Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Πειραιώς Σεραφείμ: "Η Ἀγάπη ἐνσαρκώθηκε γιά νά τήν ψηλαφήσομε"

Χριστός Ἀνέστη!
Τάφος καί ζωή, θάνατος καί ἀνάστασις εἶναι ἔννοιες ἀντίθετες καί ἀντιφατικές. Αὐτό τουλάχιστον λέγει ἡ μαθηματική λογική μας, αὐτό ἐπιβεβαιώνει καί ἡ κοσμική ἐμπειρία μας. Καί εἶναι φυσικό νά σκέπτεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὡς κριτήρια παίρνει τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου καί ὄχι τήν παντοδυναμία, τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού προϋπάρχουν τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου.

Ὅμως αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀλλαγή μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε, πίνοντας τό καινούργιο πιοτό τῆς Πασχαλινῆς ἐμπειρίας.

Ὁ κόσμος, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντικείμενο ἀπολύτου ἀγάπης, γιατί ὑπῆρξε προϊόν ἀπολύτου ἐλευθερίας. Ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νά θέσει ὅρια καί φραγμούς σέ μιά ἀπόλυτη, σέ μιά ἐλεύθερη ἀγάπη, καί μάλιστα ὄταν πρόκειται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Τί εἶναι ἡ πεῖρα μας καί ἡ λογική μας μπροστά στήν ἄβυσσο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ;

Αὐτή ἡ Ἀγάπη ἐνσαρκώθηκε γιά νά τήν ψηλαφήσομε. Αὐτή ἡ Ἀγάπη ἐσταυρώθηκε γιά νά τήν κοινωνήσομε «λύτρον ἀντί πολλῶν». Αὐτή ἡ Ἀγάπη ἀναστήθηκε γιά νά ξανασυνάξει στό Πασχαλινό τραπέζι ὅλα τά διασκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ.

Μπροστά, λοιπόν, σ’ αὐτή τήν ἀνήκουστη κοσμογονία τῆς Ἀγάπης, ὅσο σκοτάδι καί ἄν ἔχει ἀκόμη ἡ ζωή μας, ἡ Ἐκκλησία τονίζει ὕμνο παναρμόνιο :

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια˚ ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾖ ἐστερέωται».

Ἀδελφοί μου, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὑψώνεται ὡς ὕστατο σημεῖο ἀναφορᾶς καί ἐλπίδας γιά ὅλο τόν κόσμο, ἀδιάφορο ἄν τελικά τήν Ἀνάσταση προσκυνοῦν μονάχα οἱ πιστοί. Ἀσφαλῶς δέν εἶναι χωρίς σημασία τό ὅτι καλοῦνται νά προσκυνήσουν τήν «τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἀνάστασιν πάντες οἱ πιστοί». Ὅμως αὐτό γίνεται ὄχι γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀποκλείει καί καταδικάζει τούς μή πιστούς. Ἀλλά γιατί οἱ ἄπιστοι ἔχουν μόνοι τους κόψει τίς γέφυρες πρός τόν δοτήρα τῆς ζωῆς καί πρός τήν πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος.

Ποιοί ὅμως εἶναι οἱ πιστοί καί ποιοί οἱ ἄπιστοι; Τί εἶναι τό χαρακτηριστικό πού τούς ξεχωρίζει;

Μιά ἀπλή ἀλλά προσεκτική ἐμβάθυνση στό φαινόμενο τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας μᾶς πείθει ὅτι οἱ πιστοί πολλές φορές δέν εἶναι καλύτεροι μήτε συνεπέστεροι ἀπό τούς ἀπίστους. Γιατί καί οἱ πιστοί πολλές φορές λιποψυχοῦν συχνά στήν καθημερινή βιοπάλη, ἁμαρτάνουν καί ὑποκρίνονται ὄχι σπάνια, ὅμοια μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, σάν νά μήν εἶχε, τουλάχιστόν γι’ αὐτούς, ἀποκαλυφθεῖ τελεσίδικα τό θέλημα τό ἅγιο καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ὁ ἀπαράβατος.

Ἀπό τό ἄλλο πάλι μέρος, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν τόλμησαν ποτέ νά κατατάξουν τόν ἑαυτό τους στούς «πιστούς», κι ὅμως ἡ ζωή τους ἦταν ἀπαράμιλλη σέ συνέπεια, ἐντιμότητα καί εἰλικρίνεια, πού ἀσφαλῶς θά μποροῦσαν πολλοί πιστοί νά ζηλέψουν.

Κι ὅμως, παρά ταῦτα, ὑπάρχει μιά οὐσιαστική διαφορά μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων, πού ἐξαγνίζει τούς πρώτους καί ἀφήνει ἀλύτρωτους τούς δεύτερους. Γιατί ὁ Χριστιανισμός εἶναι μεταστοιχείωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μπροστά στόν Δημιουργό του, κι ὄχι ἕνας ὑπολογισμένος μοραλισμός γιά ὧρες ἐπίσημες.

Ἡ διαφορά αὐτή ἀνάμεσα σέ πιστούς καί ἀπίστους μᾶς κάνει νά μιλήσουμε γιά ρεαλισμό τῶν πιστῶν καί γιά ναρκισσισμό τῶν ἀπίστων. Οἱ πιστοί εἶναι οἱ ρεαλισταί τίς ζωής˚ αὐτοί πού ἀποδέχονται τή ζωή καί τήν δημιουργία ἐν εὐγνωμοσύνῃ καί ἐμπιστοσύνῃ πρός τόν Δημιουργό. Οἱ δέ ἄπιστοι εἶναι οἱ ἀδιόρθωτοι ὀνειροπόλοι τοῦ βίου, πού νομίζουν ὅτι τότε μόνο ὁλοκληρώνονται ὡς πρόσωπα σκεπτόμενα καί σοβαρά, ὅταν ἔχουν τήν τόλμη νά θέσουν τά πάντα σέ ἀμφισβήτηση γιά νά ἀρνηθοῦν τελικά τά πάντα.

Οἱ πιστοί γνωρίζουν κι ἀναγνωρίζουν τά περιορισμένα ὅρια στήν ἀνθρώπινη γνώση καί στήν ἀνθρώπινη δύναμη καί στήν ἀνθρώπινη ἀρετή. καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερη δύναμη ἀπό τοῦ νά ξέρεις τά ὅριά σου.

Οἱ ἄπιστοι ἀντιθέτως, θεωρώντας τόν ἑαυτό τους ὡς τό ἔσχατο κριτήριο γιά ὅλα τά πράγματα, ὅ,τι δέν μποροῦν νά ἐλέγξουν μέ τή λογική τους καί τίς φθειρόμενες αἰσθήσεις τους, τό ἀπορρίπτουν καί τό ἀρνοῦνται.

Πῶς λοιπόν νά καταλάβουν οἱ ἄπιστοι ὅ,τι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ χαρά ἔχουν προϋπόθεση τόν Σταυρό καί τόν θάνατο; Πῶς νά δεχθοῦν ὡς νικητή καί χορηγό τῆς ζωῆς Ἐκεῖνον πού ἄφησε τά «ἐντάφια σπάργανα» καί ἔρχεται «διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»; Πῶς νά ἀντιληφθοῦν τόν Σταυρό ὡς ὄργανο χαρᾶς, ζωῆς καί ἀθανασίας;

Καί ὅμως οἱ ταλαίπωροι αὐτοί καί ἀγχώδεις συνάνθρωποί μας ξεχνοῦν τελικά ὅτι δέν εἶναι μόνο οἱ ἀλήθειες τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου ἀκατάληπτες καί ἀνερμήνευτες στήν ἀνθρώπινη λογική, ἀλλά τό ἴδιο ἀπρόσιτες κι αἰνιγματικές εἶναι συχνά καί οἱ πραγματικότητες οἱ χειροπιαστές τοῦ κόσμου τοῦ φυσικοῦ καί καθημερινοῦ. Ἄς μᾶς ἐξηγήσουν οἱ λογοκράτες τῆς ἀπιστίας, μέ βάση ποιά λογική ὁ σπόρος, πού πεθαίνει μέσα στό χῶμα καί σαπίζει, μπορεῖ νά βλαστάνει σέ λίγο ξανά καί νά πολλαπλασιάζει τή ζωή του καί τή δύναμή του; Ἄς μᾶς ποῦν μέ βάση ποιά λογική ἡ μάνα μετατρέπει τίς τροφές πού παίρνει ἀπό τήν ἔξω φύση σέ γάλα γιά νά θρέψει τό νεογνό της; Αὐτά δέν εἶναι θαύματα ἐξαιρετικά καί σπουδαῖα; Ἤ μήπως τά συνήθισαν, ἐπειδή ἐπαναλαμβάνονται διαρκῶς στή φύση καί στήν ἱστορία;

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ὁλόκληρη ἡ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ σταυρώνεται καί ἀναστήνεται διαρκῶς, κάτω ἀπό τό στοργικό βλέμμα καί τό ἔλεος τοῦ Δημιουργοῦ της, γιά νά μεταμορφωθεῖ ὁριστικά στό βασίλειο τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, ἔχοντας «πρότυπο» σ’ αὐτή τήν ἀναστάσιμη πορεία «τόν πρωτότοκον ἐκ τῶν νεκρῶν» καί Κύριον τῆς δόξης.

Ἄς αὐθαδιάζουν λοιπόν ὅσο θέλουν ἡ ἀθεΐα καί ἡ ἀπιστία. Ἀς ὀργιάζουν τά συνθήματα καί τά συστήματα τοῦ θανάτου. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει στήν ζωή καί θά κηρύττει τήν ζωή, ἐνάντια σ’ ὅλες τίς ἀντιξοότητες, τίς δολιότητες καί τίς θνητότητες τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐκλογή, παρά νά εἶναι ἀπολύτως ταυτισμένη μέ τήν ἀλήθεια, πού εἶναι ἡ Ἀνάσταση καί ἡ Ζωή ὁ Χριστός. Διαφορετικά, εἶναι τελείως μάταια ὅλα τά ἔργα κι ὅλα τά λόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό τόνισε ἐπιγραμματικά : «εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κ’ήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κορ. 15,14).

Γιά ποιά ὅμως Ζωή καί Ἀνάσταση μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία; Ὅσοι δέν θέλουν νά παραδεχθοῦν ὅτι ὁ θάνατος καί ἡ Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τελεσίδικες καί ὁριστικές συνέπειες γιά τόν κόσμο, γιατί δέν εὐνοεῖ τά σχέδιά τους, αὐτοί ὅλοι προσπαθοῦν νά δώσουν μυθολογικό περιεχόμενο στό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν τῆς ἀναγνωρίζουν δικαιώματα μήτε λόγο στά πράγματα τοῦ παρόντος κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία, λένε, πρέπει νά περιορισθεῖ «στό αὐστηρῶς δικό της ἔργο», καί ἐννοοῦν βέβαια ἀποκλειστικά τήν λατρεία.

Ὅμως «φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν» (Ρωμ. 1,22), διότι ἡ λατρεία, πού προέρχεται ἀπό τό ἑλληνικώτατο λατρεύω, σημαίνει «λάτρα». Καί ἡ λάτρα εἶναι μιά ἀπεριόριστη μέριμνα γιά νά οἰκονομηθοῦν πρός τό συμφέρον ὅλες γενικῶς οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου : οἱ σωματικές καί οἱ πνευματικές, οἱ ἀτομικές καί οἱ κοινωνικές, οἱ ὑλικές καί οἱ πολιτιστικές, οἱ φανερές καί οἱ ἀφανεῖς, οἱ κράζουσες καί ἐπείγουσες, ὅπως καί οἱ λανθάνουσες καί μακροπρόθεσμες. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ δέν κατέλυσε τήν δύναμη τοῦ θανάτου μόνο γιά τά μετά τόν τάφο, ἀλλά καί γιά τά παρόντα.

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια.» (Κανών τοῦ Πάσχα).

Τά πρό τοῦ τάφου καί τά μετά τόν τάφο δέν χωρίζονται, ἀλλ’ ἀντιθέτως βρίσκονται σέ ἄμεση αἰτιώδη σχέση. πού θά πεῖ ὅτι ἀνάλογα μέ τό πῶς θά ζήσει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, θά εἶναι καί ὅσα θά ζήσει στόν ἐπέκεινα. Ὁ παρών κόσμος εἶναι στάδιο ἀγωνιστικό, ἀπ’ τό ὁποῖο θά κριθεῖ ἡ θέση μας στόν ἄλλο κόσμο. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν παραθεωρεῖ τό σῶμα καί τίς τύχες του, ἀλλά τό τιμᾶ καί τό προστατεύει σέ ὅλα τά δίκαια αἰτήματά του, εἴτε εἶναι ὑλικά εἴτε πνευματικά.

Σ’ ὅλα ἔχει νά πεῖ τόν κατευθυντήριο λόγο της ἡ Ἐκκλησία, γιατί ὅλα ἐνδιαφέρουν τόν ὁλόκληρο καί ἀδιαίρετο ἄνθρωπο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει πολιτική γιατί ἡ πολιτική προϋποθέτει κόμμα, δηλαδή κομμάτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική, πού θά πεῖ γιά ὅλους καί γιά πάντα, ἰδιαίτερα δέ διά τούς διῶκτες Της.

Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τό δικαίωμα, περισσότερο ἀπό κάθε κοσμική Ἀρχή καί Ἐξουσία, νά ἐνδιαφέρεται γιά ὅλα τά θέματα τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου, γατί μόνο Αὐτή πιστεύει καί στοῦ σώματος τήν ἀνάσταση, καί στοῦ κόσμου ὁλοκλήρου τήν μεταμόρφωση. Γιά τούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, αὐτές οἱ θεμελιώδεις ἀλήθειες εἶναι φροῦδες ἐλπίδες, πού ὅταν δέν τίς ἐμπαίζουν προκλητικά, τίς περιφρονοῦν σιωπηρῶς μέ χίλιους δυό τρόπους.

Στόν Νικητή λοιπόν τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου – τοῦ κάθε σκότους καί τοῦ κάθε θανάτου - ἡ Ἐκκλησία θά εἶναι πάντοτε πιστή, μόνο ἐάν θά διακονεῖ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτως τόπου, χρόνου, καί τῶν ἑκάστοτε συνθηκῶν.

Μέ τέτοιες μόνο προϋποθέσεις καί συνέπειες μπορεῖ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νά κηρύξει καί στήν ἐποχή μας πειστικά ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν ἧταν ἄπιαστο «πνεῦμα» καί φάντασμα, ἀλλά «ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολος. 1,15).



ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές

Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...