«Προϊστάμενος ἐν σπουδῇ » (Πρός Ρωμαίους ιβ΄ 8)
Ἡ Ἐκκλησία, πού συγκροτοῦν οἱ πιστοί στόν ἀληθινό καί ζωντανό, δίκαιο καί σοφό, ἀγαθό καί παντοδύναμο Τριαδικό Θεό
μνημονεύουν, ἐνθυμοῦνται τούς ἡγουμένους τους πού ἀγρύπνησαν γιά τίς ψυχές τους (Πρός Ἑβραίους ιγ΄ 17), τούς καλούς ποιμένες πού ποίμαναν τίς λογικές ψυχές τους κατά τό πρότυπο τοῦ καλοῦ Ποιμένος (Ἰωάννου ι΄ 1-10) Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τούς κοπιάσαντες προεστῶτες «ἐν λόγῳ καί διδασκαλίᾳ» (Πρός Τιμόθεον Α΄ ε΄ 17).
Χρέος ἡγούμεθα καί μεῖς νά καταθέσουμε τήν μαρτυρία μας γιά τόν ἀοίδιμο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος Χριστόδουλο τόν πεπνυμένο Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας μας πού «ἐδούλευσεν εἰς τό εὐαγγέλιον» (Πρός Φιλιππησίους β΄ 22), ὅπως τόν γνωρίσαμε κατά τήν ἐκκλησιαστική διακονία μας μέ τήν πνευματική καθοδήγηση του γιά τριάντα καί τέσσαρα ἔτη (1974-2008).
1. Ἡ οἰκογένειά του
Γεννήθηκε στήν Ξάνθη τό 1939. Οἱ γονεῖς του εἶχαν ἦλθαν πρόσφυγες στήν Ξάνθη ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. Ὁ πατέρας του Κωνσταντῖνος ἦταν ἔμπορος καί ἡ μητέρα του Βασιλική δασκάλα. Στήν οἰκογένεια ὁ Χρῆστος (Χριστόδουλος) ἦταν ὁ δεύτερος υἱός. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του ἦτο ὁ Ἰωάννης.
Ἀπό τήν Ξάνθη ἡ οἰκογένεια του μετά τόν πόλεμο τοῦ ᾽40 μετεκώμισε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐγκαταστάθηκε στήν Κυψέλη.
2. Ἡ μόρφωσή του.
Οἱ γονεῖς του φρόντισαν νά τοῦ παράσχουν ὅλα τά μέσα γιά νά μορφωθεῖ. Ἐφοίτησε στήν Λεόντειο Σχολή τῶν Πατησίων. Μετά εἰσήχθη γιά νά σπουδάσει στήν Νομική Σχολή, ἐπειδή ὁ πατέρας του διέκρινε, ὅτι μποροῦσε νά ἔχει λαμπρή ἀκαδημαϊκή σταδιοδρομία, ἤ νά σταδιοδρομήσει ὡς νομικός. Μετά τήν Νομική Σχολή ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό πτυχίο του μέ Ἄριστα τό 1962 φοίτησε στήν Θεολογική Σχολή, ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησε ἐπίσης μέ Ἄριστα τό 1967.
Τό 1981 ἀναγορεύθηκε διδάκτορας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τό θέμα τῆς ἐναισίμου ἐπί διδακτορίᾳ διατριβῆς του ἦτο «Ἱστορική καί Κανονική θεώρησις τοῦ παλαιοημερολογητικοῦ ζητήματος κατά τήν γένεσιν καί τήν ἐξέλιξιν αὐτοῦ», ἡ ὁποία ἔκτοτε παραμένει ἡ μοναδική ἐπιστημονική ἀναφορά στό ζήτημα. Εἰσηγητής στήν κρίση τῆς διατριβῆς ἦταν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Τυρολόης καί Σερεντίου κ. Παντελεήμων, τότε πρύτανις τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης καί καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τοῦ ἰδίου Πανεπιστημίου.
Ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ἀνηγορεύθη ἐπίτιμος Διδάκτορας τοῦ Ποντιφηκικοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Λατερανοῦ τῆς Ρώμης καθώς καί τῶν Πανεπιστημίων τῆς Κραϊόβας καί Ἰασίου.
Μιλοῦσε ἀπταίστως γαλλικά πού διδάχθηκε ὡς μητρική γλώσσα στήν Λεόντειο Σχολή, ὅπως ἐπίσης καί ἀγγλικά. Ἐγνώριζε καλῶς Γερμανικά, Ἰταλικά καί Ρωσσικά.
3. Ἡ Ἱερατική κλήση καί ἀφιέρωση του στόν Θεό.
Ἀπό μικρό παιδί εἶχε τήν κλίση καί τήν κλήση στήν ἱερωσύνη καί πολλές ὧρες κάθε μέρα περνοῦσε στό ἱερό βῆμα καί στό ἀναλόγιο. Νέος ἐφοίτησε ἀριστοῦχος καί μέ ὑποτροφία στό Ὠδεῖο Ἀθηνῶν ἔχοντας διδάσκαλο τόν ἀείμηστο Πρωτοψάλτη τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν Σπῦρο Περιστέρη καί καταρτίσθηκε στήν ἱεροψαλτική, κοσμημένος μέ σπάνια μελωδική φωνή, πού τήν χαρακτήριζε ἡ γλυκύτητα καί ἡ ἐκφραστικότητα.
Ἀπό τό Ὠδεῖο ἔλαβε καί τήν ἐξαιρετική διάκριση νά τοῦ ἀπονεμηθοῦν Διπλώματα μετ’ ἐπαίνων στήν Εὐρωπαϊκή καί Βυζαντινή Μουσική. Νεώτατος ὡς ἱεροψάλτης ἔψαλε στόν Ἱερό Ναό τῆς ἁγίας Ζώνης Κυψέλης, πού ἦτο ἡ ἐνορία του.
Ἐκεῖ ἐγνωρίσθη μέ τόν Γέροντά του τόν μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Καλλίνικο καί τό πνευματικό ἀδελφό του μετέπειτα Μητροπολίτη Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας κ. Ἀμβρόσιο. Ὁ πνευματικός αὐτός σύνδεσμος ἦταν καθοριστικός γιά τήν ζωή του.
Διότι ἀπό τήν Κυψέλη τό 1959, ἀκολούθησε τόν Γέροντά του, πού μόλις εἶχε χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος καί εἶχε λάβει τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη, καί συμμετεῖχε στήν ἵδρυση τῆς Ἀδελφότητας «Ἡ Χρυσοπηγή», καί στήν ἐγκαταβίωση τους σέ οἴκημα πού τούς πραραχωρήθηκε ἀπό εὐλαβεῖς Χριστιανούς στήν ὁδό Στέντορος 4 τοῦ Παγκρατίου. Σκοπός ἡ δημιουργία Ἀδελφότητας κληρικῶν, ἐντεταγμένης στόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο καί ἐχούσης ὡς κύρια στοιχεῖα τόν συνδυασμό τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν Ἀδελφῶν μέ τήν ἱεραποστολή ἐντός τοῦ κόσμου. Τό 1961 καί μετά ἀπό πρόσκληση τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου ἡ Ἀδελφότητα πλαισιωμένη καί μέ νέα μέλη, ὅπως τόν νῦν Μητροπολίτη Κίτρους κ. Ἀγαθόνικο καί τόν νῦν Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βαρλαάμ κ. Ἰσίδωρο Τσιατᾶ ἐπάνδρωσε τή Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων. Ὁ Γέροντας του ἀνέλαβε Ἡγούμενος καί ὁ ἴδιος ἀκολουθώντας τήν κλήση του ἐκάρη Μοναχός καί χειροτονήθηκε τό 1961 Διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιο, προσφέροντας ἔτσι θυσία στήν Ἐκκλησία ὅλα του τά πτυχία, τίς γνώσεις, τίς ἱκανότητες καί τά τάλαντα, μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε κοσμήσει ὁ Θεός, διότι παρά τίς πολλές καί ἑλκυστικές προτάσεις πού εἶχε γιά ἀκαδημαϊκή καριέρα καί λαμπρή σταδιοδρομία στόν κόσμο προτίμησε νά ἀφιερωθεῖ στόν Κύριο καί νά θέσει τά χαρίσματά του στήν διακονία τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Μητροπολίτης Διονύσιος διακρίνοντας τά πολλές του ἱκανότητες τοῦ ἀνέθεσε ἱεραποστολική διακονία νά κηρύττει στίς διάφορες Ἐνορίες τῆς περιοχῆς καί νά διδάσκει σέ Κατηχητικά Σχολεῖα.
Μετά τήν ἀποχώρηση τους ἀπό τά Μετέωρα οἱ τρεῖς π. Καλλίνικος, π. Χριστόδουλος καί π. Ἀμβρόσιος συνέστησαν τό 1964 τόν «Σύνδεσμο Ἀγάπης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος», στήν ὁδό Πυργοτέλους 3 στό Παγκράτι, καί ἀνεπτυξαν εὐρύτατα καί εὐφήμως γνωστή ἱεροποστολική καί φιλανθρωπική διακονία στήν Πρωτεύουσα μέ κέντρο τό Παγκράτι. Σήμερα τά περισσότερα ὀρφανά παιδιά - τρόφιμοι τοῦ Ἱδρύματος – εἶναι ἐπίλεκτα καί ἔντιμα μέλη τῆς κοινωνίας μας. Ἐπίσης ὡς κατηχητής προσέλκυσε πολλούς νέους τοῦ Παγκρατίου, δημιουργώντας ἕνα «Φοιτητικό Σύνδεσμο» μέ πάνω ἀπό πενήντα μέλη.
Ὁ π. Χριστόδουλος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα τό 1965 καί διορίσθηκε γιά λίγους μῆνες Ἐφημέριος στόν Ἱερό Ναό τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἀσυρμάτου καί στήν συνέχεια καί ἕως τήν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία του Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Παλαιοῦ Φαλήρου.
Στήν Ἐνορία του ἐργάσθηκε μέ θεῖο ζῆλο λειτουργώντας, κηρύττοντας, ὀργανώνοντας τήν κατήχηση τῶν νέων, μέ πρωτοποριακές καινοτομίες, ὅπως μέ τήν ἔκδοση πρωτοποριακοῦ νεανικοῦ περιοδικοῦ. Ἐπίσης ἀνέπτυξε τήν φιλανθρωπική διακονία καί σημαντικές δημιουργικές δραστηριότητες γιά τήν πνευματική κατάρτιση τῶν ἐνοριτῶν, πού τόν ἀγάπησαν γιατί στό πρόσωπο του ἀνεγνώριζαν τόν αὐθεντικό Ποιμένα καί Διδάσκαλο, Πατέρα καί Ἀδελφό μέ τήν ἐξαιρετική πρωτοποριακή διακονία.
4. Ἡ διακονία του στήν Ἱερά Σύνοδο.
Ὅταν ἐπί Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου τοῦ Α΄ προκηρύχθησαν νά πληρωθοῦν οἱ θέσεις τῶν Γραμματέων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὁ π. Χριστόδουλος ἔλαβε μέρος στίς ἐξετάσεις καί προσλήφθηκε τό 1968 στήν Γραμματεία τῶν Συνοδικῶν γιά Ἀρχιερεῖς Δικαστηρίων. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἐξεπλάγη εὐχάριστα ἀπό τίς ἱκανότητες, τίς δυνατότητες καί τίς γνώσεις τοῦ νεαροῦ Ἀρχιμανδρίτου, πού ἄν καί δέν τόν ἐγνώριζε προσωπικῶς, διότι δέν ἀνῆκε στόν κύκλο τῶν γνωριμιῶν του, ἀμέσως τόν προσέλαβε. Ἀπό ἐκεῖ προήχθη σέ Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἐπί ἑξάμηνο, τό 1967, ἀπεσπάσθη στή Μητρόπολη Κιλκισίου, ὅπου ἀνέπτυξε λαμπρή πνευματική δραστηριότητα σέ χαλεπούς γιά τό Ἔθνος καιρούς. Ὡς Γραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί λόγῳ τῶν ἱκανοτήτων του, ἀλλά καί τῆς ἀπροσωπόληπτης διακονίας του ἀπετέλεσε σέ χαλεπούς καιρούς πολύτιμο συνεργάτη τῶν ἀειμνήστων Ἀρχιεπισκόπων Ἱερωνύμου καί Σεραφείμ, παρασχών, κατά τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων του πού τοῦ ἔδιδε ἡ θέση καί ἡ προσφορά του, πολύτιμες ὑπηρεσίες στήν Ἐκκλησία, πού ὁ Κύριος γνωρίζει καί δέν εἶναι ὁ καιρός νά ἀποκαλυφθοῦν.
Ἀπό τήν θέση αὐτή ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ τήν 13.7.1974, σέ ἡλικία 35 ἐτῶν.
5. Μητροπολίτης Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ.
Ὡς Μητροπολίτης Δημητριάδος μέ τό σφρῖγος τῆς νεότητός του, τόν δυναμισμό τοῦ χαρακτήρα του, τήν ἱεραποστολική ἔμπνευση του, τήν πνευματική ἐξάρτηση του ἀνέλαβε τήν διακονία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στήν Ἱερά Μητρόπολη πού ἐκλέχθηκε.
Διαποίμανε τήν Ἱερά Μητρόπολη ἐπί εἴκοσι τέσσαρα ἔτη. Λειτουργοῦσε ἀνελλιπῶς καί ἐκήρυττε σέ κάθε εὐκαιρία. Ὠργάνωσε τίς Ἐνορίες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως γιά νά ἀνταποκρίνονται στίς πνευματικές ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερη μέριμνα ἔδειξε γιά τούς νέους. Μέ τήν ποιμαντική πρόνοια του ἀγκάλιασε τούς ἔχοντες ἀνάγκη, ἀσθενεῖς, φυλακισμένους, γέροντες. Ἵδρυσε “Σπίτια Γαλήνης Χριστοῦ” πού προσεφέρετο φαγητό σέ ἐνδεεῖς. Ὁ ἴδιος μέ τούς συνεργάτες του ἐπισκέπτετο Σχολεῖα, Νοσοκομεῖα, Γηροκομεῖα, Ἄσυλα, Ὀρφανοτροφεῖα, Φυλακές, Στρατόπεδα, ἀλλά καί καφετέριες καί ἄλλα στέκια τῆς νεότητας γιά νά διδάξει, νά στηρίξει, νά παρηγορήσει. Κατήρτισε ἱεραποστολικά στελέχη καί ἐθέσπισε θεσμούς γιά τήν πνευματική καλλιέργεια τῶν ψυχῶν. Ἐξέδωσε τήν πρωτοποριακή ἐφημερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως «Πληροφόρηση» καί ἵδρυσε τόν Ραδιοφωνικό Σταθμό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία» πού ἐξέπεμπε τό πρόγραμμα του ἐπί δωδεκάωρο καί τήν πρώτη στήν Ἑλλάδα κινητή ἔκθεση γιά τίς συνέπειες ἀπό τήν χρήση τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν.
Ὁ πιστός λαός τόν ἀγάπησε καί τόν ἐμπιστεύθηκε, γιατί ἦταν γνήσιος, αὐθεντικός καί ἀληθινός Ποιμένας πού νοιαζόταν γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Ἦταν κατά τόν ἀποστολικό λόγο «προϊστάμενος ἐν σπουδῇ» πού διαχειριζόταν τήν πνευματική ἐξουσία, πού τοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία μέ ἐπιμέλεια καί φροντίδα ἀναποσκοπώντας στήν ἀνάπτυξη καί προκοπή τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας.
6. Ἀρχιεπίσκοπος.
Τήν 28.4.1998 ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τόν ἐξέλεξε πανηγυρικά Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Προκαθήμενο τῆς καθ’ Ἑλλάδα Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀρχιεπισκοπεία του διήρκησε περί τά δέκα ἔτη. Στήν διάρκεια της τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γνώρισε ἕνα ἐκκλησιαστικό ἄνδρα ἕτοιμο γιά τήν ἀποστολή του καί μέ πρόγραμμα καί στρατηγική γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἕνα πνευματικό ἡγέτη συνεπῆ στήν ἀποστολή του, ἀνιδιοτελῆ στίς ἀποφάσεις του, ἀκέραιο στήν συμπεριφορά του, ἀφειδώλευτο στήν ἀγάπη του, εὐγενικό στούς τρόπους του, ὑψηλό στό ἦθος του, μοναδικό στά χαρίσματά του, πειστικό στόν διάλογο, διαλεκτικό μέ τούς ἀντιτιθεμένους, γενναῖο στούς ἀγῶνες του, ἀνυποχώρητο στά δίκαια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας, ἐγκρατέστατο σέ γνώσεις θύραθεν καί ἐκκλησιαστικές, χειμαρώδη ρήτορα πού σαγήνευε τόν νοῦ καί αἰχμαλώτιζε τίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του.
Ἀγαπήθηκε καί μισήθηκε ἐξ ἴσου. Εἶχε πολλούς θαυμαστές καί σκληρούς διῶκτες. Δέν φοβήθηκε νά πολεμήσει γιά τίς ἰδέες του. Δέν ἔκρυψε τίς σκέψεις του. Ὑπερασπίσθηκε τίς ἀξίες καί τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπέστειλε τήν σημαία τῶν ἀγώνων του. Ὑπηρέτησε τό ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τίς ἀποφάσεις πού ἔπερνε προηγεῖτο τῆς ἐποχῆς του πολλές δεκαετίες. Ἐνέπνευσε τούς πιστούς νά ἔχουν θάρρος καί δύναμη. Δέν φοβήθηκε τίς προκλήσεις γιά νά προωθήσει τήν πνευματικότητα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
7. Συγγραφέας
Μακρύς καί πλούσιος εἶναι ὁ κατάλογος τῶν συγγραφῶν του πού ἔγραψε γιά νά καλύψει τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν πιστῶν. Μέ τήν πλούσια ἔμπνευση του καί τόν ἀκάματο κάλαμό του παρέδωσε μελέτες πνευματικῆς οἰκοδομῆς, ἱστορικές καί δοκίμια πού ἀπαντοῦσαν σέ σύγχρονους προβληματισμούς, κατέθεσαν τήν ἄποψη τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν σύγχρονη ἱστορική μας πορεία μέ αὐτογνωσία καί συνέπεια.
Ἔζησε καί πέθανε προσφέροντας τά πάντα στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία.
imkby.gr
