Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Στα χρόνια της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας, οι Απόστολοι Παύλος και Σίλας, καθώς πέρασαν από την μικρασιατική ακτή στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, βρέθηκαν τους Φιλίππους, την σημερινή Καβάλα. Εκεί συνάντησαν μία κοπέλα που είχε μέσα της πνεύμα μαντείας, πρόλεγε τι επρόκειτο να συμβεί. Η κοπέλα ήταν δούλη και τα αφεντικά της έβγαζαν πολλά χρήματα από την μαντική της «εργασία», καθώς αρκετοί φαίνεται ότι πήγαιναν και ρωτούσαν την κοπέλα για το τι επρόκειτο να τους συμβεί. Όταν είδε τους δύο αποστόλους, η κοπέλα φώναξε προς όσους ήταν μαζί της ότι ο Παύλος και ο Σίλας ήταν οι απεσταλμένοι του ύψιστου Θεού για να διακηρύξουν σε όλους την οδό της σωτηρίας. Ο Παύλος αγανάκτησε και διέταξε το πνεύμα της μαντείας που βρίσκονταν στην κοπέλα να βγει από αυτήν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Έτσι και έγινε. Όταν είδαν τα αφεντικά της ότι μαζί με το πνεύμα της μαντείας «χάθηκε και η ελπίδα του κέρδους που είχαν από την εργασία» που έκανε η κοπέλα, δηλαδή από την μαντεία, οργίστηκαν με τους αποστόλους, τους κατήγγειλαν, οι άρχοντες τους βασάνισαν και τους έκλεισαν στη φυλακή, από όπου απελευθερώθηκαν αφού έγινε σεισμός που άνοιξε τις πόρτες και έκανε τα δεσμά όλων των φυλακισμένων να πέσουν από τα χέρια τους. Ο Παύλος γλίτωσε τον δεσμοφύλακα από την αυτοκτονία που ετοίμαζε για τον εαυτό του, φοβισμένος καθώς ήταν από το γεγονός ότι νόμιζε πως θα έφευγαν οι κρατούμενοι και εκείνος θα τιμωρούνταν και τελικά οι απόστολοι θα βαπτίσουν τον δεσμοφύλακα και την οικογένειά του, φέρνοντας το φως του Χριστού σε πλήθος ανθρώπων.
Αυτό το απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 16, 16-34), διαβάζουμε την Κυριακή του Τυφλού. Από την μία το ευαγγελικό ανάγνωσμα με την αναδημιουργία του φωτός στα μάτια ενός εκ γενετής τυφλού και η σύγκρουση του φωτός και του σκοταδιού ανάμεσα σε κείνους που πίστεψαν στο Χριστό και σε κείνους που παρέμειναν τυφλωμένοι από το μίσος και την απόρριψη του Θεού και από την άλλη ένα αποστολικό ανάγνωσμα που δείχνει πώς ένας άνθρωπος καλής προαίρεσης που ζει στο σκοτάδι, βλέπει το φως (ο δεσμοφύλακας) και πώς άλλοι άνθρωποι, που όχι μόνο ζούνε από το σκοτάδι, αλλά το εκμεταλλεύονται, κρατώντας και τους άλλους βυθισμένους σ’ αυτό χάριν της ιδιοτέλειάς τους, παραμένουν τυφλοί.
Για ποιους λόγους οι άνθρωποι παραμένουμε στο σκοτάδι, δεν θέλουμε να δούμε την αλήθεια, εμμένουμε στην άρνηση ή την αδιαφορία για την σχέση μας με το Θεό;
«Εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτής», μας λένε οι Πράξεις. Το σκοτάδι γίνεται για τους ανθρώπους ο τόπος και ο τρόπος της ζωής τους. Ο άνθρωπος που επιλέγει την ζωή μακριά από τον Θεό οργανώνει την πορεία της ύπαρξής του με τέτοιο τρόπο, που δεν αφήνει περιθώρια στο φως να τον αγγίξει και να του δώσει μία άλλη πνοή. Κερδίζει από το σκοτάδι, γιατί εργάζεται σ’ αυτό. Και ποια είναι τα έργα του σκότους; Είναι τα πάθη, η ιδιοτέλεια και το παρόν. Τα πάθη προκαλούν ευχαρίστηση στον άνθρωπο. Τον παραδίδουν σε μία ηδονιστική κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακρίνει το νόημα της αληθινής χαράς. Γιατί η χαρά έχει διάρκεια, ενώ η ηδονή λειτουργεί στιγμιαία, πρόσκαιρα και ο άνθρωπος ζητά την επανάληψή της. Όμως η ηδονή γίνεται στρώμα που καλύπτει την ανθρώπινη καρδιά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί όποιος της έχει παραδοθεί να της ξεφύγει εύκολα. Ο υπερήφανος άνθρωπος ταυτίζεται με την υπερηφάνεια και την αλαζονεία του. Θεωρεί πως έχει αξία όταν επιδεικνύει τις ικανότητές του, όταν όχι απλώς εξισώνει, αλλά και ανεβάζει τον εαυτό του πιο πάνω από τους άλλους και δε νοεί την ζωή του χωρίς να επιδεικνύει τις ικανότητές του. Έχοντας παραδοθεί στο πάθος του, αναζητεί την ηδονή του να το φανερώνει και να το απολαμβάνει και γι’ αυτό χρειάζεται τους άλλους ως ακροατές του, ως θεατές της πορείας του, ως υπαλλήλους του, ως κόλακές του, ως υπηρέτες του. Και όταν απουσιάζουν οι άλλοι, κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τους ελκύσει ώστε να αυτοβεβαιωθεί για το πάθος του. Η ιδιοτέλεια αυτή συνδέεται με την αίσθηση ότι ο χρόνος της ζωής μας είναι το παρόν, με την έννοια ότι δεν υπάρχει αιωνιότητα, ανάσταση, βασιλεία Θεού. Επομένως, ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή και μόνο μπορεί να κερδίσει και να χαρεί, διότι αύριο αποθνήσκει.
Έτσι, ο άνθρωπος συνεργάζεται ακόμη και με το πνεύμα του κακού, με τον διάβολο. Αξιοποιεί ακόμη και κείνον και τις δυνατότητες που η σχέση μαζί του μπορεί να του προσφέρει, αφήνοντας το κακό να κυριεύσει την ὐπαρξή του. «Η ελπίς της εργασίας του» γίνεται το πνεύμα της πονηρίας. Η εργασία, από μέσο για να ζήσει ο άνθρωπος, να βγάλει το ψωμί του και να μπορεί να στηρίξει τους γύρω του, γίνεται αφορμή ο άνθρωπος να μη νοιάζεται για τίποτε άλλο παρά για να βγάλει χρήματα και μάλιστα με κάθε τρόπο και μέσο. Το αποτέλεσμα της εργασίας γίνεται ο σκοπός του ανθρώπου και έτσι δεν βλέπει αν μέσα από αυτήν βλάπτει τον εαυτό του και τους άλλους, αλλά κοιτάζει τι τον ωφελεί. Έχει παραδοθεί στο πάθος της απληστίας και αισθάνεται ηδονή εξ αυτού, με αποτέλεσμα να εκμεταλλεύεται το καθετί. Οι άλλοι γίνονται αντικείμενα χρήσης. Και με την συνέργεια του διαβόλου, ο άνθρωπος απολαμβάνει το κέρδος του, χωρίς να αισθάνεται ότι έτσι δεν έχει αιωνιότητα, αλλά και μη βλέποντας την ματαιότητα αυτού του είδους εργασίας.
Ανάλογη είναι η κατάσταση που βιώνουμε στην εποχή μας. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε επιλέξαμε τα έργα του σκότους, το οποίο μάλιστα βαφτίσαμε ως φως. Θεωρήσαμε τα πάθη δικαίωμά μας. Εργαστήκαμε την ιδιοτέλεια, θεοποιώντας την ελπίδα της εργασίας μας και ζήσαμε με γνώμονα τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Συνεργαστήκαμε με το πνεύμα της πονηρίας, χωριζόμενοι από τον Θεό. Και χτίσαμε έναν πολιτισμό που καταρρέει, διότι ό,τι δεν έχει Θεό, αγάπη, φως και καθαρότητα, αλλά και ανάσταση, δεν μπορεί να δώσει αληθινή χαρά, μόνο πρόσκαιρη ηδονή.
Ο Παύλος αγανάκτησε με το πνεύμα της μαντείας που κατείχε την κοπέλα, παρότι το πνεύμα έλεγε την αλήθεια για τους αποστόλους. Κι εμείς καλούμαστε να αγανακτήσουμε, να θυμώσουμε για τον πολιτισμό και τον τρόπο στον οποίο παγιδευθήκαμε και η απάντηση που πρέπει να δώσουμε είναι αυτή του Παύλου. Στο όνομα του Χριστού να φύγει από τη ζωή μας το πνεύμα που μας ωθεί στα έργα του σκότους, είτε προέρχεται από εμάς είτε από την παρουσία του διαβόλου. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να γκρεμίσουμε τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, η λύση είναι αφού αποδιώξουμε κάθε τι που μας χωρίζει από το φως, να επαναβαπτιστούμε στην αγάπη, στην ανάσταση, στη γνήσια σχέση με το Θεό και τον συνάνθρωπο, όπου προτεραιότητά μας δεν θα είναι η ιδιοτέλεια και η επίδειξη ή ο πρόσκαιρος πλουτισμός, αλλά η συνύπαρξη με έγνοια για τον άλλο, με έγνοια για την εύρεση του αληθινού νοήματος της ύπαρξης και της ευτυχίας και η τοποθέτηση της ελπίδος της εργασίας όχι στην ηδονή, αλλά στην θέση του μέσου για να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη που είναι το φως της ψυχής χάρις στον αναστημένο Χριστό.
Αυτός άλλωστε είναι ο δρόμος και ο λόγος της αληθείας που καλούμαστε τόσο ως Εκκλησία όσο και ως χριστιανοί να ορθοτομήσουμε χωρίς φόβο και συμβιβασμό στη ζωή μας. Κι ακόμη κι αν μας περιμένει η φυλακή της απόρριψης και της περιθωριοποίησης, ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει.
Αυτό το απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 16, 16-34), διαβάζουμε την Κυριακή του Τυφλού. Από την μία το ευαγγελικό ανάγνωσμα με την αναδημιουργία του φωτός στα μάτια ενός εκ γενετής τυφλού και η σύγκρουση του φωτός και του σκοταδιού ανάμεσα σε κείνους που πίστεψαν στο Χριστό και σε κείνους που παρέμειναν τυφλωμένοι από το μίσος και την απόρριψη του Θεού και από την άλλη ένα αποστολικό ανάγνωσμα που δείχνει πώς ένας άνθρωπος καλής προαίρεσης που ζει στο σκοτάδι, βλέπει το φως (ο δεσμοφύλακας) και πώς άλλοι άνθρωποι, που όχι μόνο ζούνε από το σκοτάδι, αλλά το εκμεταλλεύονται, κρατώντας και τους άλλους βυθισμένους σ’ αυτό χάριν της ιδιοτέλειάς τους, παραμένουν τυφλοί.
Για ποιους λόγους οι άνθρωποι παραμένουμε στο σκοτάδι, δεν θέλουμε να δούμε την αλήθεια, εμμένουμε στην άρνηση ή την αδιαφορία για την σχέση μας με το Θεό;
«Εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτής», μας λένε οι Πράξεις. Το σκοτάδι γίνεται για τους ανθρώπους ο τόπος και ο τρόπος της ζωής τους. Ο άνθρωπος που επιλέγει την ζωή μακριά από τον Θεό οργανώνει την πορεία της ύπαρξής του με τέτοιο τρόπο, που δεν αφήνει περιθώρια στο φως να τον αγγίξει και να του δώσει μία άλλη πνοή. Κερδίζει από το σκοτάδι, γιατί εργάζεται σ’ αυτό. Και ποια είναι τα έργα του σκότους; Είναι τα πάθη, η ιδιοτέλεια και το παρόν. Τα πάθη προκαλούν ευχαρίστηση στον άνθρωπο. Τον παραδίδουν σε μία ηδονιστική κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διακρίνει το νόημα της αληθινής χαράς. Γιατί η χαρά έχει διάρκεια, ενώ η ηδονή λειτουργεί στιγμιαία, πρόσκαιρα και ο άνθρωπος ζητά την επανάληψή της. Όμως η ηδονή γίνεται στρώμα που καλύπτει την ανθρώπινη καρδιά, με αποτέλεσμα να μην μπορεί όποιος της έχει παραδοθεί να της ξεφύγει εύκολα. Ο υπερήφανος άνθρωπος ταυτίζεται με την υπερηφάνεια και την αλαζονεία του. Θεωρεί πως έχει αξία όταν επιδεικνύει τις ικανότητές του, όταν όχι απλώς εξισώνει, αλλά και ανεβάζει τον εαυτό του πιο πάνω από τους άλλους και δε νοεί την ζωή του χωρίς να επιδεικνύει τις ικανότητές του. Έχοντας παραδοθεί στο πάθος του, αναζητεί την ηδονή του να το φανερώνει και να το απολαμβάνει και γι’ αυτό χρειάζεται τους άλλους ως ακροατές του, ως θεατές της πορείας του, ως υπαλλήλους του, ως κόλακές του, ως υπηρέτες του. Και όταν απουσιάζουν οι άλλοι, κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τους ελκύσει ώστε να αυτοβεβαιωθεί για το πάθος του. Η ιδιοτέλεια αυτή συνδέεται με την αίσθηση ότι ο χρόνος της ζωής μας είναι το παρόν, με την έννοια ότι δεν υπάρχει αιωνιότητα, ανάσταση, βασιλεία Θεού. Επομένως, ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή και μόνο μπορεί να κερδίσει και να χαρεί, διότι αύριο αποθνήσκει.
Έτσι, ο άνθρωπος συνεργάζεται ακόμη και με το πνεύμα του κακού, με τον διάβολο. Αξιοποιεί ακόμη και κείνον και τις δυνατότητες που η σχέση μαζί του μπορεί να του προσφέρει, αφήνοντας το κακό να κυριεύσει την ὐπαρξή του. «Η ελπίς της εργασίας του» γίνεται το πνεύμα της πονηρίας. Η εργασία, από μέσο για να ζήσει ο άνθρωπος, να βγάλει το ψωμί του και να μπορεί να στηρίξει τους γύρω του, γίνεται αφορμή ο άνθρωπος να μη νοιάζεται για τίποτε άλλο παρά για να βγάλει χρήματα και μάλιστα με κάθε τρόπο και μέσο. Το αποτέλεσμα της εργασίας γίνεται ο σκοπός του ανθρώπου και έτσι δεν βλέπει αν μέσα από αυτήν βλάπτει τον εαυτό του και τους άλλους, αλλά κοιτάζει τι τον ωφελεί. Έχει παραδοθεί στο πάθος της απληστίας και αισθάνεται ηδονή εξ αυτού, με αποτέλεσμα να εκμεταλλεύεται το καθετί. Οι άλλοι γίνονται αντικείμενα χρήσης. Και με την συνέργεια του διαβόλου, ο άνθρωπος απολαμβάνει το κέρδος του, χωρίς να αισθάνεται ότι έτσι δεν έχει αιωνιότητα, αλλά και μη βλέποντας την ματαιότητα αυτού του είδους εργασίας.
Ανάλογη είναι η κατάσταση που βιώνουμε στην εποχή μας. Χωρίς να το καταλαβαίνουμε επιλέξαμε τα έργα του σκότους, το οποίο μάλιστα βαφτίσαμε ως φως. Θεωρήσαμε τα πάθη δικαίωμά μας. Εργαστήκαμε την ιδιοτέλεια, θεοποιώντας την ελπίδα της εργασίας μας και ζήσαμε με γνώμονα τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Συνεργαστήκαμε με το πνεύμα της πονηρίας, χωριζόμενοι από τον Θεό. Και χτίσαμε έναν πολιτισμό που καταρρέει, διότι ό,τι δεν έχει Θεό, αγάπη, φως και καθαρότητα, αλλά και ανάσταση, δεν μπορεί να δώσει αληθινή χαρά, μόνο πρόσκαιρη ηδονή.
Ο Παύλος αγανάκτησε με το πνεύμα της μαντείας που κατείχε την κοπέλα, παρότι το πνεύμα έλεγε την αλήθεια για τους αποστόλους. Κι εμείς καλούμαστε να αγανακτήσουμε, να θυμώσουμε για τον πολιτισμό και τον τρόπο στον οποίο παγιδευθήκαμε και η απάντηση που πρέπει να δώσουμε είναι αυτή του Παύλου. Στο όνομα του Χριστού να φύγει από τη ζωή μας το πνεύμα που μας ωθεί στα έργα του σκότους, είτε προέρχεται από εμάς είτε από την παρουσία του διαβόλου. Και επειδή δεν είναι δυνατόν να γκρεμίσουμε τον πολιτισμό στον οποίο ζούμε, η λύση είναι αφού αποδιώξουμε κάθε τι που μας χωρίζει από το φως, να επαναβαπτιστούμε στην αγάπη, στην ανάσταση, στη γνήσια σχέση με το Θεό και τον συνάνθρωπο, όπου προτεραιότητά μας δεν θα είναι η ιδιοτέλεια και η επίδειξη ή ο πρόσκαιρος πλουτισμός, αλλά η συνύπαρξη με έγνοια για τον άλλο, με έγνοια για την εύρεση του αληθινού νοήματος της ύπαρξης και της ευτυχίας και η τοποθέτηση της ελπίδος της εργασίας όχι στην ηδονή, αλλά στην θέση του μέσου για να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη που είναι το φως της ψυχής χάρις στον αναστημένο Χριστό.
Αυτός άλλωστε είναι ο δρόμος και ο λόγος της αληθείας που καλούμαστε τόσο ως Εκκλησία όσο και ως χριστιανοί να ορθοτομήσουμε χωρίς φόβο και συμβιβασμό στη ζωή μας. Κι ακόμη κι αν μας περιμένει η φυλακή της απόρριψης και της περιθωριοποίησης, ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει.
themistoklismourtzanos.blogspot.com