Πάπαρι: Ο τόπος και οι άνθρωποι
Το Πάπαρι είναι ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης κοντά τόσο στον παλιό, όσο και στον νέο οδικό άξονα, που συνδέει την Τρίπολη με την Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα.
Στην ίδια περίπου θέση βρισκόταν ο προϊστορικός οικισμός του Ορεσθασίου, τον οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, είχε ιδρύσει ο εγγονός του Πελασγού και γιος του Λυκάονα Ορεσθέας.
Κατά την αρχαιότητα ο οικισμός αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, ενώ τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν ο περιηγητής Παυσανίας διαπιστώνει την τέλεια παρακμή του Ορεσθασίου.
Από τότε και για περίπου 1500 χρόνια δεν υπάρχουν πληροφορίες για το Ορεσθάσιο. Κατά την περίοδο, όμως, της β’ Ενετοκρατίας (1685-1715) εμφανίζεται να κατοικεί στην περιοχή ο Ιερέας Νικόλαος Πάπαρης, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του φαίνεται να είναι οι πρώτοι οικιστές του νέου οικισμού, στον οποίο και δίνουν το όνομά τους.
Ο οικισμός, όμως, δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς δεν αναφέρεται κατά την απογραφή του Ενετού Προνοητή του Μοριά Γριμάνι, που διενεργήθηκε το 1697. Αυτό πιθανόν να σήμαινε ότι είτε ο οικισμός ήταν μικρός και ίσως υπαγόταν σε κάποια γειτονική Κοινότητα, είτε δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, πιθανώς στις αρχές του 18ου αιώνα.
Πάντως, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα ο οικισμός του Πάπαρι αναφέρεται κατ’ επανάληψη από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα. Σημαντικό γεγονός, που συμβαίνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο χωριό, είναι η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και αποτέλεσε, και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι το επίκεντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του χωριού.
Ο Ναός οικοδομήθηκε σε χώρο, όπου προϋπήρχε άλλος παλαιότερος Ναός, ο οποίος λόγω της παλαιότητάς του κατερειπώθηκε. Ο Ναός φαίνεται να οικοδομείται μεταξύ των ετών 1806-1809, όπως προκύπτει από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι μια αναγραφή στη μικρή πορτούλα του ιερού Βήματος του Ναού, όπου μέχρι πρότινος διακρίνονταν σκαλισμένο το έτος 1806 και τα γράμματα ΙΟΥΛ. Αυτό το σκάλισμα πιθανόν να μας πληροφορεί για τον χρόνο έναρξης της ανέγερσης του Ναού, δηλαδή τον Ιούλιο του 1806.
Η δεύτερη και σημαντικότερη πληροφορία είναι η αναγραφή που βρίσκεται καταχωρημένη σε ένα παλαιό Ευαγγέλιο, το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1745 και όπου σημειώνονται τα εξής: «αωθ (1809) Τελιόθηκε ο Ναός του αη Νικόλα εφ Ηγεμόνος ΒΕΛΗ του Ηπιρότου».
Η ανέγερση, πάντως, του Ναού μας γεννά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία, προς το παρόν, είναι δύσκολο να απαντηθούν. Γνωρίζοντας ότι οι άδειες, που έδιναν οι Τούρκοι για την ανέγερση η την επισκευή Ναών, είχαν διάρκεια λίγων μόλις εβδομάδων, γιατί η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου κράτησε τόσα χρόνια; Λόγω οικονομικών δυσκολιών η εξαιτίας άλλων γεγονότων; Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η άδεια για την ανέγερση του Ναού δόθηκε από τον προκάτοχο του Βελή πασά; Χρειάστηκε ανανέωση της άδειας ανέγερσης;
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης στο Πάπαρι η στην περιοχή γύρω από αυτό συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, τα οποία θα συμβάλλουν στην στερέωση και την συνέχιση της Επανάστασης στην περιοχή και την Πελοπόννησο.
Σε αυτόν εδώ τον χώρο θα γίνει η πρώτη σύναξη των Οπλαρχηγών, των Προκρίτων και των Αρχιερέων στις 6 Απριλίου 1821, Μεγάλη Τετάρτη, και εδώ θα γίνει η σύσταση του πρώτου ελληνικού στρατοπέδου, υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Το γεγονός της συστάσεως οργανωμένου στρατοπέδου στο Πάπαρι μπορεί με την πρώτη ματιά να φαίνεται ως κάτι απλό και εύκολο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα σημαντικό γεγονός ξεχωριστής σημασίας, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η δημιουργία του.
Το στρατόπεδο παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες φάσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και, σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, είναι αυτό που μεταφέρεται και δημιουργεί το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Κοντά στο στρατόπεδο του Πάπαρι, στη γειτονική Μονή του Αγίου Νικολάου Καλτεζών, θα πραγματοποιηθεί στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, όπου οι Πρόκριτοι και οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου, που δεν είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους και φυλακιστεί στην Τρίπολη, προσπάθησαν να οργανώσουν και να συντονίσουν τον Αγώνα μέχρι την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι του Πάπαρι θα στρατευθούν και αυτοί στον Αγώνα. Γνωστοί Παπαραίοι αγωνιστές, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, ήσαν οι: Αρμούτας Ν., Κουπαρίτζας Γ., Λαγάκης Ευστ., Πέτσας Σπύρος, Τζανάκης Κ., Τσαμπούκας η Αργιτόγιαννης Ιωάννης,
Το χωριό, όπως και ολόκληρη η γύρω περιοχή, θα πάθει μεγάλες καταστροφές το 1825 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με αποκορύφωμα την καταστροφή της κοντινής στο χωριό Μονής του Αγίου Νικολάου Καλτεζών.
Το 1834 το Πάπαρι γίνεται έδρα του Δήμου Ορεστασίου, ο οποίος είχε 724 κατοίκους και συμπεριλάμβανε τα χωριά Πάπαρι με 222 κατοίκους, Μαυρογιάννη με 29 κατοίκους, Κουτρομπούχλια η Κουτρουμπούκι με 144 κατοίκους, Μαρμαριά με 93 κατοίκους, Κεραστάρι με 147 κατοίκους, Μανιάτι με 89 κατοίκους, Αλύκα (Αθήναιο) και Παληόχουνη.
Το 1841, όμως, ο Δήμος Ορεστασίου μαζί με τον Δήμο Ασέας καταργήθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τον γειτονικό Δήμο του Βαλτετσίου, ο οποίος ύστερα από αυτή την συγχώνευση κατατάχθηκε στην Β’ τάξη με έδρα το Κανδρέβα (Ασέα).
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διάφορες απογραφές, το Πάπαρι φαίνεται να αναπτύσσεται αργά, αλλά σταθερά. Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Αυτή η ανάπτυξη υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι για να καλυφθούν οι στοιχειώδεις εκπαιδευτικές ανάγκες του χωριού, ιδρύθηκε το 1906 στο Πάπαρι μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το Σχολείο αρχικά λειτούργησε σε διάφορα ιδιωτικά οικήματα, έως ότου, με χρηματοδότηση ομογενών από τις Η.Π.Α., αναγέρθηκε διδακτήριο, στο οποίο στεγάστηκε το Σχολείο μέχρι την κατάργησή του.
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δυό μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι συμμετέχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες και οι θυσίες της μικρής Κοινότητας σε αίμα και ανθρώπινες ζωές δεν είναι λίγες. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους χύνει το αίμα του για την Ελλάδα ο Ιωάννης Μπόγρης. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία σκοτώνονται οι Γεώργιος Κ. Κουπαρίτσας, Ιωάννης Αθ. Κουπαρίτσας και Γεώργιος Πουρνάρας. Τέλος, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 το Πάπαρι θρηνεί τον Χρήστο Παπαδόπουλο, ενώ κατά την Κατοχή εκτελούνται από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1944 οι Κωνσταντίνος Τρίκολας και Φώτιος Τζιμόγιαννης.
Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυό αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι.
Μετά την ψήφιση του νόμου «Καποδίστρια» το 1997 η Κοινότητα Πάπαρι καταργήθηκε την 31-12-1998 και αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βαλτετσίου από την 1-1-1999 έως την 31-12-2010. Από την 1-1-2011 και μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης» το Πάπαρι είναι τοπική Κοινότητα του νέου, διευρυμένου Δήμου Τρίπολης.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι είναι φιλήσυχοι αλλά και περήφανοι. Εργατικοί και εύστροφοι. Η κύρια ασχολία τους, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο τόπος, όμως, ήταν φτωχός και η γη λιγοστή. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου οι κάτοικοι του Πάπαρι και των γύρω χωριών ταλαιπωρούνταν από το έλος, που βρισκόταν στην περιοχή και το οποίο προκαλούσε πολλά προβλήματα, είτε με τις πλημμύρες του, είτε με τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των χωριών της περιοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 80%, είχε προσβληθεί κάποια στιγμή της ζωής του από ελονοσία. Όταν, τελικά, τη δεκαετία του 1950 το έλος αποστραγγίστηκε, είχε αρχίσει η μετανάστευση των κατοίκων σε άλλες χώρες, η η μετακίνησή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή να πούμε ότι το λιγοστό χώμα, που καλλιεργούσαν οι φτωχοί κάτοικοι του Πάπαρι, είναι ένα χώμα ποτισμένο με ιδρώτα πολύ και με αίμα. Ιδρώτα των ανθρώπων, που πάσχισαν να επιβιώσουν σ’ αυτά τα μέρη και που με κόπο το καλλιέργησαν, το αγάπησαν και που μετασχημάτισαν τους καρπούς, που δεν φύτρωναν εύκολα στο σκληρό βράχο, σε καρπούς του πνεύματος, της λεβεντιάς και της αντρειοσύνης.
Ταυτόχρονα, είναι και χώμα ποτισμένο με αίμα, όχι μόνο από τα χέρια και τα πόδια που πάλαιψαν για νά το καλλιεργήσουν, αλλά και απ’ της καρδιάς το αίμα, που το λάτρεψε και χύθηκε άφθονο για να ξεπλύνει τα βήματα όσων επιχείρησαν κατά καιρούς να το βεβηλώσουν και να το καθυποτάξουν. Απ’ αυτό το πολύτιμο λίπασμα ξεπετάχθηκαν σειρές ατελείωτες Αγίων, Μαρτύρων και μαχητών της Ορθοδοξίας και της Ελλάδας.
Η οικογένεια
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος νυμφεύθηκε την Παναγιώτα, το γένος Δημητρίου Σκρέκα. Το νιόπαντρο ζευγάρι βρέθηκε αντιμέτωπο με μεγάλες δυσκολίες, τις οποίες επέτεινε το γεγονός ότι ο Ἀθανάσιος εργαζόταν στο Δημόσιο Ταμείο του Πειραιά, οπότε αναγκαστικά ἔλειπε μεγάλα διαστήματα από το χωριό. Το βάρος, έτσι, της συντήρησης της οικογένειας, αλλά και της εργασίας στα κτήματα, έπεσε στους ώμους της Παναγιώτας, η οποία το δέχθηκε αδιαμαρτύρητα και με τον αγώνα της έδωσε παράδειγμα ζωής στα παιδιά της.
Ο γάμος εὐλογήθηκε ἀπό τον Θεό με την γέννηση τριών παιδιών. Το πρώτο, ένα κοριτσάκι, το οποίο ονομάστηκε Βασιλική, γεννήθηκε το 1925. Το δεύτερο, ένα αγοράκι, γεννήθηκε το 1926 και ονομάστηκε Κωνσταντίνος.
Το τελευταίο παιδί ήρθε με καθυστέρηση δέκα ετών. Στις 28 Οκτωβρίου 1936 γεννήθηκε άλλο ένα αγοράκι, το οποίο ονομάσθηκε Αλέξανδρος. Το παιδί γεννήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου ο καθημερινός αγώνας για τα πιο αυτονόητα πράγματα στη ζωή ήταν κανόνας. Αγώνας για τον «άρτον τον επιούσιον», αγώνας για τη μόρφωση, αγώνας για να ξεφύγει κάποιος από την μιζέρια και τη φτώχια. Αυτός ο διαρκής αγώνας και το παράδειγμα της μάνας του ήταν που διαμόρφωσαν τα πρώτα στοιχεία του χαρακτήρα του.
Ο μικρός Αλέξανδρος από πολύ νωρίς έμαθε να μην υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, να μην φοβάται τις μπόρες και τους κεραυνούς της ζωής. Οι βουνοκορφές, που δεσπόζουν πάνω από το χωριό του και που δύσκολα κατακτώνται, τον δίδαξαν να αγωνίζεται με επιμονή και αποφασιστικότητα για την κατάκτηση των στόχων του. Τον δίδαξαν ακόμη ότι, αν κάποιος καταφέρει να ανέβει μέχρι εκεί, τότε θα έχει ελεύθερο ορίζοντα για να ξεχωρίζει το αγαθό και να απολαμβάνει αφειδώλευτα το φως του ήλιου.
Ο Αλέξανδρος, όμως, γεννήθηκε σε καιρούς δύσκολους όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη και για τον κόσμο ολόκληρο. Τριάντα τέσσερις μήνες μετά την γέννησή του ξέσπαγε ένας αδυσώπητος παγκόσμιος πόλεμος, που θα έφερνε ανυπολόγιστα δεινά στην ανθρωπότητα. Ανήμερα των τέταρτων γενεθλίων του ο πόλεμος έφτανε και στην Ελλάδα. Όταν συμπλήρωνε τα πέντε του χρόνια, γνώριζε καλά τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος σε ξένους δυνάστες. Τα δίσεκτα χρόνια, όμως, δεν τον εμπόδισαν στις ενατενίσεις του.
Σπουδές και αναζητήσεις
Το 1942, σε ηλικία έξι ετών, ο μικρός Αλέξανδρος εγγράφηκε στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου του χωριού του. Το φως, που έφερε στην ψυχή του η επαφή με τα βιβλία και την γνώση, και η πίστη ότι, μέσω αυτής της οδού, θα μπορούσε νά ξεφύγει από την μιζέρια και από ένα μέλλον σχεδόν προδιαγεγραμμένο, τον κάνουν να αφιερωθεί ολόψυχα στο μονοπάτι της μάθησης. Είναι από τους καλλίτερους μαθητές της τάξης του, δείχνοντας την θέλησή του για διάκριση.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν εγκαταλείπει και τις αγροτικές δουλειές, τις οποίες εκτελεί με την ίδια αγάπη και αφοσίωση που δείχνει και στα μαθήματά του. Διαμορφώνει, έτσι, ένα δόγμα ζωής, το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ: «Και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι». Ναι στη βοσκή των προβάτων, αλλά για να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή. Αυτή μόνον ως μέσο εκπλήρωσης σχεδίων. Ναι στην καλλιέργεια της γης, αλλά για να ξεφύγει κανείς από τη νοοτροπία του κολλήγα. Ναι στον αγώνα που οι γονείς κληροδοτούσαν στα παιδιά τους, αλλά για να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Τελείωσε το Δημοτικό, ως ένας από τους δύο καλλίτερους μαθητές της τάξης του, κινούμενος ανάμεσα σε σχολείο και πρόβατα. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Α’ Γυμνάσιο της Τρίπολης. Σπουδάζει με στερήσεις, που η δυναμική παρουσία της μάνας του φρόντιζε να γλυκαίνει με την αδιάκοπη συμπαράστασή της.
Ταυτόχρονα, έχει αρχίσει να διαφαίνεται η κλίση του προς τη μόνωση, την αφοσίωση στο Θεό και την ιερωσύνη. Αγαπημένη του συνήθεια να πηγαίνει στον Ναό του Αγίου Βασιλείου για να προσεύχεται και να οραματίζεται. Όπως λέει ο ίδιος: «Στον Άγιο Βασίλειο πήγαινα, όταν δεν πήγαιναν οι άλλοι, όταν η Εκκλησία ήταν άδεια, τότε εγώ ένιωθα γεμάτος. Ένιωθα ενοχή, που δεν φορούσα καινούργια παπούτσια, που δε φορούσα καινούργια ρούχα. Πίστευα ότι η φτωχική μου εμφάνιση πρόσβαλε τον Άγιο, ο οποίος φεγγοβολούσε μέσα στην αρχιερατική του ενδυμασία, την με όλο ασήμι φτιαγμένη. Στο ημίφως του Ναού, άγνωστος και αγνώριστος τελούσα τη δική μου Θεία Λειτουργία, η οποία μου διέλυε τους φόβους και τις ενοχές. Έβλεπα με τα μάτια της ψυχής μου εκείνο που ερχόταν και ονειρευόμουνα εκείνο που θα γινόμουν. Μια δρασκελιά ήμουν κάτω από τον Επισκοπικό Θρόνο. Πόσο μεγάλο άλμα, άραγε, θα χρειαζόταν να κάνω για να τον ανέβω; Μέσα σ’ αυτούς τους συλλογισμούς και τα όνειρα σχεδίαζα τη ζωή μου. Και μετά το Πανεπιστήμιο. Σπουδές μέσα στη δυσκολία, αγώνας μέσα στις αντιξοότητες, όνειρα μέσα στο ακατόρθωτο. Εκείνος, όμως, είχε αποφασίσει κι εγώ ήμουν Εκείνου το όργανο».
Ακροβατούσε ανάμεσα στο χρέος προς τους γονείς και τη γη και ανάμεσα στο χρέος προς τον εαυτό του και την αλλαγή των πραγμάτων. Σήκωνε τη φτώχεια του με αξιοπρέπεια. Πίστευε στον Θεό, στον οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, πάντα, όμως, στα πλαίσια του γνωμικού «Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Οι εσωτερικές του αναζητήσεις τον φέρνουν όλο και πιο κοντά στην Εκκλησία. Αυτή την περίοδο είναι που συνδέεται στενά με τον τότε Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανό Ρουμπάνη. Η πρώτη συνάντησή τους γίνεται μια βροχερή μέρα και δεν εξελίσσεται με τον καλύτερο τρόπο.
Ο νεαρός μαθητής, φλεγόμενος από πόθο να συναντήσει την κορυφή της τοπικής Εκκλησίας για να μιλήσει μαζί του και να ζητήσει πνευματική καθοδήγηση, δεν πρόσεξε ότι μουσκεμένος, όπως ήταν από την βροχή, γέμισε νερά το γραφείο του Μητροπολίτη.
Το πρόσεξε, όμως, ο ηλικιωμένος Μητροπολίτης και επέπληξε αυστηρά τον μικρό επισκέπτη. Ντροπιάστηκε ο νεαρός μαθητής και, αντιδρώντας παρορμητικά, έκανε να φύγει. Ξαφνιάστηκε από την αντίδραση ο Μητροπολίτης και αμέσως τον ρώτησε: «τι θέλεις;». «Τίποτα, τίποτα», ήταν η απάντηση του μαθητή. «Τι θέλεις;», επέμενε ο Μητροπολίτης. Ο μαθητής γύρισε, του μίλησε, του εκμυστηρεύτηκε ο,τι είχε στην ψυχή του. Ο Μητροπολίτης διέκρινε στη ψυχή του νεαρού φως. Από τότε δεν τους χώρισε παρά μόνο ο θάνατος.
Ο Αλέξανδρος τελείωσε το Γυμνάσιο, πολεμώντας τη νοοτροπία της ισοπέδωσης. Αγωνιστικός, δυναμικός, αποφασιστικός, με καθαρή σκέψη και ζωή, που δεν κάμπτεται από τις Σειρήνες της καλοπέρασης και του εύκολου βολέματος, σκληρός στον εαυτό του, μα γεμάτος ανθρωπιά και τρυφερότητα για τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τους πονεμένους, αλλά και τους νέους, ιδίως εκείνους που βρίσκονται στην ηλικία που ψάχνουν για τα μονοπάτια που οδηγούν στη μεγάλη λεωφόρο της ζωής, πατώντας στέρεα στο χώμα, που το αγάπησε και με πάθος το καλλιέργησε, αλλά στρέφοντας το βλέμμα προς τις κορφές, που πάντα τις είχε στο στόχαστρο, δόθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία των ανθρώπων.
Ο επόμενος σταθμός είναι η Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου, όπου ήδη είχε αρχίσει να διαγράφεται η κλίση και η κατεύθυνσή του. Εκεί, με την πνευματική καθοδήγηση των δασκάλων του, μερικοί από τους οποίους έπαιξαν ρόλο, που υπερβαίνει τα όρια του «πνευματικού πατέρα», οριοθετεί το πλάσιμο του χαρακτήρα και δημιουργεί σχέσεις άρρηκτες, ισχυρότερες απ’ εκείνες που, συνήθως, έχουν οι «δεσμοί αίματος». Από την Εκκλησιαστική Σχολή αποφοιτά το 1958.
Μετά την Κόρινθο ο επόμενος σταθμός βρίσκεται στην Αθήνα και τη Θεολογική Σχολή. Διαμορφώνεται ήδη ο δρόμος οριστικά για ο,τι σήμερα στεγνά ονομάζουμε «καριέρα», αλλά που για ορισμένους, που έμαθαν ν’ ατενίζουν βουνοκορφές, αποτελεί σκοπό ζωής, αφοσίωση, δόσιμο ολοκληρωτικό.
Το Πανεπιστήμιο το τελείωσε το 1963, αγωνιζόμενος σε δυό μέτωπα. Από την μία οι σπουδές και η μελέτη. Από την άλλη οι διάφορες δουλειές, τις οποίες περιστασιακά έκανε, προκειμένου να εξασφαλίσει τα λίγα απαραίτητα χρήματα, που του ήταν αναγκαία για να συντηρηθεί. Έφτασε, έτσι, στο πτυχίο. Ήταν θεολόγος.
Στις αρχές του 1964 δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα. Πεθαίνει αναπάντεχα ο μέχρι τότε προστάτης του και πνευματικός του πατέρας, ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός Β’ (Ρουμπάνης).
Ο Μητροπολίτης είχε ανέβει στην Αθήνα, όπου στις 16 και 17 Ιανουαρίου εξέθεσε στην Ιερά Σύνοδο τις απόψεις του σχετικά με την τότε επικείμενη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου Στ’. Επιστρέφοντας, όμως, στο σπίτι του στην Αθήνα, ο Μητροπολίτης προσβλήθηκε από διπλή πνευμονία και μέσα σε τέσσερις μέρες απεβίωσε.
Το πνευματικό του παιδί, ο Αλέξανδρος, βρίσκεται στο πλάι του από την πρώτη στιγμή. Όπως γράφει ο ίδιος: «…Η καρδιά μου ράγισε και μάτωσε από τον πόνο και την θλίψη, όταν με λαχτάρα έφτασα στο Νοσοκομείο και είδα τον Δεσπότη. Ούτε σκιά του Γερμανού δεν ήταν αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Τα πλατειά, τα μεγάλα, τα παρασημοτιμημένα στήθη του Δεσπότη απεγνωσμένα αγωνίζονταν για να αναπνεύσουν, τα μάτια του τα φωτεινά είχαν βασιλέψει….».
Ο θάνατος του πνευματικού του πατέρα συγκλονίζει τον Αλέξανδρο και με συντριβή καρδίας τον θρηνεί. Όπως πάλι ο ίδιος γράφει: «…Δεν αισθάνθηκα συντριπτικώτερη οδύνη από εκείνη των στιγμών αυτών, και δεν έκλαψα ποτέ μου πιο πικρά, όσο την ώρα που αντίκρυσα τον Κώστα Γαλιώτο να απλώνη τα χέρια του και να κλείνη δια παντός τα μάτια του Δεσπότη….».
Το καθήκον προς την Πατρίδα και η επιστροφή στην Τρίπολη
Την ίδια χρονιά, 1964, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Επιλέγεται για το Πυροβολικό και μετατίθεται στη Θήβα. Από εκεί και μετά, το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής του θητείας το υπηρετεί ως υπαξιωματικός στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Έχοντας με ενθουσιασμό προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα, επιστρέφει στην Αρκαδία ύστερα από εικοσιεπτά μήνες.
Εν τω μεταξύ, στις 24 Νοεμβρίου 1964 είχε εκλεγεί νέος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας ο Θεόκλητος Β’ (Φιλιππαίος), ο οποίος είχε ενθρονιστεί στην Τρίπολη στις 19 Δεκεμβρίου 1964.
Εργάζεται στα γραφεία της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας ως δακτυλογράφος και λαϊκός Ιεροκήρυκας και, ταυτόχρονα, διδάσκει για τρία χρόνια στην Τεχνική Σχολή της Τρίπολης, μεταλαμπαδεύοντας την αγάπη του για τον Θεό και την Ελλάδα στις νέες γενιές των παιδιών της Αρκαδίας. Την ίδια περίοδο εκδίδει και τα πρώτα βιβλία του.
Ο «Αλιεύς»
Στα τέλη του 1967 ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Θεόκλητος κάλεσε στο γραφείο του τους στενούς του συνεργάτες, με σκοπό να συζητήσει μαζί τους την έκδοση ενός περιοδικού, που θα απεικόνιζε την όλη ζωή και κίνηση, αλλά και που θα θεράπευε τις πνευματικές αναζητήσεις της Μητρόπολης.
Ύστερα από πολλές συζητήσεις, το περιοδικό έκανε την εμφάνισή του τον Ιανουάριο του 1968, με όνομα μια λέξη με πολλαπλούς συμβολισμούς κατευθείαν μέσα από το Ευαγγέλιο και τα λόγια του Χριστού. Τη λέξη Αλιεύς. Ως πρώτος διευθυντής και υπεύθυνος του περιοδικού επιλέχθηκε από τον Μητροπολίτη ο λαϊκός Ιεροκήρυκας Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, ο οποίος συνέχισε να διευθύνει το περιοδικό για δεκαέξι χρόνια είτε ως Ιεροδιάκονος, είτε ως Αρχιμανδρίτης και μέχρι την εκλογή του ως Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Από τότε και για σαράντα έξι συναπτά έτη εκδίδεται ο Αλιεύς από την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Στις σελίδες του έχει καταγραφεί ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης ιστορίας της Μητρόπολής μας, ενώ πολλοί σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έχουν καταθέσει στις σελίδες του το απόσταγμα της ψυχής τους.
Δεν αποφεύγουμε τον πειρασμό να επισημάνουμε μια συγκυρία, που συνδέεται με τον Αλιέα.
Μετά την εκλογή του Σεβασμιωτάτου κ. Αλεξάνδρου ως Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, στην διεύθυνση του περιοδικού τον διαδέχθηκε ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Αθανασόπουλος και αυτόν, μετά τον ορισμό του ως Πρωτοσυγκέλλου της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Σκλήφας.
Και οι δυό διάδοχοι είναι σήμερα Μητροπολίτες. Ο μεν Θεόκλητος είναι Μητροπολίτης Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους, ο δε Χρυσόστομος είναι Μητροπολίτης Πατρών.
Φαίνεται ότι ο Αλιέας επιτελεί ένα βαθύτερο έργο και εκπαιδεύει και αναδεικνύει καλούς αλιείς ψυχών!
Το Πάπαρι είναι ένα μικρό χωριό, που βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης κοντά τόσο στον παλιό, όσο και στον νέο οδικό άξονα, που συνδέει την Τρίπολη με την Μεγαλόπολη και την Καλαμάτα.
Στην ίδια περίπου θέση βρισκόταν ο προϊστορικός οικισμός του Ορεσθασίου, τον οποίο, σύμφωνα με τον μύθο, είχε ιδρύσει ο εγγονός του Πελασγού και γιος του Λυκάονα Ορεσθέας.
Κατά την αρχαιότητα ο οικισμός αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, ενώ τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν ο περιηγητής Παυσανίας διαπιστώνει την τέλεια παρακμή του Ορεσθασίου.
Από τότε και για περίπου 1500 χρόνια δεν υπάρχουν πληροφορίες για το Ορεσθάσιο. Κατά την περίοδο, όμως, της β’ Ενετοκρατίας (1685-1715) εμφανίζεται να κατοικεί στην περιοχή ο Ιερέας Νικόλαος Πάπαρης, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του φαίνεται να είναι οι πρώτοι οικιστές του νέου οικισμού, στον οποίο και δίνουν το όνομά τους.
Ο οικισμός, όμως, δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς δεν αναφέρεται κατά την απογραφή του Ενετού Προνοητή του Μοριά Γριμάνι, που διενεργήθηκε το 1697. Αυτό πιθανόν να σήμαινε ότι είτε ο οικισμός ήταν μικρός και ίσως υπαγόταν σε κάποια γειτονική Κοινότητα, είτε δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, πιθανώς στις αρχές του 18ου αιώνα.
Πάντως, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα ο οικισμός του Πάπαρι αναφέρεται κατ’ επανάληψη από τους ξένους περιηγητές στην Ελλάδα. Σημαντικό γεγονός, που συμβαίνει κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στο χωριό, είναι η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου, ο οποίος και αποτέλεσε, και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι το επίκεντρο της πνευματικής και κοινωνικής ζωής του χωριού.
Ο Ναός οικοδομήθηκε σε χώρο, όπου προϋπήρχε άλλος παλαιότερος Ναός, ο οποίος λόγω της παλαιότητάς του κατερειπώθηκε. Ο Ναός φαίνεται να οικοδομείται μεταξύ των ετών 1806-1809, όπως προκύπτει από δύο στοιχεία. Το πρώτο είναι μια αναγραφή στη μικρή πορτούλα του ιερού Βήματος του Ναού, όπου μέχρι πρότινος διακρίνονταν σκαλισμένο το έτος 1806 και τα γράμματα ΙΟΥΛ. Αυτό το σκάλισμα πιθανόν να μας πληροφορεί για τον χρόνο έναρξης της ανέγερσης του Ναού, δηλαδή τον Ιούλιο του 1806.
Η δεύτερη και σημαντικότερη πληροφορία είναι η αναγραφή που βρίσκεται καταχωρημένη σε ένα παλαιό Ευαγγέλιο, το οποίο εκδόθηκε στην Βενετία το 1745 και όπου σημειώνονται τα εξής: «αωθ (1809) Τελιόθηκε ο Ναός του αη Νικόλα εφ Ηγεμόνος ΒΕΛΗ του Ηπιρότου».
Η ανέγερση, πάντως, του Ναού μας γεννά μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία, προς το παρόν, είναι δύσκολο να απαντηθούν. Γνωρίζοντας ότι οι άδειες, που έδιναν οι Τούρκοι για την ανέγερση η την επισκευή Ναών, είχαν διάρκεια λίγων μόλις εβδομάδων, γιατί η ανέγερση του Ναού του Αγίου Νικολάου κράτησε τόσα χρόνια; Λόγω οικονομικών δυσκολιών η εξαιτίας άλλων γεγονότων; Έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι η άδεια για την ανέγερση του Ναού δόθηκε από τον προκάτοχο του Βελή πασά; Χρειάστηκε ανανέωση της άδειας ανέγερσης;
Τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης στο Πάπαρι η στην περιοχή γύρω από αυτό συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, τα οποία θα συμβάλλουν στην στερέωση και την συνέχιση της Επανάστασης στην περιοχή και την Πελοπόννησο.
Σε αυτόν εδώ τον χώρο θα γίνει η πρώτη σύναξη των Οπλαρχηγών, των Προκρίτων και των Αρχιερέων στις 6 Απριλίου 1821, Μεγάλη Τετάρτη, και εδώ θα γίνει η σύσταση του πρώτου ελληνικού στρατοπέδου, υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Το γεγονός της συστάσεως οργανωμένου στρατοπέδου στο Πάπαρι μπορεί με την πρώτη ματιά να φαίνεται ως κάτι απλό και εύκολο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ένα σημαντικό γεγονός ξεχωριστής σημασίας, αν ληφθούν υπόψη οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η δημιουργία του.
Το στρατόπεδο παίζει σημαντικό ρόλο στις πρώτες φάσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και, σύμφωνα με τον Τάσο Γριτσόπουλο, είναι αυτό που μεταφέρεται και δημιουργεί το στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Κοντά στο στρατόπεδο του Πάπαρι, στη γειτονική Μονή του Αγίου Νικολάου Καλτεζών, θα πραγματοποιηθεί στις 26 Μαΐου 1821 η Συνέλευση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, όπου οι Πρόκριτοι και οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου, που δεν είχαν συλληφθεί από τους Τούρκους και φυλακιστεί στην Τρίπολη, προσπάθησαν να οργανώσουν και να συντονίσουν τον Αγώνα μέχρι την κατάληψη της Τριπολιτσάς.
Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι του Πάπαρι θα στρατευθούν και αυτοί στον Αγώνα. Γνωστοί Παπαραίοι αγωνιστές, που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση, ήσαν οι: Αρμούτας Ν., Κουπαρίτζας Γ., Λαγάκης Ευστ., Πέτσας Σπύρος, Τζανάκης Κ., Τσαμπούκας η Αργιτόγιαννης Ιωάννης,
Το χωριό, όπως και ολόκληρη η γύρω περιοχή, θα πάθει μεγάλες καταστροφές το 1825 από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, με αποκορύφωμα την καταστροφή της κοντινής στο χωριό Μονής του Αγίου Νικολάου Καλτεζών.
Το 1834 το Πάπαρι γίνεται έδρα του Δήμου Ορεστασίου, ο οποίος είχε 724 κατοίκους και συμπεριλάμβανε τα χωριά Πάπαρι με 222 κατοίκους, Μαυρογιάννη με 29 κατοίκους, Κουτρομπούχλια η Κουτρουμπούκι με 144 κατοίκους, Μαρμαριά με 93 κατοίκους, Κεραστάρι με 147 κατοίκους, Μανιάτι με 89 κατοίκους, Αλύκα (Αθήναιο) και Παληόχουνη.
Το 1841, όμως, ο Δήμος Ορεστασίου μαζί με τον Δήμο Ασέας καταργήθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τον γειτονικό Δήμο του Βαλτετσίου, ο οποίος ύστερα από αυτή την συγχώνευση κατατάχθηκε στην Β’ τάξη με έδρα το Κανδρέβα (Ασέα).
Από τα στοιχεία που προκύπτουν από τις διάφορες απογραφές, το Πάπαρι φαίνεται να αναπτύσσεται αργά, αλλά σταθερά. Στην απογραφή του 1879 το Πάπαρι έχει 251 κατοίκους (156 άρρενες και 95 θήλεις). Στην απογραφή, όμως, του 1889 το Πάπαρι διπλασιάζει σχεδόν τον πληθυσμό του, φτάνοντας τους 489 κατοίκους (242 άρρενες και 247 θήλεις), ενώ το 1896 θα φτάσει τους 548 κατοίκους (274 άρρενες, 274 θήλεις). Η μετανάστευση, όμως, για το εξωτερικό, και ιδίως για τις Η.Π.Α., θα επηρεάσει και το Πάπαρι, το οποίο στην απογραφή του 1907 θα εμφανίσει μείωση πληθυσμού με 473 κατοίκους (217 άρρενες και 256 θήλεις).
Αυτή η ανάπτυξη υπογραμμίζεται και από το γεγονός ότι για να καλυφθούν οι στοιχειώδεις εκπαιδευτικές ανάγκες του χωριού, ιδρύθηκε το 1906 στο Πάπαρι μονοθέσιο Δημοτικό Σχολείο. Το Σχολείο αρχικά λειτούργησε σε διάφορα ιδιωτικά οικήματα, έως ότου, με χρηματοδότηση ομογενών από τις Η.Π.Α., αναγέρθηκε διδακτήριο, στο οποίο στεγάστηκε το Σχολείο μέχρι την κατάργησή του.
Ως Κοινότητα του Δήμου Βαλτετσίου, το Πάπαρι θα παραμείνει μέχρι το 1912, όταν μετά την μεταρρύθμιση στην τοπική αυτοδιοίκηση και την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ (4057)/1912, με τον οποίο δημιουργήθηκαν Δήμοι και Κοινότητες, αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα με 473 κατοίκους.
Στην απογραφή του 1920 το Πάπαρι εμφανίζεται να έχει πληθυσμό 430 κατοίκους. Λόγω, όμως, της σύνδεσής του με την γειτονική Μαρμαριά, η οποία είχε πληθυσμό 104 κατοίκους, η Κοινότητα εμφανίζει συνολικό πληθυσμό 534 κατοίκων.
Το 1928 το Πάπαρι εμφανίζει να έχει σημαντική αύξηση στον πληθυσμό, καθώς φτάνει τους 480 κατοίκους. Πληθυσμιακή αύξηση παρουσιάζει και η Μαρμαριά, η οποία φτάνει τους 124 κατοίκους, ώστε η Κοινότητα να παρουσιάζει συνολικό πληθυσμό 604 κατοίκων.
Στην απογραφή του 1940, που πραγματοποιήθηκε στις 16 Οκτωβρίου, δυό μόλις εβδομάδες πριν την 28η Οκτωβρίου, το Πάπαρι εμφανίζει πληθυσμιακή αύξηση άνω του 15%, φτάνοντας τους 553 κατοίκους, οι οποίοι με τους 123 κατοίκους της Μαρμαριάς εμφανίζουν συνολικό πληθυσμό της Κοινότητας 676 κατοίκων.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι συμμετέχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες και οι θυσίες της μικρής Κοινότητας σε αίμα και ανθρώπινες ζωές δεν είναι λίγες. Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους χύνει το αίμα του για την Ελλάδα ο Ιωάννης Μπόγρης. Στη Μικρασιατική Εκστρατεία σκοτώνονται οι Γεώργιος Κ. Κουπαρίτσας, Ιωάννης Αθ. Κουπαρίτσας και Γεώργιος Πουρνάρας. Τέλος, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 το Πάπαρι θρηνεί τον Χρήστο Παπαδόπουλο, ενώ κατά την Κατοχή εκτελούνται από τους Γερμανούς τον Ιούνιο του 1944 οι Κωνσταντίνος Τρίκολας και Φώτιος Τζιμόγιαννης.
Παρά την Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, το Πάπαρι συνεχίζει να παρουσιάζει πληθυσμιακή αύξηση, ώστε στην απογραφή του 1951 φτάνει τους 567 κατοίκους. Μαζί με τους 133 κατοίκους της Μαρμαριάς η Κοινότητα παρουσιάζει τον σημαντικό πληθυσμό των 700 κατοίκων. Είναι το υψηλότερο σημείο, που φτάνει το Πάπαρι πληθυσμιακά τους τελευταίους δυό αιώνες.
Κατά την δεκαετία του 1950, όμως, το Πάπαρι αρχίζει να φθίνει πληθυσμιακά. Στην απογραφή του 1961 εμφανίζει πληθυσμό 454 κατοίκων, οι οποίοι, μαζί με τους 119 κατοίκους της Μαρμαριάς, περιορίζει το συνολικό αριθμό των κατοίκων της Κοινότητας στους 573 κατοίκους.
Τα επόμενα χρόνια η πληθυσμιακή πτώση είναι ραγδαία και, καθώς η Μαρμαριά αποσπάται από το Πάπαρι και συγκροτεί αυτόνομη Κοινότητα. Στην απογραφή του 1971 στο Πάπαρι θα απογραφούν 310 κάτοικοι, ενώ το 1981 η πτώση θα συνεχιστεί με την απογραφή 261 κατοίκων.
Η ίδια εικόνα θα παρουσιαστεί και στην απογραφή του 1991, όταν θα απογραφούν στο Πάπαρι 232 κάτοικοι, ενώ το 2001 θα φτάσει στο χαμηλότερο πληθυσμιακό σημείο από το 1879 και μετά, όταν θα απογραφούν σε αυτό μόλις 192 κάτοικοι.
Μετά την ψήφιση του νόμου «Καποδίστρια» το 1997 η Κοινότητα Πάπαρι καταργήθηκε την 31-12-1998 και αποτέλεσε Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Βαλτετσίου από την 1-1-1999 έως την 31-12-2010. Από την 1-1-2011 και μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης» το Πάπαρι είναι τοπική Κοινότητα του νέου, διευρυμένου Δήμου Τρίπολης.
Οι κάτοικοι του Πάπαρι είναι φιλήσυχοι αλλά και περήφανοι. Εργατικοί και εύστροφοι. Η κύρια ασχολία τους, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Ο τόπος, όμως, ήταν φτωχός και η γη λιγοστή. Καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ου οι κάτοικοι του Πάπαρι και των γύρω χωριών ταλαιπωρούνταν από το έλος, που βρισκόταν στην περιοχή και το οποίο προκαλούσε πολλά προβλήματα, είτε με τις πλημμύρες του, είτε με τα κουνούπια, που μετέδιδαν την ελονοσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων των χωριών της περιοχής, που σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε το 80%, είχε προσβληθεί κάποια στιγμή της ζωής του από ελονοσία. Όταν, τελικά, τη δεκαετία του 1950 το έλος αποστραγγίστηκε, είχε αρχίσει η μετανάστευση των κατοίκων σε άλλες χώρες, η η μετακίνησή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολή να πούμε ότι το λιγοστό χώμα, που καλλιεργούσαν οι φτωχοί κάτοικοι του Πάπαρι, είναι ένα χώμα ποτισμένο με ιδρώτα πολύ και με αίμα. Ιδρώτα των ανθρώπων, που πάσχισαν να επιβιώσουν σ’ αυτά τα μέρη και που με κόπο το καλλιέργησαν, το αγάπησαν και που μετασχημάτισαν τους καρπούς, που δεν φύτρωναν εύκολα στο σκληρό βράχο, σε καρπούς του πνεύματος, της λεβεντιάς και της αντρειοσύνης.
Ταυτόχρονα, είναι και χώμα ποτισμένο με αίμα, όχι μόνο από τα χέρια και τα πόδια που πάλαιψαν για νά το καλλιεργήσουν, αλλά και απ’ της καρδιάς το αίμα, που το λάτρεψε και χύθηκε άφθονο για να ξεπλύνει τα βήματα όσων επιχείρησαν κατά καιρούς να το βεβηλώσουν και να το καθυποτάξουν. Απ’ αυτό το πολύτιμο λίπασμα ξεπετάχθηκαν σειρές ατελείωτες Αγίων, Μαρτύρων και μαχητών της Ορθοδοξίας και της Ελλάδας.
Η οικογένεια
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος νυμφεύθηκε την Παναγιώτα, το γένος Δημητρίου Σκρέκα. Το νιόπαντρο ζευγάρι βρέθηκε αντιμέτωπο με μεγάλες δυσκολίες, τις οποίες επέτεινε το γεγονός ότι ο Ἀθανάσιος εργαζόταν στο Δημόσιο Ταμείο του Πειραιά, οπότε αναγκαστικά ἔλειπε μεγάλα διαστήματα από το χωριό. Το βάρος, έτσι, της συντήρησης της οικογένειας, αλλά και της εργασίας στα κτήματα, έπεσε στους ώμους της Παναγιώτας, η οποία το δέχθηκε αδιαμαρτύρητα και με τον αγώνα της έδωσε παράδειγμα ζωής στα παιδιά της.
Ο γάμος εὐλογήθηκε ἀπό τον Θεό με την γέννηση τριών παιδιών. Το πρώτο, ένα κοριτσάκι, το οποίο ονομάστηκε Βασιλική, γεννήθηκε το 1925. Το δεύτερο, ένα αγοράκι, γεννήθηκε το 1926 και ονομάστηκε Κωνσταντίνος.
Το τελευταίο παιδί ήρθε με καθυστέρηση δέκα ετών. Στις 28 Οκτωβρίου 1936 γεννήθηκε άλλο ένα αγοράκι, το οποίο ονομάσθηκε Αλέξανδρος. Το παιδί γεννήθηκε μέσα σε ένα περιβάλλον, όπου ο καθημερινός αγώνας για τα πιο αυτονόητα πράγματα στη ζωή ήταν κανόνας. Αγώνας για τον «άρτον τον επιούσιον», αγώνας για τη μόρφωση, αγώνας για να ξεφύγει κάποιος από την μιζέρια και τη φτώχια. Αυτός ο διαρκής αγώνας και το παράδειγμα της μάνας του ήταν που διαμόρφωσαν τα πρώτα στοιχεία του χαρακτήρα του.
Ο μικρός Αλέξανδρος από πολύ νωρίς έμαθε να μην υποχωρεί μπροστά στις δυσκολίες, να μην φοβάται τις μπόρες και τους κεραυνούς της ζωής. Οι βουνοκορφές, που δεσπόζουν πάνω από το χωριό του και που δύσκολα κατακτώνται, τον δίδαξαν να αγωνίζεται με επιμονή και αποφασιστικότητα για την κατάκτηση των στόχων του. Τον δίδαξαν ακόμη ότι, αν κάποιος καταφέρει να ανέβει μέχρι εκεί, τότε θα έχει ελεύθερο ορίζοντα για να ξεχωρίζει το αγαθό και να απολαμβάνει αφειδώλευτα το φως του ήλιου.
Ο Αλέξανδρος, όμως, γεννήθηκε σε καιρούς δύσκολους όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη και για τον κόσμο ολόκληρο. Τριάντα τέσσερις μήνες μετά την γέννησή του ξέσπαγε ένας αδυσώπητος παγκόσμιος πόλεμος, που θα έφερνε ανυπολόγιστα δεινά στην ανθρωπότητα. Ανήμερα των τέταρτων γενεθλίων του ο πόλεμος έφτανε και στην Ελλάδα. Όταν συμπλήρωνε τα πέντε του χρόνια, γνώριζε καλά τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος σε ξένους δυνάστες. Τα δίσεκτα χρόνια, όμως, δεν τον εμπόδισαν στις ενατενίσεις του.
Σπουδές και αναζητήσεις
Το 1942, σε ηλικία έξι ετών, ο μικρός Αλέξανδρος εγγράφηκε στην Α’ τάξη του Δημοτικού Σχολείου του χωριού του. Το φως, που έφερε στην ψυχή του η επαφή με τα βιβλία και την γνώση, και η πίστη ότι, μέσω αυτής της οδού, θα μπορούσε νά ξεφύγει από την μιζέρια και από ένα μέλλον σχεδόν προδιαγεγραμμένο, τον κάνουν να αφιερωθεί ολόψυχα στο μονοπάτι της μάθησης. Είναι από τους καλλίτερους μαθητές της τάξης του, δείχνοντας την θέλησή του για διάκριση.
Ταυτόχρονα, όμως, δεν εγκαταλείπει και τις αγροτικές δουλειές, τις οποίες εκτελεί με την ίδια αγάπη και αφοσίωση που δείχνει και στα μαθήματά του. Διαμορφώνει, έτσι, ένα δόγμα ζωής, το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ: «Και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι». Ναι στη βοσκή των προβάτων, αλλά για να ξεφύγει κανείς απ’ αυτή. Αυτή μόνον ως μέσο εκπλήρωσης σχεδίων. Ναι στην καλλιέργεια της γης, αλλά για να ξεφύγει κανείς από τη νοοτροπία του κολλήγα. Ναι στον αγώνα που οι γονείς κληροδοτούσαν στα παιδιά τους, αλλά για να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Τελείωσε το Δημοτικό, ως ένας από τους δύο καλλίτερους μαθητές της τάξης του, κινούμενος ανάμεσα σε σχολείο και πρόβατα. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Α’ Γυμνάσιο της Τρίπολης. Σπουδάζει με στερήσεις, που η δυναμική παρουσία της μάνας του φρόντιζε να γλυκαίνει με την αδιάκοπη συμπαράστασή της.
Ταυτόχρονα, έχει αρχίσει να διαφαίνεται η κλίση του προς τη μόνωση, την αφοσίωση στο Θεό και την ιερωσύνη. Αγαπημένη του συνήθεια να πηγαίνει στον Ναό του Αγίου Βασιλείου για να προσεύχεται και να οραματίζεται. Όπως λέει ο ίδιος: «Στον Άγιο Βασίλειο πήγαινα, όταν δεν πήγαιναν οι άλλοι, όταν η Εκκλησία ήταν άδεια, τότε εγώ ένιωθα γεμάτος. Ένιωθα ενοχή, που δεν φορούσα καινούργια παπούτσια, που δε φορούσα καινούργια ρούχα. Πίστευα ότι η φτωχική μου εμφάνιση πρόσβαλε τον Άγιο, ο οποίος φεγγοβολούσε μέσα στην αρχιερατική του ενδυμασία, την με όλο ασήμι φτιαγμένη. Στο ημίφως του Ναού, άγνωστος και αγνώριστος τελούσα τη δική μου Θεία Λειτουργία, η οποία μου διέλυε τους φόβους και τις ενοχές. Έβλεπα με τα μάτια της ψυχής μου εκείνο που ερχόταν και ονειρευόμουνα εκείνο που θα γινόμουν. Μια δρασκελιά ήμουν κάτω από τον Επισκοπικό Θρόνο. Πόσο μεγάλο άλμα, άραγε, θα χρειαζόταν να κάνω για να τον ανέβω; Μέσα σ’ αυτούς τους συλλογισμούς και τα όνειρα σχεδίαζα τη ζωή μου. Και μετά το Πανεπιστήμιο. Σπουδές μέσα στη δυσκολία, αγώνας μέσα στις αντιξοότητες, όνειρα μέσα στο ακατόρθωτο. Εκείνος, όμως, είχε αποφασίσει κι εγώ ήμουν Εκείνου το όργανο».
Ακροβατούσε ανάμεσα στο χρέος προς τους γονείς και τη γη και ανάμεσα στο χρέος προς τον εαυτό του και την αλλαγή των πραγμάτων. Σήκωνε τη φτώχεια του με αξιοπρέπεια. Πίστευε στον Θεό, στον οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, πάντα, όμως, στα πλαίσια του γνωμικού «Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Οι εσωτερικές του αναζητήσεις τον φέρνουν όλο και πιο κοντά στην Εκκλησία. Αυτή την περίοδο είναι που συνδέεται στενά με τον τότε Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανό Ρουμπάνη. Η πρώτη συνάντησή τους γίνεται μια βροχερή μέρα και δεν εξελίσσεται με τον καλύτερο τρόπο.
Ο νεαρός μαθητής, φλεγόμενος από πόθο να συναντήσει την κορυφή της τοπικής Εκκλησίας για να μιλήσει μαζί του και να ζητήσει πνευματική καθοδήγηση, δεν πρόσεξε ότι μουσκεμένος, όπως ήταν από την βροχή, γέμισε νερά το γραφείο του Μητροπολίτη.
Το πρόσεξε, όμως, ο ηλικιωμένος Μητροπολίτης και επέπληξε αυστηρά τον μικρό επισκέπτη. Ντροπιάστηκε ο νεαρός μαθητής και, αντιδρώντας παρορμητικά, έκανε να φύγει. Ξαφνιάστηκε από την αντίδραση ο Μητροπολίτης και αμέσως τον ρώτησε: «τι θέλεις;». «Τίποτα, τίποτα», ήταν η απάντηση του μαθητή. «Τι θέλεις;», επέμενε ο Μητροπολίτης. Ο μαθητής γύρισε, του μίλησε, του εκμυστηρεύτηκε ο,τι είχε στην ψυχή του. Ο Μητροπολίτης διέκρινε στη ψυχή του νεαρού φως. Από τότε δεν τους χώρισε παρά μόνο ο θάνατος.
Ο Αλέξανδρος τελείωσε το Γυμνάσιο, πολεμώντας τη νοοτροπία της ισοπέδωσης. Αγωνιστικός, δυναμικός, αποφασιστικός, με καθαρή σκέψη και ζωή, που δεν κάμπτεται από τις Σειρήνες της καλοπέρασης και του εύκολου βολέματος, σκληρός στον εαυτό του, μα γεμάτος ανθρωπιά και τρυφερότητα για τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς, τους πονεμένους, αλλά και τους νέους, ιδίως εκείνους που βρίσκονται στην ηλικία που ψάχνουν για τα μονοπάτια που οδηγούν στη μεγάλη λεωφόρο της ζωής, πατώντας στέρεα στο χώμα, που το αγάπησε και με πάθος το καλλιέργησε, αλλά στρέφοντας το βλέμμα προς τις κορφές, που πάντα τις είχε στο στόχαστρο, δόθηκε ολοκληρωτικά στην υπηρεσία των ανθρώπων.
Ο επόμενος σταθμός είναι η Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου, όπου ήδη είχε αρχίσει να διαγράφεται η κλίση και η κατεύθυνσή του. Εκεί, με την πνευματική καθοδήγηση των δασκάλων του, μερικοί από τους οποίους έπαιξαν ρόλο, που υπερβαίνει τα όρια του «πνευματικού πατέρα», οριοθετεί το πλάσιμο του χαρακτήρα και δημιουργεί σχέσεις άρρηκτες, ισχυρότερες απ’ εκείνες που, συνήθως, έχουν οι «δεσμοί αίματος». Από την Εκκλησιαστική Σχολή αποφοιτά το 1958.
Μετά την Κόρινθο ο επόμενος σταθμός βρίσκεται στην Αθήνα και τη Θεολογική Σχολή. Διαμορφώνεται ήδη ο δρόμος οριστικά για ο,τι σήμερα στεγνά ονομάζουμε «καριέρα», αλλά που για ορισμένους, που έμαθαν ν’ ατενίζουν βουνοκορφές, αποτελεί σκοπό ζωής, αφοσίωση, δόσιμο ολοκληρωτικό.
Το Πανεπιστήμιο το τελείωσε το 1963, αγωνιζόμενος σε δυό μέτωπα. Από την μία οι σπουδές και η μελέτη. Από την άλλη οι διάφορες δουλειές, τις οποίες περιστασιακά έκανε, προκειμένου να εξασφαλίσει τα λίγα απαραίτητα χρήματα, που του ήταν αναγκαία για να συντηρηθεί. Έφτασε, έτσι, στο πτυχίο. Ήταν θεολόγος.
Στις αρχές του 1964 δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα. Πεθαίνει αναπάντεχα ο μέχρι τότε προστάτης του και πνευματικός του πατέρας, ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας Γερμανός Β’ (Ρουμπάνης).
Ο Μητροπολίτης είχε ανέβει στην Αθήνα, όπου στις 16 και 17 Ιανουαρίου εξέθεσε στην Ιερά Σύνοδο τις απόψεις του σχετικά με την τότε επικείμενη συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα και του Πάπα Παύλου Στ’. Επιστρέφοντας, όμως, στο σπίτι του στην Αθήνα, ο Μητροπολίτης προσβλήθηκε από διπλή πνευμονία και μέσα σε τέσσερις μέρες απεβίωσε.
Το πνευματικό του παιδί, ο Αλέξανδρος, βρίσκεται στο πλάι του από την πρώτη στιγμή. Όπως γράφει ο ίδιος: «…Η καρδιά μου ράγισε και μάτωσε από τον πόνο και την θλίψη, όταν με λαχτάρα έφτασα στο Νοσοκομείο και είδα τον Δεσπότη. Ούτε σκιά του Γερμανού δεν ήταν αυτό που αντίκρυσαν τα μάτια μου. Τα πλατειά, τα μεγάλα, τα παρασημοτιμημένα στήθη του Δεσπότη απεγνωσμένα αγωνίζονταν για να αναπνεύσουν, τα μάτια του τα φωτεινά είχαν βασιλέψει….».
Ο θάνατος του πνευματικού του πατέρα συγκλονίζει τον Αλέξανδρο και με συντριβή καρδίας τον θρηνεί. Όπως πάλι ο ίδιος γράφει: «…Δεν αισθάνθηκα συντριπτικώτερη οδύνη από εκείνη των στιγμών αυτών, και δεν έκλαψα ποτέ μου πιο πικρά, όσο την ώρα που αντίκρυσα τον Κώστα Γαλιώτο να απλώνη τα χέρια του και να κλείνη δια παντός τα μάτια του Δεσπότη….».
Το καθήκον προς την Πατρίδα και η επιστροφή στην Τρίπολη
Την ίδια χρονιά, 1964, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Επιλέγεται για το Πυροβολικό και μετατίθεται στη Θήβα. Από εκεί και μετά, το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής του θητείας το υπηρετεί ως υπαξιωματικός στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Έχοντας με ενθουσιασμό προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα, επιστρέφει στην Αρκαδία ύστερα από εικοσιεπτά μήνες.
Εν τω μεταξύ, στις 24 Νοεμβρίου 1964 είχε εκλεγεί νέος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας ο Θεόκλητος Β’ (Φιλιππαίος), ο οποίος είχε ενθρονιστεί στην Τρίπολη στις 19 Δεκεμβρίου 1964.
Εργάζεται στα γραφεία της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας ως δακτυλογράφος και λαϊκός Ιεροκήρυκας και, ταυτόχρονα, διδάσκει για τρία χρόνια στην Τεχνική Σχολή της Τρίπολης, μεταλαμπαδεύοντας την αγάπη του για τον Θεό και την Ελλάδα στις νέες γενιές των παιδιών της Αρκαδίας. Την ίδια περίοδο εκδίδει και τα πρώτα βιβλία του.
Ο «Αλιεύς»
Στα τέλη του 1967 ο Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Θεόκλητος κάλεσε στο γραφείο του τους στενούς του συνεργάτες, με σκοπό να συζητήσει μαζί τους την έκδοση ενός περιοδικού, που θα απεικόνιζε την όλη ζωή και κίνηση, αλλά και που θα θεράπευε τις πνευματικές αναζητήσεις της Μητρόπολης.
Ύστερα από πολλές συζητήσεις, το περιοδικό έκανε την εμφάνισή του τον Ιανουάριο του 1968, με όνομα μια λέξη με πολλαπλούς συμβολισμούς κατευθείαν μέσα από το Ευαγγέλιο και τα λόγια του Χριστού. Τη λέξη Αλιεύς. Ως πρώτος διευθυντής και υπεύθυνος του περιοδικού επιλέχθηκε από τον Μητροπολίτη ο λαϊκός Ιεροκήρυκας Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, ο οποίος συνέχισε να διευθύνει το περιοδικό για δεκαέξι χρόνια είτε ως Ιεροδιάκονος, είτε ως Αρχιμανδρίτης και μέχρι την εκλογή του ως Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου.
Από τότε και για σαράντα έξι συναπτά έτη εκδίδεται ο Αλιεύς από την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Στις σελίδες του έχει καταγραφεί ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης ιστορίας της Μητρόπολής μας, ενώ πολλοί σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έχουν καταθέσει στις σελίδες του το απόσταγμα της ψυχής τους.
Δεν αποφεύγουμε τον πειρασμό να επισημάνουμε μια συγκυρία, που συνδέεται με τον Αλιέα.
Μετά την εκλογή του Σεβασμιωτάτου κ. Αλεξάνδρου ως Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, στην διεύθυνση του περιοδικού τον διαδέχθηκε ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Αθανασόπουλος και αυτόν, μετά τον ορισμό του ως Πρωτοσυγκέλλου της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας, ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Σκλήφας.
Και οι δυό διάδοχοι είναι σήμερα Μητροπολίτες. Ο μεν Θεόκλητος είναι Μητροπολίτης Ιερισσού, Αρδαμερίου και Αγίου Όρους, ο δε Χρυσόστομος είναι Μητροπολίτης Πατρών.
Φαίνεται ότι ο Αλιέας επιτελεί ένα βαθύτερο έργο και εκπαιδεύει και αναδεικνύει καλούς αλιείς ψυχών!
* Εκ του Λευκώματος το οποίο εκδόθηκε το 2014 δια τα τριάντα έτη Αρχιεροσύνης του Σεβασμιωτάτου το οποίο επιμελήθηκε ο κ. Γεώργιος Ζαχαρόπουλος και εκδόθηκε παρά του Μητροπολιτικού Ι.Ν Αγ. Βασιλείου Τριπόλεως και της Περιφερείας Πελοποννήσου.