Δημήτριος Ν. Μόσχος
Οι διάφορες στιγμές της πορείας της Εκκλησίας στην Ελλάδα (και επί του νυν και επί του εκδημήσαντος αρχιεπισκόπου) εγείρουν τον προβληματισμό (αλλά και πολλές φορές την κριτική) για την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά σήμερα. Ανασκοπώντας την εποχή των Τριών Ιεραρχών θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς τι εικόνα για την Εκκλησία της εποχής τους είχαν οι ίδιοι οι Τρεις Ιεράρχες και τι προβλήματα προσπάθησαν να λύσουν, μιας και η εποχή εκείνη (τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα) θεωρείται η «χρυσή εποχή» του Χριστιανισμού με τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, το μοναχισμό κλπ.1. Βίος των Τριών Ιεραρχών.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Έκανε λαμπρές σπουδές στην Καισάρεια, αλλά και στην Κων/λη και μετά στην Αθήνα. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, αφού δίδαξε ρητορική, στράφηκε στην άσκηση, ταξίδεψε στην Αίγυπτο (358-359) και κατόπιν έκανε εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Έγινε μητροπολίτης Καισαρείας και προήδρευε σε μια σύνοδο που έφθασε να έχει μέχρι 50 επισκόπους, υποστήριξε το σύμβολο της Νικαίας εναντίον των άκαμπτων Αρειανών, ανέπτυξε μεγάλο θεολογικό αλλά και φιλανθρωπικό έργο και πέθανε σε ηλικία 49 ετών το 379.
Ο φίλος του Βασιλείου, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γεννήθηκε το 328, σπούδασε στην Καισάρεια του Πόντου, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα. Μετά το 359 μόνασε για ένα διάστημα μαζί με το Μέγα Βασίλειο, ύστερα γύρισε στη Ναζιανζό και βοηθούσε τον επίσκοπο πατέρα του και το 372 ο Μ. Βασίλειος τον χειροτόνησε επίσκοπο Σασίμων, για να έχει πλειοψηφία και να μη διασπαστεί η μητρόπολη Καισαρείας. Έφυγε από κει και πήγε πάλι να μονάσει, κατόπιν το 379 τον κάλεσαν στην Κων/λη όπου με τους περίφημους λόγους του ανέτρεψε την κυριαρχία των Αρειανών εκεί και τελικά το 381 με τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Κων/λεως, θέση που εγκατέλειψε σχεδόν αμέσως, όταν τον κατηγόρησαν ότι είχε προηγουμένως χειροτονηθεί επίσκοπος Σασίμων. Έφυγε και πάλι για να μονάσει σε κτήμα του στην Αριανζό, όπου πέθανε το 390.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε λίγο αργότερα (351/354) στην Αντιόχεια, σπούδασε ρητορική, θεολογία και κατόπιν μόνασε επί 6 χρόνια (374-380) και το 381 χειροτονήθηκε διάκονος και το 386 πρεσβύτερος στη μεγαλούπολη της Αντιόχειας όπου διακρίθηκε για το κοινωνικό έργο του και τα κηρύγματά του. Το 398 χειροτονήθηκε σε αρχιεπίσκοπο Κων/λεως, αλλά η άκαμπτη στάση του απέναντι σε εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες συγκέντρωσε το φθόνο, που τελικά με κάποια αφορμή οδήγησε στην καταδίκη του στη Σύνοδο παρά την Δρυν το 403. Εξορίσθηκε το 404 στην Κουκουσό της Αρμενίας, κατόπιν στάλθηκε πιο μακρυά και τελικά πέθανε στα Κόμανα του Πόντου το 407.
2. Η Εκκλησία κατά την εποχή τους.
Αντιμετωπίζοντας ειδικά τη ζοφερή εικόνα των αρειανικών ερίδων με την απίστευτη πολυδιάσπαση σε εκκλησιαστικές φατρίες τελειώνει στη δογματική του πραγματεία για τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος, με μια φοβερή περιγραφή της εκκλησιαστικής κατάστασης της εποχής του: είναι, λέει, μια ναυμαχία που δίνεται ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα, όπου όμως σπαράσσονται κι αυτά από εμφύλιες διαμάχες και ασυνεννοησία μεταξύ ναυτών, ενώ μαίνεται τρομακτική καταιγίδα με κεραυνούς που ρίχνουν τα πλοία το ένα πάνω στο άλλο και ξεσκίζουν τα πανιά, ενώ επικρατεί και πηχτό σκοτάδι, επειδή είναι νύχτα. Και πάνω σ’ αυτά οι καπετάνιοι των πλοίων είναι τελείως ανίκανοι και αδιάφοροι και λείπουν από τα πόστα τους. Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή κατάσταση προσπάθησε ο Μ. Βασίλειος με το θεολογικό του έργο (προϊόν συνδυασμού μόρφωσης και αγιοπνευματικής εμπειρίας), την εκκλησιαστική του πολιτική με διαμόρφωση θετικών συσχετισμών, συμμαχιών και προσεγγίσεων με τους πλέον κοντινούς στους Ορθόδοξους Ομοιουσιανούς, αλλά και την ενεργοποίηση του φρονήματος της αγάπης και της άσκησης στην καθημερινή ζωή (εξ ου και οι μοναστικές κοινότητες που ίδρυσε) να δείξει ποια πρέπει να είναι η Εκκλησία στην πράξη κι όχι στα λόγια. Είχε όμως κι άλλα προβλήματα στην περιοχή του. Σε επιστολή του (αρ. 53) επιπλήττει αυστηρά τους χωρεπισκόπους του που έχουν γίνει αποδέκτες χρημάτων για να χειροτονήσουν, καταδεικνύοντας την ανερχόμενη τότε τάση σιμωνείας στον κλήρο. Σε άλλη επιστολή (αρ. 54) προσπαθεί με αυστηρές συστάσεις να επαναφέρει τις αυστηρότερες διαδικασίες επιλογής υποψηφίων προς χειροτονίαν που είχαν χαλαρώσει με ευθύνη των χωρεπισκόπων για να χειροτονούνται με οικογενειοκρατικά και παρεϊστικα κριτήρια.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, από την άλλη, ήταν ένας ευγενής θεωρητικός νούς κι όχι εκκλησιαστικός πολιτικός. Γι΄ αυτό αντιμετώπισε τις φοβερές προκλήσεις μ’ ένα παθητικό τρόπο. Έφευγε διαρκώς, αλλά αυτή η φυγή του ήταν μια μόνιμη φυγή από την εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Σε προχωρημένη ηλικία έγραψε απαξιωτικά ακόμη και για τις συνόδους, έχοντας, βέβαια κατά νου τη συγκυρία μετά το 381, που χρειαζόταν ηρεμία και ανοικοδόμηση του εκκλησιαστικού φρονήματος τοπικά. Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να τονίζει την αγάπη και την ειρήνη (π.χ. στους τρεις Ειρηνικούς Λόγους). Αντιμετώπισε το πρόβλημα του εκκλησιαστικού ήθους ως θεολογικό ζήτημα σχετιζόμενο με το Άγιο Πνεύμα και τα χαρίσματά του. Όποιος θέλει να μετέχει στα χαρίσματα οφείλει να καθαίρεται διαρκώς (Περί της εν διαλέξεσιν ευταξίας). Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους ιερείς: έχουμε μια μακρά περιγραφή για τα καθήκοντα τους στον «Απολογητικόν της εις τον Πόντον φυγής» όπου διεκτραγωδείται η πολιτεία και τα σκάνδαλα που δημιουργούν οι ανάξιοι ποιμένες.
Για τον Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι γνωστό ότι συγκρούστηκε με ομάδα όλη Μικρασιατών επισκόπων που τους καθήρεσε εξαιτίας σιμωνίας, όταν αυτοί μετά από μακρά και επίπονη εξέταση παραδέχθηκαν ότι «έδωσαν και έγιναν». Ο μεγάλος αντίπαλός του Θεόφιλος Αλεξανδρείας που κατάφερε τελικά να προκαλέσει την καταδική και την εξορία του δεν άντεχε να βλέπει την άνοδο της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και το αδάμαστο φρόνημα του επισκόπου της. Σε επιστολές του όμως ο Χρυσόστομος στους συνεργάτες του συνιστούσε παρά τους άδικους διωγμούς του μετριοπάθεια και σύνεση.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι «προβλήματα» και «κρίση» στην Εκκλησία υπήρχαν πάντα. Το ζήτημα είναι πώς τα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με εκκλησιαστικό ήθος, ήθος που σημαίνει θυσία σε χαλεπούς καιρούς και επιστράτευση όλων των αρετών που διαθέτει ο καθένας, όχι για να επωφεληθεί αλλά για να δώσει. Αυτό συνέβη με τους Τρεις Ιεράρχες και πρέπει να συμβαίνει σε κάθε εποχή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
330 Γέννηση Μ. Βασιλείου
358-359 ταξίδι στην Αίγυπτο
379 Κοίμηση Μ. Βασιλείου/Πέντε Θεολογικοί Λόγοι Γρηγορίου
381 Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
398 Ιωάννης Χρυσόστομος αρχιεπίσκοπος Κων/λεως
403 Καταδίκη του στη Σύνοδο επί Δρυν
407 Κοίμηση Χρυσοστόμου στην εξορία από τις κακουχίες
Δημήτριος Ν. Μόσχος
Λέκτωρ Γενικής Εκκλησιαστικής Ιστορίας Τμήματος Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
e-theologia.blogspot.com/