Ιστορικές στιγμές θα ζήσει το τριήμερο Παρασκευή, Σαββάτο και Κυριακή, 27, 28 και 29 Μαΐου η περιοχή της Σμύρνης, υποδεχόμενη τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Κορυφαία στιγμή το απόγευμα του Σαββάτου 28 Μαΐου που ο Πατριάρχης θα χοροστατήσει 90 χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στον Εσπερινό που θα ψαλεί στον ιστορικό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αλάτσατα. Η γνωστή σε πάρα πολλούς καταγόμενους από τη Μικρασία Αλατσατιανή Παναγιά, έπαψε να λειτουργεί σαν τζαμί ανακηρύχθηκε επισήμως ως ιστορικό μνημείο της Τουρκίας, επισκευάσθηκε με γρήγορους ρυθμούς και αποκάλυψε κρυμμένα μυστικά.
Την ίδια μέρα (Σαββάτο 28 Μαΐου) ο Πατριάρχης θα χοροστατήσει σε Πατριαρχική θεία Λειτουργία στον αρχαιολογικό χώρο της Εφέσου, στον Ιουστινιάνειο Ναό του Ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, εκεί όπου κατά την παράδοση ο πιστός μαθητής του Χριστού ανελήφθη στους ουρανούς. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 29 Μαΐου στις 9.30 το πρωί θα τελεσθεί Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Ναό της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη.
Τον Πατριάρχη θα συνοδεύσει αντιπροσωπεία της Περιφέρειας βορείου Αιγαίου με επικεφαλής τον Περιφερειάρχη Νάσο Γιακαλή. Κατά την παραμονή τους στην περιοχή τα μέλη της αντιπροσωπίας της περιφέρειας βορείου Αιγαίου θα συναντηθούν με εκπροσώπους της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Σμύρνης.
Η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αλάτσατα χτίστηκε στη σημερινή της μορφή το 1833 μετά την πυρπόληση του προηγούμενου μικρού ναού το 1821. Φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από ντόπια άσπρη πέτρα θεωρείται σαν μη χαρακτηριστική εκκλησία της ύστερης περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έργο του Σμυρνιοτηνιακού μάστορα Στράτου Καλονάρη, ο οποίος εργάστηκε μαζί με το γιο του Μανόλη στις Κυκλάδες αλλά και στην περιοχή της Σμύρνης, χτίζοντας πολλούς ναούς (Παναγία της Τήνου, Παναγία η Ευαγγελίστρια στην Τσεσμέ, Παναγιά της Κάτω Παναγιάς, Παναγιά στα Βουρλά και άλλες).
Το μαρμάρινο τέμπλο του ναού είναι από τα ωραιότερα στο είδος του σε ρυθμό νεοκλασικό, φιλοτεχνήθηκε σε τηνιακό μάρμαρο το διάστημα 1873 - 1874 από τον Τηνιακό μαρμαρά Ιωάννη Χαλαπά, πατέρα του περίφημου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και στοίχισε 750 χρυσές λίρες. Ας σημειωθεί ότι οι Χαλεπάδες είχαν δουλέψει σε πολλές εκκλησίες της Ιωνίας αλλά και στην Αιολίδα όπου είχαν ανακατασκευάσει το τέμπλο της ιστορικής εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων της Περγάμου.
Όμως το μόνο άρτια σωζόμενο έργο τους στη Μικρά Ασία είναι το τέμπλο της Αλατσατιανής Παναγιάς. Της ίδιας περιόδου έργο των Χαλεπάδων είναι το τέμπλο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας στα Πάμφυλα της Λέσβου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ναού, αυτός χτίστηκε μόλις μέσα σε έναν χρόνο, το 1833, υπό την επιτροπεία των Χατζή Τζανή Ντιλμπόη, Χατζή Δημήτρη Σπανούδη και Χατζή Δημήτρη Μιχαήλου. Οι δαπάνες καλύφθηκαν από τον «κοινό» λαό των Αλατσάτων ενώ ο «θεοφιλέστατος» επίσκοπος Κρήνης Μακάριος έδωσε τις ευχές του. Τέλος το σουλτανικό φιρμάνι για την ανέγερση του ναού πέτυχε ο καπετάνιος από τον Τσεσμέ Νικολής Λιάς ή Ηλιάδης ή Τουρκολιάς λόγω των καλών του σχέσεων με υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους.
Ωραίες Αλατσατιανές παραδόσεις σχετικές με το κτίσιμο του ναού διασώθηκαν μέχρι από γριές Αλατσατιανές της Νέας Ερυθραίας και καταγράφηκαν από το φιλόλογο Θοδωρή Κοντάρα. «Τις κολόνες του ναού, έλεγε η Ευανθία Τζανή, τις ηύρανε στον πάτο της θάλασσας, πολύ μακριά από τα Αλάτσατα, κοντά στα Ντεμερτζιλιά, και τις έβγαλαν νησιώτες βουτηχτάδες. Ήταν πανάλαφρες σαν μπαμπάκι, γιατί βοηθούσε η Παναγιά στην ανέλκυση και τη μεταφορά τους. Επίσης άλλα μάρμαρα έφεραν από τις αρχαιότητες του Λυθριού και τα μουλάρια, πήγαιναν μοναχά τους στον τόπο για το φόρτωμα, χωρίς ν'Α αγκομαχούνε με το βαρύτατο φορτίο τους». Η ίδια περιέγραφε με θαυμαστό τρόπο πώς ο Τουρκολιάς έκοψε τα κοντά σκοινιά με τη σουλτανική βούλα, που του είχαν δώσει ως δείγμα των διαστάσεων του ναού, και τα μάτισε με άλλα μακρύτερα σκοινιά, χωρίς να επηρεάσει τις σουλτανικές σφραγίδες. Έτσι μεγάλωσε κατά πολύ τις διαστάσεις του ναού. «Ολάκερο φέσι γιομάτο χρουσές λίρες και μαλαματικά» έστειλαν οι Αλατσατιανοί στην Ιταλία, για να τα χύσουν οι μαστόροι μέσα στο μέταλλο της καμπάνας που παρήγγειλαν για την Παναγιά, για να ΅ναι γλυκόλαλη και ν'Α ακούγεται ίσαμε την Αγριλιά, το Ρεΐσντερέ και τα Λίτζια κι ακόμα μακρύτερα, σαν χτυπά» είχε πει στον κ. Θοδωρή Κοντάρα η Κλεονίκη Τζοανάκη.
Ο ναός έχει το σχέδιο τρίκλιτης βασιλικής μεγάλων διαστάσεων, με υπερυψωμένο το κεντρικό τμήμα της στέγης και πολλά παράθυρα. Δυο σειρές από έξι μαρμάρινες μονοκόμματες κολόνες χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη. Το κεντρικό είναι διπλάσιο σχεδόν από τα άλλα. Στα δυτικά, τρεις μεγάλες θύρες (μία σε κάθε κλίτος) οδηγούν στον κυρίως ναό. Περιβάλλεται από ένα περίστωο με γυναικωνίτη που στηρίζουν εξωτερικά 10 μαρμάρινες κολόνες.
Επί σχεδόν 90 χρόνια λειτούργησε ως το εκκλησιαστικό, κοινοτικό και εθνικό κέντρο της πόλης. Στο πανηγύρι της Μεσοσπορίτισσας, στις 21 Νοεμβρίου κάθε χρόνο έσπευδαν χιλιάδες προσκυνητές από ολόκληρη την Ερυθραία, τη Χίο και από τα χωριά της Σμύρνης ακόμη.
Το Σεπτέμβριο του 1922 ο ναός εγκαταλείφθηκε για να χρησιμοποιηθεί ξανά από τους νέους κατοίκους των Αλάτσατων, Τούρκους ανταλλαγέντες στη βάση της Συνθήκης της Λοζάννης από την Κρήτη, την Ανατολική Μακεδονία και τη Βοσνία που μετέτρεψαν το 1938 την εκκλησία των Εισοδίων σε τζαμί. Ας σημειωθεί ότι κατεδάφισαν όλα τα κοινοτικά κτίρια που υπήρχαν ολόγυρα στον περίβολο (καμπαναριό, δημογεροντία, επιτροπείο, Σχολή Αλατσάτων κ. ά.) και δημιούργησαν στο δυτικό περίστωο πολλά μικρά καταστήματα, που με τα νοίκια τους συντηρούσαν το τζαμί. Επίσης μετέφεραν την κεντρική είσοδο στο βόρειο τοίχο του ναού και το 1953 προσέθεσαν στη βορειοδυτική γωνία του ναού ένα μιναρέ. Τα άσπρα και μαύρα βότσαλα της δυτικής αυλής, με τα υπέροχα γεωμετρικά σχήματα και το δικέφαλο αετό (έργα νησιωτών μαστόρων το 1833-1838), διατηρήθηκαν σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαν φθαρεί επικίνδυνα.
Αλλαγές υπέστη ο ναός και στο εσωτερικό του. Το ιερό έγινε αποθήκη. Πολλές φορητές εικόνες καταστράφηκαν ενώ όσες υπήρχαν στο μαρμάρινο τέμπλο καλύφθηκαν βάφτηκαν κόκκινα και πράσινα. Με πράσινες και γκρίζες λαδομπογιές βάφτηκαν και τα μεγάλα μαρμάρινα εικονοστάσια και οι κίονες του κυρίως ναού ενώ καταστράφηκαν γλυπτές μορφές αγγέλων και ασβεστώθηκαν χριστιανικά σύμβολα. Στο νότιο τοίχο του ναού δημιουργήθηκε τέλος το μιχράμπ (το μουσουλμανικό «ιερό»), με κατεύθυνση προς τη Μέκκα.
Σήμερα τα Αλάτσατα είναι μια από τις πιο τουριστικές πόλεις της Μικρασιατικής Ιωνίας. Το τζαμί της Παναγιάς της Αλατσατιανής δε δεχόταν πια πολλούς μουσουλμάνους για προσευχή οπότε και για λόγους τουριστικής προβολής η κυβέρνηση ανακήρυξε ιστορικό μνημείο το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του κτιρίου. Το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού, σε συνεργασία με το δήμο Αλατσάτων, με πολλούς ειδικούς αρχαιολόγους, συντηρητές κ.ά. των Πανεπιστημίων της Σμύρνης και αρμοδίων υπηρεσιών του υπουργείου έφεραν τις εργασίες σε πέρας και ομολογουμένως με επιτυχία.
Κατά τις εργασίες απομακρύνθηκαν όλα τα μαγαζιά και οι ψευτοκατασκευές που τα εξυπηρετούσαν. Αναδείχθηκε όλη η δυτική πλευρά του ναού στην αρχική της κατάσταση. Αποκαλύφθηκαν σχεδόν όλες οι εικόνες στο ανώτερο τμήμα του τέμπλου. Νεοαναγεννησιακής τεχνοτροπίας, έργα του διάσημου Καλύμνιου αγιογράφου Σακελλάρη Μαγκλή, ο οποίος αγιογράφησε πολλές εκκλησίες της Δυτικής Ερυθραίας και των νησιών.
Όπως λέει ο κ. Θοδωρής Κοντάρας, από τις 69 ενοριακές εκκλησίες και τα 254 παρεκκλήσια που υπήρχαν ως το 1922 στην Ιωνική Ερυθραία, σήμερα σώζονται πέντε όλες κι όλες. Ο 'Αγιος Χαράλαμπος στον Τσεσμέ που λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο, η Παναγιά η Γουρνά στην Αγία Παρασκευή κι ο Αι Γιώργης στον Γκιούλμπαξε που λειτουργούν ως τζαμιά, ο Αι Γιώργης ο Αρφανός στα Βουρλά που λειτουργεί ως αποθήκη και η Αλατσατιανή Παναγιά, που είχε την τύχη να ξαναλειτουργήσει.
Τον Πατριάρχη θα συνοδεύσει αντιπροσωπεία της Περιφέρειας βορείου Αιγαίου με επικεφαλής τον Περιφερειάρχη Νάσο Γιακαλή. Κατά την παραμονή τους στην περιοχή τα μέλη της αντιπροσωπίας της περιφέρειας βορείου Αιγαίου θα συναντηθούν με εκπροσώπους της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Σμύρνης.
Η εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Αλάτσατα χτίστηκε στη σημερινή της μορφή το 1833 μετά την πυρπόληση του προηγούμενου μικρού ναού το 1821. Φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από ντόπια άσπρη πέτρα θεωρείται σαν μη χαρακτηριστική εκκλησία της ύστερης περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έργο του Σμυρνιοτηνιακού μάστορα Στράτου Καλονάρη, ο οποίος εργάστηκε μαζί με το γιο του Μανόλη στις Κυκλάδες αλλά και στην περιοχή της Σμύρνης, χτίζοντας πολλούς ναούς (Παναγία της Τήνου, Παναγία η Ευαγγελίστρια στην Τσεσμέ, Παναγιά της Κάτω Παναγιάς, Παναγιά στα Βουρλά και άλλες).
Το μαρμάρινο τέμπλο του ναού είναι από τα ωραιότερα στο είδος του σε ρυθμό νεοκλασικό, φιλοτεχνήθηκε σε τηνιακό μάρμαρο το διάστημα 1873 - 1874 από τον Τηνιακό μαρμαρά Ιωάννη Χαλαπά, πατέρα του περίφημου γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και στοίχισε 750 χρυσές λίρες. Ας σημειωθεί ότι οι Χαλεπάδες είχαν δουλέψει σε πολλές εκκλησίες της Ιωνίας αλλά και στην Αιολίδα όπου είχαν ανακατασκευάσει το τέμπλο της ιστορικής εκκλησίας των Αγίων Θεοδώρων της Περγάμου.
Όμως το μόνο άρτια σωζόμενο έργο τους στη Μικρά Ασία είναι το τέμπλο της Αλατσατιανής Παναγιάς. Της ίδιας περιόδου έργο των Χαλεπάδων είναι το τέμπλο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας στα Πάμφυλα της Λέσβου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του ναού, αυτός χτίστηκε μόλις μέσα σε έναν χρόνο, το 1833, υπό την επιτροπεία των Χατζή Τζανή Ντιλμπόη, Χατζή Δημήτρη Σπανούδη και Χατζή Δημήτρη Μιχαήλου. Οι δαπάνες καλύφθηκαν από τον «κοινό» λαό των Αλατσάτων ενώ ο «θεοφιλέστατος» επίσκοπος Κρήνης Μακάριος έδωσε τις ευχές του. Τέλος το σουλτανικό φιρμάνι για την ανέγερση του ναού πέτυχε ο καπετάνιος από τον Τσεσμέ Νικολής Λιάς ή Ηλιάδης ή Τουρκολιάς λόγω των καλών του σχέσεων με υψηλόβαθμους Τούρκους αξιωματούχους.
Ωραίες Αλατσατιανές παραδόσεις σχετικές με το κτίσιμο του ναού διασώθηκαν μέχρι από γριές Αλατσατιανές της Νέας Ερυθραίας και καταγράφηκαν από το φιλόλογο Θοδωρή Κοντάρα. «Τις κολόνες του ναού, έλεγε η Ευανθία Τζανή, τις ηύρανε στον πάτο της θάλασσας, πολύ μακριά από τα Αλάτσατα, κοντά στα Ντεμερτζιλιά, και τις έβγαλαν νησιώτες βουτηχτάδες. Ήταν πανάλαφρες σαν μπαμπάκι, γιατί βοηθούσε η Παναγιά στην ανέλκυση και τη μεταφορά τους. Επίσης άλλα μάρμαρα έφεραν από τις αρχαιότητες του Λυθριού και τα μουλάρια, πήγαιναν μοναχά τους στον τόπο για το φόρτωμα, χωρίς ν'Α αγκομαχούνε με το βαρύτατο φορτίο τους». Η ίδια περιέγραφε με θαυμαστό τρόπο πώς ο Τουρκολιάς έκοψε τα κοντά σκοινιά με τη σουλτανική βούλα, που του είχαν δώσει ως δείγμα των διαστάσεων του ναού, και τα μάτισε με άλλα μακρύτερα σκοινιά, χωρίς να επηρεάσει τις σουλτανικές σφραγίδες. Έτσι μεγάλωσε κατά πολύ τις διαστάσεις του ναού. «Ολάκερο φέσι γιομάτο χρουσές λίρες και μαλαματικά» έστειλαν οι Αλατσατιανοί στην Ιταλία, για να τα χύσουν οι μαστόροι μέσα στο μέταλλο της καμπάνας που παρήγγειλαν για την Παναγιά, για να ΅ναι γλυκόλαλη και ν'Α ακούγεται ίσαμε την Αγριλιά, το Ρεΐσντερέ και τα Λίτζια κι ακόμα μακρύτερα, σαν χτυπά» είχε πει στον κ. Θοδωρή Κοντάρα η Κλεονίκη Τζοανάκη.
Ο ναός έχει το σχέδιο τρίκλιτης βασιλικής μεγάλων διαστάσεων, με υπερυψωμένο το κεντρικό τμήμα της στέγης και πολλά παράθυρα. Δυο σειρές από έξι μαρμάρινες μονοκόμματες κολόνες χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη. Το κεντρικό είναι διπλάσιο σχεδόν από τα άλλα. Στα δυτικά, τρεις μεγάλες θύρες (μία σε κάθε κλίτος) οδηγούν στον κυρίως ναό. Περιβάλλεται από ένα περίστωο με γυναικωνίτη που στηρίζουν εξωτερικά 10 μαρμάρινες κολόνες.
Επί σχεδόν 90 χρόνια λειτούργησε ως το εκκλησιαστικό, κοινοτικό και εθνικό κέντρο της πόλης. Στο πανηγύρι της Μεσοσπορίτισσας, στις 21 Νοεμβρίου κάθε χρόνο έσπευδαν χιλιάδες προσκυνητές από ολόκληρη την Ερυθραία, τη Χίο και από τα χωριά της Σμύρνης ακόμη.
Το Σεπτέμβριο του 1922 ο ναός εγκαταλείφθηκε για να χρησιμοποιηθεί ξανά από τους νέους κατοίκους των Αλάτσατων, Τούρκους ανταλλαγέντες στη βάση της Συνθήκης της Λοζάννης από την Κρήτη, την Ανατολική Μακεδονία και τη Βοσνία που μετέτρεψαν το 1938 την εκκλησία των Εισοδίων σε τζαμί. Ας σημειωθεί ότι κατεδάφισαν όλα τα κοινοτικά κτίρια που υπήρχαν ολόγυρα στον περίβολο (καμπαναριό, δημογεροντία, επιτροπείο, Σχολή Αλατσάτων κ. ά.) και δημιούργησαν στο δυτικό περίστωο πολλά μικρά καταστήματα, που με τα νοίκια τους συντηρούσαν το τζαμί. Επίσης μετέφεραν την κεντρική είσοδο στο βόρειο τοίχο του ναού και το 1953 προσέθεσαν στη βορειοδυτική γωνία του ναού ένα μιναρέ. Τα άσπρα και μαύρα βότσαλα της δυτικής αυλής, με τα υπέροχα γεωμετρικά σχήματα και το δικέφαλο αετό (έργα νησιωτών μαστόρων το 1833-1838), διατηρήθηκαν σε αρκετά καλή κατάσταση, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαν φθαρεί επικίνδυνα.
Αλλαγές υπέστη ο ναός και στο εσωτερικό του. Το ιερό έγινε αποθήκη. Πολλές φορητές εικόνες καταστράφηκαν ενώ όσες υπήρχαν στο μαρμάρινο τέμπλο καλύφθηκαν βάφτηκαν κόκκινα και πράσινα. Με πράσινες και γκρίζες λαδομπογιές βάφτηκαν και τα μεγάλα μαρμάρινα εικονοστάσια και οι κίονες του κυρίως ναού ενώ καταστράφηκαν γλυπτές μορφές αγγέλων και ασβεστώθηκαν χριστιανικά σύμβολα. Στο νότιο τοίχο του ναού δημιουργήθηκε τέλος το μιχράμπ (το μουσουλμανικό «ιερό»), με κατεύθυνση προς τη Μέκκα.
Σήμερα τα Αλάτσατα είναι μια από τις πιο τουριστικές πόλεις της Μικρασιατικής Ιωνίας. Το τζαμί της Παναγιάς της Αλατσατιανής δε δεχόταν πια πολλούς μουσουλμάνους για προσευχή οπότε και για λόγους τουριστικής προβολής η κυβέρνηση ανακήρυξε ιστορικό μνημείο το ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του κτιρίου. Το τουρκικό υπουργείο Πολιτισμού, σε συνεργασία με το δήμο Αλατσάτων, με πολλούς ειδικούς αρχαιολόγους, συντηρητές κ.ά. των Πανεπιστημίων της Σμύρνης και αρμοδίων υπηρεσιών του υπουργείου έφεραν τις εργασίες σε πέρας και ομολογουμένως με επιτυχία.
Κατά τις εργασίες απομακρύνθηκαν όλα τα μαγαζιά και οι ψευτοκατασκευές που τα εξυπηρετούσαν. Αναδείχθηκε όλη η δυτική πλευρά του ναού στην αρχική της κατάσταση. Αποκαλύφθηκαν σχεδόν όλες οι εικόνες στο ανώτερο τμήμα του τέμπλου. Νεοαναγεννησιακής τεχνοτροπίας, έργα του διάσημου Καλύμνιου αγιογράφου Σακελλάρη Μαγκλή, ο οποίος αγιογράφησε πολλές εκκλησίες της Δυτικής Ερυθραίας και των νησιών.
Όπως λέει ο κ. Θοδωρής Κοντάρας, από τις 69 ενοριακές εκκλησίες και τα 254 παρεκκλήσια που υπήρχαν ως το 1922 στην Ιωνική Ερυθραία, σήμερα σώζονται πέντε όλες κι όλες. Ο 'Αγιος Χαράλαμπος στον Τσεσμέ που λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο, η Παναγιά η Γουρνά στην Αγία Παρασκευή κι ο Αι Γιώργης στον Γκιούλμπαξε που λειτουργούν ως τζαμιά, ο Αι Γιώργης ο Αρφανός στα Βουρλά που λειτουργεί ως αποθήκη και η Αλατσατιανή Παναγιά, που είχε την τύχη να ξαναλειτουργήσει.
Σύλλογος Αλατσατιανών «τα Εισόδια της Θεοτόκου»,
Φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας