π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Αυτή η αντιπαράθεση (controversy) ξεκινά από την παιδεία. Γιατί δεν υπήρξαν μηχανισμοί, είτε κρατικοί είτε κοινωνικοί, που να ευνοούν την πολυφωνία τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο σχολείο; Ένας ιδεολογικός μονοτροπισμός επικράτησε ή η αδιαφορία για τον διάλογο. Το παιδευτικό και πολιτικό έλλειμμα δεν προέκυψε ξαφνικά. Αν δούμε τη λειτουργία του σχολείου τα τελευταία χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι ευνοήθηκε η παροχή γνώσης με βάση συγκεκριμένα προγράμματα, τα οποία μπορεί θεωρητικά να ήταν φιλελεύθερα, δεν συνοδεύονταν όμως από ένα συνδυασμένο κλίμα ευνομίας, συνειδητοποίησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την ίδια στιγμή από μία απόπειρα να γίνουν γνωστές και κατανοητές από την πλευρά της νεώτερης γενιάς οι αξίες τόσο της παράδοσης όσο και του εκσυγχρονισμού. Γιατί η ελληνική κοινωνία βάφτισε την παράδοση φολκλόρ, για να την καταστήσει ακίνδυνη, ενώ τον εκσυγχρονισμό τον χρησιμοποίησε ως όραμα ψευδαίσθησης ότι εξευρωπαϊζόμαστε, χωρίς να τον συνοδεύει από την πολιτική και κοινωνική βούληση να τον ενισχύσει με την τήρηση των νόμων που ψηφίζονταν με θεωρητικό σκοπό να λειτουργήσει ως κοινωνία προσώπων το κράτος μας.
Από την άλλη, η πρακτική της βάσης για την παιδεία ήταν η διεκδίκηση της βελτίωσης της οικονομικής θέσης των εκπαιδευτικών, οι μαζικοί διορισμοί, χωρίς να δικαιολογούνται από τις πραγματικές ανάγκες (κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα την τρέχουσα χρονιά), ο εντοπισμός της προόδου στην μάθηση με κριτήριο την βελτίωση των υλικών υποδομών του σχολείου και όχι με την ενθάρρυνση, από την πλευρά του κράτους και των αναλυτικών προγραμμάτων, της αντιπαράθεσης σε επίπεδο ιδεών, προτύπων και αξιών, η οποία θα καλλιεργούσε όχι έναν στείρο κομματικό λόγο, αλλά την καλλιέργεια της γνήσιας πολιτικής σκέψης. Πρέπει ο μαθητής να φτάσει στην Τρίτη Λυκείου για να διαβάσει τον Επιτάφιο του Περικλή, με απαξίωση της σημασίας του αφού δεν εξετάζεται στις Πανελλήνιες. Τελειώνει ο μαθητής το Λύκειο και δεν έχει διδαχτεί κάτι ουσιαστικό από την πολιτική σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, εκτός από όσους πρόκειται να ακολουθήσουν τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν ψηφίζουν όμως μόνο αυτοί, αλλά όλοι. Ενίοτε και τα πανεπιστημιακά προγράμματα στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν περιλαμβάνουν την γόνιμη ενασχόληση με τα κείμενα αυτά. Την ίδια στιγμή το Πανεπιστήμιο ελάχιστη σχέση έχει με τις τοπικές και ευρύτερες κοινωνίες, καθώς οι πανεπιστημιακές ελίτ λειτουργούν στην λογική του ακαδημαϊσμού ή της ενασχόλησής τους με τα πολιτικά κόμματα, συνήθως προς στήριξιν του συστήματος και όχι με σκοπό την διασπορά της γνώσης και του προβληματισμού σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, παρά την δυνατότητα που ιδίως το Διαδίκτυο σήμερα προσφέρει. Ταυτόχρονα, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενθαρρύνει ούτε προστατεύει την χαρισματικότητα, ούτε στοιχειωδώς αξιολογεί τόσο αυτούς που διδάσκουν όσο και όσους διδάσκονται, ενώ οι οικογένειες δεν είναι σε θέση ούτε να εκτιμήσουν τι γίνεται ούτε να στηρίξουν φιλότιμες προσπάθειες. Βασιλιάς είναι το παιδί και τα δικαιώματά του.
Παιδεία όμως σημαίνει την καλλιέργεια της σύνολης ύπαρξης του ανθρώπου. Την εκζήτηση απόκτησης ταυτότητας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. «Ποιος είμαι;» και «πού ανήκω;». Η παιδεία όμως αποτελεί και αντανάκλαση των στόχων του «συλλογικώς ανήκειν». Μία ματιά στα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου μας πείθει για την ουσιαστική απουσία συλλογικής προτεραιότητας που να εμπιστεύεται ουσιαστικά και να καταδεικνύει και την δική μας παράδοση. Επικράτησε η λογική της προσαρμογής μας στη νεωτερικότητα, στην πολυπολιτισμικότητα, στην προτεραιότητα του ιδιωτικού σε βάρος του δημοσίου, του ατομικού σε βάρος του συλλογικού και θεοποιήθηκαν άλλα τέτοια ιδεολογήματα. Η απόπειρα να ξαναγραφτεί η Ιστορία για να μην ενοχλεί το παρελθόν, η αίσθηση ότι η θρησκεία μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας εθνικισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας και όχι ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας, που ακριβώς αποτρέπει άμεσα τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενώ μπορεί να συμβάλει κάτω από προϋποθέσεις που εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν στην στήριξη ενός υγιούς πατριωτισμού, η άκριτη υιοθέτηση ξένων προτύπων ζωής όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από το σχολείο, το οποίο εκ των πραγμάτων καλείται να είναι πιο συντηρητικό και όχι άγαν φιλελεύθερο, είχαν ως αποτέλεσμα να αποστασιοποιηθούμε από παιδεία που θα λειτουργεί κριτικά και όχι ως μηχανισμός πρόσκτησης και κατανάλωσης γνώσεων, με σκοπό την ένταξη σε μία μοντέρνα κοινωνία που θα λειτουργεί με αποκλειστική της προτεραιότητα την οικονομία.
Αυτό το πρότυπο λειτούργησε ως βάση για την ακρισία που μας χαρακτήρισε και εν πολλοίς εξακολουθεί να μας χαρακτηρίζει. Γιατί, παρά την φαινομενική απόπειρα για συμμάζεμα και περισσότερη πειθαρχία στη συμπεριφορά των ανθρώπων, τα ελλείμματα εξακολουθούν να υφίστανται. Για τη θεραπεία τους προϋποτίθεται προσωπικός κόπος. Προϋποτίθεται η οικειοποίηση μιας γλώσσας, η οποία είναι πολύ πλούσια σε εκφραστικά και νοηματικά δεδομένα, όμως έχει υποκύψει και αυτή στις τεχνοκρατικές προτεραιότητες της εποχής και της κοινωνίας. Η ακρισία ξεκινά από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, χρόνια- πυλώνες της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης (γιατί το Λύκειο είναι προσανατολισμένο στις εξετάσεις, στις οποίες το κόμμα, το ιώτα και η κεραία αποτελούν τη βάση των οδηγιών του Υπουργείου προς τους διορθωτές και όχι η ωριμότητα στη σκέψη του εξετασθέντος), τα οποία όμως δεν είναι εύκολο να συναγωνισθούν τον θρίαμβο της εικονικής πραγματικότητας στην οποία ζούνε τα παιδιά. Όταν επικρατεί η ευκολία του ανεβάσματος εικόνων, μηνυμάτων, τραγουδιών, πώς μπορεί να γίνει το σπουδαίο βήμα της διαμόρφωσης άποψης μέσα από τον διάλογο για όλα αυτά, μέσα από την αντιπαράθεση;
Από την άλλη, η πολιτική αντιμετωπίζεται μέσα στην εικονική πραγματικότητα και μέσα στην καταιγίδα της κρίσης ως ο αδύναμος κρίκος στη διακονία του συνόλου. Μας ενδιαφέρουν μόνο οι πολιτικοί, οι προθέσεις των οποίων αμφισβητούνται εκ των προτέρων. Οι ιδέες των οποίων δεν υπάρχει λόγος να υφίστανται. Ο πολιτικός είναι μόνο διαχειριστής και όχι εμπνευστής. Η αντιπαράθεση έχει να κάνει μόνο με το είδος της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης στο σήμερα και όχι με γνώμονα το μέλλον.
Αυτός ο δρόμος που δύσκολα θα βγάλει κάπου διαφορετικά, έρχεταιως επιστέγασμα μιας πραγματικότητας η οποία στηρίζεται στην ακρισία, χάριν της κατανάλωσης. Η αδυναμία παρακολούθησης διαλόγου και συμμετοχής σ’ αυτόν είναι εν μέρει καρπός και της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία στις πολιτικές εκπομπές και στα δελτία ειδήσεων καλλιέργησε ουσιαστικά την ακρισία. Η συνθηματολογία, οι διαξιφισμοί, η πρόσκληση ανθρώπων χαμηλού πολιτικού και γλωσσικού βεληνεκούς με γνώμονα την τηλεθέαση, de facto ή και κατασκευασμένη, μας έθισε στο να αντιμετωπίζουμε την πολιτική όχι ως διακονία του συνόλου ή ως τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλισθεί η ευνομία, αλλά ως την συνομοταξία η οποία αποσκοπεί στο ίδιον όφελος και στο όφελος εκείνων που λειτουργούν ως παρατρεχάμενοι της εκάστοτε εξουσίας. Η πολιτική σκέψη είναι για λίγους και όχι για τους πολλούς. Η κριτική που ασκείται σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη στις ειδησεογραφικές πύλες του Διαδικτύου αναδεικνύει το πρόβλημα. Επικρατεί η λογική του ότι «τα γνωρίζω όλα» και ότι «οι πολιτικοί πρέπει να κάνουν αυτό που εγώ πιστεύω, αλλιώς...». Κι ενώ φαίνεται να υπάρχει, επιτέλους, ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον σήμερα, καθώς συνειδητοποιούμε ότι από την οικονομική κρίση δεν μπορούμε να βγούμε χωρίς πολιτικούς και πολιτική, επιμένουμε, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, να συνθηματολογούμε, να βρίζουμε, να τρολάρουμε, να λειτουργούμε όχι ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, με ιδέες, συγκρότηση, θέαση του ευρύτερου γίγνεσθαι, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου, αλλά ως εκείνοι που θεωρούμε ότι για όλα υπάρχουν μαγικές λύσεις ή ότι αρκεί η υπομονή για να λυθούν οι δυσκολίες. Πολιτική για το σύνολο, στο οποίο ανήκουμε εμείς, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει. Πολιτική για την πατρίδα, όχι για την επικράτηση εις βάρος όλων των άλλων ή για την αυτοεγκατάλειψή μας σε ένα πολυπολιτισμικό μόρφωμα, και πάλι φαίνεται δύσκολο να ανακύψει.
Ποια είναι η αποστολή της Θεολογίας σε έναν τέτοιο περίγυρο;
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, θεωρούμε ότι πρωτίστως θα πρέπει νααντιπαρατεθούμε, εντός των κόλπων μας, με δύο ερωτήματα. Με το αν η Εκκλησία υπάρχει μόνο στην εσχατολογική της διάσταση και με το σημαίνει εκκοσμίκευση. Κατά τη γνώμη μας η Εκκλησία, χωρίς να απορρίπτει το «αεί», υπάρχει και θα υπάρχει και για το «νυν» του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει μία αποστολή στην Ιστορία, που δεν είναι μόνο η κήρυξη της Βασιλείας του Θεού και της προσδοκίας της ανάστασης, αλλά η βίωση της Βασιλείας εδώ και τώρα. Και αυτή η βίωση δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένη στους τοίχους του ναού ούτε στη σωτηρία της ψυχής. Η Εκκλησία καλείται να κάνει Έξοδο στην Ιστορία δια της θεολογίας της. Να διακηρύξει την ανάγκη για Βασιλεία του Θεού και δικαιοσύνη, δηλαδή για αγάπη, ελευθερία και αλληλεγγύη, η οποία αγκαλιάζει τους πάντες αλλά και βιώνεται μέσα σε συλλογικά σχήματα, τα οποία ο Θεός δεν επέτρεψε να καταργηθούν, όπως είναι η πατρίδα. Γιατί είναι ωραία τα οικουμενικά οράματα, αλλά οι χριστιανοί στον κόσμο αυτό έχουμε πατρίδα. Ο χριστιανός είναι πολίτης. Αυτό σημαίνει ότι φέρει ευθύνη για την επιλογή του να ψηφίσει, ποιον θα ψηφίσει και αν δεν ψηφίσει. Δεν αρκεί να κατηγορούμε τους πολιτικούς και να αθωώνουμε τους εαυτούς μας από την ευθύνη να διαλέγουμε με γνώμονα την πορεία προς την συλλογική πρόοδο.
Από την άλλη χρειάζεται να ξαναδούμε το ζήτημα της εκκοσμίκευσης. Φοβόμαστε τον διάλογο με τον κόσμο, ενώ έχουμε ως βάση γι’ αυτόν μία καταπληκτική και μοναδική από κάθε άποψη παιδεία. Και δεν μιλούμε μόνο για το Ευαγγέλιο ή την ασκητική μας παράδοση που δίνει απάντηση ακόμη και σε ερωτήματα που θέτουν οι σύγχρονες επιστήμες του ανθρώπου (ψυχολογία, ψυχανάλυση). Μιλούμε για την πατερική σύνθεση του ελληνοχριστιανισμού, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη ρίζα για να ξαναφιλοσοφήσουμε την υπαρξιακή διάσταση της ζωής. Κι εδώ μας χρειάζεται η εξάρτυση της γλώσσας, των κειμένων και της φιλοσοφίας ως βάση για να προχωρήσουμε στον πνευματικό λόγο και την κριτική διάσταση της σκέψης στην οποία μας οδηγεί το Ευαγγέλιο. Φοβόμαστε όμως ενίοτε γιατί δεν έχουμε δει το πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής και μένουμε κολλημένοι στο γράμμα.
Τόσο για εμάς όσο και για τους νεώτερους δεν είναι αργά να κάνουμε μία νέα αρχή. Ας ελπίσουμε ότι η απουσία ουσιαστικού προβληματισμού των πολιτικών και των «πνευματικών» ελίτ της κοινωνίας μας, που θέλουν να μας πείσουν ότι ο εκσυγχρονισμός με γνώμονα την ευρωπαϊκή καθοδήγηση και σύμφωνα με τις επιταγές αυτών που διαχειρίζονται την οικονομία, είναι η μόνη λύση, ότι δεν θα μας καθηλώσει σε μία ακόμη τριακονταετία ακρισίας και απαιδευσίας. Στο χέρι μας είναι, δια της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής, να κάνουμε το βήμα για την Έξοδο από τα μεγάλα τείχη, τα οποία χτίσαμε ή αφήσαμε να χτιστούν γύρω μας.
Εισήγηση σε εκδήλωση του Συνδέσμου Επιστημόνων Πειραιά
24 Νοεμβρίου 2013
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη . διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω» (Κ. Καβάφη, «Τείχη»). Ο λόγος του Αλεξανδρινού μας ποιητή, μετατρεπόμενος από το προσωπικό στο συλλογικό, αποτυπώνει μία μεγάλη αλήθεια. Σύμπτωμα και την ίδια στιγμή έμμεση αιτία της κρίσης που διερχόμαστε είναι και το κλείσιμο στον εαυτό μας, στα τείχη μας, όπως αυτό εκφράζεται με το έλλειμμα κριτικής παιδείας και καλλιεργημένης πολιτικής συνείδησης, το οποίο θα ήταν σημαντικό να το προσθέταμε στο οικονομικό έλλειμμα. Δεν έχει να κάνει, όπως ισχυρίζεται μία μερίδα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρας μας, μόνο με την αδυναμία ύπαρξης εκσυγχρονιστικού πνεύματος και την κυριαρχία της δημαγωγίας και ενός λαϊκισμού που μας κάνει να πιστεύουμε ότι υπαίτιοι για τα προβλήματα και τις ταλαιπωρίες μας είναι οι άλλοι και ιδιαιτέρως οι ξένοι, οι πολιτικοί, οι ταγοί. Το έλλειμμα αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα μίας εικοσαετίας θριάμβου της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά και μιας τριακονταετίας στην οποία η πολιτική επεχείρησε έναν μετασχηματισμό αποθέωσης των δικαιωμάτων και αποδόμησης των αξιών που οδηγούσαν τους ανθρώπους σε κοινωνική αποδοχή με βάση το κοινό καλό, χαράσσοντας μία στρατηγική ανομίας και αμνήστευσης οποιαδήποτε αήθικης συμπεριφοράς, καθιστώντας την απουσία μέτρου και ήθους κανόνα. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτών των ελλειμμάτων οι πολιτικές εκπομπές στην τηλεόραση και η ψυχαγωγία, που καθοδήγησαν έντεχνα στην πορεία του άνευ μέτρου καταναλωτισμού και στην πεποίθηση ότι «όλοι το ίδιο είναι». Δεν κρίνεται σε επίπεδο ιδεών ούτε επάρκειας προσώπων η πολιτική, αλλά αποθεώθηκε η εξυπηρέτηση με κάθε κόστος για την πατρίδα και την κοινωνία των συμφερόντων οργανωμένων ομάδων ή και ατόμων που είχαν την δυνατότητα πρόσβασης στην εξουσία.
Η πολιτική και η πνευματική ελίτ της πατρίδας μας επένδυσε στον φαύλο κύκλο του ελλείμματος κριτικής παιδείας και καλλιεργημένης πολιτικής συνείδησης, μολονότι στη θεωρία ήταν και φαίνεται να είναι αντίθετη. Αδιαφόρησε για την τήρηση κανόνων στοιχειώδους δεοντολογίας τόσο στην πολιτική όσο και στα ΜΜΕ, ανέδειξε πρόσωπα τα οποία αδυνατούν να λειτουργήσουν με βάση τον στοιχειώδη κανόνα της αντιπαράθεσης όχι σε επίπεδο συνθηματολογίας ή εύκολου και ταχέως εντυπωσιασμού ή εμπάθειας, αλλά στο επίπεδο των ιδεών, των στάσεων ζωής και των προτάσεων, τόσο σε συλλογικό όσο και σε διαπροσωπικό και υπαρξιακό επίπεδο.
Αυτή η αντιπαράθεση (controversy) ξεκινά από την παιδεία. Γιατί δεν υπήρξαν μηχανισμοί, είτε κρατικοί είτε κοινωνικοί, που να ευνοούν την πολυφωνία τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και στο σχολείο; Ένας ιδεολογικός μονοτροπισμός επικράτησε ή η αδιαφορία για τον διάλογο. Το παιδευτικό και πολιτικό έλλειμμα δεν προέκυψε ξαφνικά. Αν δούμε τη λειτουργία του σχολείου τα τελευταία χρόνια θα διαπιστώσουμε ότι ευνοήθηκε η παροχή γνώσης με βάση συγκεκριμένα προγράμματα, τα οποία μπορεί θεωρητικά να ήταν φιλελεύθερα, δεν συνοδεύονταν όμως από ένα συνδυασμένο κλίμα ευνομίας, συνειδητοποίησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και την ίδια στιγμή από μία απόπειρα να γίνουν γνωστές και κατανοητές από την πλευρά της νεώτερης γενιάς οι αξίες τόσο της παράδοσης όσο και του εκσυγχρονισμού. Γιατί η ελληνική κοινωνία βάφτισε την παράδοση φολκλόρ, για να την καταστήσει ακίνδυνη, ενώ τον εκσυγχρονισμό τον χρησιμοποίησε ως όραμα ψευδαίσθησης ότι εξευρωπαϊζόμαστε, χωρίς να τον συνοδεύει από την πολιτική και κοινωνική βούληση να τον ενισχύσει με την τήρηση των νόμων που ψηφίζονταν με θεωρητικό σκοπό να λειτουργήσει ως κοινωνία προσώπων το κράτος μας.
Από την άλλη, η πρακτική της βάσης για την παιδεία ήταν η διεκδίκηση της βελτίωσης της οικονομικής θέσης των εκπαιδευτικών, οι μαζικοί διορισμοί, χωρίς να δικαιολογούνται από τις πραγματικές ανάγκες (κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα την τρέχουσα χρονιά), ο εντοπισμός της προόδου στην μάθηση με κριτήριο την βελτίωση των υλικών υποδομών του σχολείου και όχι με την ενθάρρυνση, από την πλευρά του κράτους και των αναλυτικών προγραμμάτων, της αντιπαράθεσης σε επίπεδο ιδεών, προτύπων και αξιών, η οποία θα καλλιεργούσε όχι έναν στείρο κομματικό λόγο, αλλά την καλλιέργεια της γνήσιας πολιτικής σκέψης. Πρέπει ο μαθητής να φτάσει στην Τρίτη Λυκείου για να διαβάσει τον Επιτάφιο του Περικλή, με απαξίωση της σημασίας του αφού δεν εξετάζεται στις Πανελλήνιες. Τελειώνει ο μαθητής το Λύκειο και δεν έχει διδαχτεί κάτι ουσιαστικό από την πολιτική σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, εκτός από όσους πρόκειται να ακολουθήσουν τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν ψηφίζουν όμως μόνο αυτοί, αλλά όλοι. Ενίοτε και τα πανεπιστημιακά προγράμματα στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν περιλαμβάνουν την γόνιμη ενασχόληση με τα κείμενα αυτά. Την ίδια στιγμή το Πανεπιστήμιο ελάχιστη σχέση έχει με τις τοπικές και ευρύτερες κοινωνίες, καθώς οι πανεπιστημιακές ελίτ λειτουργούν στην λογική του ακαδημαϊσμού ή της ενασχόλησής τους με τα πολιτικά κόμματα, συνήθως προς στήριξιν του συστήματος και όχι με σκοπό την διασπορά της γνώσης και του προβληματισμού σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, παρά την δυνατότητα που ιδίως το Διαδίκτυο σήμερα προσφέρει. Ταυτόχρονα, το εκπαιδευτικό σύστημα δεν ενθαρρύνει ούτε προστατεύει την χαρισματικότητα, ούτε στοιχειωδώς αξιολογεί τόσο αυτούς που διδάσκουν όσο και όσους διδάσκονται, ενώ οι οικογένειες δεν είναι σε θέση ούτε να εκτιμήσουν τι γίνεται ούτε να στηρίξουν φιλότιμες προσπάθειες. Βασιλιάς είναι το παιδί και τα δικαιώματά του.
Παιδεία όμως σημαίνει την καλλιέργεια της σύνολης ύπαρξης του ανθρώπου. Την εκζήτηση απόκτησης ταυτότητας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. «Ποιος είμαι;» και «πού ανήκω;». Η παιδεία όμως αποτελεί και αντανάκλαση των στόχων του «συλλογικώς ανήκειν». Μία ματιά στα αναλυτικά προγράμματα του σχολείου μας πείθει για την ουσιαστική απουσία συλλογικής προτεραιότητας που να εμπιστεύεται ουσιαστικά και να καταδεικνύει και την δική μας παράδοση. Επικράτησε η λογική της προσαρμογής μας στη νεωτερικότητα, στην πολυπολιτισμικότητα, στην προτεραιότητα του ιδιωτικού σε βάρος του δημοσίου, του ατομικού σε βάρος του συλλογικού και θεοποιήθηκαν άλλα τέτοια ιδεολογήματα. Η απόπειρα να ξαναγραφτεί η Ιστορία για να μην ενοχλεί το παρελθόν, η αίσθηση ότι η θρησκεία μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας εθνικισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας και όχι ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας, που ακριβώς αποτρέπει άμεσα τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, ενώ μπορεί να συμβάλει κάτω από προϋποθέσεις που εύκολα μπορούν να δημιουργηθούν στην στήριξη ενός υγιούς πατριωτισμού, η άκριτη υιοθέτηση ξένων προτύπων ζωής όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από το σχολείο, το οποίο εκ των πραγμάτων καλείται να είναι πιο συντηρητικό και όχι άγαν φιλελεύθερο, είχαν ως αποτέλεσμα να αποστασιοποιηθούμε από παιδεία που θα λειτουργεί κριτικά και όχι ως μηχανισμός πρόσκτησης και κατανάλωσης γνώσεων, με σκοπό την ένταξη σε μία μοντέρνα κοινωνία που θα λειτουργεί με αποκλειστική της προτεραιότητα την οικονομία.
Αυτό το πρότυπο λειτούργησε ως βάση για την ακρισία που μας χαρακτήρισε και εν πολλοίς εξακολουθεί να μας χαρακτηρίζει. Γιατί, παρά την φαινομενική απόπειρα για συμμάζεμα και περισσότερη πειθαρχία στη συμπεριφορά των ανθρώπων, τα ελλείμματα εξακολουθούν να υφίστανται. Για τη θεραπεία τους προϋποτίθεται προσωπικός κόπος. Προϋποτίθεται η οικειοποίηση μιας γλώσσας, η οποία είναι πολύ πλούσια σε εκφραστικά και νοηματικά δεδομένα, όμως έχει υποκύψει και αυτή στις τεχνοκρατικές προτεραιότητες της εποχής και της κοινωνίας. Η ακρισία ξεκινά από το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, χρόνια- πυλώνες της καλλιέργειας της κριτικής σκέψης (γιατί το Λύκειο είναι προσανατολισμένο στις εξετάσεις, στις οποίες το κόμμα, το ιώτα και η κεραία αποτελούν τη βάση των οδηγιών του Υπουργείου προς τους διορθωτές και όχι η ωριμότητα στη σκέψη του εξετασθέντος), τα οποία όμως δεν είναι εύκολο να συναγωνισθούν τον θρίαμβο της εικονικής πραγματικότητας στην οποία ζούνε τα παιδιά. Όταν επικρατεί η ευκολία του ανεβάσματος εικόνων, μηνυμάτων, τραγουδιών, πώς μπορεί να γίνει το σπουδαίο βήμα της διαμόρφωσης άποψης μέσα από τον διάλογο για όλα αυτά, μέσα από την αντιπαράθεση;
Από την άλλη, η πολιτική αντιμετωπίζεται μέσα στην εικονική πραγματικότητα και μέσα στην καταιγίδα της κρίσης ως ο αδύναμος κρίκος στη διακονία του συνόλου. Μας ενδιαφέρουν μόνο οι πολιτικοί, οι προθέσεις των οποίων αμφισβητούνται εκ των προτέρων. Οι ιδέες των οποίων δεν υπάρχει λόγος να υφίστανται. Ο πολιτικός είναι μόνο διαχειριστής και όχι εμπνευστής. Η αντιπαράθεση έχει να κάνει μόνο με το είδος της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης στο σήμερα και όχι με γνώμονα το μέλλον.
Αυτός ο δρόμος που δύσκολα θα βγάλει κάπου διαφορετικά, έρχεταιως επιστέγασμα μιας πραγματικότητας η οποία στηρίζεται στην ακρισία, χάριν της κατανάλωσης. Η αδυναμία παρακολούθησης διαλόγου και συμμετοχής σ’ αυτόν είναι εν μέρει καρπός και της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία στις πολιτικές εκπομπές και στα δελτία ειδήσεων καλλιέργησε ουσιαστικά την ακρισία. Η συνθηματολογία, οι διαξιφισμοί, η πρόσκληση ανθρώπων χαμηλού πολιτικού και γλωσσικού βεληνεκούς με γνώμονα την τηλεθέαση, de facto ή και κατασκευασμένη, μας έθισε στο να αντιμετωπίζουμε την πολιτική όχι ως διακονία του συνόλου ή ως τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλισθεί η ευνομία, αλλά ως την συνομοταξία η οποία αποσκοπεί στο ίδιον όφελος και στο όφελος εκείνων που λειτουργούν ως παρατρεχάμενοι της εκάστοτε εξουσίας. Η πολιτική σκέψη είναι για λίγους και όχι για τους πολλούς. Η κριτική που ασκείται σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη στις ειδησεογραφικές πύλες του Διαδικτύου αναδεικνύει το πρόβλημα. Επικρατεί η λογική του ότι «τα γνωρίζω όλα» και ότι «οι πολιτικοί πρέπει να κάνουν αυτό που εγώ πιστεύω, αλλιώς...». Κι ενώ φαίνεται να υπάρχει, επιτέλους, ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον σήμερα, καθώς συνειδητοποιούμε ότι από την οικονομική κρίση δεν μπορούμε να βγούμε χωρίς πολιτικούς και πολιτική, επιμένουμε, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, να συνθηματολογούμε, να βρίζουμε, να τρολάρουμε, να λειτουργούμε όχι ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, με ιδέες, συγκρότηση, θέαση του ευρύτερου γίγνεσθαι, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου, αλλά ως εκείνοι που θεωρούμε ότι για όλα υπάρχουν μαγικές λύσεις ή ότι αρκεί η υπομονή για να λυθούν οι δυσκολίες. Πολιτική για το σύνολο, στο οποίο ανήκουμε εμείς, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει. Πολιτική για την πατρίδα, όχι για την επικράτηση εις βάρος όλων των άλλων ή για την αυτοεγκατάλειψή μας σε ένα πολυπολιτισμικό μόρφωμα, και πάλι φαίνεται δύσκολο να ανακύψει.
Ποια είναι η αποστολή της Θεολογίας σε έναν τέτοιο περίγυρο;
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, θεωρούμε ότι πρωτίστως θα πρέπει νααντιπαρατεθούμε, εντός των κόλπων μας, με δύο ερωτήματα. Με το αν η Εκκλησία υπάρχει μόνο στην εσχατολογική της διάσταση και με το σημαίνει εκκοσμίκευση. Κατά τη γνώμη μας η Εκκλησία, χωρίς να απορρίπτει το «αεί», υπάρχει και θα υπάρχει και για το «νυν» του κόσμου. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία έχει μία αποστολή στην Ιστορία, που δεν είναι μόνο η κήρυξη της Βασιλείας του Θεού και της προσδοκίας της ανάστασης, αλλά η βίωση της Βασιλείας εδώ και τώρα. Και αυτή η βίωση δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένη στους τοίχους του ναού ούτε στη σωτηρία της ψυχής. Η Εκκλησία καλείται να κάνει Έξοδο στην Ιστορία δια της θεολογίας της. Να διακηρύξει την ανάγκη για Βασιλεία του Θεού και δικαιοσύνη, δηλαδή για αγάπη, ελευθερία και αλληλεγγύη, η οποία αγκαλιάζει τους πάντες αλλά και βιώνεται μέσα σε συλλογικά σχήματα, τα οποία ο Θεός δεν επέτρεψε να καταργηθούν, όπως είναι η πατρίδα. Γιατί είναι ωραία τα οικουμενικά οράματα, αλλά οι χριστιανοί στον κόσμο αυτό έχουμε πατρίδα. Ο χριστιανός είναι πολίτης. Αυτό σημαίνει ότι φέρει ευθύνη για την επιλογή του να ψηφίσει, ποιον θα ψηφίσει και αν δεν ψηφίσει. Δεν αρκεί να κατηγορούμε τους πολιτικούς και να αθωώνουμε τους εαυτούς μας από την ευθύνη να διαλέγουμε με γνώμονα την πορεία προς την συλλογική πρόοδο.
Από την άλλη χρειάζεται να ξαναδούμε το ζήτημα της εκκοσμίκευσης. Φοβόμαστε τον διάλογο με τον κόσμο, ενώ έχουμε ως βάση γι’ αυτόν μία καταπληκτική και μοναδική από κάθε άποψη παιδεία. Και δεν μιλούμε μόνο για το Ευαγγέλιο ή την ασκητική μας παράδοση που δίνει απάντηση ακόμη και σε ερωτήματα που θέτουν οι σύγχρονες επιστήμες του ανθρώπου (ψυχολογία, ψυχανάλυση). Μιλούμε για την πατερική σύνθεση του ελληνοχριστιανισμού, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη ρίζα για να ξαναφιλοσοφήσουμε την υπαρξιακή διάσταση της ζωής. Κι εδώ μας χρειάζεται η εξάρτυση της γλώσσας, των κειμένων και της φιλοσοφίας ως βάση για να προχωρήσουμε στον πνευματικό λόγο και την κριτική διάσταση της σκέψης στην οποία μας οδηγεί το Ευαγγέλιο. Φοβόμαστε όμως ενίοτε γιατί δεν έχουμε δει το πνεύμα της εκκλησιαστικής ζωής και μένουμε κολλημένοι στο γράμμα.
Τόσο για εμάς όσο και για τους νεώτερους δεν είναι αργά να κάνουμε μία νέα αρχή. Ας ελπίσουμε ότι η απουσία ουσιαστικού προβληματισμού των πολιτικών και των «πνευματικών» ελίτ της κοινωνίας μας, που θέλουν να μας πείσουν ότι ο εκσυγχρονισμός με γνώμονα την ευρωπαϊκή καθοδήγηση και σύμφωνα με τις επιταγές αυτών που διαχειρίζονται την οικονομία, είναι η μόνη λύση, ότι δεν θα μας καθηλώσει σε μία ακόμη τριακονταετία ακρισίας και απαιδευσίας. Στο χέρι μας είναι, δια της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής, να κάνουμε το βήμα για την Έξοδο από τα μεγάλα τείχη, τα οποία χτίσαμε ή αφήσαμε να χτιστούν γύρω μας.
Εισήγηση σε εκδήλωση του Συνδέσμου Επιστημόνων Πειραιά
24 Νοεμβρίου 2013