Μοναχοί - Νεομάρτυρες στον τόπο της εκτέλεσης |
Γεωργίου Π. Ανσίμωφ
Κύλησαν τά χρόνια. Κανένα νέο γιά τόν πατέρα. Πέρασε μισός αἰώνας ἀπό τότε πού χάθηκε ὁ πατέρας μου. Πενήντα ὁλόκληρα χρόνια ἀναμονῆς. Τότε μάθαμε τήν ἀλήθεια: τόν εἶχαν ἐκτελέσει λίγες μέρες μετά ἀπό τή
σύλληψή του. Κατάφερα νά μάθω ἀρκετά πράγματα γιά τίς τελευταῖες του μέρες, γιά τίς φρικτές στιγμές πού ἔζησε λίγο πρίν τήν ἐκτέλεση. Ὁ πατέρας μου καί οἱ ἄλλοι μάρτυρες κληρικοίἐκτελέστηκαν στό Μπούτοβο, στό σκοπευτήριο - πολύγωνο τῆς Ν.Κ.V.D. Ἐκεῖ, σ’ αὐτό τόν ὁμαδικό τάφο βρίσκεται ὁ πατέρας μου μαζί μέ 25.000 ἀκόμη ἐπισκόπους, ἱερεῖς, διακόνους, μοναχούς καί λαϊκούς, πού τό «ἔγκλημά τους» ἦταν ὅτι πίστευαν στό Θεό!
Μετά ἀπό πενήντα χρόνια σοβιετικῆς ἐξουσίας, ἦλθε μιά ἄλλη σοβιετική ἐξουσία ἡ ὁποία ἀποκατέστησε ὅσους ἐκτελέστηκαν γιά τόν Χριστό. Αὐτό σημαίνει πώς ὅλοι αὐτοί πού πέρασαν ἀφάνταστα μαρτύρια, ἐκτελέστηκαν μάταια, χωρίς αἰτία καί σκοπό. Ὅτι ὅλοι αὐτοί πού προσεύχονταν στό Θεό δέν ἦταν ἐγκληματίες καί δέν τούς θεωροῦν πιά ἐγκληματίες, ἐχθρούς τοῦ λαοῦ, κακοποιά στοιχεῖα. Ἀναγνώριζαν τά ἐγκλήματα, ἀλλά δέν ζητοῦσαν συγνώμη ἀπό τά θύματα.
Δέν ζητοῦσα πιά τήν ἀλήθεια καί τή δικαιοσύνη. Μαζί μέ τήν ἀδελφή μου καί τή βαφτιστήρα μου πήγαμε στό Μπούτοβο. Στεκόμουν στόν ὁμαδικό τάφο καί κάναμε μνημόσυνο στούς μάρτυρες. Ἀναρωτιόμουν πῶς σ’ αὐτό το μικρό χῶρο μποροῦσαν νά ἐκτελέσουν 25.000 ἄτομα. Ἀκόμη πιό φρικτό ἦταν νά φανταστεῖς πώς κάτω ἀπό τά πόδια μας βρίσκονταν τόσοι ἀρχιερεῖς, κληρικοί, μοναχοί. Πλῆθος κόσμου ἔψαλλαν τήν ἐπιμνημόσυνη δέηση, κρατώντας ἀναμμένα κεριά. Καί ὅλο αὐτό τό πλῆθος ἔλαμπε ἀπό χαρά. Μέ ὑψωμένα τά χέρια δόξαζε τό Θεό καί προσευχόταν γιά τούς ἀδικοσκοτωμένους.
«Μετά τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον Χριστέ τάς ψυχάς τῶν δούλων σου, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».
Τά πόδια μου ἀκουμποῦσαν στό μαλακό χῶμα, πού φαινόταν νά ἀναπνέει. Τώρα πλέον ὁ τάφος τοῦ πατέρα μου ὑπάρχει. Ἔτσι μποροῦμε νά πηγαίνουμε στό Μπούτοβο, νά τόν μνημονεύουμε στό μικρό ἐκκλησάκι καί βλέποντας τόν τόπο νά τόν ψάχνεις νοερά.
Κάποια μέρα στό Μπούτοβο μαζεύτηκαν οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι τῶν ἐκτελεσθέντων. Ὁ προϊστάμενος τοῦ ναοῦ μᾶς κάλεσε στήν τράπεζα. Μᾶς κέρασαν τσάϊ καί πιροσκί. Καθένας ἤθελε νά πεῖ κάτι δικό του στόν ἐφημέριο τοῦ ναοῦ. Κάτι εἶπα κι ἐγώ. Συγκινήθηκα. Κάποια γυναίκα πού καθόταν στό τραπέζι δίπλα μου, μοῦ εἶπε πολύ σιγά, ὅτι μπορῶ νά ἐπισκεφτῶ τό ναό τοῦ πατέρα μου. Τῆς ἀπάντησα ὅτι δέν ὑπάρχει ναός, ἀλλά μιά «σαρκοφάγος». Αὐτή ὅμως ἐπέμενε.
– Ὁ πατέρας σας ὀνομαζόταν Παῦλος Γκεόργκεβιτς Ἀνσίμωφ;
– Ναί.
– Τότε ἐλᾶτε. Ὁ ναός του λειτουργεῖ πλέον. Ἐφημέριος εἶναι ὁ π. Διονύσιος.
Δέν τό πίστευα. Δέν ἤθελα νά πάω ξανά σ’ αὐτόν τόν τόπο. Ἡ ἄγνωστη γυναίκα ἐπέμενε πολύ. Μέ ἔπεισε. Πῆρα ἕνα αὐτοκίνητο καί πῆγα διστακτικά. Ἄν ἔβλεπα τό παραμορφωμένο κτήριο - σαρκοφάγο, θά γύριζα ἀμέσως πίσω. Ἔφτασα. Εἶδα τά κάγκελα καί δίπλα περίμενε αὐτή ἡ γυναίκα. Πίσω ἀπ’ τά κάγκελα, Θεέ μου, πρόκειται γιά θαῦμα! Ἕνας πραγματικός ναός, λαμπρός, ζωντανός! Ἕνας ναός πανηγύρι. Ὁ ἴδιος ναός τοῦ πατέρα μου, ὁ δικός μας ναός! Ἀπ’ τό καμπαναριό ἀκούγονται οἱ ἦχοι τῆς καμπάνας. Ὁ ναός γεμάτος ἀπό ἐνορίτες. Ἕξι τεράστια πολύφωτα λάμπουν. Ἀπ’ τό Ἱερό βγῆκαν οἱ ἱερεῖς καί στάθηκαν στό κέντρο τοῦ ναοῦ. Ἦλθαν ἀπ’ ὅλη τή Μόσχα. Δύο διάκοι συνοδεύουν τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀρσένιο. Ἡ λειτουργία ἀρχίζει. Ἡ χορωδία ψάλλει ὡραιότατα. Οἱ πιστοί κλαῖνε ἀπό συγκίνηση. Δέν μπορεῖς νά προχωρήσεις. Ὁ κόσμος πολύς. Ἔξω πλῆθος τά αὐτοκίνητα. Τά μέσα συγκοινω-
νίας πού περνᾶνε ἀπό δίπλα, προχωροῦν σιγά γιά νά μήν κάνουν θόρυβο καί ἐμποδίζουν τή Θ. Λειτουργία. Εἶναι πραγματικό πανηγύρι, θρίαμβος.
Πόσο εὐτυχισμένοι εἴμαστε, πόσο περήφανοι, ὅταν σκεφτόμαστε ὅτι οἱ ἱερεῖς πού ἐκτελέστηκαν, λειτουργοῦσαν ἐδῶ. Τώρα βλέπουν αὐτό τό πανηγύρι ἀπό ψηλά καί χαίρονται, διότι αὐτή ἡ πίστη πού κράτησαν ὄχι μόνον ἄντεξε σ’ αὐτούς τούς σατανικούς διωγμούς, σ’ αὐτόν τόν αἱματηρό πόλεμο, ἀλλά στερεώθηκε.
Καί ὕστερα ἀπό τήν τραγωδία πού κράτησε τόσα χρόνια, ἔγινε ἀκόμη πιό ἰσχυρή. Χαίρονται οἱ μάρτυρες πλέον, γιατί ἦλθε ἡ νέα γενιά τῶν μορφωμένων καί καλλιεργημένων ἱερέων, πού ἀναστηλώνουν τούς ναούς τῆς Ρωσίας καί ἀνακαινίζουν τούς ἔμψυχους ναούς τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει μία παροιμία πού λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔζησε σωστά στή γῆ, ἄν ἔχτισε ἕνα σπίτι, φύτεψε ἕνα δέντρο, μεγάλωσε ἕνα παιδί καί ἄφησε ἕνα μαθητή. Ναί, αὐτός εἶναι ὁ ἱερέας μας. Ἀναστηλώνει τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, φυτεύει ἕνα περιβόλι - τό περιβόλι τοῦ Θεοῦ -, τό ποτίζει μέ τόν πνευματικό του λόγο καί τίς προσευχές, δημιουργεῖ ὄχι μόνον ἕνα παιδί, ἀλλά τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ μέ πλῆθος παιδιῶν καί μα-
θητῶν. Καί ὅλο αὐτό τό ἔργο θά τό συνεχίσουν τά δικά του πνευματικά παιδιά.
Δόξα στό Θεό γιά ὅλα!
Απόσπασμα από το βιβλίου του Γεωργίου Π. Ανσίμωφ «Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ»
που κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»