Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Κάποιοι «φαυλόβιοι εξόριστοι» από τη Λευκάδα που αγωνίστηκαν για την ελευθερία του έθνους...

Το Ευαγγέλιο των Φιλικών
Του Διακόνου π. Ιωαννικίου Ζαμπέλη Σήμερα, που επιχειρείται έντονα να ξαναγραφτεί και όχι μόνο να ξαναδιαβαστεί η ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, ιδωμένη από τα μυωπικά γυαλιά μιας «εκσυγχρονιστικής» «επιστημονικότητας», που απομακρύνεται απ’ την ουσία των πραγμάτων και εστιάζει στα περιφερειακά ζητήματα των μεγάλων
στιγμών του Γένους μας, χρειάζεται να ξαναφέρνουμε στο νου ορισμένα τεκμήρια της Ιστορίας μας, ικανά να μας οδηγήσουν στην αντικειμενική αλήθεια –που υπάρχει, έστω κι αν εμείς είμαστε διατεθειμένοι να αντικρύσουμε όψεις της μονάχα.

Χρειάζεται ακόμη να θέτουμε τα τεκμήρια αυτά υπ’ όψιν των παιδιών μας, που σε αναζήτηση μιας κακέκτυπης επαναστατικότητας σπαταλούν κάθε αγωνιστική τους ικμάδα κατά ‘κεί που οι τηλεοπτικοί «ιεροκήρυκες» αγωνίζονται ή και καταφέρνουν να στρέψουν την προσοχή τους.



Α. Η ΠΗΓΗ

Αναζητώντας αρχειακό υλικό στα πλαίσια πανεπιστημιακής εργασίας μας για την «Ιόνιο Εκκλησία», εντοπίσαμε σε ένα σώμα «Πράξεων της Γερουσίας» (Atti del Parlamento) του Ιονίου Κράτους (1815-1864), εκδεδομένη στα 1823, την παρακάτω εύγλωττη Πράξη:





«ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Τῆς Δευτέρας Γερουσίας τοῦ Ἡνωμένου Κράτους τῶν Ἰονίων Νήσων,

συγκροτηθεῖσα δυνάμει τοῦ Συντάγματος τῶν 1817.



Ἀριθ. Δ΄

ΤΙΤΛΟΣ

ΠΡΑΞΙΣ τῆς Γερουσίας, ἡ ὁποία διορίζει τήν ποινήν τῶν Ἐξορίστων ὁποῦ ἐμβαίνουν κρυφίως εἰς τήν Νῆσον τῆς Ἁγίας Μαύρας.

(Κορφοί, 22 Μαρτίου 1823)



ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ



Ἐπειδή ἐξάγεται ἀπό ἀναφοράς τῆς Διοικήσεως τῆς Ἁγίας Μαύρας, ὅτι κάποιοι φαυλόβιοι ἐξόριστοι, διατρίβοντες εἰς τήν γειτονικήν ἐπαναστατισμένην Ἤπειρον, εὑρίσκουν τόν τρόπον τοῦ νά ἐμβαίνουν εἰς τήν εἰρημένην Νῆσον, ἐξ αἰτίας ὁποῦ αὐτή εἶναι πολύ κοντά εἰς τήν Ἤπειρον, βάνοντες τοιουτοτρόπως τούς Ἐγκατοίκους της εἰς κινδύνους τῆς Ὑγείας καί τῆς κοινῆς ἡσυχίας, καί προξενοῦντες τήν παρακοήν εἰς τάς Αὐθεντικάς Διαταγάς ὁποῦ ἐσχάτως ἐπεκυρώθησαν, περί τοῦ πῶς νά μεταχειρίζωνται καί νά κρατῶνται τά ἅρματα, - Διὰ τοῦτο, διά τῆς παρούσης Πράξεως, τῇ Ἐξουσίᾳ τῆς ΑΥΤΟΥ ΥΨΗΛΟΤΗΤΟΣ τοῦ ΠΡΟΕΔΡΟΥ καὶ τῆς Ἐκλαμπροτάτης ΒΟΥΛΗΣ, τῇ γνώμῃ καὶ συναινέσει τῆς Εὐγενεστάτης Νομοθετικῆς Συνελεύσεως τοῦ Ἑνωμένου Κράτους τῶν Ἰονικῶν Νήσων ἐν τῇ Πρώτῃ Συνάξει ταύτῃ τῆς Δευτέρας Γερουσίας, καὶ τῇ ἐπικυρώσει τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος τοῦ ΛΟΡΔ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΜΟΣΤΟΥ τοῦ ΒΑΣΙΛΕΩΣ τοῦ Προστάτου, νομοθετοῦνται καὶ προστάζονται τὰ ἑξῆς:

Αρθ. 1. Κάθε ἄνθρωπος ἐξωρισμένος ἀπό τό Κράτος τοῦτο, ἤ κηρυγμένος ἔξω τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ Νόμου διά τοῦ 186 Ἄρθρου τοῦ Κώδικος τῆς Δικαστικῆς Μεθόδου, ἤ ὅπου διεκηρύχθη διά κατηγορίας Ἐγκληματικοῦ Ἁμαρτήματος, κατά τό 166 Ἄρθρον τοῦ αὐτοῦ Κώδικος, ὁ ὁποῖος ἔχει εἰς τήν ἐξουσίαν του, ἤ φέρῃ ἐπάνω του ἅρματα εἰς τήν Νῆσον τῆς Ἁγίας Μαύρας θά ὑποφέρει ποινήν θανάτου.

Αρθ. 2. Κάθε ἄνθρωπος ἐξωρισμένος, ἤ κηρυγμένος ἔξω ἀπό τήν ὑπεράσπισιν τοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος ἔμβῃ εἰς τήν εἰρημένην Νῆσον, ἐάν πιασθῇ ἁρματωμένος, ἤ ὄχι, θά ὑποφέρει ποινήν θανάτου.

Αρθ. 3. Διά τά ἐγκλήματα ὁποῦ σαφηνίζονται εἰς τά προηγούμενα Ἄρθρα (ἐκτός τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, διά τά ὁποῖα οἱ ἴδιοι αὐτοί ἄνθρωποι ἠμποροῦσαν νά εἶναι ἐγκαλεσμένοι) θά γίνεται κατ’ εὐθείαν ἡ ἐγκάλεσις ἐναντίον αὐτῶν παρά τοῦ Δημοσίου Συνηγόρου τῆς Νήσου κατά τό 90 Ἄρθρον τοῦ ῥηθέντος Κώδικος, ὄντας εἰς χρέος τό Ἐγκληματικόν Κριτήριον νά ἐνασχοληθῇ εἰς τήν τοιαύτην Κρίσιν, προκρίνοντάς την ἀπό κάθε ἄλλην ὑπόθεσιν.

Αρθ. 4. Ἡ παροῦσα θὰ τυπωθῇ, δημοσιευθῇ, καρφωθῇ καὶ σταλθῇ πρὸς ὅποιον ἀνήκει διὰ τὴν ἐκτέλεσίν της».



Ο προσεκτικός αναγνώστης και ο φιλίστωρ μελετητής θα καταλάβει ασφαλώς ότι οι «φαυλόβιοι εξόριστοι» δεν είναι άλλοι από τους Επτανήσιους –και μάλιστα τους Λευκαδίτες- αγωνιστές, που εγκαταλείπουν τη «φιλήσυχη ζωή» και τη σιγουριά της οικογενειακής εστίας για να εμπλακούν στην περιπέτεια του Αγώνα, που έχει ήδη ξεσπάσει στην απέναντι «Ήπειρο», τις περιοχές δηλαδή που η σύγχρονή μας γεωγραφία ονομάζει Ήπειρο και Στερεά Ελλάδα.

Με τη γενναία αυτή απόφασή τους έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με την κεντρική επιλογή της εξωτερικής πολιτικής του Βρεταννικού Στέμματος, το οποίο –μην ξεχνάμε- είχε υπό την «προστασία» του το υποτιθέμενο «ανεξάρτητο» και «κυρίαρχο» κρατίδιο των «Ηνωμένων Κρατών των Ιονικών Νήσων» (Stati Uniti delle Isole Jonie). Μέχρι την κυβερνητική αλλαγή του 1822 και την ανάληψη του χαρτοφυλακίου των Εξωτερικών από τον Γεώργιο Κάνιγγ, η θαλασσοκράτειρα τότε Μεγάλη Βρεταννία ήταν σαφέστατα αρνητική απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Το παραπάνω νομοθέτημα είναι απόρροια και έκφραση αυτής της ανθελληνικής στάσης των Άγγλων «Προστατών» μας. Η επίκληση των λόγων δημόσιας υγείας είναι προπέτασμα καπνού...

Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι εντοπίζεται ένα πρόβλημα στην απόδοση του όρου “Atti del Parlamento” στη Νεοελληνική: Κατά τη δημοσίευση των νομοθετημάτων, ο όρος αυτός αποδιδόταν από τους επίσημους κρατικούς μεταφραστές ως «Πράξεις της Γερουσίας», δημιουργώντας σύγχυση περί τη νομική φύση των κανονιστικών αυτών κειμένων. Τα “Atti del Parlamento” όμως είναι Πράξεις της Ιονίου Βουλής, δηλ. της Νομοθετικής Συνέλευσης και δεν πρέπει να συγχέονται με της Αποφάσεις της Γερουσίας (Risoluzioni in Senato), δηλ. της Εκτελεστικής Εξουσίας. Φορέας της νομοθετικής εξουσίας στα Νησιά ήταν η Βουλή. Αριθμούσε συνολικά σαράντα δύο μέλη και συνερχόταν η μεν Βουλή του Α΄ Κοινοβουλίου (1817-1822) την 1η Μαρτίου κάθε χρόνο, από το Β΄ Κοινοβούλιο δε και μετά ανά διετία, την ίδια ημερομηνία. Συνεδρίαζε επί τρεις μήνες. Συνεπώς μπορούσε να ασκήσει το νομοθετικό της έργο μόνο στο χρονικό αυτό διάστημα. Τον χρόνο που η Βουλή δεν ήταν «εν συνόδω», το ίδιο το Σύνταγμα εξουσιοδοτούσε τη Γερουσία να εκδίδει πράξεις με ισχύ προσωρινών Νόμων. Στην πρώτη της συνεδρίαση η Νομοθετική Συνέλευση επικύρωνε αυτές τις νομοθετικού περιεχομένου αποφάσεις της Γερουσίας. Εξέδιδε όμως και νέα νομοθετήματα. Ωστόσο το νομοθετικό έργο της Ιονίου Βουλής μέχρι τη δεκαετία του 1840 και τη δράση των Ριζοσπαστών και των Μεταρρυθμιστών, απηχούσε τη βούληση της «Προστασίας».



Καταλαβαίνει έτσι κανείς καλύτερα τον απέλπιδα ποιητικό λόγο του Ανδρέα Κάλβου στην στ΄ ωδή του, με τίτλο «Αι ευχαί»:

«Τῆς θαλάσσης καλήτερα / φουσκωμένα τὰ κύματα / ῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου / ὡσὰν ἀπελπισμένην, / ἔρημον βάρκαν.

῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία / καλήτερα μίαν φλόγα / ῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην, / τρώγουσαν πόλεις, δάση, / λαοὺς καὶ ἐλπίδας.

Καλήτερα, καλήτερα / διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες / ῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον, / μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα / ψωμοζητοῦντες·

Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν...»



Δικαιώνεται όμως και ο Κωστής Παλαμάς, ο άλλος «τροβαδούρος της λευτεριάς», όταν τραγουδούσε με την ποιητική του λύρα:

«Χαίρε και συ της Ρούμελης γειτόνισσα,

ω! Λευκάδα,

του αρματολού φωλιά».





Β. Η ΛΕΥΚΑΔΑ: ΠΗΓΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ

Η Λευκάδα, ως γνωστόν, λειτούργησε αμφίδρομα: και ως πηγή και ως καταφύγιο αγωνιστών. Ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα πρόσωπα και πράγματα, για να κατανοήσουμε του λόγου το αληθές:



Η πολιορκία του Αλή Πασά

Ήδη από τις αρχές του 1800, που ο τύραννος των Ιωαννίνων Αλή Πασάς αρχίζει να απειλεί τη Λευκάδα και θέτει σε εφαρμογή το σχέδιό του για την πολιορκία του Φρουρίου της Αγίας Μαύρας. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, οικοδομεί το οχυρό «Τεκές» και επίσης, κατασκευάζει το οχυρό του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Πλαγιάς, προκειμένου να πλήξει τα οχυρά των αντιπάλων, «Αλέξανδρος» και «Κωνσταντίνος».

Η συνάντηση στου «Μαγεμένου» - Οργάνωση της άμυνας

Η κυβέρνηση της «Επτανήσου Πολιτείας» δεν παραμένει αδρανής, αλλά στέλνει ως έκτακτο πληρεξούσιο τον Κερκυραίο Ιωάννη Καποδίστρια, μετέπειτα πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ο Καποδίστριας θα επιβλέψει την κατασκευή πρόσθετων οχυρωματικών έργων από τον Γάλλο μηχανικό Μπισσώ και θα οργανώσει την άμυνα του νησιού, σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές, με πρωτοπόρο τον Μητροπολίτη Λευκάδος και Αγίας Μαύρας Παρθένιο Β’ Κονιδάρη. Παράλληλα, από κοινού διοργανώνουν την σημαντική συνάντηση κλεφτών και αρματωλών στου «Μαγεμένου», με την συμμετοχή του Κολοκοτρώνη, που υπηρετούσε στον αγγλικό στόλο, του κλέφτη Κατσαντώνη, του μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας) Ιγνατίου και πολλών γνωστών κλεφταρματολών της εποχής.

Η λύση της πολιορκίας

Στην άμυνα του νησιού συνέδραμαν και άλλοι Επτανήσιοι, καθώς ο κίνδυνος δεν στρεφόταν απλώς κατά του νησιού της Λευκάδας, αλλά εναντίον ολόκληρης της «Επτανήσου Πολιτείας». Μετά από παρασκηνιακές διπλωματικές διαβουλεύσεις, βέβαια, ο Αλή Πασάς έλυσε την πολιορκία τα ξημερώματα της 20ής Οκτωβρίου 1807 και οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους σε θαύμα της Φανερωμένης και του Αγίου Γερασίμου, που γιόρταζε την ημέρα εκείνη.



Η στάση των χωρικών κατά των Άγγλων (1819)

Το 1819 οι Λευκαδίτες χωρικοί, πιεσμένοι οικονομικά και κοινωνικά, αντέδρασαν στη βαριά φορολογία που επέβαλε η αγγλική διοίκηση του Ιονίου Κράτους, με αφορμή τη διάνοιξη της Διώρυγας και την κατασκευή νέου λιμανιού της Λευκάδας. Η φορολογία αφορούσε το λάδι, το κρασί, τα δημητριακά και τα όσπρια, τα ζώα, τα αλιευτικά σκάφη και τα εμπορικά πλοία, ενώ υπό τους προηγούμενους κατακτητές οι χωρικοί μας πλήρωναν μόνο το φόρο της δεκάτης. Θεωρούσαν μάλιστα ανεπιεικές να επωμισθεί μόνο το νησί της Λευκάδας (Αγ. Μαύρας) το κόστος κατασκευής αυτών των δημοσίων έργων, αφού θα βοηθούσε την οικονομία, τη ναυτιλία και το εμπόριο ολόκληρου του Ιονίου Κράτους.

Η εξέγερση ξεκίνησε από τους Σφακιώτες και το μοναστήρι της Επισκοπής στο Σπανοχώρι. Σύντομα συγκεντρώθηκαν έξω από την πόλη Λευκαδίτες απ’ όλα τα χωριά. Προκλήθηκαν συμπλοκές με τον αγγλικό στρατό και η κορυφαία μάχη δόθηκε στη θέση «Μπόζα» της διαδρομής προς Σφακιώτες (όπου ήδη ο Δήμος Σφακιωτών έχει ανεγείρει μνημείο), με αποτέλεσμα να σκοτωθούν περί τους 200 Άγγλους. Οι εξεγερμένοι οπισθοχώρησαν προς την Εξάνθεια και σύντομα διαλύθηκαν λόγω της έλλειψης πολεμοφοδίων και της άφιξης πολεμικών πλοίων από την Κέρκυρα.

Πολλοί πέρασαν στη γειτονική Στερεά, όπου και πολέμησαν αργότερα στον Αγώνα του 1821. Στους περισσότερους όμως χορηγήθηκε αμνηστία, εκτός από τους τέσσερις πρωτεργάτες της εξέγερσης, μεταξύ των οποίων ο ιερομόναχος Θεόκλητος Στραβοσκιάδης από την Απόλπαινα και ο παπα-Μελάς από τα Ασπρογερακάτα. Αυτοί απαγχονίσθηκαν και τα σώματά τους, αφού τα άλειψαν με πίσσα, οι Άγγλοι τα κρέμασαν στις εισόδους της Χώρας και στο σημερινό καρνάγιο, μέσα σε σιδερένια κλουβιά, «προς γνώση και συμμόρφωση» των υπολοίπων. Ακολούθησε αφοπλισμός του πληθυσμού.



Η Φιλική Εταιρία στη Λευκάδα

Από το 1817 – 1818 εμφανίζεται η Φιλική Εταιρία στο νησί. Μπορούν τώρα πλέον οι Λευκαδίτες να συμμετάσχουν ενεργά στην οργάνωση της Επανάστασης. Πρωτεργάτης ο τότε Εισαγγελέας Ιωάννης Ζαμπέλιος. Μυημένος από τον Ηπειρώτη γιατρό Ιωάννη Ζαπραλή και σε συνεργασία με τον επίσης Φιλικό Άγγελο Σούνδια προετοιμάζουν μυστικά την Φλόγα που θα δώσει την λευτεριά.

Η ορκωμοσία των Φιλικών στη Λευκάδα

Το 1820 λαμβάνουν επιστολή από την Τοπική Εφορεία της Κέρκυρας που έλεγε μεταξύ άλλων: «Αδελφοί, έφθασεν η ώρα! Η Ελληνική Επανάστασις μετ’ ου πολύ εκρήγνυται… Εκλέξατε εκ των Λευκαδίων όσους γνωρίζετε αγαπώντας την πατρίδα… και διορίσατε τα κατά τας διαφόρους τάξεις των μέλη της Φιλικής Εταιρείας… Κάμετε χρηματιστικήν τράπεζαν, καταθέσατε σεις οι πρώτοι δια παράδειγμα των λοιπών… ώστε να δύνασθε ν’ απαντήσετε τα έξοδα πάσης πολεμικής βοηθείας. Μετ’ ου πολύ, αρχομένου του 1821 και ίσως μετά την εορτήν των Επιφανίων θέλουν συνέλθει παρ’ ύμιν πολλοί καπεταναίοι της Στερεάς… με σκοπόν ν’ αποφασίσωσι το σχέδιον της Επαναστάσεως κατά τε την Στερεάν και την Πελοπόννησον και τας Νήσους… Όλα ταύτα προσέξατε να γίνουν με πάσαν εχεμύθειαν δια να μην υπονοήσει τι η της Επτανήσου διοίκησις….».

Έτσι κι έγινε. Την πρώτη εβδομάδα της Αποκριάς του 1821 ο ένας μετά τον άλλον καταφθάνουν στο νησί οπλαρχηγοί από άλλα μέρη της υπόδουλης ακόμη Ελλάδας. Ξεχωρίζουν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μακρής, ο Στουρνάρας, ο Κοντογιάννης, ο Μήτσας, ο Πανουργιάς, ο Ζαπραλής, ο Πολίτης, ο Αριστείδης Παππάς, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, γιος του προεστού της Μάνης, Πετρόμπεη. Αυτός προσποιόταν τον καρβουνιάρη. Γύριζε καθημερινά στο «Παζάρι» φωνάζοντας: «Πάρτε κάρβουνα για ν’ ανάψει η φωτιά», εννοώντας βέβαια: «Βοηθήστε όλοι για να φουντώσει η φλόγα της Επανάστασης».

Μέχρι να συγκεντρωθούν όλοι στο νησί, συνάζονταν οι ήδη αφιχθέντες στα διάφορα εξωκλήσια των περιχώρων της Αγιομαύρας καθώς και στο σπίτι του ίδιου του Ζαμπέλιου «όπου εξόχως εγίνετο το σχέδιον της Επαναστάσεως». Στο τέλος ενός από τα συμπόσια έστησαν μεγάλο χορό από την κορυφή της Αγοράς μέχρι την Πλατεία. Όλοι θαυμάζουν την λεβεντιά και την ευλυγισία των παλικαριών που έμελλαν να γίνουν ελευθερωτές της Ελλάδας.

Τελικά, συγκεντρώθηκαν όλοι την Κυριακή των Απόκρεω, 30 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο ή 11 Φεβρουαρίου με το νέο, και ώρα 11 το πρωί, στο σπίτι του Ζαμπέλιου (το προηγούμενο κτίριο της Φιλαρμονικής, απέναντι στον Άγιο Νικόλαο της πόλεως) με κάθε μυστικότητα. Εκεί, οι Πελοποννήσιοι απεσταλμένοι ανακοίνωσαν ότι στα μέρη τους η Επανάσταση θα ξεκινούσε την 25η του Μάρτη και προέτρεψαν και τους υπολοίπους να ξεσηκωθούν την ίδια ημέρα «για να ξεσηκωθεί έτσι η Ελλάδα την ίδια στιγμή, σαν ένας οπλιτής, πρώτα για να εξαπλωθεί η επαναστατική φλόγα παντού και να θορυβηθεί ο τύραννος και δεύτερον, για να μην μπορέσουν οι τουρκικές στρατιές να μεταβούν στην Πελοπόννησο από τον Ισθμό ή το Μακρυνόρος». Κατόπιν, ο Ανδρούτσος ανέλαβε την κατάληψη της Λιβαδειάς και οι Βαρνακιώτης, Τσόγκας και Καραϊσκάκης την επίθεση εναντίον των Τούρκων του Βραχωριού, του Μεσολογγιού και των Σαλώνων.

Μετά τις συμφωνίες αυτές κατευθύνθηκαν όλοι στο εκκλησάκι της Παναγίας της Βλαχέρνας, μέσα στον Κάμπο. Μαζί τους και οι Λευκαδίτες Φιλικοί. Ορκίσθηκαν πάνω στο Ιερό Ευαγγέλιο από τον Μ. Πρωτοπαπά και μετέςπειτα Μητροπολίτη Λευκάδος και Αγίας Μαύρας Ζαχαρία Μοντεσάντο, υποσχόμενοι να μείνουν πιστοί στον ιερό σκοπό. Γονατιστοί και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούν τον Θεό να σώσει την Ελλάδα που ξεσηκώνονταν και να στέψει με την θεία χάρη το έργο τους. Έτσι, η συνάντηση αυτή έγινε η πρώτη επίσημη πράξη της Επανάστασης του ’21 στην κυρίως Ελλάδα. Είναι ο ευαγγελισμός της νεκρανάστασης του σκλαβωμένου Γένους.



Γ. ΤΟ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ»

Αυτό το ιερό Ευαγγέλιο, που φυλάσσεται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ι. Μονής Φανερωμένης, είχαν την ευκαιρία κλήρος και λαός να προσκυνήσουμε παραμονή και ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού και φέτος (25-03-2011), τοποθετημένο στο κέντρο του εορτάζοντος Μητροπολιτικού Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Λευκάδος. Έχει κι αυτό τη δική του μικροϊστορία:

Το «Ευαγγέλιο των Φιλικών» προέρχεται από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου Λευκάδος. Φιλοτεχνήθηκε σε λευκαδίτικο εργαστήριο αργυροχροσοχοΐας τό 1805. Οικονομικά συνεισέφεραν ο «πρύτανης» Λευκάδος Δημήτριος Φοσκάρδης και ο ιστορικός μας Δημήτριος Πετριτσόπουλος. Το βιβλίο και το βελούδο αγόρασαν από τον Ιωάννη Κονιδάρη. Τη βιβλιοδεσία έκανε ο Γεώργιος Αλβανίτης και την αργυρή στάχωση του Ευαγγελίου φιλοτέχνησαν οι αδελφοί Αντώνιος καί Ἰωάννης Μπαρμπαρίγος (Σινιορίνης).

Διαβάζουμε σχετικά στα κατάστιχα της συναδελφότητας του Αγίου Αντωνίου:

- Στα έσοδα του 1805:

«10: σεπτεμβρίου ἀπό πρίτανη φυσκάρδη διά το εὐαγγέλιον Λ 50:

6: Δεκεμβρίου: ἀπό S. Δοτόρε πετριτζόπουλο διὰ ταὸ εὐαγγέλιον»



- Και στα έξοδα του ίδιου έτους:

2: μαρτίου 1805: διὰ ἔνα εὐαγγέλιον κενόριον ἀπὸ S. Ἰωαννη κονηδάρη εἰς βελοῦδο Λ 200:

τοῦ γιώργου ἀλβανίτη διά να δέση το εὐαγγ. κ΄ βάλη το βελοῦδο Λ 35:

10: αὐγούστου: ἐδώσαμεν τον ἀδελφον Ἀντωνίου κ΄ Ἰωάννου μπαρμπαρίγου διὰ ταὸ εὐαγγέλιον φατοῦρα κ΄ ἀσήμι γροσ. 220: στένουν Λ 2200:»



Δ. Η ΛΕΥΚΑΔΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

Η Λευκάδα συγκλονίστηκε απ’ το εγερτήριο σάλπισμα της Ελληνικής Επανάστασης. Πολλοί Λευκαδίτες έσπευσαν να λάβουν μέρος στον αγώνα των Ελλήνων για την Ελευθερία.

Τρεις υπήρξαν οι λόγοι που ώθησαν τους Λευκαδίτες στον στίβο του Αγώνα: 1) ο δικός τους πόθος για την ελευθερία σε συνδυασμό με το μίσος για τον ξένο Δυνάστη. Πρόσφατη ήταν άλλωστε η προ διετίας, 1819, εξέγερση των Λευκαδίων χωρικών εναντίον των Άγγλων.

2) η κοινή με τους υπόλοιπους Έλληνες εθνική συνείδηση, και

3) η φυσική γειτνίαση του νησιού με την Στερεά Ελλάδα όπως και η γεωφυσική διαμόρφωση του εδάφους του.



Οι Άγγλοι αντιδρούν, οι Λευκαδίτες αναχωρούν για την μάχη

Οι Άγγλοι, όπως είπαμε, πιστοί στην «αρχή της νομιμότητας» αρχικά, αντιτάχθηκαν στις κινήσεις των Λευκαδίων που συμπαθώς εκδηλώνονταν για τους υπόλοιπους Έλληνες. Απαγορεύθηκε η με κάθε τρόπο, συμμετοχή τους στην Επανάσταση. Επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος στα νησιά. Οι παραβάτες των απαγορεύσεων τιμωρούνται με δια παντός εξορισμό από τα νησιά, δήμευση κινητής και ακίνητης περιουσίας τους κ.α. Σε όλα αυτά αναφέρεται η παραπάνω πηγή.

Παρόλα αυτά, το ακατάβλητο εθνικό φρόνημα των Λευκαδίων τους ώθησε σε πράξεις ηρωικές. 853 Λευκαδίτες λαμβάνουν μέρος στον Αγώνα, ισοδυναμούν με το ¼ των ικανών προς οπλοφορία ανδρών του νησιού.

Με απόλυτη μυστικότητα κινήθηκαν οι Λευκάδιοι για χάρη των επαναστατημένων αδελφών τους. Αφηγείται ο Ιωάννης Ζαμπέλιος στα «Απομνημονεύματά» του:

«Πόσων οι γυναίκες, με το βρέφος στο δεξί χέρι και τον Σταυρό στο άλλο δεν πρόπεμψαν τους άνδρες τους ως «στου Μαγεμένου», όπου αφού φιλιόνταν αμοιβαία, αποχωρίζονταν δακρυσμένοι. Και έλεγαν οι άνδρες:

- Πηγαίνω για την πατρίδα, αγαπητή μου! Πηγαίνω και σε αφήνω, πιστή μου! Στον λαιμό σου κρεμώ τα παιδιά μας έως να επιστρέψω. Αν όχι, σμίγουμε πλέον επάνω…

Έφευγε πίσω η όμορφή του. Αυτός έπεφτε στην θάλασσα. Έφερε τα ρούχα στους ώμους του, έπαιρνε το όπλο του ως οδηγό στα κοιλώματα της θάλασσας και έφτανε στην αντίπερα της Λευκάδος ακτή, την «Λάμνια», σαν να βαφτιζόταν στην μεγάλη κολυμβύθρα του Θεού πριν να βαπτιστεί στο αίμα των τυράννων. Εκεί τρέχοντας με το σκουριασμένο όπλο του ενωνόταν στην μάχη με τους Λευκαδίους συμπολεμιστές του».



Οι Λευκαδίτες αγωνιστές

Λευκαδίτες αγωνίστηκαν παντού, σε ολόκληρη την εξεγερμένη Χώρα. Όλοι πολέμησαν σε δοξασμένα πεδία μαχών κατά την διάρκεια του Αγώνα: «στο Μανιάκι με τον Παπαφλέσσα, στο Πέτα με τον Νόρμα και τον Σανταρόζα, στο Δραγατσάνι με τους Ιερολοχίτες, στο Σκουλένι δίπλα στον Αθανάσιο Καρπενησιώτη, στο Μεσολόγγι με τους αθανάτους». Πολλοί ξεχώρισαν ως αρχηγοί ένοπλων τμημάτων: ο Θεοφύλακτος Ψιλιανός, ο Στυλιανός Πάκμωρ, ο Σπυρίδων Μεταξάς, ο Πέτρος Σικελιανός, ο στρατηγός Δημοτσέλιος από το Μεγανήσι, ο Απόστολος Σταύρακας – Πανάδας (κατά τον Ροντογιάννη, «ίσως η ηρωικότερη μορφή που έδωκε η Λευκάδα στον Αγώνα»), ο παπα – Γιάννης Σούνδιας, χιλίαρχος Μάρκος Γκίλλης και τέλος, ο γιατρός Πέτρος Στεφανίτσης, ο πρώτος που μαγείρεψε… σκύλο με λάδι για φαγητό στο Μεσολόγγι, όπως ο Κασομούλης μαρτυρεί, και για τον οποίο είπε ο Νότης Μπότσαρης: «Ιδού ο αξιώτερος όλων. Αυτός έκαμε όσα δεν εκάμαμε όλοι εμείς, επολέμα και ιάτρευε».



Ε. ΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΕΘΝΟΣ;

«Μαθαίνουμε» τις μέρες αυτές πως το Έθνος μας τότε γεννήθηκε, δεν προϋπήρχε ως διαχρονική πολιτισμική (όχι κατ’ ανάγκην βιολογική) συνέχεια κι ότι χώρεσε ίσως στα ασφυκτικά όρια του πρώτου Ελλαδικού κρατιδίου.

«Μαθαίνουμε» ακόμη πως οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν κοινοί πλιατσικολόγοι και εξεγέρθηκαν διότι... «πονούσε η τσέπη» τους.

«Μαθαίνουμε» πως αυτή η δράκα των ψυχωμένων Ρωμηών ήταν κάτι σαν «αντικείμενα» της Ιστορίας, όχι υποκείμενα δρώντα, δυναμικά, ζωντανά, ανυπότακτα, άφοβα και γενναία, αφού περίπου ό,τι πετύχαμε οφείλεται στην «καλή θέληση» των Δυνάμεων που ανέλαβαν την «προστασία» μας.

Η πηγή που παραθέσαμε, νομίζω, είναι αρκετά εύγλωττη:

-Αν οι Λευκαδίτες και οι λοιποί Επτανήσιοι αγωνιστές δεν είχαν κοινή εθνική συνείδηση με τους επαναστατημένους της απέναντι Στεριάς,

-Αν δεν είχαν ως κοινό σημείο αναφοράς και έγνοιας, ως πρόταγμα απέναντι και στη ζωή τους ακόμα, το όραμα της Ελευθερίας του Έθνους,

-Αν δε φλόγιζε την ψυχή τους ζήλος και τόλμη, ικανή να καταφρονέσει τις αντίξοες συνθήκες της διεθνούς διπλωματικής σκηνής,

Γιατί να δώσουν την ύπαρξή τους ολόκληρη σφάγιο αμώμητο στον ιερό βωμό της Ελευθερίας.



Οι σημερινοί, αν μή τι άλλο, ας σοβαρευτούμε...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...