Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η εορτή του Ευαγγελισμού αποτελεί για όλους όσους πιστεύουμε στο Θεό την αποκάλυψη, την φανέρωση ενός μυστηρίου που όμοιό του δεν μπορεί να υπάρξει. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου «και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται», αναγγέλλει στους ανθρώπους την χαρά και την ευλογία της ενανθρωπίσεως του Θεού και την εκπλήρωση της επαγγελίας στην πρώτη Εύα της Παλαιάς Διαθήκης, ότι κάποιος απόγονός της θα συντρίψει το κακό και την αμαρτία και θα καταργήσει εκείνον που εξουσίαζε ακόμη και τον θάνατο, δηλαδή τον διάβολο. Ο Απόστολος Παύλος, περιγράφοντας το μυστήριο της ενανθρωπίσεως, τονίζει ότι ο Χριστός «ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» (Εβρ. 2,17), επισημαίνοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν εύσπλαχνος και πιστός αρχιερέας στην υπηρεσία του Θεού, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του λαού, αλλά και επειδή ο ίδιος υπέφερε και δοκιμάστηκε, μπορεί τώρα να βοηθήσει αυτούς που δοκιμάζονται.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση και μάλιστα κατά πάντα να γίνει όμοιος με τους ανθρώπους, μας δείχνει το μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι στον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο ο δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, αλλά γίνεται ένα μ’ αυτόν. Γίνεται άνθρωπος, για να αναδημιουργήσει τον άνθρωπο. Θα βιώσει την ανθρώπινη φύση κατά πάντα. Θα προσλάβει το ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Θα περάσει από όλες τις ηλικιακές φάσεις, πλην των γηρατειών. Θα έχει μητέρα και οικογένεια στην οποία θα ενταχθεί «υποτασσόμενος». Θα εργαστεί και θα κοπιάσει σωματικά κοντά στον Ιωσήφ. Θα εργαστεί και θα κοπιάσει και πνευματικά (προσεύχεται, διδάσκει, συζητά με τους ανθρώπους, μελετά τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει στις συναγωγές). Θα κουραστεί, θα πεινάσει, θα διψάσει, θα λυπηθεί, θα μετάσχει στη χαρά και τον πόνο των ανθρώπων. Όλα αυτά οι Πατέρες τα ονομάζουν «τα αδιάβλητα πάθη». Θα γευθεί όμως και ο ίδιος τον πόνο στο πρόσωπό του, και σωματικά (με τα μαρτύρια που υπέστη) και ψυχικά (με την αγνωμοσύνη, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, τη απόρριψη, την εγκατάλειψη) και θα υποστεί και τον θάνατο, όπως όλοι οι άνθρωποι, μόνο που ο δικός Του θάνατος θα είναι εκούσιος, δεν θα είναι αποτέλεσμα της φθοράς και της αμαρτίας, αλλά επιλογή Του, για να καταργήσει αυτόν που εξουσιάζει τον θάνατο, δηλαδή τον προαιώνιο εχθρό του Θεού και του ανθρώπου, τον διάβολο, ο οποίος βιώνει τον πνευματικό θάνατο και θέλει να τον μοιράσει σε όλη την κτίση και στον κάθε άνθρωπο.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση μας δείχνει το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου, αποκαλύπτει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να εγκαταλείψει τα πάντα στην τύχη, στην αδιαφορία, αλλά μερίμνησε και μεριμνά για να δώσει στον άνθρωπο και την κτίση την δυνατότητα να αναδημιουργηθούν, να έχουν δηλαδή το περιθώριο να επιλέξουν ανάμεσα στην κοινωνία με το Θεό, που καθιστά εφικτή και την κοινωνία με τον πλησίον, και στην αδιαφορία, τον ατομοκεντρισμό, την ζωή με γνώμονα μόνο το εγώ, την χρήση του κόσμου και την θεώρηση των πάντων ως αντικειμένων ή, τέλος πάντων, όχι ως ισάξιων με το πρόσωπο του καθενός. Ο Θεός είναι υπεύθυνος όχι για το κακό και για την αμαρτία, αλλά για να δώσει στον άνθρωπο την δυνατότητα να τα νικήσει. Να ανακτήσει δηλαδή την ελευθερία στην πληρότητά της και αυτό είναι αποτέλεσμα της επιλογής του καθενός. Αν όμως ο Χριστός δεν ενσαρκωνόταν, ο άνθρωπος δεν θα είχε απτή απόδειξη της αγάπης του Θεού. Θα παρέμεναν όλα στα επίπεδο μιας υπόσχεσης ή μιας πίστης, στην οποία ο Θεός δεν θα είχε υποστεί κανένα τίμημα, αλλά θα μιλούσε εκ του ασφαλούς. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Έτσι, ο άνθρωπος νιώθει ότι έχει την ευθύνη να επιλέξει να ακολουθήσει το Θεό στο δρόμο της αναδημιουργίας του και ότι δεν είναι μόνος σ’ αυτόν τον δρόμο, αλλά έχει τον Χριστό έτοιμο να τον βοηθήσει σε κάθε πειρασμό και δοκιμασία.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση μας δείχνει ότι ο Θεός δεν είναι ο εξουσιαστής του ανθρώπου, αυτός που χρησιμοποιεί την δύναμη Του για να επιβάλει την δικαιοσύνη ή το θέλημά Του, αλλά φίλος του ανθρώπου, οικείος, πανταχού παρών στη ζωή του και μάλιστα χωρίς να τον εγκαταλείπει. Ακόμη και αν ο άνθρωπος νομίζει ότι ο Θεός τον ξέχασε, μέσα στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής, Εκείνος βρίσκεται πάντοτε κοντά του, τον ενισχύει μέσα από την πληροφορία της συνείδησης και μέσα από το θάρρος, το φως και τη χαρά που δίνεται σε όσους πιστεύουν και τον βοηθά να νικήσει την μοναξιά, την απόρριψη, τον θάνατο. Ο Θεός δεν υποτάσσει τον άνθρωπο στην εξουσία Του και στον χρόνο στον οποίο έχει ορίσει να ζει, αλλά τον καλεί να συνυπάρξει μαζί Του στην οικογένεια της Εκκλησίας, γιατί εκεί αποτυπώνεται η φιλία του Θεού προς τον άνθρωπο, να Τον γευθεί ως άρτο ζωής, χρηστότητα και ελπίδα αιωνιότητας και να ξεκινήσει τον δικό του αγώνα ο άνθρωπος να μιμηθεί τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, ακόμη κι αν χρειαστεί να πορευθεί και προς το μαρτύριο και τον θάνατο.
Ο λόγος του Παύλου έχει προσωπική αναφορά στον καθέναν, αλλά και συλλογική αναφορά. Έχει να κάνει και με κοινότητες και με λαούς και με έθνη. Δεν υπάρχουν περιούσιοι και ευλογημένοι λαοί εκ μέρους του Θεού, αλλά λαοί που ζητούν να έχουν την ευλογία και να ανήκουν στο Θεό. Αυτοί οι λαοί θέτουν ως προσανατολισμό της πορείας τους την αγάπη, που γίνεται δημιουργία τόσο υλική όσο και πνευματική καθώς και κοινωνία συμπαράστασης και αλληλεγγύης, την ευθύνη για την ελευθερία τόσο από τα πάθη και την αμαρτία όσο και από κάθε αλαζονεία, εξωτερική επιβουλή, εξωτερικό δεσμό και τυραννία, αλλά και την φιλία με το Θεό και τον συνάνθρωπο, η οποία όμως μπορεί να γίνει και θυσία και μαρτύριο για όσους αγαπούνε και για τις αξίες τους.
Ο λαός μας υπήρξε ένας τέτοιος λαός. Σήμερα όμως δεν γνωρίζουμε κατά πόσον στο σύνολό μας έχουμε τέτοιους προσανατολισμούς ή αλλοτριωθήκαμε από την πρόσκαιρη και εφήμερη δόξα, απόλαυση, ικανότητα κατανάλωσης, ένταξη σε σχηματισμούς, όπως η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη, που δεν έχουν πνευματικούς προσανατολισμούς, αλλά μόνο εγκόσμιους, περιπέσαμε σε μία κρίση η οποία απειλεί να καταφάγει την αξιοπρέπειά μας, χωρίς να διαφαίνεται αληθινή διέξοδος. Χρειάζεται λοιπόν πνευματικός αναπροσανατολισμός στη συλλογική μας ζωή και πορεία, να ξαναζητήσουμε την ευλογία του Θεού και να θελήσουμε να ανήκουμε στον λαό Του και με βοηθό την Εκκλησία να προχωρήσουμε στο να ξαναβρούμε την αγάπη, την ευθύνη, την ελευθερία και το πνεύμα της θυσίας. Πρότυπα και παραδείγματα έχουμε, αν θέλουμε να μιμηθούμε. Ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοί μας, αλλά και όλες εκείνες οι προσωπικότητες, ιδίως από τον αγώνα του 1821, μπορούν να μας διδάξουν αυτή την πορεία και να μας στερεώσουν στις όποιες αποφάσεις μας.
Και κάτι τελευταίο. Η ρίζα του προβλήματος στην πατρίδα και την κοινωνία μας, πέρα από την απουσία ουσιαστικής σχέσης με τον Χριστό, βρίσκεται και στο γεγονός ότι οι ηγέτες μας σπάνια «ομοιώνονται» με τους ανθρώπους. Σπάνια νιώθουν τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, αλλά και τις αμαρτίες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μας βοηθήσουν αληθινά. Κι αυτό διότι απουσιάζει το πνεύμα της θυσίας, της αγάπης, της ευθύνης και του αγώνα για αληθινή ελευθερία από τις καρδιές τους. Ας ελπίσουμε ότι οι καιροί και τα σημεία τους θα οδηγήσουν όλους εκείνους που φιλοδοξούν να μας βοηθήσουν στο να εμπνευστούν από το αληθινό νόημα της πίστης, αλλά και την ανάγκη για κοινή πορεία.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση και μάλιστα κατά πάντα να γίνει όμοιος με τους ανθρώπους, μας δείχνει το μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι στον άνθρωπο. Δεν είναι μόνο ο δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, αλλά γίνεται ένα μ’ αυτόν. Γίνεται άνθρωπος, για να αναδημιουργήσει τον άνθρωπο. Θα βιώσει την ανθρώπινη φύση κατά πάντα. Θα προσλάβει το ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Θα περάσει από όλες τις ηλικιακές φάσεις, πλην των γηρατειών. Θα έχει μητέρα και οικογένεια στην οποία θα ενταχθεί «υποτασσόμενος». Θα εργαστεί και θα κοπιάσει σωματικά κοντά στον Ιωσήφ. Θα εργαστεί και θα κοπιάσει και πνευματικά (προσεύχεται, διδάσκει, συζητά με τους ανθρώπους, μελετά τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει στις συναγωγές). Θα κουραστεί, θα πεινάσει, θα διψάσει, θα λυπηθεί, θα μετάσχει στη χαρά και τον πόνο των ανθρώπων. Όλα αυτά οι Πατέρες τα ονομάζουν «τα αδιάβλητα πάθη». Θα γευθεί όμως και ο ίδιος τον πόνο στο πρόσωπό του, και σωματικά (με τα μαρτύρια που υπέστη) και ψυχικά (με την αγνωμοσύνη, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό, τη απόρριψη, την εγκατάλειψη) και θα υποστεί και τον θάνατο, όπως όλοι οι άνθρωποι, μόνο που ο δικός Του θάνατος θα είναι εκούσιος, δεν θα είναι αποτέλεσμα της φθοράς και της αμαρτίας, αλλά επιλογή Του, για να καταργήσει αυτόν που εξουσιάζει τον θάνατο, δηλαδή τον προαιώνιο εχθρό του Θεού και του ανθρώπου, τον διάβολο, ο οποίος βιώνει τον πνευματικό θάνατο και θέλει να τον μοιράσει σε όλη την κτίση και στον κάθε άνθρωπο.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση μας δείχνει το σχέδιο του Θεού για την σωτηρία του κόσμου και του ανθρώπου, αποκαλύπτει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να εγκαταλείψει τα πάντα στην τύχη, στην αδιαφορία, αλλά μερίμνησε και μεριμνά για να δώσει στον άνθρωπο και την κτίση την δυνατότητα να αναδημιουργηθούν, να έχουν δηλαδή το περιθώριο να επιλέξουν ανάμεσα στην κοινωνία με το Θεό, που καθιστά εφικτή και την κοινωνία με τον πλησίον, και στην αδιαφορία, τον ατομοκεντρισμό, την ζωή με γνώμονα μόνο το εγώ, την χρήση του κόσμου και την θεώρηση των πάντων ως αντικειμένων ή, τέλος πάντων, όχι ως ισάξιων με το πρόσωπο του καθενός. Ο Θεός είναι υπεύθυνος όχι για το κακό και για την αμαρτία, αλλά για να δώσει στον άνθρωπο την δυνατότητα να τα νικήσει. Να ανακτήσει δηλαδή την ελευθερία στην πληρότητά της και αυτό είναι αποτέλεσμα της επιλογής του καθενός. Αν όμως ο Χριστός δεν ενσαρκωνόταν, ο άνθρωπος δεν θα είχε απτή απόδειξη της αγάπης του Θεού. Θα παρέμεναν όλα στα επίπεδο μιας υπόσχεσης ή μιας πίστης, στην οποία ο Θεός δεν θα είχε υποστεί κανένα τίμημα, αλλά θα μιλούσε εκ του ασφαλούς. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Έτσι, ο άνθρωπος νιώθει ότι έχει την ευθύνη να επιλέξει να ακολουθήσει το Θεό στο δρόμο της αναδημιουργίας του και ότι δεν είναι μόνος σ’ αυτόν τον δρόμο, αλλά έχει τον Χριστό έτοιμο να τον βοηθήσει σε κάθε πειρασμό και δοκιμασία.
Ο λόγος του Παύλου ότι ο Χριστός «ώφειλε» να προσλάβει την ανθρώπινη φύση μας δείχνει ότι ο Θεός δεν είναι ο εξουσιαστής του ανθρώπου, αυτός που χρησιμοποιεί την δύναμη Του για να επιβάλει την δικαιοσύνη ή το θέλημά Του, αλλά φίλος του ανθρώπου, οικείος, πανταχού παρών στη ζωή του και μάλιστα χωρίς να τον εγκαταλείπει. Ακόμη και αν ο άνθρωπος νομίζει ότι ο Θεός τον ξέχασε, μέσα στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής, Εκείνος βρίσκεται πάντοτε κοντά του, τον ενισχύει μέσα από την πληροφορία της συνείδησης και μέσα από το θάρρος, το φως και τη χαρά που δίνεται σε όσους πιστεύουν και τον βοηθά να νικήσει την μοναξιά, την απόρριψη, τον θάνατο. Ο Θεός δεν υποτάσσει τον άνθρωπο στην εξουσία Του και στον χρόνο στον οποίο έχει ορίσει να ζει, αλλά τον καλεί να συνυπάρξει μαζί Του στην οικογένεια της Εκκλησίας, γιατί εκεί αποτυπώνεται η φιλία του Θεού προς τον άνθρωπο, να Τον γευθεί ως άρτο ζωής, χρηστότητα και ελπίδα αιωνιότητας και να ξεκινήσει τον δικό του αγώνα ο άνθρωπος να μιμηθεί τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού, ακόμη κι αν χρειαστεί να πορευθεί και προς το μαρτύριο και τον θάνατο.
Ο λόγος του Παύλου έχει προσωπική αναφορά στον καθέναν, αλλά και συλλογική αναφορά. Έχει να κάνει και με κοινότητες και με λαούς και με έθνη. Δεν υπάρχουν περιούσιοι και ευλογημένοι λαοί εκ μέρους του Θεού, αλλά λαοί που ζητούν να έχουν την ευλογία και να ανήκουν στο Θεό. Αυτοί οι λαοί θέτουν ως προσανατολισμό της πορείας τους την αγάπη, που γίνεται δημιουργία τόσο υλική όσο και πνευματική καθώς και κοινωνία συμπαράστασης και αλληλεγγύης, την ευθύνη για την ελευθερία τόσο από τα πάθη και την αμαρτία όσο και από κάθε αλαζονεία, εξωτερική επιβουλή, εξωτερικό δεσμό και τυραννία, αλλά και την φιλία με το Θεό και τον συνάνθρωπο, η οποία όμως μπορεί να γίνει και θυσία και μαρτύριο για όσους αγαπούνε και για τις αξίες τους.
Ο λαός μας υπήρξε ένας τέτοιος λαός. Σήμερα όμως δεν γνωρίζουμε κατά πόσον στο σύνολό μας έχουμε τέτοιους προσανατολισμούς ή αλλοτριωθήκαμε από την πρόσκαιρη και εφήμερη δόξα, απόλαυση, ικανότητα κατανάλωσης, ένταξη σε σχηματισμούς, όπως η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη, που δεν έχουν πνευματικούς προσανατολισμούς, αλλά μόνο εγκόσμιους, περιπέσαμε σε μία κρίση η οποία απειλεί να καταφάγει την αξιοπρέπειά μας, χωρίς να διαφαίνεται αληθινή διέξοδος. Χρειάζεται λοιπόν πνευματικός αναπροσανατολισμός στη συλλογική μας ζωή και πορεία, να ξαναζητήσουμε την ευλογία του Θεού και να θελήσουμε να ανήκουμε στον λαό Του και με βοηθό την Εκκλησία να προχωρήσουμε στο να ξαναβρούμε την αγάπη, την ευθύνη, την ελευθερία και το πνεύμα της θυσίας. Πρότυπα και παραδείγματα έχουμε, αν θέλουμε να μιμηθούμε. Ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοί μας, αλλά και όλες εκείνες οι προσωπικότητες, ιδίως από τον αγώνα του 1821, μπορούν να μας διδάξουν αυτή την πορεία και να μας στερεώσουν στις όποιες αποφάσεις μας.
Και κάτι τελευταίο. Η ρίζα του προβλήματος στην πατρίδα και την κοινωνία μας, πέρα από την απουσία ουσιαστικής σχέσης με τον Χριστό, βρίσκεται και στο γεγονός ότι οι ηγέτες μας σπάνια «ομοιώνονται» με τους ανθρώπους. Σπάνια νιώθουν τις αγωνίες, τους προβληματισμούς, τους πειρασμούς, τις δοκιμασίες, αλλά και τις αμαρτίες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να μας βοηθήσουν αληθινά. Κι αυτό διότι απουσιάζει το πνεύμα της θυσίας, της αγάπης, της ευθύνης και του αγώνα για αληθινή ελευθερία από τις καρδιές τους. Ας ελπίσουμε ότι οι καιροί και τα σημεία τους θα οδηγήσουν όλους εκείνους που φιλοδοξούν να μας βοηθήσουν στο να εμπνευστούν από το αληθινό νόημα της πίστης, αλλά και την ανάγκη για κοινή πορεία.