Το Σάββατο 26 Μαΐου πραγματοποιήθηκε η έναρξη των ΙΗ Παυλείων με Ημερίδα που διοργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο, αφιερωμένη στον Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, Yμνογράφο της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας με την ευκαιρία συμπληρώσεως 20 ετών από την κοίμησή του.
Παρόντες στην σεμνή εκδήλωση: ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης κ. Παύλος, ο Μητροπολίτης Κιλκισίου κ. Εμμανουήλ, ο Μητροπολίτης Κεντρώας Αφρικής κ. Νικηφόρος, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Θερμών κ. Δημήτριος, ο Αντιπεριφερειάρχης Ημαθίας κ. Καραπαναγιωτίδης, η Δήμαρχος Βεροίας κ. Χ. Ουσουτζόγλου, ο Στρατηγός Διοικητής του Β΄Σ.Σ. Κων. Τόπης, οι Διοικητές Αστυνομίας και Πυροσβεστικής, καθώς και ιερείς, μοναχοί και μοναχές, αλλά και λαϊκοί που πλημμύρισαν με την παρουσία τους τον χώρο του Παυλείου Πολιτιστικού κέντρου.
Στην παρουσίαση της εκδήλωσης, ο πρωτοσύγκελλος της Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, π. Γεώργιος Χρυσοστόμου, αναφέρθηκε στην προσπάθεια των οργανωτών να κάνουν γνωστή τη ζωή και το φρόνημα μεγάλων εκκλησιαστικών ανδρών, σύγχρονων, που κατάφεραν να κάνουν τη θεωρία πράξη και τη πράξη θεωρία. Ακολουθώντας πιστά αυτή τη γραμμή και σαν καρπός ωριμότητας, προέκυψε η παρουσίαση του Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, με την συμπλήρωση είκοσι ετών από την κοίμηση του. Ο π. Γεώργιος τόνισε πως ο Γέροντας Γεράσιμος δεν ήταν φρέαρ συντετριμμένο αλλά πηγή ζωής αιωνίου, που αξιοποίηση με το καλύτερο τρόπο το τάλαντο που του δόθηκε από τον Θεό, με την πυκνή και ποιοτική συγγραφική του δραστηριότητα. Σαν κατακλείδα στην προσφώνησή του χρησιμοποίησε απόσπασμα από την Α΄προς Κορινθίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου, όπου τονίζεται η δωρεά του Αγίου Πνεύματος για το καλό του πληρώματος της εκκλησίας.
Στη συνέχεια ακολούθησε οπτικοακουστικό αφιέρωμα, στον Γέροντα, παραγωγή του Γραφείου τύπου της Μητροπόλεως, ως εισαγωγή στο βίο και το έργο του Γέροντος.
Στη συνέχεια ακολούθησε οπτικοακουστικό αφιέρωμα, στον Γέροντα, παραγωγή του Γραφείου τύπου της Μητροπόλεως, ως εισαγωγή στο βίο και το έργο του Γέροντος.
Πρώτος ομιλητής της εκδήλωσης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, ο οποίος τόνισε με την σειρά του την προσπάθεια που καταβάλλεται για την προβολή μεγάλων σύγχρονων εκκλησιαστικών μορφών, που επέλεξαν την ησυχία της ερήμου, την άσκηση και τη σιωπή. Αναφέρθηκε στην γνωριμία του Γέροντα με τον Άγιο Νεκτάριο, μαθητή ακόμη της Ριζαρείου σχολής, αλλά και σε θαυμαστά φαινόμενα που αφορούσαν το βίο του Γέροντα. Χαρακτηριστικά ανέφερε την μαρτυρία του γέρο Εφραίμ, σχετικά με την εμφάνιση του Τιμίου Προδρόμου στη πόρτα του κελίου του Γέροντα, όταν με δήλωση του Αγίου βρέθηκε εκεί για να προστατέψει τον νεαρό τότε καλόγερο στους ασκητικούς του αγώνες. Η συναναστροφή του με τους Αγίους, είχε σαν αποτέλεσμα την συγγραφή ύμνων, κάτι που για αιώνες ελάχιστοι προσπάθησαν. Οι Άγιοι και οι βίοι τους είναι η προσευχή του, η ελπίδα του, το καθημερινό βίωμά του.
Αναφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος στα θυρανοίξια του καθολικού της Ι.Μ. Παναγίας Γοργοϋπηκόου, στη Μάνδρα Αττικής, όπου ο Γέροντας δήλωσε στις μοναχές πως είδε την Παναγία κατά την τελετή, υπερλάμπουσα και ευλογούσα το μοναστήρι της.
Επίσης αναφέρθηκε στο βιβλίο του Τάσου Μιχαλά για τον Γέροντα και σε ένα περιστατικό που περιγράφεται σε αυτό: όταν ο Γέροντας έγραφε την ακολουθία των νεοφανών μαρτύρων Νικολάου, Ραφαήλ και Ειρήνης, εμφανίστηκε μπροστά στο κελί του μεγαλοπρεπείς άνδρας, ο μοναχός αντιλήφθηκε ποιος ήταν και τον ρώτησε αν εγκρίνει την ακολουθία, ο άνδρας απάντησε θετικά και εξαφανίστηκε. Αργότερα έλαβε επιστολές από την Λέσβο που τον πληροφορούσαν ότι έβλεπαν την Αγία Ειρήνη να αρνείται την είσοδο της στο Ναό, επειδή ο Γέροντας δεν ανέφερε το όνομα της στο απολυτίκιο. Έγραψε εξαρχής το απολυτίκιο για να συμπεριλάβει το όνομα της σε αυτό.
Ο Γέροντας επιθυμούσε να τιμήσει και να προβάλει τόσο τον Διονύσιο τον Ρήτορα όσο και τον Μητροφάνη τον Πνευματικό, που ασκήτεψαν σε σπήλαιο στην περιοχή πλησίον της Μικραγιάννας, έτσι μελέτησε χειρόγραφα του Κυριακού Αγίας Άννης, επικαλέστηκε την αρωγή τους για τη διήγηση του βίου τους που ήταν στολισμένος με σκληραγωγία, κάματο, απάρνηση εαυτού, ησυχία, ολονυχτίες και αδιάλειπτο προσευχή. Προσπάθησε επίσης να αναδείξει το σπήλαιο που ασκήτευσαν και από το 1938 που ξεκίνησε η προσπάθεια, συνεχίστηκε ως το 1956, οπότε οι Άγιοι εμφανίστηκαν προς ενίσχυση του. Ευωδία άρρητη υπήρχε στο ναό του σπηλαίου, στο οποίο ο Γέροντας προσέρχονταν για προσευχή μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Σεβασμιώτατος με συγκίνηση διηγήθηκε πόσο πολύ ποθούσε, νεαρός προσκυνητής του σπηλαίου, να νιώσει την ευωδία για την οποία τόσα είχε ακούσει και πως μια κουβέντα που είχε με τον γέροντα τον βοήθησε να έχει την εμπειρία αυτή.
Όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, η μόνη επιθυμία του Γέροντα που δεν εκπληρώθηκε, ήταν η ανεύρεση των λειψάνων των δύο Αγίων. Συνδύασε όμως αυτήν την έλλειψη με την ταπεινότητα των Αγίων που δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο.
Τέλος αναφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος κ. Παντελεήμων, πως ο Γέροντας ζήτησε ο τάφος του να είναι κοντά στο σπήλαιο, ενώ πρόσθεσε πως μέχρι την τελευταία του στιγμή, τους δύο Αγίους επικαλέστηκε για να κλείσει ο κύκλος της ζωής του μετά πάντων των Αγίων, με μυστικές αποκαλύψεις και με τις δωρεές και ευεργεσίες που ο Γέροντας προσέφερε τόσο εν ζωή, όσο και μετά την κοίμηση του.
Στην συνέχεια ο π. Σπυρίδων Μικραγιαννανίτης, αναφέρθηκε εκτενώς στην υπακοή που ανέδειξε τον Γέροντα. Η υπακοή του σε έναν απλό άνθρωπο, τον μοναχό Μελέτιο, αποκρύπτοντας το ποιος ήταν και το τι γνώριζε, η υποταγή στις δυσκολίες και τις ομορφιές της μοναχικής ζωής, τον οδήγησαν στην βίωση της αγάπης του Τιμίου Προδρόμου.
Συντροφικοί σταθμοί στην μοναξιά της άσκησης για τον Γέροντα ήταν ο π. Ιγνάτιος και ο Δανιήλ ο Σμυρναίος. Ο Γέροντας έζησε μέχρι το τέλος της ζωή του στην υπακοή, καθώς ένιωθε την ανάγκη να είναι κάτω από μια σκέπη, αυτή του γέροντα. Η υπακοή σε έναν άνθρωπο του ήταν απαραίτητη. Ήταν πάντα υποτακτικός, δεν αρνούνταν οποιοδήποτε διακόνημα, τίποτε δεν τον πτοούσε. Η υπακοή ήταν το αναίμακτο μαρτύριο και μέσα από την πνευματική καρποφορία προσέφερε τους καρπούς του σε μας.
Ο π. Σπυρίδων τόνισε πως κρατούσε μυστική ο Γέροντας την πνευματική του ζωή και τις εμπειρίες. Αναφέρθηκε δε σε μια δύσκολη περίοδο της μοναχικής του ζωής, όπου στον πόλεμο με τον σατανά του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός, με λευκό χιτώνα, με τρυπημένα πόδια και τρυπημένες παλάμες και τον τόνωσε δηλώνοντας την παρουσία Του. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής στον πνευματικό του, τον π. Διονύσιο, δεν παρέλειπε δε να τονίζει την ανάγκη άρνησης του ιδίου θελήματος και την πιστή υπακοή στον πνευματικό.
Αμέσως μετά ο Σεβασμιώτατος Κεντρώας Αφρικής κ. Νικηφόρος, παρουσίασε στο κοινό τις προσωπικές εμπειρίες που είχε από την μοναχική του άσκηση δίπλα στον Γέροντα Γεράσιμο. Τον χαρακτήρισε ως χαρισματούχο, άνθρωπο με την απλότητα ενός μικρού παιδιού, που βοηθούσε με λόγια ή πράξεις τους συνανθρώπους του χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται. Δήλωσε δε πως με το βλέμμα του και μόνο ειρήνευαν οι γύρω του, ενώ η γαλήνια ματιά του έμπαινε κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων. Διακρινόταν από καθαρότητα νου, υπακοή και σιωπή, καθώς δεν μετέφερε προσωπικές πνευματικές εμπειρίες.
Όπως ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, όταν ήταν νέο καλογέρι ακόμη, του ζήτησε ο Γέροντας να πάει με το μουλάρι σε μια διακονία, επειδή όμως δεν γνώριζε ο ίδιος τον δρόμο, τον καθησύχασε λέγοντας του πως το μουλάρι θα τον πήγαινε στον προορισμό του με ασφάλεια. Όταν το νέο καλογέρι επέστρεψε εκτελώντας με επιτυχία το διακόνημα που του είχε αναθέσει, διαπίστωσε πως ο Γέροντας όχι μόνο ευχαρίστησε το μουλάρι, αλλά και πως επικοινωνούσε ακόμη και με τα ζώα.
Συμβουλή μόνιμη για την μετέπειτα ζωή του Σεβασμιωτάτου ήταν η προτροπή του Γέροντα, που τον παρότρυνε να έχει πάντα στο νου του τον Θεό και να κάνει κάθε μέρα κάτι για Αυτόν, παρά να περνά μια μέρα χωρίς να κάτι γι Αυτόν. Κατέληξε δε με τα λόγια του Γέροντα που στην προσπάθεια του να κρύψει τον αγώνα του και τους καρπούς αυτού του αγώνα έλεγε: «η αρετή που προβάλλεται είναι μοιχεία παρά τω Θεώ».
Αναφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος στα θυρανοίξια του καθολικού της Ι.Μ. Παναγίας Γοργοϋπηκόου, στη Μάνδρα Αττικής, όπου ο Γέροντας δήλωσε στις μοναχές πως είδε την Παναγία κατά την τελετή, υπερλάμπουσα και ευλογούσα το μοναστήρι της.
Επίσης αναφέρθηκε στο βιβλίο του Τάσου Μιχαλά για τον Γέροντα και σε ένα περιστατικό που περιγράφεται σε αυτό: όταν ο Γέροντας έγραφε την ακολουθία των νεοφανών μαρτύρων Νικολάου, Ραφαήλ και Ειρήνης, εμφανίστηκε μπροστά στο κελί του μεγαλοπρεπείς άνδρας, ο μοναχός αντιλήφθηκε ποιος ήταν και τον ρώτησε αν εγκρίνει την ακολουθία, ο άνδρας απάντησε θετικά και εξαφανίστηκε. Αργότερα έλαβε επιστολές από την Λέσβο που τον πληροφορούσαν ότι έβλεπαν την Αγία Ειρήνη να αρνείται την είσοδο της στο Ναό, επειδή ο Γέροντας δεν ανέφερε το όνομα της στο απολυτίκιο. Έγραψε εξαρχής το απολυτίκιο για να συμπεριλάβει το όνομα της σε αυτό.
Ο Γέροντας επιθυμούσε να τιμήσει και να προβάλει τόσο τον Διονύσιο τον Ρήτορα όσο και τον Μητροφάνη τον Πνευματικό, που ασκήτεψαν σε σπήλαιο στην περιοχή πλησίον της Μικραγιάννας, έτσι μελέτησε χειρόγραφα του Κυριακού Αγίας Άννης, επικαλέστηκε την αρωγή τους για τη διήγηση του βίου τους που ήταν στολισμένος με σκληραγωγία, κάματο, απάρνηση εαυτού, ησυχία, ολονυχτίες και αδιάλειπτο προσευχή. Προσπάθησε επίσης να αναδείξει το σπήλαιο που ασκήτευσαν και από το 1938 που ξεκίνησε η προσπάθεια, συνεχίστηκε ως το 1956, οπότε οι Άγιοι εμφανίστηκαν προς ενίσχυση του. Ευωδία άρρητη υπήρχε στο ναό του σπηλαίου, στο οποίο ο Γέροντας προσέρχονταν για προσευχή μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Σεβασμιώτατος με συγκίνηση διηγήθηκε πόσο πολύ ποθούσε, νεαρός προσκυνητής του σπηλαίου, να νιώσει την ευωδία για την οποία τόσα είχε ακούσει και πως μια κουβέντα που είχε με τον γέροντα τον βοήθησε να έχει την εμπειρία αυτή.
Όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης, η μόνη επιθυμία του Γέροντα που δεν εκπληρώθηκε, ήταν η ανεύρεση των λειψάνων των δύο Αγίων. Συνδύασε όμως αυτήν την έλλειψη με την ταπεινότητα των Αγίων που δεν επέτρεψαν κάτι τέτοιο.
Τέλος αναφέρθηκε ο Σεβασμιώτατος κ. Παντελεήμων, πως ο Γέροντας ζήτησε ο τάφος του να είναι κοντά στο σπήλαιο, ενώ πρόσθεσε πως μέχρι την τελευταία του στιγμή, τους δύο Αγίους επικαλέστηκε για να κλείσει ο κύκλος της ζωής του μετά πάντων των Αγίων, με μυστικές αποκαλύψεις και με τις δωρεές και ευεργεσίες που ο Γέροντας προσέφερε τόσο εν ζωή, όσο και μετά την κοίμηση του.
Συντροφικοί σταθμοί στην μοναξιά της άσκησης για τον Γέροντα ήταν ο π. Ιγνάτιος και ο Δανιήλ ο Σμυρναίος. Ο Γέροντας έζησε μέχρι το τέλος της ζωή του στην υπακοή, καθώς ένιωθε την ανάγκη να είναι κάτω από μια σκέπη, αυτή του γέροντα. Η υπακοή σε έναν άνθρωπο του ήταν απαραίτητη. Ήταν πάντα υποτακτικός, δεν αρνούνταν οποιοδήποτε διακόνημα, τίποτε δεν τον πτοούσε. Η υπακοή ήταν το αναίμακτο μαρτύριο και μέσα από την πνευματική καρποφορία προσέφερε τους καρπούς του σε μας.
Ο π. Σπυρίδων τόνισε πως κρατούσε μυστική ο Γέροντας την πνευματική του ζωή και τις εμπειρίες. Αναφέρθηκε δε σε μια δύσκολη περίοδο της μοναχικής του ζωής, όπου στον πόλεμο με τον σατανά του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός, με λευκό χιτώνα, με τρυπημένα πόδια και τρυπημένες παλάμες και τον τόνωσε δηλώνοντας την παρουσία Του. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής στον πνευματικό του, τον π. Διονύσιο, δεν παρέλειπε δε να τονίζει την ανάγκη άρνησης του ιδίου θελήματος και την πιστή υπακοή στον πνευματικό.
Αμέσως μετά ο Σεβασμιώτατος Κεντρώας Αφρικής κ. Νικηφόρος, παρουσίασε στο κοινό τις προσωπικές εμπειρίες που είχε από την μοναχική του άσκηση δίπλα στον Γέροντα Γεράσιμο. Τον χαρακτήρισε ως χαρισματούχο, άνθρωπο με την απλότητα ενός μικρού παιδιού, που βοηθούσε με λόγια ή πράξεις τους συνανθρώπους του χωρίς αυτοί να το αντιλαμβάνονται. Δήλωσε δε πως με το βλέμμα του και μόνο ειρήνευαν οι γύρω του, ενώ η γαλήνια ματιά του έμπαινε κατευθείαν στην ψυχή των ανθρώπων. Διακρινόταν από καθαρότητα νου, υπακοή και σιωπή, καθώς δεν μετέφερε προσωπικές πνευματικές εμπειρίες.
Όπως ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, όταν ήταν νέο καλογέρι ακόμη, του ζήτησε ο Γέροντας να πάει με το μουλάρι σε μια διακονία, επειδή όμως δεν γνώριζε ο ίδιος τον δρόμο, τον καθησύχασε λέγοντας του πως το μουλάρι θα τον πήγαινε στον προορισμό του με ασφάλεια. Όταν το νέο καλογέρι επέστρεψε εκτελώντας με επιτυχία το διακόνημα που του είχε αναθέσει, διαπίστωσε πως ο Γέροντας όχι μόνο ευχαρίστησε το μουλάρι, αλλά και πως επικοινωνούσε ακόμη και με τα ζώα.
Συμβουλή μόνιμη για την μετέπειτα ζωή του Σεβασμιωτάτου ήταν η προτροπή του Γέροντα, που τον παρότρυνε να έχει πάντα στο νου του τον Θεό και να κάνει κάθε μέρα κάτι για Αυτόν, παρά να περνά μια μέρα χωρίς να κάτι γι Αυτόν. Κατέληξε δε με τα λόγια του Γέροντα που στην προσπάθεια του να κρύψει τον αγώνα του και τους καρπούς αυτού του αγώνα έλεγε: «η αρετή που προβάλλεται είναι μοιχεία παρά τω Θεώ».
Τελευταίος ομιλητής της όμορφης εκδήλωσης ήταν ο Καθηγητής Θεολογίας του Α.Π.Θ. κ. Γ. Μαρτζέλος που κατέθεσε τις προσωπικές του μαρτυρίες και τις συζητήσεις που έκανε με τον Γέροντα. Συζητήσεις που αφορούσαν την νοερά προσευχή όπως την βίωναν οι ησυχαστές της ερήμου. Δήλωσε δε πως πολλές φορές άφηνε τα διαβάσματα του σχολείου του για να ακούσει το χαρισματικό του λόγο.
Ο Γέροντας του μίλησε πρώτη φορά για την χαρισματική θεολογία, που είναι υπόθεση πνευματικής κοινωνίας με το Θεό.
Επίσης ο κ. Μαρτζέλος κατέθεσε την εμπειρία του ως διοικητή του Αγίου Όρους και πως αυτό είχε συζητηθεί πολύ παλαιότερα με τον Γέροντα. Τέλος στάθηκε στην πνευματική μορφή του Γέροντα που σφράγισε τις ζωές όσων τον γνώρισαν, με την συμπαράστασή του, την καθοδήγηση και τις προσευχές του, άνοιξε δε ορίζοντες στην επιστημονική σκέψη και πνευματική ζωή.
Μετά την ολοκλήρωση των εισηγήσεων δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν παρεμβάσεις από το κοινό της Ημερίδας. Έτσι με παρεμβάσεις τους πολλοί κατέθεσαν προσωπικές μαρτυρίες τους από τη συναναστροφή τους με τον μακαριστό γέροντα.
Ο Γέροντας του μίλησε πρώτη φορά για την χαρισματική θεολογία, που είναι υπόθεση πνευματικής κοινωνίας με το Θεό.
Επίσης ο κ. Μαρτζέλος κατέθεσε την εμπειρία του ως διοικητή του Αγίου Όρους και πως αυτό είχε συζητηθεί πολύ παλαιότερα με τον Γέροντα. Τέλος στάθηκε στην πνευματική μορφή του Γέροντα που σφράγισε τις ζωές όσων τον γνώρισαν, με την συμπαράστασή του, την καθοδήγηση και τις προσευχές του, άνοιξε δε ορίζοντες στην επιστημονική σκέψη και πνευματική ζωή.
Μετά την ολοκλήρωση των εισηγήσεων δόθηκε η ευκαιρία να γίνουν παρεμβάσεις από το κοινό της Ημερίδας. Έτσι με παρεμβάσεις τους πολλοί κατέθεσαν προσωπικές μαρτυρίες τους από τη συναναστροφή τους με τον μακαριστό γέροντα.