μου πολύ άσχημα· αισθανόμουν μια παράξενη ταραχή· αισθανόμουν σαν να βούλιαζα στο βούρκο.
Ένα βράδυ η σκέψη μου ξαναγύρισε στο Χριστό. Κάπως πιο έντονα την φορά αυτή. Και, ενώ ήμουν ξαπλωμένος αναπαυτικά, μεταβλήθηκε -από ένας συνηθισμένος στοχασμός- σε προσευχή!
Του είπα:
-Μη με αφήνεις, Χριστέ μου, να βουλιάξω σ’ αυτόν τον βούρκο!
Το είπα. Και τα μάτια μου βούρκωσαν.
-Έλα κοντά μου, Κύριε!…
Και ο Χριστός με άκουσε. Και ήλθε αμέσως. Τον αισθάνθηκα, κοντά μου. Δίπλα μου. Ζωντανή πραγματικότητα! Και η ζωή μου άλλαξε. Αμέσως. Φωτίσθηκε. Το σκοτάδι της ψυχής μου διαλύθηκε.
Μέχρι τότε μέσα μου είχα μια πίκρα, ένα μοιρολόγι. Που ήθελα να το σκεπάζω με μια μουσική ξέφρενη- ρόκ. Και να το ξεπερνάω με το γλέντι, τον ντόρο, τον χορό, το σεξ, την ηδονή.
Όλα αυτά έσβησαν με μιας. Μέσα μου τώρα άκουγα μια μουσική γλυκιά. Είχα γεμίσει γαλήνη, ειρήνη και χαρά.
Δεν ήμουν ο μόνος, που γεύτηκε την παράξενη αυτή εμπειρία. Ένας άλλος είχε μια ανάλογη, κάπως πιο δυνατή από εμένα, ιστορία.
Δεν είχε, και αυτός, ακολουθήσει τον σωστό δρόμο. Δεν είχε ζήσει κοντά στο Θεό. Είχε φροντίσει να την χαρεί τη ζωή του. Και την είχε κυριολεκτικά γλεντήσει. Από όλες της τις πλευρές. Και καμάρωνε γι’ αυτό. Έτριβε τα χέρια του με ικανοποίηση. Έβλεπε τον εαυτό του «έξυπνο» και «ανοιχτομάτη». Και μη έχοντας δισταγμούς και ηθικές αναστολές, όταν εύρισκε (ή νόμιζε ότι εύρισκε!) την ευκαιρία, έκανε κάθε «δουλειά». Μα κάποια ημέρα πιάστηκε. Και κατέληξε στη φυλακή. Για χρόνια.
Μια ημέρα επισκέφθηκε τις φυλακές ένας παπάς. Και το έφερε ο Θεός να πιάσει κουβέντα μαζί του.
Τον ρωτάει ο παπάς:
-Πώς τα περνάς εδώ μέσα; Απάντησε:
-Καλύτερα από ό,τι έξω, πάτερ! Τα έχασε ο παπάς.
-Ασφαλώς θ’ αντιμετώπιζες πολλές δυσκολίες και στερήσεις! (είπε με κατανόηση).
-Δυσκολίες; Τί λέτε, πάτερ! Καμία. Είχα ό,τι ήθελα! Δεν μου έλειπε ποτέ τίποτε. Περνούσα πολύ καλά. Είχα καλή παρέα. Φίλους πιστούς. Με μπέσα!
Κόκαλο ο παπάς! Τα έχασε! Και ξαναρώτησε:
-Τότε; Πώς γίνεται, να μου είσαι «εδώ μέσα», στα δεσμά, πιο ευχαριστημένος, από ό,τι ήσουν έξω;
Απάντησε ήρεμα:
-Ξέρετε, πάτερ, εδώ έχω χρόνο και ησυχία να σκεφθώ. Και μπόρεσα και σκέφθηκα. Τον εαυτό μου και την κατάστασή μου. Και, προ παντός, το Θεό! Ξέρεις, τί είναι ο Θεός, πάτερ;
Πελάγωσε ο παπάς. Τί να του απαντούσε;
-Ο Θεός, πάτερ μου, είναι η ειρήνη. Και όσο ένας άνθρωπος είναι μακριά από το Θεό, τόσο είναι μακριά από την ειρήνη. Από την εσωτερική ειρήνη της ψυχής. Γίνεται, χωρίς ειρήνη ψυχής, χαρά και ευτυχία, πάτερ;
-Και λοιπόν, νεαρέ μου; Τη βρήκες την ειρήνη;
-Ναι, πάτερ, τη βρήκα. Συ τα ξέρεις αυτά. Μέσα στην ησυχία της φυλακής άρχισα να κουβεντιάζω, μέρα και νύχτα, με τον εαυτό μου. Για τα έργα μου και για την πορεία μου. Και κατάλαβα. Κατάλαβα, τί έκανα μέχρι τότε. Και αποφάσισα να διορθωθώ! Και τί παράξενο πράγμα, πάτερ! Μόλις που έκανα τη σκέψη αυτή, αισθάνθηκα ότι τί είχα κιόλας φτιάξει με το Θεό. Τον αισθάνθηκα μέσα μου. Και -από τότε!- η ζωή μου πλημμύρισε ειρήνη και χαρά.
Τί κρίμα, κάτι τέτοιες εμπειρίες να μη τις μαθαίνουμε έγκαιρα!
Τί κρίμα, να τις ακούμε και να μη τις προσέχουμε!
Τί κρίμα, να μη δίνουμε σημασία!
Ο περίφημος φιλόσοφος Βλάσιος Πασκάλ λέει: Η ευτυχία δεν βρίσκεται ούτε έξω μας, ούτε μέσα μας. Βρίσκεται μόνο στο Θεό. Και όταν εμείς έχωμε βρει το Θεό, τη βρίσκομε παντού.
Έτσι λοιπόν η πόρτα της καρδιάς μου είχε ανοίξει. Και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Κάθε άλλο. Κάθε μέρα που περνάει, αισθάνομαι όλο και καλύτερα. Και ήμουν γι’ αυτό πολύ ικανοποιημένος.
Μια ημέρα έκαμα πάλι μια θερμή προσευχή!
-Χριστέ μου!…
-Δεν πρόφθασα καλά-καλά να Τον φωνάξω! Τον αισθάνθηκα δίπλα μου. Να μου λέει:
-Να με. Ήλθα. «Ιδού πάρειμι». Είμαι κοντά σου.
-Χριστέ μου, θέλω να ανήκω σε Σένα. Έλα κοντά μου! Δεν γίνεται ζωή, χωρίς Εσένα!
-Αν θέλεις να έρθω κοντά σου, και να μείνω για πάντα κοντά σου, από σένα εξαρτάται! Δημιούργησε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Γύρω σου. Και μέσα σου. Και θα είμαι για πάντα κοντά σου.
-Σε αγαπάω!…
-Ευχαριστώ. Μα δεν φθάνει. Δείξε το μου! Με τα έργα σου.
Μπλόκαρα! Τα έχασα! Μου λέει:
-Έτσι είναι. Ό,τι ό άνθρωπος έχει μέσα του, βγαίνει και έξω. Γίνεται ο τρόπος της ζωής του. Δείξε μου λοιπόν «τα έξω σου», το σπίτι σου, τα πράγματα σου, τα γύρω σου, για να καταλάβω «τα έσω σου». Και αν είναι δυνατό, αν πρέπει, θα έρθω.
Μπορούσα να πω όχι; Σηκώθηκα. Του είπα ένα ζεστό «ευχαρίστως»· ξεκινήσαμε.