Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Ἐχθρός ἤ Φίλος; « Μή κλαῖε» (Λουκ. ζ´13)

«Μή κλαῖε»
Πόνος βαθύς αὐλακώνει τήν ψυχή τῆς χήρας μάνας τῆς Ναΐν. Στόν πόνο τῆς χηρείας προ­στίθεται ὁ πόνος τοῦ ἀπροσδόκητου θανάτου τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της. Ἡ καρδιά της σπαράσσεται, τά στήθη ἀναταράσσονται ἀπό τά ἀνα φι λητά καί τά μάτια γίνονται βρύσες πού ἀ σταμά τητα ποτίζουν τό ἔδαφος μέ τό ἁλμυρό τοῦ πόνου ὑγρό.
Κόσμος πολύς άκολουθεῖ τήν πένθιμη πομπή, τήν ὁποία σταματᾶ ξαφνικά στή μέση τοῦ δρόμου ὁ ἀρχηγός μιᾶς ἄλλης συνοδείας πού τώρα εἰσέρχεται στήν πόλη. Ὁ πόνος τῆς μάνας συγκινεῖ τήν παναγία ψυχή τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁ ποῖος μέ συμπάθεια, γεμάτη θεία μεγαλοπρέπεια τῆς ἀπευθύνει δυό λέξεις: «μή κλαῖε». Καί στή συνέχεια προστάζει τόν νεκρό μέ λόγια, πού ἀνα τρέπουν τούς φυσικούς νόμους καί δημιουρ γοῦν θαῦμα. Τά δάκρυα τοῦ πόνου μετατρέπονται σέ δάκρυα χαρᾶς. Ὅμως τό ἐρώτημα μένει καί βασανίζει τίς ἀνθρώπινες καρδιές: Γιατί τό σος πό νος στή ζωή; Γιατί τόσα βάσανα, τόσες θλίψεις, τόσα δάκρυα; Γιατί ὁ Δημιουργός, πού φύτεψε στά στήθη μας τόν πόθο τῆς χαρᾶς καί τῆς ζωῆς μᾶς στέλλει τόν πόνο;

*****
«Μή κλαῖε»

Στά ἐρωτήματα αὐτά, ἀδελφοί μου, μόνο ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη μας μπορεῖ νά δώσει ἔγκυρη καί ὑπεύθυνη ἀπάντηση. Ἐκεῖ πού οἱ χωρίς πίστη ἄνθρωποι βλέπουν αἰνίγματα καί σκοτάδια ἀδιαπέραστα ἡ χριστιανική μας πίστη σκορπίζει φῶτα παρηγο ριᾶς καί ἐλπίδας. Μᾶς λέει ὅτι ὑπάρχει πόνος, διότι ἀκριβῶς ὁ Θεός εἶναι ἀ γάπη. Ἐπειδή εἶναι φιλάνθρωπος ὁ Θεός καί θέλει ἐμεῖς τά πλάσματα τῆς ἀγάπης Του νά ζοῦμε αἰώ νια εὐτυχισμένοι, γι᾽ αὐτό καί ἐπιτρέπει νά πονᾶ με. Ὁπωσδήποτε ἡ ἀ πάντηση αὐτή ἠχεῖ παράξενα στά αὐτιά μας, ἴσως καί μᾶς προκαλεῖ κάποια ἀντίδραση. Θά τήν κατανοήσουμε ὅμως καί θά ἀναπαυθεῖ ὁ λογισμός μας, ὅταν ἀναζητήσουμε τήν πρώτη πηγή, τήν αἰτία τοῦ πόνου. Πηγή τοῦ πόνου, ἀδελφοί μου, δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός ὅλα τά ἔργα του τά ἔκαμε «καλά λίαν», πάρα πολύ ὄμορφα, τέλεια. Πηγή, αἰτία καί μητέρα τοῦ πόνου εἶναι ἡ ἁμαρτία μας. Ἡ ἀποστασία καί ἀν ταρσία μας ἐναντίον τοῦ Βασιλέως Θεοῦ. Πιό ἁ πλᾶ, πηγή καί αἰτία τοῦ πόνου εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας. Διότι στήν οὐσία της αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Εἶναι ἐγωϊσμός νοσηρός, εἶναι μιά διάστροφη στροφή πρός τό ἐγώ μας. Εἶ ναι θεοποίηση τοῦ φτωχοῦ καί ἀδύναμου καί ἀ νεπαρκοῦς ἑαυτοῦ μας. Ἐκεῖνος πού ἁμαρτάνει, ζεῖ μέ τήν ψευδαίσθηση, ὅτι μόνος του μέ ὁδηγό τό λογικό του καί μέ μέσον τήν δύναμή του θά χτίσει τό οἰκο δό μημα τῆς εὐτυχίας του. Ὁ ἁμαρ τωλός ἄνθρω πος πού ἐπιμένει στήν ἁμαρτία του, εἶναι κυριευμένος ἀπό τό φρόνημα ὅτι μόνος του τά μπορεῖ ὅλα καί ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ χρειάζεται στή ζωή του. Ὁ με ταπτωτικός ἁμαρτωλός ἄν θρωπος οὐσιαστικά ἀρ νεῖται τόν Θεό καί θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τίς δυνάμεις του. Ζεῖ χωρίς Θεό.

Αὐτή εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλά ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὄντως ζωή, εἶναι θάνατος. Θάνατος ζωντανός, πού γίνεται συνέχεια αἰσθητός στή συνείδηση καί τήν καρδιά τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Καί ὅταν αὐτός ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό ὁριστικοποιηθεῖ, τότε ὁ θάνατος γίνεται ἀθάνατος, δηλαδή γίνεται κόλαση αἰ ώνια.

Ὁ Θεός μας, ὅμως εἴπαμε, εἶναι ἀγαθός, εἶ ναι αὐτή ἡ Ἀγάπη καί δέν θέλει τόν ἄνθρωπο νε­κρό καί κολασμένο. Δέν τόν θέλει χωρισμένο ἀπό τό φῶς καί τήν χάρη Του, τήν χαρά καί τή ζωή τοῦ Δημιουργοῦ του. Καί μέ τήν θαυμαστή σοφία του τοῦ στέλλει δάσκαλο καί ὁδηγό καί παιδαγωγό τόν πόνο.Ὅπως ἕνας φρόνιμος καί συνετός πατέρας ὁ ὁποῖος θέλει νά παιδαγωγήσει σωστά τά παιδιά του, νά τά βοηθήσει νά δημιουργήσουν καλό χαρακτήρα, ἄρτια καί ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα, νά τά προστατεύσει ἀπό κακές συναναστροφές καί νά τά ἀπαλλάξει ἀπό συνήθειες ἄσχημες καί ταπεινωτικές, συνήθειες καί ἐκδη λώσεις πού προσβάλλουν τήν ἀνθρώπινη ἀξιο πρέπεια, δέν διστάζει νά χρησιμοποιήσει ἀκόμη καί τήν τιμωρία, ὅταν τό κρίνει ἀναγκαῖο, ἔτσι καί ὁ ἐπουράνιος Πατέρας, προκειμένου νά μᾶς βοηθήσει νά ἐπιτύχουμε τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ὅταν τό κρίνει ἀπαραίτητο, χρησιμοποιεῖ ἀνά μεσα στά ἄλλα παιδαγωγικά μέσα καί τόν πόνο.

Ὁ πόνος δηλαδή ,γιά ὅσους δέν ἔφθασαν σέ κατάσταση σκλήρυνσης καί πώρωσης πνευμα­τι κῆς, δέν εἶναι κατάρα, οὔτε εἶναι ἔκφραση τῆς ὀργῆς ἤ τῆς ἐκδίκησης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄν θρωπο. Ὁ πόνος εἶναι οὐσιαστική εὐεργεσία, διότι μᾶς ὁμιλεῖ μέ τρόπο εὔγλωττο καί παραστατικό γιά τή φτώχεια καί τήν ἀδυναμία μας. Ὁ πόνος μέ τή βροντερή καί συγκλονιστική φωνή του μᾶς φωνάζει: Μήν ἐμπιστεύεσθε τόν ἑαυτό σας. Μή στηρίζεσθε στόν ἑαυτό σας. Μήν ἀπομακρύνεσθε ἀπό τόν Θεό σας. Ἐπιστρέψετε κοντά του. Ζητεῖ στε τήν προστασία του, χορτάσετε τήν πείνα σας μέ τό δικό Του ψωμί. Σβήσετε τή δίψα σας μέ τό δικό του ζωντανό νερό.

Πόσοι ἄνθρωποι ὁμολογοῦν ὅτι ὁδηγή θη καν στήν πίστη διότι ὑπέφεραν; Πόσοι ὁμολο γοῦν: «ἡ ἀρρώστια μέ ἔσωσε», «ὁ πόνος μοῦ ἄ νοιξε τά μάτια καί ἐγνώρισα τόν Θεό». Καί γενικά, ὅσοι ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ πόνου καί ὁδη γηθοῦμε σέ μετάνοια, λέμε μαζί μέ τόν προφήτη Ἡσαΐα: «Κύριε, πάνω στή θλίψη σέ θυμήθηκα. Κύριε, μέ τή θλίψη, ἡ ὁποία τελικά ἀποδεικνύεται μικρή, μᾶς παιδαγώγησες» (Ἡσ. κστ´16). Εἶναι μαρτυρημένο ἀπό τήν ἱστορία ὅτι οἱ πόνοι, οἱ θλί ψεις καί τά βάσανα δέν βοηθοῦν μόνο μεμονωμένα ἄτομα καί μία μία τίς πονεμένες ψυχές νά μετανοήσουν, νά ἐπανέλθουν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἔθνη ὁλόκληρα, ὅπως τόν Ἰσραήλ στά χρόνια τῆς Π.Διαθήκης, ὅπως τό ἔθνος τό ἑλληνικό στά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς καί ἀργότερα μέ τούς πολέμους καί τίς καταστροφές. Μέσα ἀπό τόν πόνο τῆς σκλαβιᾶς, τῆς φτώχειας καί τῶν βασάνων ὁ λαός στράφηκε στόν ξεχασμένο Θεό, τήν Παναγία καί τούς Ἁγίους, καί ἡ μετάνοια ἕλκυσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐπιτέλεσε θαύματα.
******

Θά πεῖτε ἴσως: καλά νά πονέσουν οἱ ἄν θρω ποι πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό καί νά βοη θη­θοῦν νά μετανοήσουν. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅ μως, γιατί νά πονοῦν καί νά ὑποφέρουν; Ἄν­θρω ποι πού ὄχι μόνο δέν ἀδίκησαν καί δέν ἔβλα ψαν τόν συνάνθρωπό τους, ἀλλά ἀντίθετα ζοῦν μέ ἀ κρίβεια τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί νά πο νοῦν;

Πρῶτον, ἀγαπητοί, ἄν ἐξετάσουμε ἀντικει μενικά τά πράγματα θά δοῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο κι ἄν εἶναι ἐνάρετος καί εὐσεβής, ὁ ὁποῖος νά εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀπαλλαγμένος ἀ πό κάθε κηλίδα καί μολυσμό ἁμαρτίας. Μᾶς τό εἶ πεν ἄλλωστε τό Πανάγιο Πνεῦμα μέ τό στόμα τοῦ Μαθητοῦ τῆς ἀγάπης: «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁ μαρτίαν οὐκ ἔχο μεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀ λήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α´Ἰω. α´8). Ὅλοι ἀν εξεραίτως οἱ ἄ­νθρω ποι ἔχουμε λάβει τήν ἐντολή ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν νά παρακα λοῦμε τόν οὐρά νιο Πατέρα λέγοντάς του: «ἄφες ἡμῖν τά ὀφει λήματα ἡμῶν». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅ λους τούς ἀν θρώπους μπορεῖ ὁ πόνος νά τούς παιδαγωγεῖ καί νά τούς ὁδηγεῖ σέ ριζικότερη καί βαθύτερη μετάνοια.

Ἀκόμη καί στήν περίπτωση τοῦ ἐνάρετου ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό κάθε ρύπον ἁμαρτίας, ἄ σπιλο καί ἀμόλυντο, ὁ πόνος ἔχει νά φέρει πολλά καλά. Στόν ἄνθρωπο αὐτό ὁ πόνος παίζει τό ρόλο τοῦ ἐμβολίου. Τό ἐμβόλιο δέν θεραπεύει τήν ἀ σθένεια. Τό ἐμβόλιο προλαμβάνει τήν ἀσθέ νεια. Ἀναγκάζει τόν ὀργανισμό νά δημιουργήσει ἀντι σώματα, μέ τά ὁποῖα σέ δεδομένη στιγμή θά ἀ μυνθεῖ κατά τῶν μικροβίων. Τό ἐμβόλιο βοηθεῖ τόν ὀργανισμό νά ἐξοπλισθεῖ καί νά θωρα κισθεῖ. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ πόνος ἔρχεται νά ἀσφα λίσει καί νά ἰσχυροποιήσει τήν ψυχή μας, ὥστε νά μή καμφθεῖ τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ.

Ὁ πόνος μᾶς συγκρατεῖ καί μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν ἔπαρση καί τήν ὑπερηφάνεια. Ὁ Ἀπό στολος Παῦλος μᾶς βεβαιώνει ἀπό προσωπική του πείρα γι’ αὐτό. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔ δωσε σκόλοπα, ἀρρώ στια, ἡ ὁποία τόν βασάνιζε μέ σκοπό νά τόν συγκρατεῖ καί νά τόν ἀσφαλίζει στήν ταπείνωση, γιατί ὑπῆρχε κίνδυνος, ὡς ἄν θρωπος νά ἐπηρεασθεῖ ἀπό τίς ἀποστολικές ἐπι τυχίες καί νά ζημιωθεῖ ὁ ἴδιος καί τό ἔργο του. (Β´Κορ. ιβ´7-9).

Ἐκτός αὐτῶν πού ἀναφέραμε ὁ Κύριος στέλλει συχνά τόν πόνο, γιά νά αὐξήσει περισσότερο τήν ἀρετή τῶν ἐναρέτων. Διότι ποθεῖ νά τούς ἰδεῖ ὄχι ἁπλῶς καλούς ἀλλά τέλειους. Ὁ πόνος στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ μας εἶναι τό κλαδευτήρι μέ τό ὁποῖο ὁ οὐράνιος γεωργός κλαδεύει τίς κληματόβεργες πού ὑπόσχονται καρπό. Τό ἐβε βαίωσεν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης μέ τήν παραβολή τῆς ἀμπέλου. Τήν ἀ λήθεια αὐτή τήν βλέπουμε μέσα στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου οἱ Ἅγιοι καί οἱ Μάρτυρες μέσα ἀπό τόν πόνο τῆς ἄσκησης,τῆς κακοπάθειας, τῶν διωγμῶν καί τοῦ μαρτυρίου πέτυχαν, τίς μεγαλύτερες κατακτήσεις.
*****

«Μή κλαῖε»

Ὁ πόνος, ἀδελφοί μου, δεν εἶναι ἁπλή καί εὔκολη ὑπόθεση. Ὁ πόνος εἶναι δύσβατο, ἀνηφο­ρικό μονοπάτι, πού κάθε βῆμα μας πάνω του ἀ φή νει πίσω ἴχνη αἵματος. Εἶναι σταυρός ὁ πόνος. Πλήν ὅμως εἶναι τό καλύτερο ἐργαλεῖο στά χέρια τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἡ πανσοφία του μᾶς ἐξα γνίζει, μᾶς καλλιεργεῖ καί μᾶς γυμνάζει, ὥστε καθαροί καί ὁλοφώτεινοι νά εἰσέλθουμε στήν ἀτε λεύτητη χαρά καί δόξα τῆς Βασιλείας Του. Ἡ προσευχή μας θά εἶναι: «Κύριε, μή εἰσενέγκῃς ἡ μᾶς εἰς πειρασμόν». Πάντα ὅμως ἡ χριστιανική μας ἀντιμετώπιση ἄς εἶναι: «Κύριε, γενη θήτω τό θέλημά Σου»! Ὅσο κι ἄν ὑποφέρω, ὅσο καί ἄν πονῶ, ἔστω κι ἄν δέν καταλαβαίνω «γιατί», «γενηθήτω τό θέλημά σου». Ἔτσι ἡ εἰρήνη τοῦ Θε οῦ στήν ψυχή μας θά γλυκαίνει τόν πόνο μας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...