Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

῎Εθιμα τῆς Μήλου· Κούνιες τσῆ Λαμπρῆς

Τῆς ᾿Εκπαιδευτικοῦ-Συγγραφέως κ. Σοφίας Κωνσταντινιάδου
 Τό πρωί τσῆ Λαμπρῆς κι ἐνῶ τά παιδιά ἐχτυπούσανε χαρμόσυνα καμπάνες καί καμπανάκια στσί ἐκκλησίες, οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ ἐπαίρνανε
γερά δοκάρια κι ἐστήνανε σχεδόν σέ κάθε γειτονιά καί μιά κούνια.

Κι ἤθελε μαστοριά καί κόπο, γιά νά στερεωθοῦν γερά τά δοκάρια καί νά δεθοῦνε τά χοντρά σκοινιά, μά οἱ νέοι τά καταφέρνανε μιά χαρά.

Σάν ἐδενούντανε ἡ κούνια, ἐδένανε τά κουνόσκοινα, ἐβάνανε τ’ ἀχερένια μαξιλάρια ἀπάνω στά σκοινιά καί ἄρχιζε τό κούνισμα, πού ἤτανε τόσο διασκεδαστικό γιά μικροί καί μεγάλοι.

Συνήθως τό ἀπόγεμα ἐπααίνανε οἱ πιό πολλοί νά κουνιστοῦνε.

Κι εἴχανε σειρά τότε οἱ κοπέλες. Καθούντανε μιά-μιά μέ τήν ἀράδα, ἔσκιαζε τή φούστα ντης, γιά νά μήν τήνε σηκώσει ὁ ἀέρας, ἐσταύρωνε τά πόδια ντης, πιανούντανε ἀπό τά σκοινιά, ἔπιανε κι ὁ κουνιστής τό κουνόσκοινο κι ἄρχιζε τό κούνισμα.

᾿Ανεμίζανε τά μαλλιά τσῆ κοπέλας, πάαινε ψηλά ἡ κούνια, χαμογελοῦσε εὐτυχισμένη κι ἄρχιζε τά τραγούδια τσῆ κούνιας, μέ τόν ἀργόσυρτο σκοπό ντωνε·



Γιά κούνισέ με πιό ψηλά, νά δῶ τόν ῞Αη-Γιάννη,

νά δῶ καί τήν ἀγάπη μου, ποῦ εἶναι καί τί κάνει.

Ποιός εἶν’ αὐτός πού μέ κουνεῖ, νά τοῦ χρωστῶ τή χάρη,

νά μπλέξω τό στεφάνι ντου μέ τό μαργαριτάρι.



῾Ο κουνιστής πού μέ κουνεῖ, χρόνια πολλά νά ζήσει,

τοῦ χρόνου σάν καί σήμερα, νά μέ ξανακουνήσει.



῎Ομορφα πού μέ κούνησες, σά νά ’σαι μαθημένος,

τοῦ χρόνου σάν καί σήμερα, νά εἶσαι παντρεμένος.



Σίδερο νά ’ναι τό σκοινί κι ἀτσάλι τό δοκάρι

κι ἐκεῖνος πού τήν ἔδεσε, νά ζεῖ, νά δέσει κι ἄλλη.



῾Ωραῖο πού ’ναι τό βραδί, πού τά βουνά δροσκιάζουν,

χαρά σέ κεῖνες τσί καρδιές, πού δέν ἀναστενάζουν.



Τοῦ κουνιστῆ μου φέρτε του καρέγλα καρυδένια,

γιά ν’ ἀκουμπᾶ τή μέση ντου τή μαργαριταρένια.



Πιάσανε τό κουνόσκοινο χέρια μαλαματένια,

δάχτυλα κοντυλόχυτα καί νύχια φιλντισένια.



῾Ωραία πού ’ναι ἡ κούνια μας, ὡραία καί μεγάλη

κι ἐκεῖνοι πού τήν ἔδεσαν, νά ξαναδέσουν κι ἄλλη.



Ποιός εἶναι αὐτός, πού μέ κουνεῖ, νά τόν εὐχαριστήσω,

μιά διαμαντόπετρα κρατῶ, νά τοῦ τήνε χαρίσω.



Κούνα με κουνιστή καλά κι ἐγώ θά σέ πληρώσω,

τά μῆλ’ ἀπ’ τόν Παράδεισο θά κόψω, νά σοῦ δώσω.



᾿Αντιλαλοῦσε ἡ γειτονιά ἀπό τά ὄμορφα τραγούδια καί οἱ καρδιές ὅλων ξεχειλίζανε ἀπό γνήσια χαρά. Κι ὅταν ἐτελείωνε τά τραγούδια ντης ἡ κοπέλα, ἐνῶ τό κούνισμα συνεχιζούντανε, ἀπαντοῦσε ὁ κουνιστής κι αὐτός τραγουδιστά, γιά νά τήν εὐχαριστήσει, πού τόσα καλά τοῦ εἶπε·



Εὐχαριστῶ τή γλῶσσα σου τήν ἀηδονολαλοῦσα,

ὅπου τήν εἶχαν τά πουλιά λαλιά καί κελαηδοῦσαν.



Οἱ κοπέλες ὅμως γιά νά εὐχαριστήσουνε καί νά πληρώσουνε τόν κουνιστή, τοῦ δίνανε καί λαμπριάτικα κουλούρια, πού ἐκεῖνος δέν τά ’τρωγε ὅλα, ἀλλά τά περνοῦσε μέσα σέ σπάο ἤ σέ καλάμι καί τά κρεμνοῦσε ἀπάνω στά δοκάρια τσῆ κούνιας, πού ἀποκτοῦσε ἔτσι κι αὐτή σιγά-σιγά τά στολίδια ντης.

Τήν Πρωτομαγιά ὅμως βρισκούντανε στσί δόξες τση. Τσῆ κρεμνούσανε στή μέση τοῦ ἀπάνω δοκαριοῦ, πού ἤτανε δεμένα τά σκοινιά, τή λαμπριάτικη μαγιοκουλούρα μέ τά κόκκινα τ’ αὐγά καί τό μάη πού ἐφκιάχνανε οἱ κοπέλες εἰδικά γιά τήν κούνια.

῞Υστερα ἐφέρνανε καί οἱ νέοι τσί μάηδες, πού εἴχανε κλέψει τή νύχτα ἀπό τά σπίθια τῶν κοριτσιῶν κι ἤτανε πιά ἡ κούνια μιά ὀμορφιά, νά τήνε βλέπεις μέ τά τόσα ντης στολίδια.

Κι ἡ χαρά τσῆ κούνιας ἐβαστοῦσε μέχρι τσῆ ᾿Αναλήψεως. Σ’ αὐτές τσί σαράντα μέρες μικροί καί μεγάλοι πααίνανε, νά κουνιστοῦνε «γιά νά μήν τσοί πιάνει ἡ μέση ντωνε στό θέρος», ὅπως ἐλέγανε.

Πιό πολύ ἀπ’ ὅλοι χαιρούντανε τήν κούνια τά παιδιά, πού τό παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή ντωνε. ῞Οσοι δέν ἠθέλανε νά τσοί δοῦνε πολλοί-πολλοί, πααίνανε μεσημέρι-μεσημέρι, νά κουνιστοῦνε, ἐνῶ οἱ κοπέλες ἐπροτιμούσανε τό ἀπόγεμα, πού ἐπερνοῦσε ἔτσι τόσο εὐχάριστα καί ὄμορφα.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...