Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η Παλαιά Διαθήκη είναι το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής. Είναι μία σειρά βιβλίων στα οποία βλέπουμε σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής την Αποκάλυψη του Θεού. Όχημα της αποκάλυψης ο λαός του Ισραήλ. Τρόποι της Αποκάλυψης ποικίλοι. Δεσπόζει η έννοια της διαθήκης, της συμφωνίας την οποία έκανε ο Θεός με τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Αβραάμ και κατ’ επέκταση με όλη την ανθρωπότητα ότι όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα δώσει την λύση στο μεγαλύτερο υπαρξιακό πρόβλημα που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουμε: αυτό της υπέρβασης του θανάτου. Πιστεύουμε στην ύπαρξη που είναι διφυής: σώμα και ψυχή. Πιστεύουμε στην κατά χάριν αθανασία της ψυχής και την συνέχεια της κοινωνίας μας με το Θεό και τον πλησίον στο επέκεινα. Όμως έχουμε να αντιμετωπίσουμε δύο μεγάλα ζητήματα: το ένα είναι ο παρών κόσμος και το νόημά του. Και το άλλο είναι το σώμα μας, το οποίο είναι κατά φύσιν φθαρτό και είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουμε και ζούμε στον παρόντα κόσμο και το οποίο επιστρέφει στη γη από την οποία προέρχεται. Δεν είμαστε πλήρεις μετά τον θάνατο. Και ποθούμε να βρούμε διέξοδο στην απουσία του σώματος.
Αυτά τα δύο σημεία αποτελούν τη βάση της διαθήκης, την οποία συνήψε ο Θεός με το ανθρώπινο γένος. Και γι’ αυτό μόνο λύπη προκαλεί η ταύτιση της διαθήκης με τον λαό του Ισραήλ και ο υπερτονισμός στοιχείων αλλότριων του αληθινού νοήματος της θεϊκής αποκάλυψης με σκοπό να απορριφθεί ή να περιθωριοποιηθεί η Παλαιά Διαθήκη, διότι δήθεν αναφέρεται στην ιστορία ενός λαού, ενώ είναι η ιστορία της πίστης του ανθρώπου στον Αποκαλυφθέντα Θεό. Διότι δήθεν έρχεται σε ρήξη με τα επιστημονικά επιτεύγματα, τα οποία όταν η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται κυριολεκτικά και ιστορικά, μοιάζουν σήμερα να την περιθωριοποιούν. Διότι δήθεν η Καινή Διαθήκη διέγραψε την Παλαιά, καθώς μόνο μετά τον ερχομό του Χριστού μπορούμε να κάνουμε λόγο για την αγάπη ως την οδό της Βασιλείας του Θεού, ενώ ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης αποτελεί την βάση για να συμπληρωθεί και να τελειοποιηθεί η αποκάλυψη του θελήματος του Θεού στους ανθρώπους. Χωρίς προετοιμασία του κόσμου, δεν θα ερχόταν η ώρα της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, «οι οποίοι ελάλησαν τω ονόματι Κυρίου» (Ιακ. 5, 10), κακοπάθησαν, μαρτύρησαν, ομολόγησαν και προετοίμασαν τον κόσμο για τον ερχομό του Χριστού, μάς δείχνουν την αξία της Παλαιάς Διαθήκης, όχι μόνο από ιστορικής πλευράς στη ζωή μας, αλλά κυρίως από πνευματικής. Και γι’ αυτό η Εκκλησία μας, παρότι οι προφητείες τους εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού, εξακολουθεί να τους τιμά και να μας υπενθυμίζει τη ζωή τους, προκειμένου και εμείς να διδασκόμαστε, να παρακινούμαστε σε μίμηση και την ίδια στιγμή να αναγνωρίζουμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης για τη ζωή μας, αλλά και να συνειδητοποιούμε την ανάγκη της συνεχούς προετοιμασίας μας στον κόσμο και την ιστορία και της ταυτόχρονης αποδοχής της παρουσίας του προσώπου του Χριστού στη ζωή της Εκκλησίας. Θα λέγαμε, αν κάτι τέτοιο μας επιτρεπόταν, ότι την ίδια στιγμή ζούμε στον κόσμο αγωνιζόμενοι να έχουμε την πίστη της Παλαιάς Διαθήκης και παράλληλα κοινωνούμε το Χριστό, στα μυστήρια και τη ζωή της Εκκλησίας, ευρισκόμενοι στην Καινή Διαθήκη.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «το λαλείν τω ονόματι Κυρίου», όπως ο προφητικός λόγος και το προφητικό βίωμα. Η ταπείνωση να αφηνόμαστε στο θέλημα του Θεού ανεξαρτήτως της δύναμης των προσωπικών μας χαρισμάτων. Η ετοιμότητα να αναλάβουμε την αποστολή να ζούμε κατά Χριστόν και να μιλούμε κατά Χριστόν. Και την ίδια στιγμή το να πηγάζει από εμάς το άρωμα της πίστης στο Θεό και την πρόνοιά του, αλλά και η οργάνωση της ζωής μας σύμφωνα με τις εντολές Του, ώστε και στην ιστορική μας πορεία να αγωνιζόμαστε για Εκείνον, δημιουργώντας έναν διαφορετικό κόσμο τόσο εντός μας, όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και στην προοπτική της εξόδου μας από την διάσταση του χρόνου, να λειτουργούμε με την προσδοκία της ανάστασης των νεκρών, της αποκατάστασης της συμφυΐας σώματος και ψυχής και της αιωνίου ζωής, όπως οι Άγιοι.
Ας επιμείνουμε λίγο στον παρόντα χρόνο. Οι προφήτες «ελάλησαν τω ονόματι Κυρίου». Δεν μίλησαν απλώς ως εκπρόσωποι του Θεού, αλλά με τη βοήθεια του Θεού και για χάρη Του. Δεν είχαν την αίσθηση της αυτάρκειας ούτε την υπερηφάνεια ότι εκπροσωπούσαν το Θεό στους ανθρώπους, αλλά άφηναν τον Κύριο να μιλήσει δι’ αυτών. Έβαζαν στην άκρη, με πολύ κόπο και αγώνα, στερήσεις και μαρτύρια, το «εγώ» τους και λούζονταν από το φως και τη δρόσο του Πνεύματος, για να μπορεί ο Θεός να μιλά δι’ αυτών. Και την ίδια στιγμή δεν αρνήθηκαν την ιστορία και τον κόσμο, στον οποίο έζησαν, χάριν της αιωνιότητας και της ανταπόδοσης από τον Θεό στην άλλη ζωή για όλα όσα οι άνθρωποι έπρατταν. Οι προφήτες είχαν ως γνώμονα της κρίσης τους για τον κόσμο το θέλημα του Θεού. Αρνήθηκαν την αμαρτία, την απομάκρυνση δηλαδή από τις εντολές του Θεού, η οποία ήταν έντονη στην εποχή τους και η οποία φανερωνόταν με την αδικία που οι άνθρωποι υφίσταντο από τους ισχυρούς του κόσμου, αλλά και τους ισχυρούς στην καθημερινή ζωή. Αρνήθηκαν την υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη και τις ανομίες, που πηγάζει από το έλλειμμα αγάπης προς το Θεό και τον συνάνθρωπο. Πρωτίστως όμως αρνήθηκαν την απιστία στο Θεό και την αναπλήρωση της ανθρώπινης ανάγκης για κοινωνία με το επέκεινα με την λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ανθρωπόμορφων ψευτοθεοτήτων, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες των ανθρώπων να δικαιώνονται ως προς τα πάθη τους, καθώς ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.
Τον δρόμο του λαλείν τω ονόματι Κυρίου έδειξε ιδιαιτέρως ίσως ο σπουδαιότερος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ηλίας. Στηλίτευσε την απιστία, την ανομία, την αδικία στο πρόσωπο του βασιλιά Αχαάβ και της βασίλισσας Ιεζάβελ, αλλά δεν άφησε εκτός της κριτικής και της αγωνίας του και τον λαό του Ισραήλ. Όταν είδε την αμετανοησία των ανθρώπων, απομονώθηκε αρχικά στο σπίτι μίας ειδωλολάτρισσας γυναίκας και στη συνέχεια στο όρος Χωρήβ, δείχνοντας ότι ο προφητικός λόγος δεν είναι λόγος που κάμπτεται από την ανυπακοή των ανθρώπων, αλλά γνωρίζει να περιμένει πότε ο Θεός θα ευδοκήσει. Και την ίδια στιγμή ο προφητικός λόγος και η προφητική ζωή λειτουργούν στην προοπτική του μαρτυρίου είτε της συνειδήσεως είτε του αίματος, με γνώμονα την κατά Θεόν ζωή, τόσο του προφήτη όσο και των συνανθρώπων του.
Είναι πολύτιμα τα μηνύματα της Παλαιάς Διαθήκης γενικά, και ειδικά του λόγου και της ζωής των προφητών. Ας εμπνευσθούμε εν μετανοία στον παρόντα χρόνο από την αξία του να μην αδικούμε παραβαίνοντας το νόμο και το λόγο του Θεού, του να μην θεοποιούμε τα πάθη μας, αλλά να αγωνιζόμαστε εν ασκήσει εναντίον τους και την ίδια στιγμή να πορευόμαστε με γνώμονα την πίστη στο Θεό, η οποία μας ανοίγει τον δρόμο της ζωής τόσο της εδώ όσο και της αιωνίου. Ο προφήτης Ηλίας αξιώθηκε της χάριτος του να μην πεθάνει, αλλά να περιμένει την επάνοδό του στον κόσμο λίγο πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να εκπληρώσει το κοινό χρέος, αφού λειτουργήσει και πάλι προφητικά. Την ίδια στιγμή ο λόγος και η ζωή του μάς δείχνουν ότι η πίστη συνεχίζει να υπάρχει. Και ο καθένας μας καλείται να γίνει ο φορέας της, μιλώντας τω ονόματι του Θεού εν τη Εκκλησία και όχι ως αυτόκλητος εκπρόσωπός Του ή ως αυτοθεοποιούμενος κριτής των πάντων.
Αυτά τα δύο σημεία αποτελούν τη βάση της διαθήκης, την οποία συνήψε ο Θεός με το ανθρώπινο γένος. Και γι’ αυτό μόνο λύπη προκαλεί η ταύτιση της διαθήκης με τον λαό του Ισραήλ και ο υπερτονισμός στοιχείων αλλότριων του αληθινού νοήματος της θεϊκής αποκάλυψης με σκοπό να απορριφθεί ή να περιθωριοποιηθεί η Παλαιά Διαθήκη, διότι δήθεν αναφέρεται στην ιστορία ενός λαού, ενώ είναι η ιστορία της πίστης του ανθρώπου στον Αποκαλυφθέντα Θεό. Διότι δήθεν έρχεται σε ρήξη με τα επιστημονικά επιτεύγματα, τα οποία όταν η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύεται κυριολεκτικά και ιστορικά, μοιάζουν σήμερα να την περιθωριοποιούν. Διότι δήθεν η Καινή Διαθήκη διέγραψε την Παλαιά, καθώς μόνο μετά τον ερχομό του Χριστού μπορούμε να κάνουμε λόγο για την αγάπη ως την οδό της Βασιλείας του Θεού, ενώ ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης αποτελεί την βάση για να συμπληρωθεί και να τελειοποιηθεί η αποκάλυψη του θελήματος του Θεού στους ανθρώπους. Χωρίς προετοιμασία του κόσμου, δεν θα ερχόταν η ώρα της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, «οι οποίοι ελάλησαν τω ονόματι Κυρίου» (Ιακ. 5, 10), κακοπάθησαν, μαρτύρησαν, ομολόγησαν και προετοίμασαν τον κόσμο για τον ερχομό του Χριστού, μάς δείχνουν την αξία της Παλαιάς Διαθήκης, όχι μόνο από ιστορικής πλευράς στη ζωή μας, αλλά κυρίως από πνευματικής. Και γι’ αυτό η Εκκλησία μας, παρότι οι προφητείες τους εκπληρώθηκαν στο πρόσωπο του Χριστού, εξακολουθεί να τους τιμά και να μας υπενθυμίζει τη ζωή τους, προκειμένου και εμείς να διδασκόμαστε, να παρακινούμαστε σε μίμηση και την ίδια στιγμή να αναγνωρίζουμε την αξία της Παλαιάς Διαθήκης για τη ζωή μας, αλλά και να συνειδητοποιούμε την ανάγκη της συνεχούς προετοιμασίας μας στον κόσμο και την ιστορία και της ταυτόχρονης αποδοχής της παρουσίας του προσώπου του Χριστού στη ζωή της Εκκλησίας. Θα λέγαμε, αν κάτι τέτοιο μας επιτρεπόταν, ότι την ίδια στιγμή ζούμε στον κόσμο αγωνιζόμενοι να έχουμε την πίστη της Παλαιάς Διαθήκης και παράλληλα κοινωνούμε το Χριστό, στα μυστήρια και τη ζωή της Εκκλησίας, ευρισκόμενοι στην Καινή Διαθήκη.
Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι «το λαλείν τω ονόματι Κυρίου», όπως ο προφητικός λόγος και το προφητικό βίωμα. Η ταπείνωση να αφηνόμαστε στο θέλημα του Θεού ανεξαρτήτως της δύναμης των προσωπικών μας χαρισμάτων. Η ετοιμότητα να αναλάβουμε την αποστολή να ζούμε κατά Χριστόν και να μιλούμε κατά Χριστόν. Και την ίδια στιγμή το να πηγάζει από εμάς το άρωμα της πίστης στο Θεό και την πρόνοιά του, αλλά και η οργάνωση της ζωής μας σύμφωνα με τις εντολές Του, ώστε και στην ιστορική μας πορεία να αγωνιζόμαστε για Εκείνον, δημιουργώντας έναν διαφορετικό κόσμο τόσο εντός μας, όσο και στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους, αλλά και στην προοπτική της εξόδου μας από την διάσταση του χρόνου, να λειτουργούμε με την προσδοκία της ανάστασης των νεκρών, της αποκατάστασης της συμφυΐας σώματος και ψυχής και της αιωνίου ζωής, όπως οι Άγιοι.
Ας επιμείνουμε λίγο στον παρόντα χρόνο. Οι προφήτες «ελάλησαν τω ονόματι Κυρίου». Δεν μίλησαν απλώς ως εκπρόσωποι του Θεού, αλλά με τη βοήθεια του Θεού και για χάρη Του. Δεν είχαν την αίσθηση της αυτάρκειας ούτε την υπερηφάνεια ότι εκπροσωπούσαν το Θεό στους ανθρώπους, αλλά άφηναν τον Κύριο να μιλήσει δι’ αυτών. Έβαζαν στην άκρη, με πολύ κόπο και αγώνα, στερήσεις και μαρτύρια, το «εγώ» τους και λούζονταν από το φως και τη δρόσο του Πνεύματος, για να μπορεί ο Θεός να μιλά δι’ αυτών. Και την ίδια στιγμή δεν αρνήθηκαν την ιστορία και τον κόσμο, στον οποίο έζησαν, χάριν της αιωνιότητας και της ανταπόδοσης από τον Θεό στην άλλη ζωή για όλα όσα οι άνθρωποι έπρατταν. Οι προφήτες είχαν ως γνώμονα της κρίσης τους για τον κόσμο το θέλημα του Θεού. Αρνήθηκαν την αμαρτία, την απομάκρυνση δηλαδή από τις εντολές του Θεού, η οποία ήταν έντονη στην εποχή τους και η οποία φανερωνόταν με την αδικία που οι άνθρωποι υφίσταντο από τους ισχυρούς του κόσμου, αλλά και τους ισχυρούς στην καθημερινή ζωή. Αρνήθηκαν την υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη και τις ανομίες, που πηγάζει από το έλλειμμα αγάπης προς το Θεό και τον συνάνθρωπο. Πρωτίστως όμως αρνήθηκαν την απιστία στο Θεό και την αναπλήρωση της ανθρώπινης ανάγκης για κοινωνία με το επέκεινα με την λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ανθρωπόμορφων ψευτοθεοτήτων, οι οποίες κάλυπταν τις ανάγκες των ανθρώπων να δικαιώνονται ως προς τα πάθη τους, καθώς ήταν κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους.
Τον δρόμο του λαλείν τω ονόματι Κυρίου έδειξε ιδιαιτέρως ίσως ο σπουδαιότερος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ηλίας. Στηλίτευσε την απιστία, την ανομία, την αδικία στο πρόσωπο του βασιλιά Αχαάβ και της βασίλισσας Ιεζάβελ, αλλά δεν άφησε εκτός της κριτικής και της αγωνίας του και τον λαό του Ισραήλ. Όταν είδε την αμετανοησία των ανθρώπων, απομονώθηκε αρχικά στο σπίτι μίας ειδωλολάτρισσας γυναίκας και στη συνέχεια στο όρος Χωρήβ, δείχνοντας ότι ο προφητικός λόγος δεν είναι λόγος που κάμπτεται από την ανυπακοή των ανθρώπων, αλλά γνωρίζει να περιμένει πότε ο Θεός θα ευδοκήσει. Και την ίδια στιγμή ο προφητικός λόγος και η προφητική ζωή λειτουργούν στην προοπτική του μαρτυρίου είτε της συνειδήσεως είτε του αίματος, με γνώμονα την κατά Θεόν ζωή, τόσο του προφήτη όσο και των συνανθρώπων του.
Είναι πολύτιμα τα μηνύματα της Παλαιάς Διαθήκης γενικά, και ειδικά του λόγου και της ζωής των προφητών. Ας εμπνευσθούμε εν μετανοία στον παρόντα χρόνο από την αξία του να μην αδικούμε παραβαίνοντας το νόμο και το λόγο του Θεού, του να μην θεοποιούμε τα πάθη μας, αλλά να αγωνιζόμαστε εν ασκήσει εναντίον τους και την ίδια στιγμή να πορευόμαστε με γνώμονα την πίστη στο Θεό, η οποία μας ανοίγει τον δρόμο της ζωής τόσο της εδώ όσο και της αιωνίου. Ο προφήτης Ηλίας αξιώθηκε της χάριτος του να μην πεθάνει, αλλά να περιμένει την επάνοδό του στον κόσμο λίγο πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, για να εκπληρώσει το κοινό χρέος, αφού λειτουργήσει και πάλι προφητικά. Την ίδια στιγμή ο λόγος και η ζωή του μάς δείχνουν ότι η πίστη συνεχίζει να υπάρχει. Και ο καθένας μας καλείται να γίνει ο φορέας της, μιλώντας τω ονόματι του Θεού εν τη Εκκλησία και όχι ως αυτόκλητος εκπρόσωπός Του ή ως αυτοθεοποιούμενος κριτής των πάντων.