του π. Θωμά Ανδρέου, Ιεροκήρυκος Ι. Μητρ.ς Ελευθερουπόλεως / amen.gr
‘’Τω αγγέλω της εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον• τάδε λέγει ο πρώτος και ο έσχατος, ος εγένετο νεκρός και έζησεν• οίδά σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν• αλλά πλούσιος ει …μηδέν φοβού α μέλλεις παθείν. ιδού δη μέλλει βαλείν ο διάβολος
εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής...’’ (1).
εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημέρας δέκα. γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής...’’ (1).
Σεπτέμβριος 1922… Σμύρνη.
Η κορωνίδα των πόλεων της Ιωνίας, βρίσκεται σε μεγάλη αναταραχή… Φήμες ψιθυρίζονται ένα γύρω… Αντάρα και χαλασμός και το δρεπάνι του θανάτου χλωμό και θλιβερό σαν τον ίδιο, να καταφτάνει σαν απόμακρη βροντή ξεσηκώνοντας ατέλειωτο θρήνο στο πέρασμα του… Πάνε τα Βουρλά! Με τους θεριακλήδες Βουρλιώτες που πέσαν στη μάχη ,σαν τους τριακόσιους του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Ποιους ; Τους Βουρλιώτες που χορεύαν και ξεσηκώναν την γη με τους χορούς και τα τραγούδια τους, ανάθεμα στον πόλεμο και σ’ ότι κουβαλά μαζί του…
Στο λιμάνι της Σμύρνης ,πάψαν να ακούγονται τα μελαγχολικά ανατολίτικα τραγούδια από τους καφενέδες της , η προκυμαία βουβάθηκε και αυτή θαρρείς ,προσμένοντας μαζί με τους Σμυρνιούς την τύχη που ακολουθούσε… Που τα τραγούδια που ακούγονταν και χαλούσε ο κόσμος από τους αμανέδες που όποιος τους άκουγε ,καθόταν σαν το λαγό που πέφτουν φώτα πάνω του και τον θαμπώνουν ,να τους ακούει και να πεταρίζει η καρδιά του από αγαλλίαση και χαρά. Μέρες τώρα στα σοκάκια ,από τον Τσεσμέ και το Μπουρνόβα μέχρι και σ όλη την αγιασμένη πόλη, ακούγονταν φήμες ανατριχιαστικές! Μπαίνουν και σφάζουν και στο πέρασμα τους, ούτε πουλί πετούμενο δεν μένει και το χορτάρι ακόμα το ξεριζώνουν από την γης ,μην μείνει θαρρείς φύτρα και ξαναφυτρώσει.
Μπουλούκια, μπουλούκια κατεβαίναν ο κόσμος αλαλιασμένος στο μεγάλο λιμάνι… Το λιμάνι απ’ όπου έπαιρναν τα καπνά και την σταφίδα απ όλη την Ανατολή και την μοσχοπουλούσαν στα πέρατα της οικουμένης , τώρα δέχουνταν κόσμο απ’ όλες τις μεριές που προσπαθούσε να φύγει και να σωθεί, μια βάρκα ένα τρεχαντήρι κάτι να φύγουν από που; Από τα ματωμένα χώματα που τους γέννησαν και τους μεγάλωσαν και να πάνε που ; Σε ξένη Πατρίδα να τους προγκίζουν και να τους λένε προ- σφίγγες …. !
Κάποιος βρέθηκε να φωνάξει ένα όνομα ,που καλύτερα να είχε πει το όνομα του θανάτου, αν ο θάνατος ονοματίζεται, παρά το δικό του : Νουρεντίν Πασάς …! Αμάν καήκαμε ,λέγανε οι άντρες μεταξύ τους και οι γριές ακούγοντας τ όνομα αυτό και κουφές να τανε κάμανε το σταυρό τους. Τονε ξέρανε από παλιά το Νουρεντίν . Ορκισμένος εχθρός του Δεσπότη ήτανε, γιατί εκείνος είχε κάνει χαρτιά στο Διβάνι να τονε διώξει από την Σμύρνη. Και τώρα ερχότανε ζωσμένος με ακονισμένα μαχαίρια να τονε χαλάσει… Πήγαν και τα είπαν τα μαντάτα στον Άγιο Δεσπότη τους τον Χρυσόστομο. Του πρότειναν να φύγει… μάταια όμως! Σήκωσε τα γαλανά του μάτια ,που όταν σε κοίταζαν νόμιζες πως το βλέμμα του έμπαινε μέσα στο μεδούλι σου, κοίταξε το Σταυρωμένο Χριστό και πάνω στο Σταυρό του Λυτρωτή, είδε θαρρείς σταυρωμένη την Σμύρνη και όλη τη Μικρασία… ‘’Και νυν μεγαλυνθήσεται Χριστός εν τω σώματί μου είτε δια ζωής είτε δια θανάτου. Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος…’’ (2) ,ψιθύρισε με φωνή ξέπνοη που πάγωσε όλους όσους τον άκουσαν και τονε λατρεύαν πραγματικά… Αυτός ο Δεσπότης ! Λεβέντης, άνθρωπος, άνθρωπος αγάπης, που παιρνε το ψωμί και το έκοβε στα δυο και το μοίραζε και στους Χριστιανούς και στους μουσουλμάνους. Τι δεν του είπαν να τονε πείσουνε να φύγει… Τίποτα ! Ο Δεσπότης είπε και τέλειωσε ! Θα έμενε εκεί. Δεν εγκατέλειπε το λαό του στην δύσκολη τούτη ώρα !
Στην προκυμαία,οι προσευχές μαζί με το θρήνο ανακατεμένες φτάνουν μακριά . Ξάφνου βλέπουν έναν να ξεγλιστρά μέσα από το πλήθος με την συνοδεία του να μπει στο καράβι να φύγει, να σώσει το τομάρι του… ήταν ο Στεργιάδης, Ύπατος Αρμοστής στην Σμύρνη, ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στην Ιωνία… Έφευγε να σωθεί και μαζί του ,στο καράβι που τονε πήρε ,πήρε και τ’ αναθέματα και τις κατάρες των μελλοθανάτων που βλέπαν πλέον την τύχη τους ξεκάθαρη να καταφτάνει…
Στη Μητρόπολη, ο Δεσπότης, χλωμός και κουρασμένος, στέκουνταν όρθιος μπροστά στο γραφείο του. Ξάφνου χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο κλητήρας του μέσα, ο Θωμάς ο Βούλτσος : ’’ Σεβασμιώτατε, σας ζητούν στο Διοικητήριο’’ του είπε, και ο Δεσπότης κατάλαβε. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις, φόρεσε το επανοκαλύμαυκο , πήρε και το δεσποτικό του μπαστούνι και κίνησε για το διοικητήριο. Κάτω τον περίμενε ένα αμάξι, μέσα ο Κλιμάνογλου και ο Τσουρουκτζόγλου ,οι δυο σεβάσμιοι Δημογέροντες της Σμύρνης. Φτάσαν στο Διοικητήριο και αμέσως τους οδήγησαν στον Νουρεντίν. Εκείνος ,μόλις είδε το Δεσπότη μπροστά του άφρισε! Δαιμονίστηκε, πετούσε τα σάλια του από το στόμα, που βγαζε αφρούς.
-‘’ Εσύ, του λέει, νόμιζες πως θα τα έβανες μαζί μου ε; Τώρα θα δεις τι σε περιμένει… ‘’ και γυρνώντας στο φρουρό άφησε κραυγή να φύγει από τα στήθη του: ‘’ Στον όχλο! Παραδώστε τον αμέσως στον όχλο..! ‘’
Από κάτω, περιμέναν συγκεντρωμένοι διάφοροι, ανάμεσα τους και γυναικόπαιδα, που σαν τα πεινασμένα σκυλιά, περιμέναν την τροφή τους από τα ματωμένα χέρια του Νουρεντίν Πασά! Μόλις οι φρουροί πλησιάσαν το Δεσπότη κοντά τους…. Πολλοί από δαύτους, είχαν φάει ψωμί από τα χέρια του και τώρα, με τα χέρια που παίρναν το ψωμί, με αυτά τα χέρια κινήσαν να τονε κομματιάζουν… Του ξερίζωσαν τα γένια, του βγάλαν τα μάτια με το μαχαίρι, κιόσο τονε βλέπαν ατάραχο μες τα αίματα να σηκώνει τα χέρια και να τους βλογάει τόσο λυσσούσαν περισσότερο. Όποιος προλάβαινε… μέχρι και τα ξυπόλυτα μικρά παιδιά, που μπήκανε και αυτά σε τούτο το πανηγύρι του θανάτου για να χορέψουν!
Τον οδηγήσαν στα σοκάκια της Σμύρνης… Την ώρα εκείνη, ο Δεσπότης με όση δύναμη του είχε απομείνει, σκεπτόταν τα χρόνια της νιότης του, όταν φεύγοντας από την Δράμα ,νέος νεότατος , έστελνε γράμματα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ, να μην τον μεταθέσει σε καμιά Μητρόπολη χωρίς προβλήματα, ‘’σε καναν ορνιθώνα της Ανατολής’’ όπως ο ίδιος του έγραφε : “Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν, καθηλούμενος και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ’ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην”…
Θυμάται, τις ημέρες του στον Θρόνο της εν Σμύρνη Εκκλησίας και με τα βγαλμένα μάτια του από το μαχαίρι, βλέπει με τα μάτια της ψυχής του την πύλη τ' ουρανού να τον προσμένει και στο μέσον Της τους δυο Αγίους μάρτυρες Προκατόχους Του, τον Πολύκαρπο και τον Βουκόλο να τον καρτερούν….
Βαδίζει την οδό του μαρτυρίου του αγόγγυστα… Δεν βλέπει και δεν ακούει πλέον τι συμβαίνει γύρω του… Τρέμει το χέρι μου, να συνεχίσω… Δεν μπορώ…. Θα αφήσω τούτο το μνημούρι στην Δόξα του Αγίου Εθνομάρτυρα, να το κλείσει κάποιος άλλος. Γράφοντας τούτα, έβλεπα και εγώ μαζί σου τον θάνατο ενός Αγίου! Αφήνω έναν διαπρεπή Ακαδημαϊκό τον Γ. Μυλωνά, ο οποίος το 1982, στην Ακαδημία των Αθηνών, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Χρυσοστόμου Σμύρνης :
-‘’ Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ, βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
-«Είσαι δάσκαλος» με ρωτά.
-"Αυτήν την τιμή είχα" του απαντώ.
-"Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;"
-"Ναι", του λέγω. "Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ".
- "Ελάτε μαζί μου έξω", λέγω στους συντρόφους μου. "Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος". Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: "Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος". Και συνέχισε "Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του 'βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά ,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;"
- "Ναι ξέρω" του απήντησα. "Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι".
- "Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σας χάρισα τη ζωή ". "Και που τον έθαψαν;" ρώτησαμε αγωνία. "Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί"….»(3)
Τέτοιες μέρες, ήτανε ,Σεπτέμβριος του 1922, όταν ο Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας, άφηνε την τελευταία του αναπνοή, εκεί, στην δική του Σμύρνη, συνοδεύοντας στον ουρανό το ποίμνιο του που σαν τα πρόβατα παραδόθηκαν στην σφαγή. Ας φώναζαν οι δήμιοι του, ας κράδαιναν τα μαχαίρια τους, ας τονε βλαστημούσαν! Εκείνος, ο λεοντόκαρδος Ιεράρχης μια μόνο φωνή άκουγε πέφτοντας νεκρός στα ματωμένα χώματα της Σμύρνης, της δικής του Σμύρνης: ‘’γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής…’’
Στο λιμάνι της Σμύρνης ,πάψαν να ακούγονται τα μελαγχολικά ανατολίτικα τραγούδια από τους καφενέδες της , η προκυμαία βουβάθηκε και αυτή θαρρείς ,προσμένοντας μαζί με τους Σμυρνιούς την τύχη που ακολουθούσε… Που τα τραγούδια που ακούγονταν και χαλούσε ο κόσμος από τους αμανέδες που όποιος τους άκουγε ,καθόταν σαν το λαγό που πέφτουν φώτα πάνω του και τον θαμπώνουν ,να τους ακούει και να πεταρίζει η καρδιά του από αγαλλίαση και χαρά. Μέρες τώρα στα σοκάκια ,από τον Τσεσμέ και το Μπουρνόβα μέχρι και σ όλη την αγιασμένη πόλη, ακούγονταν φήμες ανατριχιαστικές! Μπαίνουν και σφάζουν και στο πέρασμα τους, ούτε πουλί πετούμενο δεν μένει και το χορτάρι ακόμα το ξεριζώνουν από την γης ,μην μείνει θαρρείς φύτρα και ξαναφυτρώσει.
Μπουλούκια, μπουλούκια κατεβαίναν ο κόσμος αλαλιασμένος στο μεγάλο λιμάνι… Το λιμάνι απ’ όπου έπαιρναν τα καπνά και την σταφίδα απ όλη την Ανατολή και την μοσχοπουλούσαν στα πέρατα της οικουμένης , τώρα δέχουνταν κόσμο απ’ όλες τις μεριές που προσπαθούσε να φύγει και να σωθεί, μια βάρκα ένα τρεχαντήρι κάτι να φύγουν από που; Από τα ματωμένα χώματα που τους γέννησαν και τους μεγάλωσαν και να πάνε που ; Σε ξένη Πατρίδα να τους προγκίζουν και να τους λένε προ- σφίγγες …. !
Κάποιος βρέθηκε να φωνάξει ένα όνομα ,που καλύτερα να είχε πει το όνομα του θανάτου, αν ο θάνατος ονοματίζεται, παρά το δικό του : Νουρεντίν Πασάς …! Αμάν καήκαμε ,λέγανε οι άντρες μεταξύ τους και οι γριές ακούγοντας τ όνομα αυτό και κουφές να τανε κάμανε το σταυρό τους. Τονε ξέρανε από παλιά το Νουρεντίν . Ορκισμένος εχθρός του Δεσπότη ήτανε, γιατί εκείνος είχε κάνει χαρτιά στο Διβάνι να τονε διώξει από την Σμύρνη. Και τώρα ερχότανε ζωσμένος με ακονισμένα μαχαίρια να τονε χαλάσει… Πήγαν και τα είπαν τα μαντάτα στον Άγιο Δεσπότη τους τον Χρυσόστομο. Του πρότειναν να φύγει… μάταια όμως! Σήκωσε τα γαλανά του μάτια ,που όταν σε κοίταζαν νόμιζες πως το βλέμμα του έμπαινε μέσα στο μεδούλι σου, κοίταξε το Σταυρωμένο Χριστό και πάνω στο Σταυρό του Λυτρωτή, είδε θαρρείς σταυρωμένη την Σμύρνη και όλη τη Μικρασία… ‘’Και νυν μεγαλυνθήσεται Χριστός εν τω σώματί μου είτε δια ζωής είτε δια θανάτου. Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος…’’ (2) ,ψιθύρισε με φωνή ξέπνοη που πάγωσε όλους όσους τον άκουσαν και τονε λατρεύαν πραγματικά… Αυτός ο Δεσπότης ! Λεβέντης, άνθρωπος, άνθρωπος αγάπης, που παιρνε το ψωμί και το έκοβε στα δυο και το μοίραζε και στους Χριστιανούς και στους μουσουλμάνους. Τι δεν του είπαν να τονε πείσουνε να φύγει… Τίποτα ! Ο Δεσπότης είπε και τέλειωσε ! Θα έμενε εκεί. Δεν εγκατέλειπε το λαό του στην δύσκολη τούτη ώρα !
Στην προκυμαία,οι προσευχές μαζί με το θρήνο ανακατεμένες φτάνουν μακριά . Ξάφνου βλέπουν έναν να ξεγλιστρά μέσα από το πλήθος με την συνοδεία του να μπει στο καράβι να φύγει, να σώσει το τομάρι του… ήταν ο Στεργιάδης, Ύπατος Αρμοστής στην Σμύρνη, ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στην Ιωνία… Έφευγε να σωθεί και μαζί του ,στο καράβι που τονε πήρε ,πήρε και τ’ αναθέματα και τις κατάρες των μελλοθανάτων που βλέπαν πλέον την τύχη τους ξεκάθαρη να καταφτάνει…
Στη Μητρόπολη, ο Δεσπότης, χλωμός και κουρασμένος, στέκουνταν όρθιος μπροστά στο γραφείο του. Ξάφνου χτύπησε η πόρτα και μπήκε ο κλητήρας του μέσα, ο Θωμάς ο Βούλτσος : ’’ Σεβασμιώτατε, σας ζητούν στο Διοικητήριο’’ του είπε, και ο Δεσπότης κατάλαβε. Με αργές, τελετουργικές κινήσεις, φόρεσε το επανοκαλύμαυκο , πήρε και το δεσποτικό του μπαστούνι και κίνησε για το διοικητήριο. Κάτω τον περίμενε ένα αμάξι, μέσα ο Κλιμάνογλου και ο Τσουρουκτζόγλου ,οι δυο σεβάσμιοι Δημογέροντες της Σμύρνης. Φτάσαν στο Διοικητήριο και αμέσως τους οδήγησαν στον Νουρεντίν. Εκείνος ,μόλις είδε το Δεσπότη μπροστά του άφρισε! Δαιμονίστηκε, πετούσε τα σάλια του από το στόμα, που βγαζε αφρούς.
-‘’ Εσύ, του λέει, νόμιζες πως θα τα έβανες μαζί μου ε; Τώρα θα δεις τι σε περιμένει… ‘’ και γυρνώντας στο φρουρό άφησε κραυγή να φύγει από τα στήθη του: ‘’ Στον όχλο! Παραδώστε τον αμέσως στον όχλο..! ‘’
Από κάτω, περιμέναν συγκεντρωμένοι διάφοροι, ανάμεσα τους και γυναικόπαιδα, που σαν τα πεινασμένα σκυλιά, περιμέναν την τροφή τους από τα ματωμένα χέρια του Νουρεντίν Πασά! Μόλις οι φρουροί πλησιάσαν το Δεσπότη κοντά τους…. Πολλοί από δαύτους, είχαν φάει ψωμί από τα χέρια του και τώρα, με τα χέρια που παίρναν το ψωμί, με αυτά τα χέρια κινήσαν να τονε κομματιάζουν… Του ξερίζωσαν τα γένια, του βγάλαν τα μάτια με το μαχαίρι, κιόσο τονε βλέπαν ατάραχο μες τα αίματα να σηκώνει τα χέρια και να τους βλογάει τόσο λυσσούσαν περισσότερο. Όποιος προλάβαινε… μέχρι και τα ξυπόλυτα μικρά παιδιά, που μπήκανε και αυτά σε τούτο το πανηγύρι του θανάτου για να χορέψουν!
Τον οδηγήσαν στα σοκάκια της Σμύρνης… Την ώρα εκείνη, ο Δεσπότης με όση δύναμη του είχε απομείνει, σκεπτόταν τα χρόνια της νιότης του, όταν φεύγοντας από την Δράμα ,νέος νεότατος , έστελνε γράμματα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ, να μην τον μεταθέσει σε καμιά Μητρόπολη χωρίς προβλήματα, ‘’σε καναν ορνιθώνα της Ανατολής’’ όπως ο ίδιος του έγραφε : “Ζητώ Σταυρόν, μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν, καθηλούμενος και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ’ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην”…
Θυμάται, τις ημέρες του στον Θρόνο της εν Σμύρνη Εκκλησίας και με τα βγαλμένα μάτια του από το μαχαίρι, βλέπει με τα μάτια της ψυχής του την πύλη τ' ουρανού να τον προσμένει και στο μέσον Της τους δυο Αγίους μάρτυρες Προκατόχους Του, τον Πολύκαρπο και τον Βουκόλο να τον καρτερούν….
Βαδίζει την οδό του μαρτυρίου του αγόγγυστα… Δεν βλέπει και δεν ακούει πλέον τι συμβαίνει γύρω του… Τρέμει το χέρι μου, να συνεχίσω… Δεν μπορώ…. Θα αφήσω τούτο το μνημούρι στην Δόξα του Αγίου Εθνομάρτυρα, να το κλείσει κάποιος άλλος. Γράφοντας τούτα, έβλεπα και εγώ μαζί σου τον θάνατο ενός Αγίου! Αφήνω έναν διαπρεπή Ακαδημαϊκό τον Γ. Μυλωνά, ο οποίος το 1982, στην Ακαδημία των Αθηνών, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Χρυσοστόμου Σμύρνης :
-‘’ Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ, βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
-«Είσαι δάσκαλος» με ρωτά.
-"Αυτήν την τιμή είχα" του απαντώ.
-"Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;"
-"Ναι", του λέγω. "Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ".
- "Ελάτε μαζί μου έξω", λέγω στους συντρόφους μου. "Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος". Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: "Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος". Και συνέχισε "Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του 'βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά ,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες. Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;"
- "Ναι ξέρω" του απήντησα. "Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι".
- "Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σας χάρισα τη ζωή ". "Και που τον έθαψαν;" ρώτησαμε αγωνία. "Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί"….»(3)
Τέτοιες μέρες, ήτανε ,Σεπτέμβριος του 1922, όταν ο Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας, άφηνε την τελευταία του αναπνοή, εκεί, στην δική του Σμύρνη, συνοδεύοντας στον ουρανό το ποίμνιο του που σαν τα πρόβατα παραδόθηκαν στην σφαγή. Ας φώναζαν οι δήμιοι του, ας κράδαιναν τα μαχαίρια τους, ας τονε βλαστημούσαν! Εκείνος, ο λεοντόκαρδος Ιεράρχης μια μόνο φωνή άκουγε πέφτοντας νεκρός στα ματωμένα χώματα της Σμύρνης, της δικής του Σμύρνης: ‘’γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής…’’
Υποσημειώσεις:
1. Αποκ. 2-8
2. Φιλιπ. 1-20
3. ΣΑΡΑΝΤΟΥ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΥ: Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης, ο "Περίβλεπτος" Εκδόσεις Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Νέας Ιωνίας Μαγνησίας , Μαγνησία 1992.
1. Αποκ. 2-8
2. Φιλιπ. 1-20
3. ΣΑΡΑΝΤΟΥ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΥ: Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος Μητροπολίτης Σμύρνης, ο "Περίβλεπτος" Εκδόσεις Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Νέας Ιωνίας Μαγνησίας , Μαγνησία 1992.