Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή στις καρδιές όχι μόνο όσων τον γνώρισαν, αλλά και όσων πίστεψαν σ’ εκείνον, στα χαρίσματά του, στην πορεία που χάραξε για την Εκκλησία στην Ελλάδα, στην ελπίδα και την παράκληση που το πρόσωπό του σκόρπιζε σε όσους συνωστίζονταν για να τον δούνε, να τον χαιρετήσουν, να τον ακούσουν, ακόμη κι αν δεν συμφωνούσαν μαζί του. Γιατί τόσο στην αρχιερατεία του στο Βόλο, αλλά και, κυρίως, στην αρχιεπισκοπία του στην Αθήνα ένα είναι βέβαιο: ότι δεν πέρασε απαρατήρητος. Πιστεύοντες και μη, αδιάφοροι και εχθροί, ταγοί και απλός κόσμος γνώριζαν ότι υπήρχε. Ότι ήταν εκφραστής της Εκκλησίας. Ότι εκείνη στο πρόσωπό του είχε βρει τον ηγέτη που έκανε πολλούς, αν όχι όλους, να συζητούνε και να ζητούνε να μάθουν τι λέει η Εκκλησία.
Αυτό το «τι λέει η Εκκλησία;», κατά τη γνώμη μας έλειψε, μετά την εκδημία του Χριστόδουλου. Δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικότητας και χαρίσματος. Ήταν και αποτέλεσμα του ζήλου και της εργατικότητάς του. Της επιθυμίας του ο κόσμος να συζητά τις θέσεις της Εκκλησίας. Ακόμη κι αν τα όσα έλεγε δεν ήταν ευχάριστα. Ακόμη κι αν ήταν τετριμμένα. Και αυτή η συζήτηση δεν ήταν μία μόδα. Ήταν η μεγάλη αναλαμπή ενός θεσμού που μπορεί να αγγίζει, ιδίως κατά τις μεγάλες εορτές, τις καρδιές των πολλών, αλλά δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να κάνει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να υπερβεί την αντίληψη ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για να ταΐζει τους φτωχούς και να ασχολείται με τη μεταθανάτια πραγματικότητα. Ο Χριστόδουλος έβγαλε την Εκκλησία στο προσκήνιο. Τόλμησε και έθιξε όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Με λόγο ουσιαστικό και προφητικό. Ενίοτε και λαϊκίστικο και δημαγωγικό. Δεν κρύφτηκε, ακόμη και στα λάθη του. Πίστεψε στις δυνατότητες του σώματος της Εκκλησίας, επισκόπων, κληρικών, μοναχών, λαϊκών, μολονότι και ο ίδιος έβλεπε ότι συνολικά ήταν περιορισμένες. Και θέλησε και μόχθησε μέσω της επικοινωνίας, των θείων λειτουργιών ανά την Ελλάδα, του λόγου, του διαλόγου, της παγκόσμιας εμβέλειας της προσωπικότητάς του, να ξαναδώσει στην Ελλαδική Εκκλησία την αρχοντιά που είχε λησμονήσει.
Πολλοί τον κατέκριναν. Ιδίως ενδοεκκλησιαστικοί. Συνεπίσκοποί του που δεν άντεχαν την σύγκριση μαζί του. Θεολόγοι και διανοούμενοι που έψαχναν να βρούνε τα αρνητικά του, γιατί εκείνος ήθελε την Εκκλησία κοντά στο λαό αρνούμενος μια ελιτίστικη λογική, όχι όμως από αδυναμία κατανόησης των απόψεών τους, γιατί η μόρφωσή του υπήρξε μοναδική. Μετά το θάνατό του δόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτούς τους κύκλους να εφαρμόσουν τις ιδέες τους και η Εκκλησία επανήλθε στην χρησιμότητα των συσσιτίων, του κοινωνικού έργου και της μεταθανάτιας ζωής, κάνοντας το τμήμα εκείνο της κοινωνίας, το οποίο είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται, να επιστρέψει στην καθημερινότητά του και πολλούς να νοσταλγούν το «Χριστόδουλό τους». Γιατί και οι καλύτερες ιδέες, αν δεν μπορούν να αγγίξουν μέσω των προσώπων την κοινωνία και τις καρδιές των πολλών, στην καλύτερη περίπτωση προκαλούν το σεβασμό και την συγκατάβαση, συνήθως όμως την πλήρη αδιαφορία. Και αν περιοριζόταν η αδιαφορία στις ιδέες και στα πρόσωπα, μικρό το κακό. Η αδιαφορία όμως επεκτείνεται και προς την όλη πορεία της Εκκλησίας, καθώς επικράτησαν τελικά οι αντιλήψεις, για τις οποίες ο Χριστόδουλος πάλεψε να μην δεσπόζουν. Άλλαι αι βουλαί του Θεού.
Η ιστορία θα αποτιμήσει την δεκάχρονη αρχιεπισκοπία του Χριστόδουλου. Εμείς, έχοντάς τον γνωρίσει και έχοντας λάβει από τα χέρια του την ιερωσύνη και, τολμούμε να πούμε, έμπνευση ιεραποστολικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στη ζωή του κόσμου, έχουμε να καταθέσουμε στην συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη εκδημία του ότι η αρχιεπισκοπία του δε βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος έτοιμη για αποφασιστικά βήματα, για συλλογική πορεία προς μία κατεύθυνση διαλόγου με το παρόν και το μέλλον και επανεύρεσης των στοιχείων της ταυτότητάς μας που θα μας δώσουν αληθινά στηρίγματα εφεξής. Ο Χριστόδουλος πίστευε στην Εκκλησία, με όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων της. Ίσως οι θέσεις του να ήταν πιο συντηρητικές από ό,τι οι περιστάσεις χρειάζονταν. Έριξε όμως γέφυρες διαλόγου με το παρόν και προείδε το αύριο, το οποίο βιώνουμε με μεγάλη απογοήτευση σήμερα. Γιατί ο Χριστόδουλος εγκαίρως προείπε και κατέδειξε τα της αποτυχίας του πολιτισμού να ξεδιψάσει την πνευματική δίψα του ανθρώπου, να οδηγήσει την κοινωνία σε ανθρωπιά, αλληλεγγύη και αγάπη, παρότι πρότεινε χρήματα και απολαύσεις και τόνισε την ανάγκη να ξαναβρούμε στην παιδεία και στον πολιτισμό τα τιμιώτατα του γένους μας.
Αφήσαμε, στο τέλος, την απήχηση της παρουσίας του Χριστόδουλου στους νέους. Πάντοτε ένα τμήμα της νεολαίας θα έχει σχέση με την Εκκλησία. Είναι τα παιδιά που οι οικογένειές τους πιστεύουν. Ο Χριστόδουλος όμως από την πρώτη στιγμή έκανε πολλούς νέους, αδιάφορους και αρνητικούς για την Εκκλησία, αν μη τι άλλο, να θέλουν να ακούσουν και ίσως να γνωρίσουν τι λέει η Εκκλησία, πώς είναι, τι δίνει και τι ζητά από το νέο. Αυτό το «ελάτε όπως είστε», για το οποίο κατηγορήθηκε, άνοιξε τις πόρτες της Εκκλησίας στους νέους. Η ευθύνη όμως από εκεί και πέρα ανήκε και ανήκει στον καθένα που διακονεί την Εκκλησία. Κι εδώ, πέντε χρόνια μετά, μάλλον η μελαγχολία μας απομένει.
Πέντε χρόνια χωρίς το Χριστόδουλο. Όταν ένα πρόσωπο είναι χαρισματικό, έχει τη δυνατότητα να ανοίξει δρόμους εκεί που διακονεί. Το χάρισμα βεβαίως μπορεί να αποτελέσει και την παγίδα που δεν θα επιτρέψει στο πρόσωπο να δει εγκαίρως λάθη και παραλείψεις ή να μην υπολογίσει τις επιθέσεις των εχθρών του και να ηττηθεί. Αυτό όμως το οποίο κανείς δεν δικαιούται να πει για το Χριστόδουλο είναι ότι δεν αφιέρωσε τον εαυτό του, τα χαρίσματά του, τις δυνάμεις του, την εργατικότητα και τον κόπο του στο μήνυμα του Ευαγγελίου και στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως περισσότερο σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, γιατί εκεί ήταν το μεγάλο του προτέρημα. Όμως η σχέση του με τους ανθρώπους, με το λαό του Θεού, η ακάματη πορεία του, έδειξαν ότι ένας λόγος που χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, «φορτώσου το φορτίο τους», αποτέλεσε το κλειδί που μπορεί να ερμηνεύσει την προσωπικότητά του. Το «φορτώσου το φορτίο τους», δείχνει την μείζονα αρετή του Χριστόδουλου: την αγάπη. Την ψυγείσα στη ζωή μας και την απούσα από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας.
Πολλοί, με επίκληση την πνευματικότητα, προτιμούν την Εκκλησία της σιωπής. Την Εκκλησία που λειτουργεί ως ο κόκκος του σιναπιού. Την Εκκλησία που δεν ενοχλεί. Την Εκκλησία που διαφυλάσσει την ενότητα προσφέροντας υπηρεσίες. Είναι μία θεώρηση κι αυτή. Κατανοείται. Από τον Χριστόδουλο όμως τέθηκε στην πράξη η μεγάλη πρόκληση: στην Ελλάδα είχαμε μια Εκκλησία στηριγμένη στον εναγκαλισμό της με το κράτος. Και όχι μόνο οικονομικά. Το θέμα των ταυτοτήτων έδειξε ότι η πολιτεία δεν θέλει πλέον αυτό τον εναγκαλισμό. Ο αγώνας του Χριστόδουλου έδωσε παράταση στη σχέση, γιατί φάνηκε ότι η πολιτεία, πέρα από την επίδειξη δύναμης, δεν είναι έτοιμη να χωρίσει με την Εκκλησία. Σήμερα η Εκκλησία χρειάζεται για να μην υπάρχει κοινωνική αναταραχή. Αργά ή γρήγορα όμως θα έρθει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα της επόμενης ημέρας. Όχι τόσο για την πολιτεία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη πνευματική και πολιτισμική αφασία. Αλλά για την Εκκλησία, στην οποία διασώζεται ακόμη ένα «λείμμα» που αναζητεί. Την ημέρα που η Εκκλησία θα ελευθερωθεί, εκούσα ή άκουσα, από τον εναγκαλισμό με το κράτος θα χρειαστεί ηγέτες που θα την οδηγήσουν μέσα από τις συμπληγάδες της φτώχειας, της αδυναμίας διαλόγου με την εποχή και της ανάγκης για έμπνευση ενός ήθους που θα αγκαλιάσει τον σύνολο άνθρωπο, απαντώντας στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του και ισορροπώντας ανάμεσα στις πνευματικές και υλικές δυσκολίες του. Ο Χριστόδουλος άνοιξε δρόμους. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε η Εκκλησία να προετοιμαστεί γι’ αυτή την επόμενη ημέρα, όχι εναποθέτοντας τα πάντα στην Θεία Πρόνοια, αλλά εργαζόμενη στη γραμμή που χάραξε ο αρχιεπίσκοπος των καρδιών του λαού.
Αυτό το «τι λέει η Εκκλησία;», κατά τη γνώμη μας έλειψε, μετά την εκδημία του Χριστόδουλου. Δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικότητας και χαρίσματος. Ήταν και αποτέλεσμα του ζήλου και της εργατικότητάς του. Της επιθυμίας του ο κόσμος να συζητά τις θέσεις της Εκκλησίας. Ακόμη κι αν τα όσα έλεγε δεν ήταν ευχάριστα. Ακόμη κι αν ήταν τετριμμένα. Και αυτή η συζήτηση δεν ήταν μία μόδα. Ήταν η μεγάλη αναλαμπή ενός θεσμού που μπορεί να αγγίζει, ιδίως κατά τις μεγάλες εορτές, τις καρδιές των πολλών, αλλά δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να κάνει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να υπερβεί την αντίληψη ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για να ταΐζει τους φτωχούς και να ασχολείται με τη μεταθανάτια πραγματικότητα. Ο Χριστόδουλος έβγαλε την Εκκλησία στο προσκήνιο. Τόλμησε και έθιξε όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο. Με λόγο ουσιαστικό και προφητικό. Ενίοτε και λαϊκίστικο και δημαγωγικό. Δεν κρύφτηκε, ακόμη και στα λάθη του. Πίστεψε στις δυνατότητες του σώματος της Εκκλησίας, επισκόπων, κληρικών, μοναχών, λαϊκών, μολονότι και ο ίδιος έβλεπε ότι συνολικά ήταν περιορισμένες. Και θέλησε και μόχθησε μέσω της επικοινωνίας, των θείων λειτουργιών ανά την Ελλάδα, του λόγου, του διαλόγου, της παγκόσμιας εμβέλειας της προσωπικότητάς του, να ξαναδώσει στην Ελλαδική Εκκλησία την αρχοντιά που είχε λησμονήσει.
Πολλοί τον κατέκριναν. Ιδίως ενδοεκκλησιαστικοί. Συνεπίσκοποί του που δεν άντεχαν την σύγκριση μαζί του. Θεολόγοι και διανοούμενοι που έψαχναν να βρούνε τα αρνητικά του, γιατί εκείνος ήθελε την Εκκλησία κοντά στο λαό αρνούμενος μια ελιτίστικη λογική, όχι όμως από αδυναμία κατανόησης των απόψεών τους, γιατί η μόρφωσή του υπήρξε μοναδική. Μετά το θάνατό του δόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτούς τους κύκλους να εφαρμόσουν τις ιδέες τους και η Εκκλησία επανήλθε στην χρησιμότητα των συσσιτίων, του κοινωνικού έργου και της μεταθανάτιας ζωής, κάνοντας το τμήμα εκείνο της κοινωνίας, το οποίο είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται, να επιστρέψει στην καθημερινότητά του και πολλούς να νοσταλγούν το «Χριστόδουλό τους». Γιατί και οι καλύτερες ιδέες, αν δεν μπορούν να αγγίξουν μέσω των προσώπων την κοινωνία και τις καρδιές των πολλών, στην καλύτερη περίπτωση προκαλούν το σεβασμό και την συγκατάβαση, συνήθως όμως την πλήρη αδιαφορία. Και αν περιοριζόταν η αδιαφορία στις ιδέες και στα πρόσωπα, μικρό το κακό. Η αδιαφορία όμως επεκτείνεται και προς την όλη πορεία της Εκκλησίας, καθώς επικράτησαν τελικά οι αντιλήψεις, για τις οποίες ο Χριστόδουλος πάλεψε να μην δεσπόζουν. Άλλαι αι βουλαί του Θεού.
Η ιστορία θα αποτιμήσει την δεκάχρονη αρχιεπισκοπία του Χριστόδουλου. Εμείς, έχοντάς τον γνωρίσει και έχοντας λάβει από τα χέρια του την ιερωσύνη και, τολμούμε να πούμε, έμπνευση ιεραποστολικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στη ζωή του κόσμου, έχουμε να καταθέσουμε στην συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη εκδημία του ότι η αρχιεπισκοπία του δε βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος έτοιμη για αποφασιστικά βήματα, για συλλογική πορεία προς μία κατεύθυνση διαλόγου με το παρόν και το μέλλον και επανεύρεσης των στοιχείων της ταυτότητάς μας που θα μας δώσουν αληθινά στηρίγματα εφεξής. Ο Χριστόδουλος πίστευε στην Εκκλησία, με όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων της. Ίσως οι θέσεις του να ήταν πιο συντηρητικές από ό,τι οι περιστάσεις χρειάζονταν. Έριξε όμως γέφυρες διαλόγου με το παρόν και προείδε το αύριο, το οποίο βιώνουμε με μεγάλη απογοήτευση σήμερα. Γιατί ο Χριστόδουλος εγκαίρως προείπε και κατέδειξε τα της αποτυχίας του πολιτισμού να ξεδιψάσει την πνευματική δίψα του ανθρώπου, να οδηγήσει την κοινωνία σε ανθρωπιά, αλληλεγγύη και αγάπη, παρότι πρότεινε χρήματα και απολαύσεις και τόνισε την ανάγκη να ξαναβρούμε στην παιδεία και στον πολιτισμό τα τιμιώτατα του γένους μας.
Αφήσαμε, στο τέλος, την απήχηση της παρουσίας του Χριστόδουλου στους νέους. Πάντοτε ένα τμήμα της νεολαίας θα έχει σχέση με την Εκκλησία. Είναι τα παιδιά που οι οικογένειές τους πιστεύουν. Ο Χριστόδουλος όμως από την πρώτη στιγμή έκανε πολλούς νέους, αδιάφορους και αρνητικούς για την Εκκλησία, αν μη τι άλλο, να θέλουν να ακούσουν και ίσως να γνωρίσουν τι λέει η Εκκλησία, πώς είναι, τι δίνει και τι ζητά από το νέο. Αυτό το «ελάτε όπως είστε», για το οποίο κατηγορήθηκε, άνοιξε τις πόρτες της Εκκλησίας στους νέους. Η ευθύνη όμως από εκεί και πέρα ανήκε και ανήκει στον καθένα που διακονεί την Εκκλησία. Κι εδώ, πέντε χρόνια μετά, μάλλον η μελαγχολία μας απομένει.
Πέντε χρόνια χωρίς το Χριστόδουλο. Όταν ένα πρόσωπο είναι χαρισματικό, έχει τη δυνατότητα να ανοίξει δρόμους εκεί που διακονεί. Το χάρισμα βεβαίως μπορεί να αποτελέσει και την παγίδα που δεν θα επιτρέψει στο πρόσωπο να δει εγκαίρως λάθη και παραλείψεις ή να μην υπολογίσει τις επιθέσεις των εχθρών του και να ηττηθεί. Αυτό όμως το οποίο κανείς δεν δικαιούται να πει για το Χριστόδουλο είναι ότι δεν αφιέρωσε τον εαυτό του, τα χαρίσματά του, τις δυνάμεις του, την εργατικότητα και τον κόπο του στο μήνυμα του Ευαγγελίου και στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως περισσότερο σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, γιατί εκεί ήταν το μεγάλο του προτέρημα. Όμως η σχέση του με τους ανθρώπους, με το λαό του Θεού, η ακάματη πορεία του, έδειξαν ότι ένας λόγος που χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, «φορτώσου το φορτίο τους», αποτέλεσε το κλειδί που μπορεί να ερμηνεύσει την προσωπικότητά του. Το «φορτώσου το φορτίο τους», δείχνει την μείζονα αρετή του Χριστόδουλου: την αγάπη. Την ψυγείσα στη ζωή μας και την απούσα από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας.
Πολλοί, με επίκληση την πνευματικότητα, προτιμούν την Εκκλησία της σιωπής. Την Εκκλησία που λειτουργεί ως ο κόκκος του σιναπιού. Την Εκκλησία που δεν ενοχλεί. Την Εκκλησία που διαφυλάσσει την ενότητα προσφέροντας υπηρεσίες. Είναι μία θεώρηση κι αυτή. Κατανοείται. Από τον Χριστόδουλο όμως τέθηκε στην πράξη η μεγάλη πρόκληση: στην Ελλάδα είχαμε μια Εκκλησία στηριγμένη στον εναγκαλισμό της με το κράτος. Και όχι μόνο οικονομικά. Το θέμα των ταυτοτήτων έδειξε ότι η πολιτεία δεν θέλει πλέον αυτό τον εναγκαλισμό. Ο αγώνας του Χριστόδουλου έδωσε παράταση στη σχέση, γιατί φάνηκε ότι η πολιτεία, πέρα από την επίδειξη δύναμης, δεν είναι έτοιμη να χωρίσει με την Εκκλησία. Σήμερα η Εκκλησία χρειάζεται για να μην υπάρχει κοινωνική αναταραχή. Αργά ή γρήγορα όμως θα έρθει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα της επόμενης ημέρας. Όχι τόσο για την πολιτεία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη πνευματική και πολιτισμική αφασία. Αλλά για την Εκκλησία, στην οποία διασώζεται ακόμη ένα «λείμμα» που αναζητεί. Την ημέρα που η Εκκλησία θα ελευθερωθεί, εκούσα ή άκουσα, από τον εναγκαλισμό με το κράτος θα χρειαστεί ηγέτες που θα την οδηγήσουν μέσα από τις συμπληγάδες της φτώχειας, της αδυναμίας διαλόγου με την εποχή και της ανάγκης για έμπνευση ενός ήθους που θα αγκαλιάσει τον σύνολο άνθρωπο, απαντώντας στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του και ισορροπώντας ανάμεσα στις πνευματικές και υλικές δυσκολίες του. Ο Χριστόδουλος άνοιξε δρόμους. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε η Εκκλησία να προετοιμαστεί γι’ αυτή την επόμενη ημέρα, όχι εναποθέτοντας τα πάντα στην Θεία Πρόνοια, αλλά εργαζόμενη στη γραμμή που χάραξε ο αρχιεπίσκοπος των καρδιών του λαού.