Με τη συμμετοχή του συνόλου των Κληρικών της Τοπικής Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε σήμερα η Δ΄ Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το τρέχον Ιεραποστολικό έτος, στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας, υπό την προεδρεία του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Ιγνατίου. Στο πλαίσιο της ενασχόλησης των Κληρικών με τις Άγιες Επτά Οικουμενικές Συνόδους, η Σύναξη είχε ως κεντρικό θέμα «Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος».
Πρώτος Εισηγητής ήταν ο κ. Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., ο οποίος εισηγήθηκε το θέμα «Ιστορία και Θεολογία της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου».
Ο κ. Σταμούλης αναφέρθηκε, αρχικά, στα πολιτικά δεδομένα της εποχής και στο ιστορικό πλαίσιο της Συνόδου, η οποία συνεκλήθη το 431 στην Έφεσο και είχε ως αντικείμενο την Θεομητρότητα της Παναγίας. Πρωταγωνιστής ήταν ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο οποίος υπερασπίστηκε τους τίτλους «Μήτηρ Θεού» και «Θεοτόκος» για την Παναγία, αντιμετωπίζοντας τον Νεστόριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος διακήρυττε ότι η Παναγία υπήρξε «ανθρωποτόκος» ή «Χριστοτόκος».
Ο ομιλητής επεσήμανε ότι η διαμάχη είχε σωτηριολογικές διαστάσεις, καθώς η απόδοση του όρου «Θεοτόκος» στην Παναγία συνιστά ομολογία πίστεως. Αντιθέτως, η αλλοίωση του δόγματος της Θεομητρότητος επηρεάζει την πορεία της Εκκλησίας προς τα έσχατα και καθιστά αδύνατη την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Νεστόριος θεωρούσε αδιανόητη την σάρκωση του Θεού από έναν κοινό άνθρωπο, όπως η Παναγία, θέση στην οποία απάντηση ευφυώς ο Άγιος Πρόκλος, λέγοντας ότι «ένας άνθρωπος δε μπορεί να γεννήσει τον Θεό, ο Θεός, όμως, μπορεί να γεννηθεί υπό ανθρώπου». Η σάρκωση του Λόγου, δηλ. δεν ήταν καρπός της ανθρώπινης ικανότητας και αξιοσύνης, αλλά της κενωτικής αγάπης του Θεού.
Ο κ. Σταμούλης αναφέρθηκε, αρχικά, στα πολιτικά δεδομένα της εποχής και στο ιστορικό πλαίσιο της Συνόδου, η οποία συνεκλήθη το 431 στην Έφεσο και είχε ως αντικείμενο την Θεομητρότητα της Παναγίας. Πρωταγωνιστής ήταν ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο οποίος υπερασπίστηκε τους τίτλους «Μήτηρ Θεού» και «Θεοτόκος» για την Παναγία, αντιμετωπίζοντας τον Νεστόριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος διακήρυττε ότι η Παναγία υπήρξε «ανθρωποτόκος» ή «Χριστοτόκος».
Ο κ. Σταμούλης, στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην αποδοχή, εκ μέρους του Νεστορίου, των όρων «ανθρωποτόκος» και Χριστοτόκος» για την Παναγία, ταυτίζοντας τις δύο ιδιότητες. Για αυτόν, ο Χριστός δεν είναι Θεός ενανθρωπήσας, αλλά άνθρωπος Θεοφόρος, κάποιος δηλ. που δέχθηκε την επίσκεψη του Θεού όπως και ο κάθε Άγιος. Δε μπορούσε να κατανοήσει, κατά τον ομιλητή, την ένωση κτιστού και ακτίστου, γιατί ήταν ηθικιστής. Ήταν οπαδός της καθαρότητας, που δε μπορούσε να δεχθεί ότι ο Θεός, που είναι Άγιος, μπορεί να ενωθεί με την βδελυρή ανθρωπότητα. Οι Πατέρες, όμως, περνούν από την στείρα ηθική στο ήθος της Εκκλησίας. Έτσι διαλύεται ο ηθικισμός και αναδεικνύεται το Χριστολογικό ήθος. Η Ορθόδοξη Θεολογία νικά πλήρως τον ηθικισμό της αιρέσεως, που οδηγεί είτε στην ολική, είτε στην μερική άρνηση της ενώσεως των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού.
Δεύτερος ομιλητής ήταν ο Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας, Παξών & Διαποντίων Νήσων, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Η Μυστηριακή ζωή και η ηθική ως δρόμοι ενώσεως με το Θεό».
Ο ομιλητής έθεσε, αρχικά, συγκεκριμένα και κομβικά ερωτήματα, σχετικά με την ουσία και την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο: «Είναι να λειτουργεί ως ο φύλακας της ανθρώπινης ανάγκης για ηθική… Είναι να υπόσχεται μία μεταφυσική ένωση με το Θεό… Είναι να λειτουργεί ως θρησκεία… Είναι να γίνεται χρήσιμη σε κοινωνικό επίπεδο…;».
Ο ομιλητής έθεσε, αρχικά, συγκεκριμένα και κομβικά ερωτήματα, σχετικά με την ουσία και την αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο: «Είναι να λειτουργεί ως ο φύλακας της ανθρώπινης ανάγκης για ηθική… Είναι να υπόσχεται μία μεταφυσική ένωση με το Θεό… Είναι να λειτουργεί ως θρησκεία… Είναι να γίνεται χρήσιμη σε κοινωνικό επίπεδο…;».
Ο π. Θεμιστοκλής επεσήμανε ότι «κλειδί για την απάντηση είναι η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος και οι αποφάσεις της, με τις οποίες τονίστηκε ότι ο Χριστός δεν είναι ο άνθρωπος, τον οποίο προσέλαβε ο Θεός για να δώσει το μήνυμα της αιώνιας ζωής στον κόσμο, ούτε ο Θεός ο οποίος παρέμεινε ανέγγιχτος από την ανθρώπινη υπόσταση, μολονότι φάνηκε ότι έγινε άνθρωπος, αλλά ο τέλειος Θεός που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση σε όλες της τις πτυχές, «δίχα αμαρτίας», δηλ. ο Λόγος του Θεού, στην μία φύση του Οποίου αλληλοπεριχωρήθηκαν η Θεότητα και η ανθρωπότητα και παρέμεινε «ομοούσιος τω Πατρί» και την ίδια στιγμή «ομοούσιος τη μητρί», κατά την διδασκαλία του πρωταγωνιστή αυτής της Συνόδου Αγίου Κυρίλλου, Πατριάρχου Αλεξανδρείας...».
Έχοντας αυτή την πίστη, «Η Εκκλησία δεν υπόσχεται μία μεταφυσική ένωση με τον Θεό, διότι η μετοχή του πιστού στα μυστήρια σ’ αυτή την ζωή δεν είναι τύπος και σύμβολο, αλλά οντολογική βίωση του Θεού εν Χριστώ από τον παρόντα κόσμο και χρόνο. Αν πιστεύουμε στον Λόγο, ο Οποίος «σαρξ εγένετο», τότε Τον κοινωνούμε οντολογικά στην Θεία Ευχαριστία. Αναλόγως του φωτισμού μας μετέχουμε στην Ζωή που Εκείνος μας δίνει… Χρειάζεται όμως πίστη για να βιώσουμε το μυστήριο. Κάθε φορά που κοινωνούμε, επανεβεβαιώνουμε την ζωή που ο Χριστός μας δίδει. Μπολιάζουμε την ύπαρξή μας, σώμα και ψυχή, με σπέρματα αθανασίας. Αρκεί να πιστεύουμε και να αγωνιζόμαστε…». Συνέχισε λέγοντας ότι «ο δρόμος αυτός γίνεται αρχή και επαναβίωση ενός συνολικού τρόπου ζωής που μεταμορφώνει και ηθικά την ύπαρξή μας. Μόνο που δεν λειτουργούμε υπακούοντας σε νόμους και κανόνες, επιλέγοντας να είμαστε οι φύλακες της ηθικής μιας κοινωνίας, αυτοί που ζητούμε την τάξη και το δέον για να προχωρήσει η κοινωνία σε μία ηθικοποίησή της, στο να γίνουν δηλαδή οι άνθρωποι «καλοί». Η ηθική έρχεται ως απότοκος της πίστης και της αγάπης προς τον Χριστό που μας λυτρώνει από την σήψη του θανάτου… ». Γι’ αυτό και αναγνωρίζουμε ότι οι πιστοί δεν είμαστε καθαροί αφ’ εαυτού μας, εκ των κατορθωμάτων μας, ότι τελειοποιούμαστε νεστοριανικά και δικαιούμαστε την Βασιλεία των ουρανών, αλλά επειδή ο Χριστός ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και ενώνεται μαζί μας, μπορούμε να προσπαθούμε κατά πάντα…».
Ακολούθως ο ομιλητής απάντησε στο ερώτημα για την αποστολή της Εκκλησίας στην εποχή μας: «Να προσπαθήσουμε να δώσουμε στους ανθρώπους την Θεανθρωποκεντρική διάσταση της πνευματικής μας παράδοσης. Δεν δίνουμε τροφή στους πεινώντας γιατί θέλουμε να είμαστε χρήσιμοι… Ο Χριστός είναι Αυτός ο Οποίος διαφυλάττει την αλήθεια της ζωής στον αιώνα, δικαιώνει αυτούς που αδικούνται και δίδει τροφή σ’ αυτούς που πεινούνε, όχι εμείς. Ό,τι κάνουμε είναι γέννημα αυτής της πίστης μας. Αν δεν μιλούμε για τον Θεό μέσα από τα έργα της αγάπης, αν δεν ευαγγελίζουμε τους ανθρώπους, αλλά αποσκοπούμε μόνο στο να αποδείξουμε την χρησιμότητά μας, να προβληθούμε, να μην απορριφθούμε από μία κοινωνία η οποία έχει αλλοτριωθεί στην προοπτική του οικονομοκεντρισμού, όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι, αλλά μόνο αριθμοί και ο άρτος είναι το παν, τότε έχουμε παγιδευθεί στην αλλοτρίωση του κόσμου. Εάν δεν διακηρύττουμε την ανάσταση του σώματος, εάν δεν καταδεικνύουμε τι σημαίνει να ενωνόμαστε με τον Θεό και όχι απλώς να είμαστε καλοί και χρήσιμοι άνθρωποι, τότε μετατρέπουμε την πίστη σε ηθικό σύστημα, αντί για τον Θεάνθρωπο παραμένουμε στον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος ούτε σώζει, ούτε σώζεται αφ’ εαυτού του.
Άλλωστε, η όποια χρησιμότητά μας στην ουσία δεν ανατρέπει τις αδικίες της κοινωνίας, απλώς τις συντηρεί. Διότι το ήθος και ο τρόπος του κόσμου δεν αλλάζει με το φιλανθρωπικό έργο, καθώς το σύστημα που προκαλεί την αδικία παραμένει ανέπαφο. Μόνο η μετάνοια από τους έχοντες και κατέχοντες, και η απόρριψη του πλούτου και της αυτάρκειας ως του κυρίως στόχου της ζωής, που θα οδηγήσει σε μέριμνα για όλους, υπάρχει περίπτωση να οδηγήσει σε ριζικότερες αλλαγές. Κι αυτή η στάση έχει να κάνει με την πολιτική η οποία θα αφορμάται από την σχέση με τον Θεό, δηλαδή από την θέαση του ανθρώπου με βάση την θεανθρωποκεντρική προοπτική, κάτι που σήμερα, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν φαίνεται ουτοπία…»
Ακολούθησε γόνιμος διάλογος, που συντόνισε ο Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Ιγνάτιος.