Kείμενο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ, για τον μακαριστό Μητροπολίτη Χριστουπόλεως κυρό Πέτρο, το οποίο δημοσιεύθηκε σε βιβλίο – τόμο που κυκλοφόρησε το 2007 αφιερωμένο στον Μητροπολίτη Χριστουπόλεως, από τον κ. Σταμάτη Πορτελάνο, συγγραφέα και πνευματικό παιδί του.
«Ο άνθρωπος του Θεού»
«Ο άνθρωπος του Θεού»
Στην Παλαιά Διαθήκη και μάλιστα στο Βιβλίο της Γ’ Βασιλειών ο ιερός συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά τα εξής: «Ιδού τούτο έγνωκα, ότι συ άνθρωπος ει του Θεού, και ρήμα Κυρίου εν τω στόματί σου αληθινόν».
Τούς λόγους αυτούς προφέρει η χήρα γυναίκα στην Σαρεφθά της Σιδωνίας για τον Προφήτη Ηλία μετά την θαυμαστή διατροφή της, αφού από την οικία της δεν έλειψε ούτε το αλεύρι ούτε το λάδι σε περίοδο ξηρασίας• πολύ δε περισσότερο μετά την ανάσταση του υιού της αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Ουρανού, τον Άνθρωπο του Θεού.
Καί οι άνθρωποι του Θεού δεν έλειψαν, ούτε θα λείψουν ποτέ από το στερέωμα της Εκκλησίας. Είναι οι απλοί, οι ειλικρινείς, οι τίμιοι με τον εαυτό τους, οι «καθαροί τη καρδία», κατά τον μακαρισμό του Κυρίου.
Είναι εκείνοι, που δροσίζουν και ξεδιψούν με το νερό της άδολης αγάπης τους τον λαό του Θεού.
Είναι εκείνοι, που τρέφουν όχι μόνο υλικά, αλλά κυρίως πννευματικά, αφού «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Είναι εκείνοι, που δεν μιλούν για τον εαυτό τους, που δεν γράφουν για το πρόσωπό τους, αλλ’ εν τω κρυπτώ, στο «ταμείον» τους, υψώνουν τα χέρια τους για την σωτηρία του κόσμου.
Δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους την ιδιότητα του σωτήρος, αφού μοναδικός Σωτήρας είναι ο Χριστός, αλλά απλώς δανείζουν τα χέρια τους και την γλώσσα τους, κατά τον χρυσορρήμονα Ιωάννη, στον Θεό, προκειμένου Αυτός να φανερώσει το θέλημα Του στους ανθρώπους, για να παράσχει την χάρη Του και την ευλογία Του στον λαό Του.
Έναν τέτοιο άνθρωπο γνώρισα στα μαθητικά μου χρόνια στον Ναό της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη• έναν άνθρωπο του Θεού, άνθρωπο της πίστεως, άνθρωπο της αγάπης, άνθρωπο της προσευχής. Στο πρόσωπο του τότε Αρχι-μανδρίτη και σημερινού Επισκόπου Χριστουπόλεως Πέτρου Δακτυλίδη διέκρινα τον απεσταλμένο του Ουρανού, τον άνθρωπο εκείνον, που «επιμε-λείτο ψυχής, πράγματος αθανάτου», που γινόταν «τοις πάσι τα πάντα», κατά τον Απόστολο Παύλο.
Χειροτονημένος στην Κόρινθο, είχε ιδιαίτερα εμπνευσθεί από την ζωή του μεγάλου αυτού Αποστόλου. Επαναλάμβανε τακτικά τα λόγια του: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ, τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» Τον θυμάμαι να λέγει: « Πρέπει να αγαπούμε ειλικρινά τον Χριστό και την αγάπη μας αυτή να την δείχνουμε και στην εικόνα του Θεού, που είναι ο άνθρωπος». Καί τα λογια αυτά τα έκανε πράξη «εν τω κρυπτώ». Το αντικαρκινικό Νοσοκομείο Αθηνών «Άγιος Σάββας» μάρτυρας αψευδής των επισκέψεων του και των καταθέσεων για τους εμπεριστάτους του Χριστού. «Θέλεις να κάνεις ελεημοσύνη; Πήγαινε να καταθέσεις τον οβολόν σου για εκείνους, οι οποίοι πονούν και υποφέρουν». Καί έκλεινε την προτροπή του αυτή με τον χρυσοστομικό λόγο: «Πολύ πιο εύκολα λιώνει η ελεημοσύνη την αμαρτία, παρά ο ήλιος το χιόνι». Πρόσωπα και ιδρύματα, γεύθηκαν πλούσια τον ιλαρόν δότην του Θεού. Καί βέβαια όλα αυτά χωρίς τυμπανοκρουσίες, αναφορές στον Τύπο και διαφημίσεις, τις οποίες απέφευγε επιμελώς.
Πόσο δίκαιο είχε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που έγραφε: «Η αγάπη είναι το πρώτο και εξαίρετο αγαθό, επειδή συνδέει εκείνον που την κατέχει με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Η αγάπη είναι το τέλος όλων των αγαθών, επειδή οδηγεί, πλησιάζει στον Θεό και συνδέει μαζί Του εκείνους που πορεύονται μέσα σ’ αυτήν»!
Καί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στους περίφημους στίχους:
«Η αγάπη ούν υπάρχει όντως πάσα ευφροσύνη,
και χαράς και θυμηδίας εμπιπλά τον κεκτημένον . . .
Πνεύμα θείον η αγάπη, παντουργόν φως και φωτίζον . . .
Δράμωμεν πιστοί ευτόνως, σπεύσωμεν νωθροί εμπόνως!
Οκνηροί διεγερθώμεν, όπως εγκρατείς αγάπης,
μέτοχοι δε ταύτης μάλλον
γενησόμεθα και ούτως μεταβώμεν των ενθένδε,
ίνα συν αυτή τω Κτίστη και Δεσπότη παραστώμεν,
έξωθεν των ορωμένων γεγονότες συν εκείνη!».
Το σπίτι του π. Πέτρου ήταν πάντα ανοικτό και φιλόξενο, ζεστό και γεμάτο παρηγορία και η μακαριστή αδελφή του Μαρία, η γνωστή σε όλους μας «γερόντισσα», έτοιμη ζωστεί το λέντιον για να προσφέρει φιλοξενία. Πόσοι Κληρικοί και πόσα άλλα πρόσωπα δεν δέχθηκαν αυτήν την θαλπωρή της αγάπης και δεν απήλαυσαν αυτήν την ιλαρότητα του προσώπου του!
Καί αυτή η ανυπόκριτος αγάπη του εκδηλωνόταν, ακόμη, και ως αμνησικακία σε εκείνους που τον αδίκησαν: «Παιδί μου, να τους έχει ο Θεός καλά και να τους αξιώσει του Παραδείσου. Δεν κρατώ κακία. Τούς έχω συγχωρήσει».
Μία άλλη διακονία του π. Πέτρου, πέρα από αυτήν της αγάπης, είναι και η διακονία της θείας λατρείας και του κηρύγματος. Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας και το κήρυγμα ήταν εκείνα που τον έθελγαν και, συγχρόνως, τον έτρεφαν. Άλλωστε, η θεία λατρεία είναι η ζωή της Εκκλησίας. Μέσα από αυτήν και ιδιαιτέρως με την τέλεση του Ιερού Μυστηρίου της Θείας Ευχα-ριστίας επιτυγχάνεται ο οργανικός σύνδεσμος του πιστού με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Λειτουργούσε σε κάθε ευκαιρία, απλά, χωρίς τα διακριτικά του οφφίκια, τα οποία φορούσε μόνο τις Κυριακές. Συνιστούσε στους Χριστιανούς να κοινωνούν συχνά πυκνά του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την κατάλληλη πάντοτε προετοιμασία.
Τα Εσπερινά Κηρύγματα κάποιας χρονιάς αφιερωμένα στην Θεία Λειτουργία είχαν προκαλέσει αίσθηση στο πολυπληθές ακροατήριο της Αγίας Ζώνης!
«Με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας» έλεγε «ο Χριστός μας προσφέρει το Σώμα Του και το Αίμα Του και μας κάνει σύσσωμους και σύναιμους με Αυτόν». Καί χρησιμοποιώντας τον προσφιλή του Ιερό Χρυσό-στομο τόνιζε: «Ουδέ γαρ ήρκεσεν αυτώ το γενέσθαι άνθρωπον, το ραπι-σθήναι και σφαγήναι, αλλά και αναφύρει εαυτόν ημίν• και ου τη πίστει μόνον, αλλά και αυτώ τω πράγματι σώμα ημάς αυτού κατασκευάζει . . . . Ουχ απλώς μίγνυμαί σοι, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι κατά μικρόν, ίνα πολλή η ανάκρασις γένηται και η μίξις και η ένωσις. Τα γαρ ενούμενα εν οικείοις έστηκεν όροις. Εγώ δε συνυφαίνομαί σοι. Ου βούλομαι λοιπόν είναί τι μέσον• εν είναι βούλομαι τα αμφότερα . . . . Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν».
Το κήρυγμα, βγαλμένο μέσα από την καρδιά του, απλό, σύντομο, περιεκτικό, χριστοκεντρικό, θεραπευτικό, φανέρωνε το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους. Θεράπευε την ασθένεια της ψυχής, οδηγούσε στην μετά-νοια, άνοιγε δρόμους, έδινε φτερά στους ανθρώπους.
Ησχολείτο σοβαρά με το κήρυγμα. Προετοιμαζόταν καλά, μελετούσε πολύ και ιδιαιτέρως τον Ιερό Χρυσόστομο. Προσευχόταν για να τρέχει ο λόγος του Θεού. Καί εάν κάποιος τον ευχαριστούσε ή τον επαινούσε για όλα όσα είπε στο κήρυγμά του, ο λόγος του χαρακτηριστικός: «Δικά μου είναι; Τού Χριστού είναικαί των Αγίων Πατέρων».
Ήθελε, ακόμη, το Ιερό Θυσιαστήριο να είναι ευπρεπισμένο, η Αγία Τράπεζα καθαρή, το ίδιο και η Ιερά Πρόθεση και τα Ιερά Σκεύη. Έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια στο Ιερό Θυσιαστήριο και, αν δε υπήρχε Διάκονος, αφιέρωνε αρκετές ώρες στην καθαριότητα της Αγίας Τραπέζης, του Ιερού Βήματος και των Ιερών Σκευών.
Τα άμφιά του απλά, καθαρά, διακριτικά, αποπνέοντα το άρωμα της γνησιότητος του διακόνου των Ιερών Μυστηρίων.
Εκεί, όμως, που ιδιαίτερα διέπρεψε, ήταν τον μυστήριο της Μετανοίας και της πνευματικής πατρότητος.
Παράδειγμα δυνατό πνευματικής πατρότητος ο Απόστολος Παύλος: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώγ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας• εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4,14).
Έτσι, για την Εκκλησία ο πνευματικός πατέρας, όπως θα πεί ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, «είναι ουσιαστικά μία ΄΄χαρισματική΄΄ και προφητική μορφή, που έχει αναλάβει αυτό το λειτούργημα με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Δεν τον χειροθετεί χέρι ανθρώπου, αλλά το χέρι του Θεού. Είναι έκφραση της Εκκλησίας ως «γεγονότος», και όχι της Εκκλησίας ως καθιδρύματος».
Αποστολή του η επιμέλεια των ψυχών που εξαγοράσθηκαν με το Αίμα του Χριστού, η καθοδήγηση στην εν Χριστώ ζωή, η θεραπεία της ψυχής από τα πάθη, η απόκτηση υγειούς και σταθερής πνευματικής ζωής και ζωντανής πίστεως.
Στόχος του η έμπειρη χειραγώγηση στον δρόμο προς τον φωτισμό και την θέωση κυρίως με το έμπρακτο παράδειγμα της ζωής του.
Σκοπός του η ανόρθωση των πεπτωκότων, η παρηγοριά στους πνευμα-τικά και ψυχικά, απελπισμένους, καθώς και η συμπαράσταση στους πονεμέ-νους και πληγωμένους στην ψυχή από τα βέλη του πονηρού συνανθρώπους του με την άδολη αγάπη και την πατρική στοργή του.
Ακριβώς, αυτήν την αγάπη, που θέλει και πρέπει να έχει ο ποιμένας, διέθετε ο Γέροντας σε μεγάλο βαθμό, κυρίως μέσα στο Μυστήριο της Μετα-νοίας, αφού αυτή η αγάπη είναι γνώρισμα του αληθινού ποιμένος• «Ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη• δι’ αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται». Πλησίαζε διακριτικά την ψυχή του ανθρώπου. Δημιουργούσε κατ’ αρχήν ένα ευχάριστο κλίμα - φιλικό, πατρικό, αδελφικό. Προσπαθούσε να απωθήσει την ντροπή και τον φόβο, ώστε ο άνθρωπος να ανοίξει την καρδιά του. Τον άκουγε μετά προσευχής, συμπονούσε μαζί του. Τον ενίσχυε πνευματικά θέτοντας τα κατάλληλα φάρμακα, ρίχνοντας στις πληγές το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της κατανύξεως και του σωφρονισμού της κατά Θεόν παιδείας.
Χαιρόταν, ιδιαιτέρως, με την πρόοδο των πνευματικών του παιδιών, τα οποία ενίσχυε ποικιλοτρόπως.
Εκεί, όμως, που κατέβαλε πολλές προσπάθειες, ήταν όταν διέκρινε την έφεση σε νέους ανθρώπους για την Ιερωσύνη. Τούς προετοίμαζε κατάλληλα για τον Ιερό Θυσιαστήριο, για να διακονήσουν, όπως μας έλεγε, τον Χριστό και τον άνθρωπο. Πανηγύριζε την είσοδό τους στην Ιερωσύνη και καμάρωνε πνευματικά για τα αναστήματα αυτά που βγήκαν από τα χέρια του. «Είναι πνευματικά μου παιδιά», έλεγε, «είναι συμμαρτυρία μου». Αξιώθηκε από τον Θεό να εισάγει στην Αγία Ιερωσύνη πάνω από εκατό υποψηφίους Κληρικούς.
Καί σήμερα να συγκαταλέγονται στον Ιερό Κατάλογο Επίσκοποι, Πρσβύτεροι, Μοναχοί και Μοναχές, που πάντοτε με ευγνωμοσύνη αναπολούν την προσφορά της αγαπώσης καρδίας του.
Ως κατάθεση ψυχής θα πρέπει να εκληφθούν τα όσα λίγα και φτωχά γράφτηκαν για το πρόσωπο του αγίου Χριστουπόλεως και ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης για όσα μου προσέφερε στα μαθητικά μου χρόνια.
Γι’ αυτό και συγχαίρω από καρδίας τον αγαπητό μου κ. Σταμάτη Πορτελάνο, δόκιμο συγγραφέα και πνευματικό παιδί του Γέροντα, για την πρωτοβουλία του αυτή να σκιαγραφήσει την μορφή αυτού του αγίου λευίτου.
Σεβαστέ μου Γέροντα,
δέξου τον σεβασμό μου, την ευγνωμοσύνη μου και τις ευχαριστίες μου για την πολύτιμη προσφορά σου στο ταπεινό μου πρόσωπο. Υιικώς και ευλαβώς εύχομαι να αναδειχθείτε «και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α’ Πετρου 5,2).
Τούς λόγους αυτούς προφέρει η χήρα γυναίκα στην Σαρεφθά της Σιδωνίας για τον Προφήτη Ηλία μετά την θαυμαστή διατροφή της, αφού από την οικία της δεν έλειψε ούτε το αλεύρι ούτε το λάδι σε περίοδο ξηρασίας• πολύ δε περισσότερο μετά την ανάσταση του υιού της αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον απεσταλμένο του Ουρανού, τον Άνθρωπο του Θεού.
Καί οι άνθρωποι του Θεού δεν έλειψαν, ούτε θα λείψουν ποτέ από το στερέωμα της Εκκλησίας. Είναι οι απλοί, οι ειλικρινείς, οι τίμιοι με τον εαυτό τους, οι «καθαροί τη καρδία», κατά τον μακαρισμό του Κυρίου.
Είναι εκείνοι, που δροσίζουν και ξεδιψούν με το νερό της άδολης αγάπης τους τον λαό του Θεού.
Είναι εκείνοι, που τρέφουν όχι μόνο υλικά, αλλά κυρίως πννευματικά, αφού «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
Είναι εκείνοι, που δεν μιλούν για τον εαυτό τους, που δεν γράφουν για το πρόσωπό τους, αλλ’ εν τω κρυπτώ, στο «ταμείον» τους, υψώνουν τα χέρια τους για την σωτηρία του κόσμου.
Δεν διεκδικούν για τον εαυτό τους την ιδιότητα του σωτήρος, αφού μοναδικός Σωτήρας είναι ο Χριστός, αλλά απλώς δανείζουν τα χέρια τους και την γλώσσα τους, κατά τον χρυσορρήμονα Ιωάννη, στον Θεό, προκειμένου Αυτός να φανερώσει το θέλημα Του στους ανθρώπους, για να παράσχει την χάρη Του και την ευλογία Του στον λαό Του.
Έναν τέτοιο άνθρωπο γνώρισα στα μαθητικά μου χρόνια στον Ναό της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη• έναν άνθρωπο του Θεού, άνθρωπο της πίστεως, άνθρωπο της αγάπης, άνθρωπο της προσευχής. Στο πρόσωπο του τότε Αρχι-μανδρίτη και σημερινού Επισκόπου Χριστουπόλεως Πέτρου Δακτυλίδη διέκρινα τον απεσταλμένο του Ουρανού, τον άνθρωπο εκείνον, που «επιμε-λείτο ψυχής, πράγματος αθανάτου», που γινόταν «τοις πάσι τα πάντα», κατά τον Απόστολο Παύλο.
Χειροτονημένος στην Κόρινθο, είχε ιδιαίτερα εμπνευσθεί από την ζωή του μεγάλου αυτού Αποστόλου. Επαναλάμβανε τακτικά τα λόγια του: «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ, τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;» Τον θυμάμαι να λέγει: « Πρέπει να αγαπούμε ειλικρινά τον Χριστό και την αγάπη μας αυτή να την δείχνουμε και στην εικόνα του Θεού, που είναι ο άνθρωπος». Καί τα λογια αυτά τα έκανε πράξη «εν τω κρυπτώ». Το αντικαρκινικό Νοσοκομείο Αθηνών «Άγιος Σάββας» μάρτυρας αψευδής των επισκέψεων του και των καταθέσεων για τους εμπεριστάτους του Χριστού. «Θέλεις να κάνεις ελεημοσύνη; Πήγαινε να καταθέσεις τον οβολόν σου για εκείνους, οι οποίοι πονούν και υποφέρουν». Καί έκλεινε την προτροπή του αυτή με τον χρυσοστομικό λόγο: «Πολύ πιο εύκολα λιώνει η ελεημοσύνη την αμαρτία, παρά ο ήλιος το χιόνι». Πρόσωπα και ιδρύματα, γεύθηκαν πλούσια τον ιλαρόν δότην του Θεού. Καί βέβαια όλα αυτά χωρίς τυμπανοκρουσίες, αναφορές στον Τύπο και διαφημίσεις, τις οποίες απέφευγε επιμελώς.
Πόσο δίκαιο είχε ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που έγραφε: «Η αγάπη είναι το πρώτο και εξαίρετο αγαθό, επειδή συνδέει εκείνον που την κατέχει με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Η αγάπη είναι το τέλος όλων των αγαθών, επειδή οδηγεί, πλησιάζει στον Θεό και συνδέει μαζί Του εκείνους που πορεύονται μέσα σ’ αυτήν»!
Καί ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στους περίφημους στίχους:
«Η αγάπη ούν υπάρχει όντως πάσα ευφροσύνη,
και χαράς και θυμηδίας εμπιπλά τον κεκτημένον . . .
Πνεύμα θείον η αγάπη, παντουργόν φως και φωτίζον . . .
Δράμωμεν πιστοί ευτόνως, σπεύσωμεν νωθροί εμπόνως!
Οκνηροί διεγερθώμεν, όπως εγκρατείς αγάπης,
μέτοχοι δε ταύτης μάλλον
γενησόμεθα και ούτως μεταβώμεν των ενθένδε,
ίνα συν αυτή τω Κτίστη και Δεσπότη παραστώμεν,
έξωθεν των ορωμένων γεγονότες συν εκείνη!».
Το σπίτι του π. Πέτρου ήταν πάντα ανοικτό και φιλόξενο, ζεστό και γεμάτο παρηγορία και η μακαριστή αδελφή του Μαρία, η γνωστή σε όλους μας «γερόντισσα», έτοιμη ζωστεί το λέντιον για να προσφέρει φιλοξενία. Πόσοι Κληρικοί και πόσα άλλα πρόσωπα δεν δέχθηκαν αυτήν την θαλπωρή της αγάπης και δεν απήλαυσαν αυτήν την ιλαρότητα του προσώπου του!
Καί αυτή η ανυπόκριτος αγάπη του εκδηλωνόταν, ακόμη, και ως αμνησικακία σε εκείνους που τον αδίκησαν: «Παιδί μου, να τους έχει ο Θεός καλά και να τους αξιώσει του Παραδείσου. Δεν κρατώ κακία. Τούς έχω συγχωρήσει».
Μία άλλη διακονία του π. Πέτρου, πέρα από αυτήν της αγάπης, είναι και η διακονία της θείας λατρείας και του κηρύγματος. Η τέλεση της Θείας Λειτουργίας και το κήρυγμα ήταν εκείνα που τον έθελγαν και, συγχρόνως, τον έτρεφαν. Άλλωστε, η θεία λατρεία είναι η ζωή της Εκκλησίας. Μέσα από αυτήν και ιδιαιτέρως με την τέλεση του Ιερού Μυστηρίου της Θείας Ευχα-ριστίας επιτυγχάνεται ο οργανικός σύνδεσμος του πιστού με τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Λειτουργούσε σε κάθε ευκαιρία, απλά, χωρίς τα διακριτικά του οφφίκια, τα οποία φορούσε μόνο τις Κυριακές. Συνιστούσε στους Χριστιανούς να κοινωνούν συχνά πυκνά του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την κατάλληλη πάντοτε προετοιμασία.
Τα Εσπερινά Κηρύγματα κάποιας χρονιάς αφιερωμένα στην Θεία Λειτουργία είχαν προκαλέσει αίσθηση στο πολυπληθές ακροατήριο της Αγίας Ζώνης!
«Με το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας» έλεγε «ο Χριστός μας προσφέρει το Σώμα Του και το Αίμα Του και μας κάνει σύσσωμους και σύναιμους με Αυτόν». Καί χρησιμοποιώντας τον προσφιλή του Ιερό Χρυσό-στομο τόνιζε: «Ουδέ γαρ ήρκεσεν αυτώ το γενέσθαι άνθρωπον, το ραπι-σθήναι και σφαγήναι, αλλά και αναφύρει εαυτόν ημίν• και ου τη πίστει μόνον, αλλά και αυτώ τω πράγματι σώμα ημάς αυτού κατασκευάζει . . . . Ουχ απλώς μίγνυμαί σοι, αλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, λεπτύνομαι κατά μικρόν, ίνα πολλή η ανάκρασις γένηται και η μίξις και η ένωσις. Τα γαρ ενούμενα εν οικείοις έστηκεν όροις. Εγώ δε συνυφαίνομαί σοι. Ου βούλομαι λοιπόν είναί τι μέσον• εν είναι βούλομαι τα αμφότερα . . . . Ημείς και ο Χριστός εν εσμέν».
Το κήρυγμα, βγαλμένο μέσα από την καρδιά του, απλό, σύντομο, περιεκτικό, χριστοκεντρικό, θεραπευτικό, φανέρωνε το θέλημα του Θεού στους ανθρώπους. Θεράπευε την ασθένεια της ψυχής, οδηγούσε στην μετά-νοια, άνοιγε δρόμους, έδινε φτερά στους ανθρώπους.
Ησχολείτο σοβαρά με το κήρυγμα. Προετοιμαζόταν καλά, μελετούσε πολύ και ιδιαιτέρως τον Ιερό Χρυσόστομο. Προσευχόταν για να τρέχει ο λόγος του Θεού. Καί εάν κάποιος τον ευχαριστούσε ή τον επαινούσε για όλα όσα είπε στο κήρυγμά του, ο λόγος του χαρακτηριστικός: «Δικά μου είναι; Τού Χριστού είναικαί των Αγίων Πατέρων».
Ήθελε, ακόμη, το Ιερό Θυσιαστήριο να είναι ευπρεπισμένο, η Αγία Τράπεζα καθαρή, το ίδιο και η Ιερά Πρόθεση και τα Ιερά Σκεύη. Έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια στο Ιερό Θυσιαστήριο και, αν δε υπήρχε Διάκονος, αφιέρωνε αρκετές ώρες στην καθαριότητα της Αγίας Τραπέζης, του Ιερού Βήματος και των Ιερών Σκευών.
Τα άμφιά του απλά, καθαρά, διακριτικά, αποπνέοντα το άρωμα της γνησιότητος του διακόνου των Ιερών Μυστηρίων.
Εκεί, όμως, που ιδιαίτερα διέπρεψε, ήταν τον μυστήριο της Μετανοίας και της πνευματικής πατρότητος.
Παράδειγμα δυνατό πνευματικής πατρότητος ο Απόστολος Παύλος: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώγ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας• εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4,14).
Έτσι, για την Εκκλησία ο πνευματικός πατέρας, όπως θα πεί ο Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware, «είναι ουσιαστικά μία ΄΄χαρισματική΄΄ και προφητική μορφή, που έχει αναλάβει αυτό το λειτούργημα με την άμεση ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Δεν τον χειροθετεί χέρι ανθρώπου, αλλά το χέρι του Θεού. Είναι έκφραση της Εκκλησίας ως «γεγονότος», και όχι της Εκκλησίας ως καθιδρύματος».
Αποστολή του η επιμέλεια των ψυχών που εξαγοράσθηκαν με το Αίμα του Χριστού, η καθοδήγηση στην εν Χριστώ ζωή, η θεραπεία της ψυχής από τα πάθη, η απόκτηση υγειούς και σταθερής πνευματικής ζωής και ζωντανής πίστεως.
Στόχος του η έμπειρη χειραγώγηση στον δρόμο προς τον φωτισμό και την θέωση κυρίως με το έμπρακτο παράδειγμα της ζωής του.
Σκοπός του η ανόρθωση των πεπτωκότων, η παρηγοριά στους πνευμα-τικά και ψυχικά, απελπισμένους, καθώς και η συμπαράσταση στους πονεμέ-νους και πληγωμένους στην ψυχή από τα βέλη του πονηρού συνανθρώπους του με την άδολη αγάπη και την πατρική στοργή του.
Ακριβώς, αυτήν την αγάπη, που θέλει και πρέπει να έχει ο ποιμένας, διέθετε ο Γέροντας σε μεγάλο βαθμό, κυρίως μέσα στο Μυστήριο της Μετα-νοίας, αφού αυτή η αγάπη είναι γνώρισμα του αληθινού ποιμένος• «Ποιμένα αληθινόν αποδείξει αγάπη• δι’ αγάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται». Πλησίαζε διακριτικά την ψυχή του ανθρώπου. Δημιουργούσε κατ’ αρχήν ένα ευχάριστο κλίμα - φιλικό, πατρικό, αδελφικό. Προσπαθούσε να απωθήσει την ντροπή και τον φόβο, ώστε ο άνθρωπος να ανοίξει την καρδιά του. Τον άκουγε μετά προσευχής, συμπονούσε μαζί του. Τον ενίσχυε πνευματικά θέτοντας τα κατάλληλα φάρμακα, ρίχνοντας στις πληγές το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της κατανύξεως και του σωφρονισμού της κατά Θεόν παιδείας.
Χαιρόταν, ιδιαιτέρως, με την πρόοδο των πνευματικών του παιδιών, τα οποία ενίσχυε ποικιλοτρόπως.
Εκεί, όμως, που κατέβαλε πολλές προσπάθειες, ήταν όταν διέκρινε την έφεση σε νέους ανθρώπους για την Ιερωσύνη. Τούς προετοίμαζε κατάλληλα για τον Ιερό Θυσιαστήριο, για να διακονήσουν, όπως μας έλεγε, τον Χριστό και τον άνθρωπο. Πανηγύριζε την είσοδό τους στην Ιερωσύνη και καμάρωνε πνευματικά για τα αναστήματα αυτά που βγήκαν από τα χέρια του. «Είναι πνευματικά μου παιδιά», έλεγε, «είναι συμμαρτυρία μου». Αξιώθηκε από τον Θεό να εισάγει στην Αγία Ιερωσύνη πάνω από εκατό υποψηφίους Κληρικούς.
Καί σήμερα να συγκαταλέγονται στον Ιερό Κατάλογο Επίσκοποι, Πρσβύτεροι, Μοναχοί και Μοναχές, που πάντοτε με ευγνωμοσύνη αναπολούν την προσφορά της αγαπώσης καρδίας του.
Ως κατάθεση ψυχής θα πρέπει να εκληφθούν τα όσα λίγα και φτωχά γράφτηκαν για το πρόσωπο του αγίου Χριστουπόλεως και ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης για όσα μου προσέφερε στα μαθητικά μου χρόνια.
Γι’ αυτό και συγχαίρω από καρδίας τον αγαπητό μου κ. Σταμάτη Πορτελάνο, δόκιμο συγγραφέα και πνευματικό παιδί του Γέροντα, για την πρωτοβουλία του αυτή να σκιαγραφήσει την μορφή αυτού του αγίου λευίτου.
Σεβαστέ μου Γέροντα,
δέξου τον σεβασμό μου, την ευγνωμοσύνη μου και τις ευχαριστίες μου για την πολύτιμη προσφορά σου στο ταπεινό μου πρόσωπο. Υιικώς και ευλαβώς εύχομαι να αναδειχθείτε «και της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α’ Πετρου 5,2).