Του Σεβ. Μητροπολίτου Αλεξανδρουπόλεως κ. Ανθίμου
Μιά αρχέγονη προσπάθεια του ανθρώπου ήταν η προσπάθειά του να εξευμενίσει το Θεό. Έβλεπε ο άνθρωπος την μικρότητά του μέσα στο σύμπαν, θυμόταν την προέλευσή του, αισθάνονταν την καταγωγή του και είχε απόλυτη πεποίθηση ότι ήταν δημιούργημα, κτίσμα ενός παντοδύναμου Κτίστη. Στα πρόσφατα ανθρωπιστικά χρόνια, ο άνθρωπος ξεπερνώντας την χονδροειδή ειδωλολατρεία, έφτασε να επιζητεί την εύνοια και την αγάπη του Θεού. Η εύνοια του Θεού προς τον άνθρωπο, ήταν αντίδωρο της δικής του προς αυτόν αγάπης. Έτσι δημιουργήθηκε μια σχέση δούναι-λαβείν μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Ο άνθρωπος αγαπούσε το Θεό και γι’ αυτό ο Θεός «όφειλε» να τον προστατεύει. Αντιφέγγισμα της αγάπης προς το Θεό, ήταν η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Αυτή το επίτευγμα απετέλεσε την απαρχή του πολιτισμού. Έτσι ο νομικός που πλησίασε τον Ιησού, στο σημερινό Ευαγγέλιο, είχε πλήρη συναίσθηση ότι υπερείχε των υπολοίπων ακροατών και συνομιλητών του. Ήταν διανοούμενος επιστήμονας, κατείχε εξέχουσα κοινωνική θέση και κατά την κοινή αντίληψη της εποχής, υπερείχε των άλλων και ηθικά. Ρώτησε το Χριστό όχι για να μάθει, αλλά για να επιβραβευθεί επειδή, αγαπούσε το Θεό με όλη του την ψυχή, αγαπούσε και τον πλησίον του όπως και τον εαυτό του.
Πόσο όμως δυσκολεύονται τα μεγάλα λόγια να γίνουν πράξεις; Ο νομικός εκείνος, θεωρητικά αγαπούσε και το Θεό και τους ανθρώπους. Δεν είχε συναντήσει καμμιά δυσκολία στη ζωή του, όλα του είχαν έρθει βολικά και είχε πλάσει μέσα του μιά ψευδαίσθηση «ομαλών σχέσεων» με τους πάντες. Αυτό θεωρούσε «αγάπη». Ο Χριστός τον άφησε να ικανοποιείται με την προσωπική του αυτάρκεια και στο ερώτημά του, πώς θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, του έδωσε απάντηση που δεν ανταποκρίνονταν στην ερώτηση. Ο νομικός ρώτησε «ποιός είναι ο πλησίον μου» και ο Ιησούς του είπε «πήγαινε και συ να κάνεις το ίδιο». Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός ενδιαφέρεται όχι για δήθεν ιδέες, για τις οποίες ατελείωτα συζητούν χωρίς αποτέλεσμα οι άνθρωποι, αλλά για συγκεκριμένες και προσωπικές περιπτώσεις, μπροστά στις οποίες καλούμεθα όχι να συζητήσουμε αλλά να πράξουμε, κατά το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτου. Ήταν σαν να του έλεγε ο Χριστός: «τί με ρωτάς ποιός είναι ο πλησίον σου. Κάθε άνθρωπος είναι πλησίον σου και χρειάζεται την ανάγκη σου, εσύ είσαι πλησίον σε κάθε άλλον και θα χρειαστείς αύριο την ανάγκη κάποιου». Πρόσφατα κάποιος είπε: «όποιος μπορεί δρά, όποιος δεν μπορεί, διδάσκει». Ο νομικός ήθελε συζήτηση, ο Ιησούς πρότεινε δράση.
Προτείνει λοιπόν ο Χριστός, να κάνουμε ό,τι έκανε ο καλός Σαμαρείτης. Θαυμάζουμε την προτροπή και την επικροτούμε. Θεωρητικά η πράξη του είναι ο ύψιστος ανθρωπισμός. Κανείς δεν διαφωνεί σ’ αυτό. Η δυσκολία έγκειται στο να βρούμε ποιός είναι, κάθε φορά, ο «πλησίον» μας. Και το βασικότερο: με ποιό κριτήριο καθορίζουμε την έννοια του «πλησίον». Κατ’ αρχήν συμφωνούμε ότι «πλησίον» είναι ο συγγενής μας κατά σάρκα. Έπειτα, «πλησίον» μπορεί να είναι κάθε ομοεθνής μας. Σε επίπεδο καθαρά ιδεολογικό, «πλησίον» μπορεί να γίνει κάθε συνάνθρωπός μας ή κάποτε και κάποιο κατοικίδιο ζώο μας. Υπάρχουν, όμως, πολλές περιπτώσεις στη ζωή, που ούτε οι συγγενείς μας, ούτε οι ομοεθνείς μας, ούτε οι συνάνθρωποί μας βρίσκονται δίπλα μας όταν τους χρειαζόμαστε. Ας μην αναφερθούμε σε περιπτώσεις που καθίστανται «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού». Άρα, χρειάζεται να εξετασθεί το κριτήριο που καθορίζει κάποιον ως «πλησίον» μας. Αν θεωρούμε «πλησίον» μας, όποιον μας συμπαρίσταται στις ανάγκες μας, τότε πολύ λίγους «πλησίον» θα συναντήσουμε στη ζωή μας. Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχνούν το καλό που τους κάναμε. Υπάρχουν άλλοι που μας εκδικούνται κιόλας για το καλό που τους κάναμε. Αυτή η πικρή εμπειρία φανερώνει ότι θα μείνουμε τραγικά μόνοι στο βίο μας αν θεωρούμε «πλησίον» μας, μόνο όποιον μας βοηθά στην ανάγκη μας ή αναγνωρίζει την ευεργεσία μας. Για την Πίστη μας, λοιπόν, «πλησίον» είναι όποιος για μας είναι προέκταση του εαυτού μας, δηλαδή, κάθε άνθρωπος, επειδή οι άλλοι άνθρωποι είναι ο καθρέπτης του εαυτού μας. Καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας στα πρόσωπα των άλλων ανθρώπων. Αντιλαμβανόμαστε τα προτερήματα και τα ελαττώματά μας όταν παρατηρούμε τις συμπεριφορές των άλλων. Αυτό το γεγονός, προκύπτει από την έμφυτη στον άνθρωπο κοινωνικότητα που του έδωκε ο Θεός. Γι’ αυτό, ο Χριστός, θα φτάσει να ζητήσει να βρούμε τη δύναμη να αγαπήσουμε ακόμα και τους εχθρούς μας. Αν δεν δούμε τον κάθε άνθρωπο ως «πλησίον» μας, θα απομονωθούμε στον εαυτό μας και θα πεθάνουμε άγευστοι του κοινωνικού γεγονότος της Πίστεώς μας. Υπενθυμίζω ότι ο Θεός μας δεν είναι ένας, είναι Τριάδα, κοινωνία Τριών Προσώπων. Αν δεν «ανοιχτούμε» σε κάθε «πλησίον» μας, αν δεν τον κατανοήσουμε, αν δεν τον συμπαθήσουμε (συμπαθώ, σημαίνει κατανοώ τα πάθη του), αν δεν τον συγχωρήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμφιλιωθούμε με την ίδια μας τη φύση και οπωσδήποτε με το Θεό που την κοινώνησε και έτσι την θέωσε. Αυτός που δεν αναγνωρίζει τους «πλησίον» του, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του, δεν θα αναγνωρίσει και το Θεό, ο οποίος θα μας εμφανιστεί στα πρόσωπα των «πλησίων» μας.
imalex.gr