Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
῾Ο καπετάνιος βρισκόταν σέ ἀπόγνωση. Καθόταν ἀποκαμωμένος στό μικρό γραφεῖο του καί κρατοῦσε μέ τά δυό του χέρια τό κεφάλι του. Τέτοιο πράγμα δέν τοῦ εἶχε ξανασυμβεῖ στήν πολύχρονη καρριέρα του στήν θάλασσα. Εἶχε ἐλέγξει καί ξαναελέγξει κάθε τι πού σχετιζόταν μέ τά τεχνικά μέρη τοῦ πλοίου. Εἶχε συζητήσει μέ ὅλους τούς συνεργάτες του, ἀκόμη καί μέ τό ἁπλό πλήρωμα. Τά πάντα ἦταν στήν ἐντέλεια. ᾽Αλλά καί κανείς δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τό μυστήριο πού ὑπῆρχε: τό πλοῖο ἐνῶ εἶχε ξεκινήσει μέ πολλούς ἐπιβάτες ἄνδρες καί γυναῖκες κάτω ἀπό ἐξαίσιες συνθῆκες, ὅταν βρέθηκε στό ἀνοικτό πέλαγος σταμάτησε ξαφνικά. ῾Κοκκάλωσε᾽. Οὔτε μπρός οὔτε πίσω. Οἱ βουτηχτές πού ἔπεσαν στήν θάλασσα νά κοιτάξουν μήπως τό πλοῖο σφήνωσε σέ καμμία ξέρα, μολονότι τοῦτο θά φαινόταν ἀπό τό τράνταγμα πού θά εἶχε ὑποστεῖ, γύρισαν πίσω ἄπρακτοι. Πρόβλημα δέν ὑπῆρχε. Σάν μία ἀόρατη δύναμη νά κρατοῦσε τό πλεούμενο καί νά μή τό ἄφηνε νά φύγει.
῾Ο καπετάνιος ἦταν πιστός ἄνθρωπος. ῾Η πίστη γι᾽ αὐτόν δέν ἦταν κάτι ψεύτικο καί ἐπιφανειακό. ῎Ανθρωπος τῆς ᾽Εκκλησίας ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας ἐκκλησιαζόταν τακτικά, ἐνῶ τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ του συχνά τό μούσκευε μέ τά δάκρυά του ὅταν ἐξομολογεῖτο τίς ἁμαρτίες στό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης. ᾽Απαρχῆς πού ξεκίνησε βεβαίως τό πρόβλημα ἀπευθύνθηκε στόν Θεό. Ζήτησε τήν βοήθειά Του καί τήν μεσιτεία τοῦ ἁγίου τῶν θαλασσῶν, τοῦ ἀγαπημένου του ἁγίου Νικολάου. Μά τώρα ἔνιωθε ὅτι ἔπρεπε νά δεηθεῖ περισσότερο καί μέ πολύ πόνο. ῏Ηταν ὑπεύθυνος γιά τό πλοῖο καί γιά τούς ἐπιβάτες. Δέν ἄντεχε πιά νά βλέπει τόν κόσμο καί τόν ζωγραφισμένο στό πρόσωπό τους πανικό. Καί καλά μέν τίς πρῶτες ὧρες καί τίς πρῶτες ἡμέρες. ῞Ολοι ἤλπιζαν ὅτι τό πρόβλημα θά βρισκόταν καί θά ἐπιλυόταν. Μά τώρα ἡ ἀκινησία τοῦ πλοίου ἔφτανε πιά τίς δεκαπέντε ἡμέρες. ῾Οδηγεῖτο καί αὐτός σέ κατάσταση ἐκτός ἐλέγχου. ῎Αρχισε νά ἔχει πολλά αἰσθήματα ἐνοχῆς. Σιγά σιγά κυριευόταν ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἁμαρτίες του δημιούργησαν τό τεράστιο αὐτό πρόβλημα. Θυμήθηκε τόν προφήτη ᾽Ιωνᾶ. Μήπως καί ὁ ἴδιος κάτι ἔκανε, κάπου βαριά ἔσφαλε καί ὁ Θεός μέ τόν τρόπο αὐτόν τόν προκαλεῖ σέ μετάνοια;
Ρίχτηκε στά γόνατα καί φώναζε πιά δυνατά στόν Θεό: ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μου. ῎Αν κάτι ἔκανα καί δέν τό καταλαβαίνω, ζητῶ τήν συγγνώμη Σου καί τό ἔλεός Σου. Μή γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες, Κύριε, πληρώσουν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. ῾Απλοί ἄνθρωποι εἶναι καί στίς ἐργασίες τους πηγαίνουν. Οἰκογένειες ἔχουν. Λυπήσου τουλάχιστον αὐτούς, Κύριε᾽.
῎Ελεγε καί ξανάλεγε ὁ καπετάνιος καί θρηνοῦσε γιά τίς ἁμαρτίες του χτυπώντας τό στῆθος του. ῎Επεσε στό ἔδαφος σάν ἄψυχος. Κι ἐκεῖ πού ἔνιωσε ὅτι οἱ δυνάμεις του πιά τόν ἐγκατέλειψαν ἄκουσε μία ἀόρατη φωνή νά τοῦ λέει: ῾Ρίξε κάτω τήν Μαρία καί θά ἔχεις καλό ταξίδι᾽. Δέν κατάλαβε. Νόμισε ὅτι λόγω τῆς κατάστασης πού βρισκόταν ἔχει παραισθήσεις. Δέν ἔδωσε σημασία. ῾Η φωνή ὅμως ξανακούστηκε πολύ καθαρά: ῾Σοῦ εἶπα: Ρίξε κάτω τήν Μαρία καί θά σωθεῖτε᾽.
᾽Ανασηκώθηκε ταραγμένος καί συγκλονισμένος. Κρατήθηκε ἀπό τό γραφεῖο του καί κάθησε στήν καρέκλα. Τό βλέμμα του ἀναζήτησε τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καρφώθηκε σ᾽ αὐτές. ῾Ποιά Μαρία;᾽ Τό ἐρώτημά του γεμάτο ἀπορία ἀπευθυνόταν στόν Κύριο. Στό πλήρωμά του δέν ὑπῆρχε γυναίκα. Μήπως κάποια ἀπό τούς ἐπιβάτες; Μά δέν εἶναι ἀσυνήθιστο ὄνομα. Καί γυναῖκες ὑπῆρχαν πολλές. Ποιά ἀπό ὅλες ἴσως; Σηκώθηκε παραπατώντας καί βγῆκε στό κατάστρωμα. Πολλοί ἦταν καθισμένοι μέ ἀπλανές βλέμμα στόν ὁρίζοντα, ἐνῶ οἱ περισσότεροι εἶχαν ξαπλώσει στά στρωσίδια τους ριγμένοι πιά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μιά λάμψη φώτισε τό πρόσωπό του.
῾Μαρία!᾽ φώναξε δυνατά. ῾Μαρία!᾽ Μιά γυναίκα ἀναδεύτηκε κι ἀνασηκώθηκε ἀπό ἕνα στρῶμα πού κείτουνταν λίγο πιό πέρα ἀπό τήν θέση τοῦ καπετάνιου. ῾Τί προστάζεις, κύριε;᾽ Μόνη αὐτή ἀποκρίθηκε στό κάλεσμά του πού σημαίνει μόνη αὐτή εἶχε τό ὄνομα Μαρία. ῾Σέ παρακαλῶ, κάνε ἀγάπη κι ἔλα ὥς ἐδῶ πού θέλω κάτι νά σοῦ πῶ᾽.
Τήν πῆρε καί τήν πῆγε στό μικρό γραφεῖο του. ᾽Εκείνη σάν ὑπνωτισμένη, χωρίς ἀντίρρηση τόν ἀκολούθησε. Τήν ἔβαλε νά καθήσει ἀπέναντί του καί τῆς γέμισε ἕνα κύπελο μέ νερό. Τήν κοίταξε προσεκτικά πρίν τῆς μιλήσει, προσπαθώντας νά καταλάβει τί μυστήριο ἔκρυβε μέσα της γιά νά τόν παραπέμψει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ - ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτό – σ᾽ αὐτήν. ῏Ηταν μιά νέα γυναίκα ἡ Μαρία κοντά τριάντα ἐτῶν, πού παρ᾽ ὅλη τήν ἀτημελησιά ἀπό τήν ταλαιπωρία τῶν τόσων ἡμερῶν φαινόταν καλοκαμωμένη. ᾽Εκεῖνο πού ἔκανε ἐντύπωση ὅμως στόν καπετάνιο κι ἔνιωσε μιά παγωνιά μέσα του ἦταν τά μάτια τῆς γυναίκας: θολά καί ταραγμένα πού πότε τόν κοίταζαν ἀνέκφραστα καί πότε κοίταζαν τό πάτωμα σάν νά ᾽θελαν νά κρύψουν κάτι.
῾᾽Αδελφή μου Μαρία᾽, τῆς εἶπε ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας σιγανά καί στοργικά σπάζοντας τήν σιωπή καί τήν ἀμηχανία καί τῶν δύο, ῾σέ ἔφερα ἐδῶ γιά νά σοῦ πῶ κάτι σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἀκινησίας τοῦ πλοίου᾽. ῾Η γυναίκα σάν νά τό περίμενε αὐτό καί σήκωσε τά μάτια της ἕτοιμη νά μιλήσει. Τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δέν τήν ἄφησε ὁ καπετάνιος. ῾῎Ακου με, Μαρία, πρῶτα κι ἔπειτα πές ὅ,τι θέλεις. Λοιπόν, ἀδελφή μου, πρέπει νά σοῦ ἐξομολογηθῶ ὅτι ἔχω κάνει πολλές ἁμαρτίες καί γιά τίς ἁμαρτίες μου αὐτές πρόκειται νά χαθεῖτε ὅλοι σας στό πλοῖο!᾽ Ἡ γυναίκα μόλις ἄκουσε τόν λόγο αὐτόν ἔριξε καί πάλι τό βλέμμα κάτω καί σάν νά πάλευε μέ κάποιον ἀναστέναξε τόσο βαριά πού ράγισε τήν καρδιά τοῦ καπετάνιου. ῾Τί ᾽ναι, γυναίκα; Τί σοῦ συμβαίνει;᾽ ῾᾽Αναμφισβήτητα, κύριε πλοίαρχέ μου᾽, εἶπε αὐτή ἀργά καί πολύ σοβαρά, ῾ἐγώ εἶμαι ἡ ἁμαρτωλή᾽. Σταμάτησε. ῾Γυναίκα᾽, μόλις πού ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ καπετάν ᾽Ανδρέα, ῾ποιές ἁμαρτίες ἔχεις;᾽ Δέν βιάστηκε νά ἀπαντήσει. ῾᾽Αλλίμονό μου᾽, εἶπε σέ λίγο, ῾γιατί δέν ὑπάρχει ἁμαρτία τήν ὁποία δέν ἔπραξα καί γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες πρόκειται νά χαθεῖτε ὅλοι᾽.
Τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ἡ γυναίκα κι ὁ καπετάνιος σηκώθηκε νά τήν κρατήσει καί νά τήν συνεφέρει. Τῆς ἔδωσε τό κύπελο μέ τό νερό. ᾽Εκείνη ἤπιε λίγο καί σάν νά περίμενε τόν λυτρωμό της ἄρχισε νά τοῦ ἐξομολογεῖται μέ λόγια πού διακόπτονταν διαρκῶς ἀπό τούς λυγμούς της. ῾Εἶμαι ἁμαρτωλή καί ἄθλια, κύριε πλοίαρχε. Γιατί ἐγώ πού μέ βλέπετε ἤμουν παντρεμένη μ᾽ ἕναν καλό ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖο ἔκανα μαζί του δύο παιδιά, τό ἕνα κάπου ἐννιά χρονῶν καί τό ἄλλο πέντε. Πέθανε ξαφνικά ὅμως ὁ ἄντρας μου κι ἔμεινα χήρα. Τόν ἔκλαψα πολύ ἀλλά ἄρχισε νά μέ καταλαμβάνει πανικός. Τί θά γινόμουν χήρα γυναίκα, νέα, χωρίς καμμιά δουλειά καί μέ δυό μικρά παιδιά; Συγγενεῖς δέν εἶχα νά μέ βοηθήσουν καί μοῦ μπῆκε ἡ σκέψη νά ξαναφτιάξω τήν ζωή μου, ἀλλά μέ κάποιον πού ἤθελα νά μοῦ ἀρέσει ὡς ἄντρας. ᾽Εκεῖ κοντά πού ἔμενα ζοῦσε ἕνας στρατιώτης, νέος καί ὄμορφος. Αὐτοῦ ἡ μορφή καί ἡ σκέψη καρφώθηκε στήν καρδιά μου. ῎Αφησα τόν ἑαυτό μου νά τόν ἐρωτευτεῖ, γιατί εἶχα δεῖ ὅτι κι ἐκεῖνος μέ καλόβλεπε. Φαινόταν ὅτι δέν τοῦ ἤμουν ἀδιάφορη ἀπό τίς ματιές πού μοῦ ἔριχνε ὅταν περνοῦσα τόν δρόμο.
῎Εστειλα λοιπόν κάποιον γνωστό μου νά τοῦ πεῖ γιά μένα καί τόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, ὥστε ἄν θέλει νά μέ πάρει γυναίκα του. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά πάρει γυναίκα πού ἔχει παιδιά ἀπό ἄλλον ἄνδρα. ῎Αν δέν εἶχε παιδιά μπορεῖ νά τό σκεφτόταν. Ὁ διάβολος τότε μέ κυρίευσε. Θόλωσε τό μυαλό μου καί ἕνα βράδυ χωρίς σχεδόν νά ξέρω τί κάνω, μπροστά στόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, ἡ ἴδια χωρίς κανέναν συνεργό ἔσφαξα μέ τά ἴδια μου τά χέρια καί τά δυό μου παιδιά.
Σάν ἀλαφιασμένη τά ἔθαψα κάπου στήν αὐλή τοῦ σπιτοῦ μου κι ἐλεύθερη πιά, ὅπως νόμιζα, πῆγα στό σπίτι τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος τρόμαξε καθώς μέ εἶδε τόσο ταραγμένη. Μέ τό πάθος ζωγραφισμένο στό πρόσωπό μου τοῦ ἐξομολογήθηκα τόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, προσθέτοντας ὅτι ῾νά, τώρα, δέν ὑπάρχει τό ἐμπόδιο τῶν παιδιῶν πού ἔλεγες, γιατί τά σκότωσα. Εἴμαστε πιά ἐσύ κι ἐγώ᾽.
Ἡ ἀντίδρασή του μέ συνέφερε. ῎Ασπρισε ὅταν ἄκουσε τό φονικό πού ἔκανα, πισωπάτησε ἕτοιμος νά σωριαστεῖ κάτω καί μέ φωνή ξεψυχισμένη μοῦ εἶπε ὅτι αὐτό πού τοῦ ζητῶ εἶναι ἀδύνατον. ῎Αν ἦταν ἀδύνατον ἐπειδή εἶχα παιδιά ἄλλου, πολύ περισσότερο ἦταν τώρα πού εἶχα βαμμένα τά χέρια μου μέ αἶμα. Καί τί αἷμα! Τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν μου! Στήν συνέχεια γονάτισε, ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἄρχισε νά λέει σάν νά παραμιλάει: ῾Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου πού κατοικεῖ στόν οὐρανό, ὄχι δέν μπορεῖ νά ἔχει συμβεῖ αὐτό, δέν μπορεῖ νά ἔχει συμβεῖ αὐτό, δέν μπορῶ νά σέ πάρω᾽.
Τά πάντα σιωράστηκαν ἐρείπια μπροστά μου κι εἶδα τήν πραγματικότητα: εἶχα μείνει ἐντελῶς μόνη στόν κόσμο, χωρίς καμμιά ἐλπίδα νά ξαναφτιάξω τήν ζωή μου. Καί τότε μέ ἔπιασε ἡ μανία τουλάχιστον νά σώσω τό τομάρι μου. Σάν ζῶο πληγωμένο καί κυνηγημένο ἑτοίμασα λίγα πράγματα σ᾽ ἕνα σάκκο καί νύχτα ἔφυγα ἀπό τό σπίτι μου, σκεφτόμενη ὅτι αὐτό πού ἔκανα στά παιδιά μου θά γίνει ὁπωσδήποτε γνωστό καί θά μέ πιάσουν καί θά μέ σκοτώσουν. ῾Νά γλυτώσω, νά γλυτώσω᾽ φώναζα ἀδιάκοπα μέσα μου. ῾Νά φύγω μακριά! ῞Οσο πιό μακριά γίνεται!᾽. ῎Ετσι μπῆκα στό πλοῖο πού βρέθηκε ἕτοιμο νά σαλπάρει καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἔγινε ὅ,τι ἔγινε᾽!
Ἡ γυναίκα ἔπεσε κάτω. Σταμάτησε νά μιλάει, ἐνῶ οἱ λυγμοί συνέχιζαν νά τραντάζουν τό κουρασμένο της κορμί. ᾽Αλλά καί ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας δέν μποροῦσε νά σταθεῖ. ῎Εγειρε κι αὐτός γονατιστός δίπλα της καί τῆς χάϊδευε τά μαλλιά. Τό μόνο πού ἔκανε μετά τήν συγκλονιστική ἐξομολόγηση τῆς νέας αὐτῆς γυναίκας ἦταν νά ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς: ῾Κύριε, ἐλέησε τήν δούλη σου Μαρία. Δῶσε παρηγοριά στό πονεμένο πλάσμα σου᾽.
Πέρασε ὥρα πολλή. Οἱ λυγμοί τῆς Μαρίας σταμάτησαν ἀλλά δέν εἶχε τήν δύναμη νά σηκωθεῖ. Βρισκόταν κάτω στό ἔδαφος σάν νά ἦταν πεθαμένη. Μόνο τό στῆθος της πού τρανταζόταν λίγο ἀπό καιροῦ σέ καιρό ἔδειχνε ὅτι ἦταν ζωντανή. Ὁ καπετάνιος στηρίχτηκε κάπου καί σηκώθηκε. ῎Ενιωθε ἕνα τεράστιο βάρος πάνω του. Ἡ φωνή τόν εἶχε καλέσει νά ρίξει στήν θάλασσα τήν Μαρία γιά νά σωθοῦν ὅλοι. Μά δέν ἔστεργε νά πάρει ὁ ἴδιος τήν ἀπόφαση. ῎Οχι, ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας πού εἶχε ἀντιμετωπίσει ἐπανειλημμένως φουρτοῦνες καί θύελλες, πού ἡ κρίση του ἦταν κατακάθαρη μπροστά στά προβλήματα τῆς θάλασσας κι ὁ λόγος του γινόταν ἄμεσα ἀποδεκτός ἀπό τούς ναῦτες του πού τόν ὑπεραγαποῦσαν, τώρα ἔνιωθε ἀνήμπορος. Παρ᾽ ὅλη τήν θεϊκή κρίση ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε νά γίνει τό ἐκτελεστικό της ὄργανο.
῾Κύριε ἐλέησόν με᾽, ἔστρεψε καί πάλι τό βλέμμα του στόν Χριστό πού τόν κοιτοῦσε εἰρηνικά καί στοργικά ἀπό τήν εἰκόνα. Τοῦ ἦλθε στό μυαλό τό περιστατικό ἀπό τό εὐαγγέλιο μέ τήν γυναίκα πού οἱ Φαρισαῖοι ἔπιασαν ἐπ᾽ αὐτοφώρω νά μοιχεύεται καί θέλησαν νά τήν λιθοβολήσουν. ῾῾Ο ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος τόν λίθον βαλέτω ἐπ᾽ αὐτήν᾽ ψιθύρισαν τά χείλη του τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῾Κύριε, δέν μπορῶ νά τήν καταδικάσω. Δέν μπορῶ νά κάνω αὐτό πού μοῦ ζητᾶς!᾽
῾Πᾶμε, γυναίκα. Πᾶμε, ἀδελφή μου᾽ εἶπε στήν Μαρία καί τήν βοήθησε νά ἀνασηκωθεῖ. Δέν πρόκειται νά σέ πετάξω στό πέλαγος. Δέν πάει ἡ καρδιά μου. Παρ᾽ ὅλες τίς ἁμαρτίες πού μοῦ ἐξομολογήθηκες δέν μέ ἔπεισες ὅτι ἐσύ εἶσαι ἡ ὑπεύθυνη. ῾Ο Κύριος ὅμως μέ φώτισε νά κάνουμε ἕνα πείραμα καί θά ἀφήσουμε τόν ῎Ιδιο νά κάνει αὐτό πού εἶναι τό ἅγιο θέλημά Του.
῾Η γυναίκα χωρίς καί πάλι νά φέρει καμμία ἀντίρρηση ἀφέθηκε στά χέρια του καί τήν καθοδήγησή του. Ἡ ἐμφάνισή της καί μόνο προκαλοῦσε τόν οἶκτο καί τήν συμπάθεια. Τά μάτια της ὅμως φαίνονταν τώρα πιό ἤρεμα. Ἡ ἐξομολόγησή της καί ἡ στοργική ἀποδοχή της ἀπό τόν καπετάνιο τήν εἶχαν φέρει λίγο στά συγκαλά της. ῏Ηταν ἕτοιμη νά δεχτεῖ τά πάντα. ῎Ηξερε βαθιά μέσα της ὅτι μόνο ἡ θυσία της θά μποροῦσε λίγο νά ξεπλύνει τό ἔγκλημά της. ῾Μάχαιρα ἔλαβες μάχαιρα θά λάβεις᾽ ἦλθε στό μυαλό της ὁ πνευματικός νόμος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει ὅτι μιά τέτοια θυσία, ὁ δικός της θάνατος, εἶναι ἴσως ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί της. Παραξενεύτηκε πού μιά τέτοια ὥρα ἔνιωσε κάποιο γλυκασμό μέσα της κι ἕναν τέτοιο φωτισμό. ῾Ωστόσο ἔμεινε σέ ἀπορία γιά τό πείραμα πού τῆς εἶπε ὁ καπετάνιος.
Βγῆκαν στό κατάστρωμα. Οἱ ἐπιβάτες καί τό πλήρωμα σάν νά κατάλαβαν ὅτι κάτι ἰδιαίτερο καί ὑπερκόσμιο διαδραματίζεται σταμάτησαν τίς κουβέντες καί τίς φωνές κι ἔστρεψαν τά μάτια τους σ᾽ ἐκείνους. Νόμιζε κανείς ὅτι πρόκειται γιά δύο πρωταγωνιστές ἑνός ἔργου μέ θεατές ὅλους τούς ὑπόλοιπους. Μέσα σέ ἀπόλυτη πιά ἡσυχία ἀκούστησε ἐπιβλητική ἡ φωνή τοῦ καπετάν ᾽Ανδρέα νά λέει πρός τήν Μαρία: ῾Νά, λοιπόν, θά μπῶ ἐγώ μέσα στήν φελούκα. Κι ἄν προχωρήσει τό πλοῖο σημαίνει, γυναίκα, ὅτι οἱ δικές μου ἁμαρτίες ἐμποδίζουν τό πλοῖο νά φύγει᾽. ῎Εδωσε ἐντολή στόν ἁρμόδιο καί κατέβασε τήν φελούκα στήν θάλασσα, ἐνῶ ὁ ἴδιος μπῆκε μέσα. Μέ τίς αἰσθήσεις ὅλοι τεντωμένες περίμεναν τό ἀποτέλεσμα. ᾽Αργά ἀλλά σταθερά ἔμπαιναν στό νόημα τῶν γεγονότων κι εἶχε κοπεῖ ἡ ἀναπνοή τους. Ἡ φελούκα ἀκούμπησε πάνω στά ἥσυχα νερά. Τό πλοῖο παρέμεινε καθηλωμένο. Καμμία κίνηση. Τό ἴδιο καί ἡ φελούκα. Δέν ἦταν ὁ καπετάνιος τό πρόβλημα. Δέν ἦταν αὐτός ἡ αἰτία.
᾽Ανέβηκε ὁ καπετάνιος. ῏Ηταν ἡ ὥρα τῆς Μαρίας. ᾽Απόμακρα ἄκουσε τήν φωνή του νά τῆς λέει: ῾Κατέβα καί σύ τώρα στήν φελούκα᾽. ῾Η γυναίκα κατέβηκε. Οἱ κινήσεις της ἦταν σταθερές. ῎Ηξερε πώς ὅ,τι θά συμβεῖ θά εἶναι ὁ λυτρωμός ὅλων. Καί ὁ δικός της λυτρωμός. ῾Κύριε, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες τῆς ἄθλιας δούλης σου᾽ ψιθύριζε διαρκῶς. Μόλις κατέβηκε, ἀμέσως ἡ φελούκα ἔκανε κάπου πέντε γύρους καί πῆγε μονοκόμματη στόν βυθό. Τό πλοῖο σάν νά λύθηκε ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις πού τό κρατοῦσαν ἀκίνητο καί ξεκίνησε. ῎Αρχισε μάλιστα νά πλέει τόσο γρήγορα, ὥστε διάνυσε σέ τρισήμιση ἡμέρες ἀπόσταση τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά κάνει σέ δεκαπέντε.
Ὁ καπετάνιος δέν φάνηκε παρά ἐλάχιστα πιά μέχρι τό τέλος τοῦ ταξιδιοῦ. Παρέμεινε κλεισμένος στό μικρό γραφεῖο του κι εἶπαν μερικοί ὅτι τόν εἶδαν ἀπό τό φινιστρίνι νά κλαίει γονατιστός μπροστά στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγίου Νικολάου καί κατά καιρούς νά φωνάζει ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἁμαρτωλή δούλη του Μαρία.
῾Ο καπετάνιος ἦταν πιστός ἄνθρωπος. ῾Η πίστη γι᾽ αὐτόν δέν ἦταν κάτι ψεύτικο καί ἐπιφανειακό. ῎Ανθρωπος τῆς ᾽Εκκλησίας ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας ἐκκλησιαζόταν τακτικά, ἐνῶ τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ του συχνά τό μούσκευε μέ τά δάκρυά του ὅταν ἐξομολογεῖτο τίς ἁμαρτίες στό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης. ᾽Απαρχῆς πού ξεκίνησε βεβαίως τό πρόβλημα ἀπευθύνθηκε στόν Θεό. Ζήτησε τήν βοήθειά Του καί τήν μεσιτεία τοῦ ἁγίου τῶν θαλασσῶν, τοῦ ἀγαπημένου του ἁγίου Νικολάου. Μά τώρα ἔνιωθε ὅτι ἔπρεπε νά δεηθεῖ περισσότερο καί μέ πολύ πόνο. ῏Ηταν ὑπεύθυνος γιά τό πλοῖο καί γιά τούς ἐπιβάτες. Δέν ἄντεχε πιά νά βλέπει τόν κόσμο καί τόν ζωγραφισμένο στό πρόσωπό τους πανικό. Καί καλά μέν τίς πρῶτες ὧρες καί τίς πρῶτες ἡμέρες. ῞Ολοι ἤλπιζαν ὅτι τό πρόβλημα θά βρισκόταν καί θά ἐπιλυόταν. Μά τώρα ἡ ἀκινησία τοῦ πλοίου ἔφτανε πιά τίς δεκαπέντε ἡμέρες. ῾Οδηγεῖτο καί αὐτός σέ κατάσταση ἐκτός ἐλέγχου. ῎Αρχισε νά ἔχει πολλά αἰσθήματα ἐνοχῆς. Σιγά σιγά κυριευόταν ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἁμαρτίες του δημιούργησαν τό τεράστιο αὐτό πρόβλημα. Θυμήθηκε τόν προφήτη ᾽Ιωνᾶ. Μήπως καί ὁ ἴδιος κάτι ἔκανε, κάπου βαριά ἔσφαλε καί ὁ Θεός μέ τόν τρόπο αὐτόν τόν προκαλεῖ σέ μετάνοια;
Ρίχτηκε στά γόνατα καί φώναζε πιά δυνατά στόν Θεό: ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μου. ῎Αν κάτι ἔκανα καί δέν τό καταλαβαίνω, ζητῶ τήν συγγνώμη Σου καί τό ἔλεός Σου. Μή γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες, Κύριε, πληρώσουν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. ῾Απλοί ἄνθρωποι εἶναι καί στίς ἐργασίες τους πηγαίνουν. Οἰκογένειες ἔχουν. Λυπήσου τουλάχιστον αὐτούς, Κύριε᾽.
῎Ελεγε καί ξανάλεγε ὁ καπετάνιος καί θρηνοῦσε γιά τίς ἁμαρτίες του χτυπώντας τό στῆθος του. ῎Επεσε στό ἔδαφος σάν ἄψυχος. Κι ἐκεῖ πού ἔνιωσε ὅτι οἱ δυνάμεις του πιά τόν ἐγκατέλειψαν ἄκουσε μία ἀόρατη φωνή νά τοῦ λέει: ῾Ρίξε κάτω τήν Μαρία καί θά ἔχεις καλό ταξίδι᾽. Δέν κατάλαβε. Νόμισε ὅτι λόγω τῆς κατάστασης πού βρισκόταν ἔχει παραισθήσεις. Δέν ἔδωσε σημασία. ῾Η φωνή ὅμως ξανακούστηκε πολύ καθαρά: ῾Σοῦ εἶπα: Ρίξε κάτω τήν Μαρία καί θά σωθεῖτε᾽.
᾽Ανασηκώθηκε ταραγμένος καί συγκλονισμένος. Κρατήθηκε ἀπό τό γραφεῖο του καί κάθησε στήν καρέκλα. Τό βλέμμα του ἀναζήτησε τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἁγίου Νικολάου. Καρφώθηκε σ᾽ αὐτές. ῾Ποιά Μαρία;᾽ Τό ἐρώτημά του γεμάτο ἀπορία ἀπευθυνόταν στόν Κύριο. Στό πλήρωμά του δέν ὑπῆρχε γυναίκα. Μήπως κάποια ἀπό τούς ἐπιβάτες; Μά δέν εἶναι ἀσυνήθιστο ὄνομα. Καί γυναῖκες ὑπῆρχαν πολλές. Ποιά ἀπό ὅλες ἴσως; Σηκώθηκε παραπατώντας καί βγῆκε στό κατάστρωμα. Πολλοί ἦταν καθισμένοι μέ ἀπλανές βλέμμα στόν ὁρίζοντα, ἐνῶ οἱ περισσότεροι εἶχαν ξαπλώσει στά στρωσίδια τους ριγμένοι πιά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μιά λάμψη φώτισε τό πρόσωπό του.
῾Μαρία!᾽ φώναξε δυνατά. ῾Μαρία!᾽ Μιά γυναίκα ἀναδεύτηκε κι ἀνασηκώθηκε ἀπό ἕνα στρῶμα πού κείτουνταν λίγο πιό πέρα ἀπό τήν θέση τοῦ καπετάνιου. ῾Τί προστάζεις, κύριε;᾽ Μόνη αὐτή ἀποκρίθηκε στό κάλεσμά του πού σημαίνει μόνη αὐτή εἶχε τό ὄνομα Μαρία. ῾Σέ παρακαλῶ, κάνε ἀγάπη κι ἔλα ὥς ἐδῶ πού θέλω κάτι νά σοῦ πῶ᾽.
Τήν πῆρε καί τήν πῆγε στό μικρό γραφεῖο του. ᾽Εκείνη σάν ὑπνωτισμένη, χωρίς ἀντίρρηση τόν ἀκολούθησε. Τήν ἔβαλε νά καθήσει ἀπέναντί του καί τῆς γέμισε ἕνα κύπελο μέ νερό. Τήν κοίταξε προσεκτικά πρίν τῆς μιλήσει, προσπαθώντας νά καταλάβει τί μυστήριο ἔκρυβε μέσα της γιά νά τόν παραπέμψει ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ - ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτό – σ᾽ αὐτήν. ῏Ηταν μιά νέα γυναίκα ἡ Μαρία κοντά τριάντα ἐτῶν, πού παρ᾽ ὅλη τήν ἀτημελησιά ἀπό τήν ταλαιπωρία τῶν τόσων ἡμερῶν φαινόταν καλοκαμωμένη. ᾽Εκεῖνο πού ἔκανε ἐντύπωση ὅμως στόν καπετάνιο κι ἔνιωσε μιά παγωνιά μέσα του ἦταν τά μάτια τῆς γυναίκας: θολά καί ταραγμένα πού πότε τόν κοίταζαν ἀνέκφραστα καί πότε κοίταζαν τό πάτωμα σάν νά ᾽θελαν νά κρύψουν κάτι.
῾᾽Αδελφή μου Μαρία᾽, τῆς εἶπε ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας σιγανά καί στοργικά σπάζοντας τήν σιωπή καί τήν ἀμηχανία καί τῶν δύο, ῾σέ ἔφερα ἐδῶ γιά νά σοῦ πῶ κάτι σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἀκινησίας τοῦ πλοίου᾽. ῾Η γυναίκα σάν νά τό περίμενε αὐτό καί σήκωσε τά μάτια της ἕτοιμη νά μιλήσει. Τά μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δέν τήν ἄφησε ὁ καπετάνιος. ῾῎Ακου με, Μαρία, πρῶτα κι ἔπειτα πές ὅ,τι θέλεις. Λοιπόν, ἀδελφή μου, πρέπει νά σοῦ ἐξομολογηθῶ ὅτι ἔχω κάνει πολλές ἁμαρτίες καί γιά τίς ἁμαρτίες μου αὐτές πρόκειται νά χαθεῖτε ὅλοι σας στό πλοῖο!᾽ Ἡ γυναίκα μόλις ἄκουσε τόν λόγο αὐτόν ἔριξε καί πάλι τό βλέμμα κάτω καί σάν νά πάλευε μέ κάποιον ἀναστέναξε τόσο βαριά πού ράγισε τήν καρδιά τοῦ καπετάνιου. ῾Τί ᾽ναι, γυναίκα; Τί σοῦ συμβαίνει;᾽ ῾᾽Αναμφισβήτητα, κύριε πλοίαρχέ μου᾽, εἶπε αὐτή ἀργά καί πολύ σοβαρά, ῾ἐγώ εἶμαι ἡ ἁμαρτωλή᾽. Σταμάτησε. ῾Γυναίκα᾽, μόλις πού ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ καπετάν ᾽Ανδρέα, ῾ποιές ἁμαρτίες ἔχεις;᾽ Δέν βιάστηκε νά ἀπαντήσει. ῾᾽Αλλίμονό μου᾽, εἶπε σέ λίγο, ῾γιατί δέν ὑπάρχει ἁμαρτία τήν ὁποία δέν ἔπραξα καί γιά τίς δικές μου ἁμαρτίες πρόκειται νά χαθεῖτε ὅλοι᾽.
Τραντάχτηκε ἀπό τούς λυγμούς ἡ γυναίκα κι ὁ καπετάνιος σηκώθηκε νά τήν κρατήσει καί νά τήν συνεφέρει. Τῆς ἔδωσε τό κύπελο μέ τό νερό. ᾽Εκείνη ἤπιε λίγο καί σάν νά περίμενε τόν λυτρωμό της ἄρχισε νά τοῦ ἐξομολογεῖται μέ λόγια πού διακόπτονταν διαρκῶς ἀπό τούς λυγμούς της. ῾Εἶμαι ἁμαρτωλή καί ἄθλια, κύριε πλοίαρχε. Γιατί ἐγώ πού μέ βλέπετε ἤμουν παντρεμένη μ᾽ ἕναν καλό ἄνθρωπο μέ τόν ὁποῖο ἔκανα μαζί του δύο παιδιά, τό ἕνα κάπου ἐννιά χρονῶν καί τό ἄλλο πέντε. Πέθανε ξαφνικά ὅμως ὁ ἄντρας μου κι ἔμεινα χήρα. Τόν ἔκλαψα πολύ ἀλλά ἄρχισε νά μέ καταλαμβάνει πανικός. Τί θά γινόμουν χήρα γυναίκα, νέα, χωρίς καμμιά δουλειά καί μέ δυό μικρά παιδιά; Συγγενεῖς δέν εἶχα νά μέ βοηθήσουν καί μοῦ μπῆκε ἡ σκέψη νά ξαναφτιάξω τήν ζωή μου, ἀλλά μέ κάποιον πού ἤθελα νά μοῦ ἀρέσει ὡς ἄντρας. ᾽Εκεῖ κοντά πού ἔμενα ζοῦσε ἕνας στρατιώτης, νέος καί ὄμορφος. Αὐτοῦ ἡ μορφή καί ἡ σκέψη καρφώθηκε στήν καρδιά μου. ῎Αφησα τόν ἑαυτό μου νά τόν ἐρωτευτεῖ, γιατί εἶχα δεῖ ὅτι κι ἐκεῖνος μέ καλόβλεπε. Φαινόταν ὅτι δέν τοῦ ἤμουν ἀδιάφορη ἀπό τίς ματιές πού μοῦ ἔριχνε ὅταν περνοῦσα τόν δρόμο.
῎Εστειλα λοιπόν κάποιον γνωστό μου νά τοῦ πεῖ γιά μένα καί τόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, ὥστε ἄν θέλει νά μέ πάρει γυναίκα του. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀπάντησε ὅτι δέν μπορεῖ νά πάρει γυναίκα πού ἔχει παιδιά ἀπό ἄλλον ἄνδρα. ῎Αν δέν εἶχε παιδιά μπορεῖ νά τό σκεφτόταν. Ὁ διάβολος τότε μέ κυρίευσε. Θόλωσε τό μυαλό μου καί ἕνα βράδυ χωρίς σχεδόν νά ξέρω τί κάνω, μπροστά στόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, ἡ ἴδια χωρίς κανέναν συνεργό ἔσφαξα μέ τά ἴδια μου τά χέρια καί τά δυό μου παιδιά.
Σάν ἀλαφιασμένη τά ἔθαψα κάπου στήν αὐλή τοῦ σπιτοῦ μου κι ἐλεύθερη πιά, ὅπως νόμιζα, πῆγα στό σπίτι τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος τρόμαξε καθώς μέ εἶδε τόσο ταραγμένη. Μέ τό πάθος ζωγραφισμένο στό πρόσωπό μου τοῦ ἐξομολογήθηκα τόν ἔρωτά μου γι᾽ αὐτόν, προσθέτοντας ὅτι ῾νά, τώρα, δέν ὑπάρχει τό ἐμπόδιο τῶν παιδιῶν πού ἔλεγες, γιατί τά σκότωσα. Εἴμαστε πιά ἐσύ κι ἐγώ᾽.
Ἡ ἀντίδρασή του μέ συνέφερε. ῎Ασπρισε ὅταν ἄκουσε τό φονικό πού ἔκανα, πισωπάτησε ἕτοιμος νά σωριαστεῖ κάτω καί μέ φωνή ξεψυχισμένη μοῦ εἶπε ὅτι αὐτό πού τοῦ ζητῶ εἶναι ἀδύνατον. ῎Αν ἦταν ἀδύνατον ἐπειδή εἶχα παιδιά ἄλλου, πολύ περισσότερο ἦταν τώρα πού εἶχα βαμμένα τά χέρια μου μέ αἶμα. Καί τί αἷμα! Τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν μου! Στήν συνέχεια γονάτισε, ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἄρχισε νά λέει σάν νά παραμιλάει: ῾Στό ὄνομα τοῦ Κυρίου πού κατοικεῖ στόν οὐρανό, ὄχι δέν μπορεῖ νά ἔχει συμβεῖ αὐτό, δέν μπορεῖ νά ἔχει συμβεῖ αὐτό, δέν μπορῶ νά σέ πάρω᾽.
Τά πάντα σιωράστηκαν ἐρείπια μπροστά μου κι εἶδα τήν πραγματικότητα: εἶχα μείνει ἐντελῶς μόνη στόν κόσμο, χωρίς καμμιά ἐλπίδα νά ξαναφτιάξω τήν ζωή μου. Καί τότε μέ ἔπιασε ἡ μανία τουλάχιστον νά σώσω τό τομάρι μου. Σάν ζῶο πληγωμένο καί κυνηγημένο ἑτοίμασα λίγα πράγματα σ᾽ ἕνα σάκκο καί νύχτα ἔφυγα ἀπό τό σπίτι μου, σκεφτόμενη ὅτι αὐτό πού ἔκανα στά παιδιά μου θά γίνει ὁπωσδήποτε γνωστό καί θά μέ πιάσουν καί θά μέ σκοτώσουν. ῾Νά γλυτώσω, νά γλυτώσω᾽ φώναζα ἀδιάκοπα μέσα μου. ῾Νά φύγω μακριά! ῞Οσο πιό μακριά γίνεται!᾽. ῎Ετσι μπῆκα στό πλοῖο πού βρέθηκε ἕτοιμο νά σαλπάρει καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἔγινε ὅ,τι ἔγινε᾽!
Ἡ γυναίκα ἔπεσε κάτω. Σταμάτησε νά μιλάει, ἐνῶ οἱ λυγμοί συνέχιζαν νά τραντάζουν τό κουρασμένο της κορμί. ᾽Αλλά καί ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας δέν μποροῦσε νά σταθεῖ. ῎Εγειρε κι αὐτός γονατιστός δίπλα της καί τῆς χάϊδευε τά μαλλιά. Τό μόνο πού ἔκανε μετά τήν συγκλονιστική ἐξομολόγηση τῆς νέας αὐτῆς γυναίκας ἦταν νά ἐπαναλαμβάνει διαρκῶς: ῾Κύριε, ἐλέησε τήν δούλη σου Μαρία. Δῶσε παρηγοριά στό πονεμένο πλάσμα σου᾽.
Πέρασε ὥρα πολλή. Οἱ λυγμοί τῆς Μαρίας σταμάτησαν ἀλλά δέν εἶχε τήν δύναμη νά σηκωθεῖ. Βρισκόταν κάτω στό ἔδαφος σάν νά ἦταν πεθαμένη. Μόνο τό στῆθος της πού τρανταζόταν λίγο ἀπό καιροῦ σέ καιρό ἔδειχνε ὅτι ἦταν ζωντανή. Ὁ καπετάνιος στηρίχτηκε κάπου καί σηκώθηκε. ῎Ενιωθε ἕνα τεράστιο βάρος πάνω του. Ἡ φωνή τόν εἶχε καλέσει νά ρίξει στήν θάλασσα τήν Μαρία γιά νά σωθοῦν ὅλοι. Μά δέν ἔστεργε νά πάρει ὁ ἴδιος τήν ἀπόφαση. ῎Οχι, ὁ καπετάν ᾽Ανδρέας πού εἶχε ἀντιμετωπίσει ἐπανειλημμένως φουρτοῦνες καί θύελλες, πού ἡ κρίση του ἦταν κατακάθαρη μπροστά στά προβλήματα τῆς θάλασσας κι ὁ λόγος του γινόταν ἄμεσα ἀποδεκτός ἀπό τούς ναῦτες του πού τόν ὑπεραγαποῦσαν, τώρα ἔνιωθε ἀνήμπορος. Παρ᾽ ὅλη τήν θεϊκή κρίση ὁ ἴδιος δέν μποροῦσε νά γίνει τό ἐκτελεστικό της ὄργανο.
῾Κύριε ἐλέησόν με᾽, ἔστρεψε καί πάλι τό βλέμμα του στόν Χριστό πού τόν κοιτοῦσε εἰρηνικά καί στοργικά ἀπό τήν εἰκόνα. Τοῦ ἦλθε στό μυαλό τό περιστατικό ἀπό τό εὐαγγέλιο μέ τήν γυναίκα πού οἱ Φαρισαῖοι ἔπιασαν ἐπ᾽ αὐτοφώρω νά μοιχεύεται καί θέλησαν νά τήν λιθοβολήσουν. ῾῾Ο ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος τόν λίθον βαλέτω ἐπ᾽ αὐτήν᾽ ψιθύρισαν τά χείλη του τόν λόγο τοῦ Κυρίου. ῾Κύριε, δέν μπορῶ νά τήν καταδικάσω. Δέν μπορῶ νά κάνω αὐτό πού μοῦ ζητᾶς!᾽
῾Πᾶμε, γυναίκα. Πᾶμε, ἀδελφή μου᾽ εἶπε στήν Μαρία καί τήν βοήθησε νά ἀνασηκωθεῖ. Δέν πρόκειται νά σέ πετάξω στό πέλαγος. Δέν πάει ἡ καρδιά μου. Παρ᾽ ὅλες τίς ἁμαρτίες πού μοῦ ἐξομολογήθηκες δέν μέ ἔπεισες ὅτι ἐσύ εἶσαι ἡ ὑπεύθυνη. ῾Ο Κύριος ὅμως μέ φώτισε νά κάνουμε ἕνα πείραμα καί θά ἀφήσουμε τόν ῎Ιδιο νά κάνει αὐτό πού εἶναι τό ἅγιο θέλημά Του.
῾Η γυναίκα χωρίς καί πάλι νά φέρει καμμία ἀντίρρηση ἀφέθηκε στά χέρια του καί τήν καθοδήγησή του. Ἡ ἐμφάνισή της καί μόνο προκαλοῦσε τόν οἶκτο καί τήν συμπάθεια. Τά μάτια της ὅμως φαίνονταν τώρα πιό ἤρεμα. Ἡ ἐξομολόγησή της καί ἡ στοργική ἀποδοχή της ἀπό τόν καπετάνιο τήν εἶχαν φέρει λίγο στά συγκαλά της. ῏Ηταν ἕτοιμη νά δεχτεῖ τά πάντα. ῎Ηξερε βαθιά μέσα της ὅτι μόνο ἡ θυσία της θά μποροῦσε λίγο νά ξεπλύνει τό ἔγκλημά της. ῾Μάχαιρα ἔλαβες μάχαιρα θά λάβεις᾽ ἦλθε στό μυαλό της ὁ πνευματικός νόμος τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει ὅτι μιά τέτοια θυσία, ὁ δικός της θάνατος, εἶναι ἴσως ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί της. Παραξενεύτηκε πού μιά τέτοια ὥρα ἔνιωσε κάποιο γλυκασμό μέσα της κι ἕναν τέτοιο φωτισμό. ῾Ωστόσο ἔμεινε σέ ἀπορία γιά τό πείραμα πού τῆς εἶπε ὁ καπετάνιος.
Βγῆκαν στό κατάστρωμα. Οἱ ἐπιβάτες καί τό πλήρωμα σάν νά κατάλαβαν ὅτι κάτι ἰδιαίτερο καί ὑπερκόσμιο διαδραματίζεται σταμάτησαν τίς κουβέντες καί τίς φωνές κι ἔστρεψαν τά μάτια τους σ᾽ ἐκείνους. Νόμιζε κανείς ὅτι πρόκειται γιά δύο πρωταγωνιστές ἑνός ἔργου μέ θεατές ὅλους τούς ὑπόλοιπους. Μέσα σέ ἀπόλυτη πιά ἡσυχία ἀκούστησε ἐπιβλητική ἡ φωνή τοῦ καπετάν ᾽Ανδρέα νά λέει πρός τήν Μαρία: ῾Νά, λοιπόν, θά μπῶ ἐγώ μέσα στήν φελούκα. Κι ἄν προχωρήσει τό πλοῖο σημαίνει, γυναίκα, ὅτι οἱ δικές μου ἁμαρτίες ἐμποδίζουν τό πλοῖο νά φύγει᾽. ῎Εδωσε ἐντολή στόν ἁρμόδιο καί κατέβασε τήν φελούκα στήν θάλασσα, ἐνῶ ὁ ἴδιος μπῆκε μέσα. Μέ τίς αἰσθήσεις ὅλοι τεντωμένες περίμεναν τό ἀποτέλεσμα. ᾽Αργά ἀλλά σταθερά ἔμπαιναν στό νόημα τῶν γεγονότων κι εἶχε κοπεῖ ἡ ἀναπνοή τους. Ἡ φελούκα ἀκούμπησε πάνω στά ἥσυχα νερά. Τό πλοῖο παρέμεινε καθηλωμένο. Καμμία κίνηση. Τό ἴδιο καί ἡ φελούκα. Δέν ἦταν ὁ καπετάνιος τό πρόβλημα. Δέν ἦταν αὐτός ἡ αἰτία.
᾽Ανέβηκε ὁ καπετάνιος. ῏Ηταν ἡ ὥρα τῆς Μαρίας. ᾽Απόμακρα ἄκουσε τήν φωνή του νά τῆς λέει: ῾Κατέβα καί σύ τώρα στήν φελούκα᾽. ῾Η γυναίκα κατέβηκε. Οἱ κινήσεις της ἦταν σταθερές. ῎Ηξερε πώς ὅ,τι θά συμβεῖ θά εἶναι ὁ λυτρωμός ὅλων. Καί ὁ δικός της λυτρωμός. ῾Κύριε, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες τῆς ἄθλιας δούλης σου᾽ ψιθύριζε διαρκῶς. Μόλις κατέβηκε, ἀμέσως ἡ φελούκα ἔκανε κάπου πέντε γύρους καί πῆγε μονοκόμματη στόν βυθό. Τό πλοῖο σάν νά λύθηκε ἀπό τίς ἀόρατες δυνάμεις πού τό κρατοῦσαν ἀκίνητο καί ξεκίνησε. ῎Αρχισε μάλιστα νά πλέει τόσο γρήγορα, ὥστε διάνυσε σέ τρισήμιση ἡμέρες ἀπόσταση τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά κάνει σέ δεκαπέντε.
Ὁ καπετάνιος δέν φάνηκε παρά ἐλάχιστα πιά μέχρι τό τέλος τοῦ ταξιδιοῦ. Παρέμεινε κλεισμένος στό μικρό γραφεῖο του κι εἶπαν μερικοί ὅτι τόν εἶδαν ἀπό τό φινιστρίνι νά κλαίει γονατιστός μπροστά στίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγίου Νικολάου καί κατά καιρούς νά φωνάζει ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἁμαρτωλή δούλη του Μαρία.