π. Κων. Ν. Καλλιανός
Ὥρα βαθειὰ ὀρθρινή. Μὲ τὴν ἄχραντη τὴν ἡσυχία νὰ κυκλώνει τὸν ἄδειο τὸ ναό, μὰ περισσότερο μὲ τὸ λιτὸ τὸ φῶς τῶν καντηλιῶν ποὺ ἀπομένει μιὰν ἀψεγάδιαστη μαρτυρία γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βιώνεται ἡ κάθε ἀκολουθία, ἡ κάθε γιορτή. Γιατὶ στὶς μέρες μας πλήθυναν τὰ φῶτα, τὰ πολλὰ τὰ φῶτα, ἄνοιξαν οἱ τεράστιοι προβολεῖς καὶ καταυγάσανε τὸν κόσμο ὁλόκληρο, σὲ σημεῖο ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει ἀφώτιστος τόπος. Μόνο ποὺ οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἔπαψαν νὰ φωτίζονται πιά γιατὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη πλέον τὸν θεῖο φωτισμό, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸ λιτό, τὸ ταπεινὸ τὸ λαδοκάντηλο καὶ στὴ συνέχεια μεταφέρεται στὸ μελισσοκέρι, ποὺ καῖνε, ὡς ἄλλη θυσία καὶ προσφορὰ στὰ ἰερὰ τὰ εἰκονίσματα.
Σεργιανᾶς ἀπόψε, λίγο πρὶν ἀρχίσουν οἱ Μέγάλες Ὥρες τῶν Χριστουγέννων στὸ μισοσκότεινο ναὸ καὶ πασχίζεις νὰ διακρίνεις ἀλλοτινὲς, περασμένες σήμερα, ἱερὲς ἀκολουθίες, ὡσὰν αὐτὴν ποὺ σὲ λίγο θ` ἀρχἰσει. Καὶ δὲν εἶναι τούτη ἡ ἀναπόληση μιὰ ἀρρωστημένη ἀπόπειρα συναισθηματικῆς φόρτισης καὶ νοσταλγίας, ἀλλὰ μιὰ βεβαιωμένη ἱστορικὴ στιγμἠ ποὺ ἀνακαλεῖται τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα, ὡς ἀδιάκοπη συνέχιση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς τῆς, ἔστω καὶ ταπεινῆς κι ἐλάχιστης, ἐνοριακῆς κοινότητας. Σκέφτεσαι πῶς ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ παπάδες ξεκινοῦσαν μέσα στὴ νυχτωμένη πολίχνη, μὲ ὅποιον καιρὸ, νὰ βρεθοῦν στὸ ναὸ ἐγκαἰρως, νὰ χτυπήσουν τὶς καμπάνες θράυοντας τὸ κέλυφος τῆς ἠσυχίας καὶ τὴς σιγῆς τοῦ ὕπνου ποὺ μηνύει τὸ θἀνατο, γιὰ νὰ κληθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ μάθουν «ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σἠμερον Σωτήρ», ὅπως ἐπίσης νὰ καταλάβουν πὼς ἡ νοητὴ κλίμακα τοῦ ἐγκόσμιου βίου τους ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Οὐρανὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ σπηλιὰ, τὴ φάτνη, τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου, ποὺ γίνεται συνδρομὴ Θεοῦ καὶ μεταβάλλεται, μεταποιεῖται σὲ ζωὴ φωτεινὴ. Φυσικὰ τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲν ἐκπέμπεται ἀπὸ προβολεῖς καὶ ἄλλες πηγὲς τεχνητοῦ φωτὸς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ποὺ σκύβει καὶ θερμαίνει κάθε παγωμένη ψυχὴ, καταυγάζει Μορφὲς καὶ Ἥρωες τῆς πίστεως μὲ κεῖνο τὸ χρυσαφένιο τὸ φῶς, τὸ λιτὸ καὶ θεοφὐλακτο, γιατὶ ἀναντἰρρητα τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲ σβύνει, δὲν αὐξομειοῦται μήτε ὑφίσταται τὶς συνήθεις διακοπὲς ποὺ γνωρίζουμε στὸν κόσμο…..
Κι αὐτὴ τὴν τρισόλβιο ὤρα δὲ μπορεῖς νὰ μην ἀκολουθήσεις τὰ βήματα τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴ θυμηθεῖς τὸ γνήσια χρυσαφένιο φῶς ποὺ ἄφηναν τὰ κεριὰ καἰ οἱ πολυέλαιοι το παλιοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ σου, ἀφοῦ καίγανε «ἐλαιον ἀγαλλιάσεως» μαζεμένο μὲ πολλοὺς κόπους ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Κληματιανοὺς καὶ προσφερόταν «θυσίαν αἰνέσεως», προσευχὴ καὶ εὐχετήριος λόγος στὸ Ἅγιο Νήπιο.
Ξεκλείδωναν τότε οἱ καρδιὲς, ἄνοιγαν οἱ θύρες τῆς ψυχῆς κι ἔφτανε τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κεχριμπαρένιο, τὸ θεϊκὸ, λές κι ἔβγαινε, εὐλογία θεόσταλτη, ἀπὸ τῖς Εἰκόνες γιὰ νὰ τους δείχνει τὸ δρόμο στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου τους. Γιατὶ ξέρανε πὼς ἀκολουθοῦσαν πολλὰ σκοτάδια, ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἁπλώνονταν ὅπως ἠ ἐπιδημία, ἀπὸ τὸ ἐγὼ κάποιων, ποὺ οἱ κύκλοι του ἄνοιγαν ὅπως ὅταν ρίξεις λιθαρι στὰ ἥρεμα νερὰ κι ἀρχίζουν οἱ κυματισμοὶ…..
Τὰ σκέφτεσαι ὅλα τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα καὶ προσπαθεῖς νὰ προκάμεις νὰ τὰ κρατήσεις μέσα σου, ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη ἀπὸ τὰ φετεινὰ Χριστούγεννα ποὺ προχωρᾶνε πρὸς τὴ δύση τους, ὅπως ὁ ἥλιος στὸ τέλος τῆς μέρας. Τὸ μόνο ποὺ ὰπομένει εἶναι ἡ ζεστασιὰ τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, ὄχι ἐκείνου ποὺ μνημονεύει ὁ ποιητὴς, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Σεργιανᾶς ἀπόψε, λίγο πρὶν ἀρχίσουν οἱ Μέγάλες Ὥρες τῶν Χριστουγέννων στὸ μισοσκότεινο ναὸ καὶ πασχίζεις νὰ διακρίνεις ἀλλοτινὲς, περασμένες σήμερα, ἱερὲς ἀκολουθίες, ὡσὰν αὐτὴν ποὺ σὲ λίγο θ` ἀρχἰσει. Καὶ δὲν εἶναι τούτη ἡ ἀναπόληση μιὰ ἀρρωστημένη ἀπόπειρα συναισθηματικῆς φόρτισης καὶ νοσταλγίας, ἀλλὰ μιὰ βεβαιωμένη ἱστορικὴ στιγμἠ ποὺ ἀνακαλεῖται τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα, ὡς ἀδιάκοπη συνέχιση τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς τῆς, ἔστω καὶ ταπεινῆς κι ἐλάχιστης, ἐνοριακῆς κοινότητας. Σκέφτεσαι πῶς ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ παπάδες ξεκινοῦσαν μέσα στὴ νυχτωμένη πολίχνη, μὲ ὅποιον καιρὸ, νὰ βρεθοῦν στὸ ναὸ ἐγκαἰρως, νὰ χτυπήσουν τὶς καμπάνες θράυοντας τὸ κέλυφος τῆς ἠσυχίας καὶ τὴς σιγῆς τοῦ ὕπνου ποὺ μηνύει τὸ θἀνατο, γιὰ νὰ κληθοῦν οἱ πιστοὶ καὶ νὰ μάθουν «ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σἠμερον Σωτήρ», ὅπως ἐπίσης νὰ καταλάβουν πὼς ἡ νοητὴ κλίμακα τοῦ ἐγκόσμιου βίου τους ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Οὐρανὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ σπηλιὰ, τὴ φάτνη, τὴν περιφρόνηση τοῦ κόσμου, ποὺ γίνεται συνδρομὴ Θεοῦ καὶ μεταβάλλεται, μεταποιεῖται σὲ ζωὴ φωτεινὴ. Φυσικὰ τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲν ἐκπέμπεται ἀπὸ προβολεῖς καὶ ἄλλες πηγὲς τεχνητοῦ φωτὸς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, ποὺ σκύβει καὶ θερμαίνει κάθε παγωμένη ψυχὴ, καταυγάζει Μορφὲς καὶ Ἥρωες τῆς πίστεως μὲ κεῖνο τὸ χρυσαφένιο τὸ φῶς, τὸ λιτὸ καὶ θεοφὐλακτο, γιατὶ ἀναντἰρρητα τὸ φῶς ἐκεῖνο δὲ σβύνει, δὲν αὐξομειοῦται μήτε ὑφίσταται τὶς συνήθεις διακοπὲς ποὺ γνωρίζουμε στὸν κόσμο…..
Κι αὐτὴ τὴν τρισόλβιο ὤρα δὲ μπορεῖς νὰ μην ἀκολουθήσεις τὰ βήματα τὰ ἐσωτερικὰ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴ θυμηθεῖς τὸ γνήσια χρυσαφένιο φῶς ποὺ ἄφηναν τὰ κεριὰ καἰ οἱ πολυέλαιοι το παλιοῦ ναοῦ τοῦ χωριοῦ σου, ἀφοῦ καίγανε «ἐλαιον ἀγαλλιάσεως» μαζεμένο μὲ πολλοὺς κόπους ἀπὸ τοὺς παλιοὺς Κληματιανοὺς καὶ προσφερόταν «θυσίαν αἰνέσεως», προσευχὴ καὶ εὐχετήριος λόγος στὸ Ἅγιο Νήπιο.
Ξεκλείδωναν τότε οἱ καρδιὲς, ἄνοιγαν οἱ θύρες τῆς ψυχῆς κι ἔφτανε τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κεχριμπαρένιο, τὸ θεϊκὸ, λές κι ἔβγαινε, εὐλογία θεόσταλτη, ἀπὸ τῖς Εἰκόνες γιὰ νὰ τους δείχνει τὸ δρόμο στὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου τους. Γιατὶ ξέρανε πὼς ἀκολουθοῦσαν πολλὰ σκοτάδια, ἀπὸ τὴν κακία ποὺ ἁπλώνονταν ὅπως ἠ ἐπιδημία, ἀπὸ τὸ ἐγὼ κάποιων, ποὺ οἱ κύκλοι του ἄνοιγαν ὅπως ὅταν ρίξεις λιθαρι στὰ ἥρεμα νερὰ κι ἀρχίζουν οἱ κυματισμοὶ…..
Τὰ σκέφτεσαι ὅλα τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα καὶ προσπαθεῖς νὰ προκάμεις νὰ τὰ κρατήσεις μέσα σου, ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη ἀπὸ τὰ φετεινὰ Χριστούγεννα ποὺ προχωρᾶνε πρὸς τὴ δύση τους, ὅπως ὁ ἥλιος στὸ τέλος τῆς μέρας. Τὸ μόνο ποὺ ὰπομένει εἶναι ἡ ζεστασιὰ τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, ὄχι ἐκείνου ποὺ μνημονεύει ὁ ποιητὴς, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας.