τον έβδομο μ.Χ. αι. Όμως, παράλληλα μας προσκαλεί σε βαθύ προβληματισμό περί του λόγου της χαράς μας γι΄ Αυτόν.
Γιατί ο Σταυρός, άραγε, συνιστά το σύμβολο της χριστιανικής πίστεως και την αδιάκοπη αιτία χαράς του χριστιανού;
Πως ένα ατιμωτικό, μέχρι την εποχή του Κυρίου μας, όργανο κατέστη τελικώς ό,τι αγιότερο και πολυτιμότερο για τους πιστούς Χριστιανούς όλων των αιώνων;
Η απάντηση, βεβαίως, είναι απλή και σχετίζεται με αυτό που αποτελεί το μυστήριο των μυστηρίων της πίστεώς μας: πάνω στον Σταυρό ανέβηκε εκουσίως και άφησε την τελευταία Του πνοή ο ενσαρκωθείς Θεός μας, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τιμούμε τον Σταυρό λόγω των αχράντων αιμάτων Εκείνου που έρρευσαν πάνω Του και Τον έκαναν έκτοτε όργανο λύτρωσης και σωτηρίας. Αν ο άνθρωπος σώθηκε, αν δηλαδή μπόρεσε να δει και πάλι Θεού πρόσωπο, μετά την τραγική πτώση του στην αμαρτία, ήταν γιατί ακριβώς ο Υιός του Θεού σαρκώθηκε, για να υποστεί, τελικώς, το Πάθος του Σταυρού, διά του Οποίου «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου». Δεν ήταν το κήρυγμα του Κυρίου μας ή τα θαύματα, τα οποία επιτέλεσε, αυτά που έσωσαν τον άνθρωπο. Η Σταυρική Του θυσία ήταν η κατεξοχήν σωτηριώδης ενέργειά Του, γιατί πάνω στον Σταυρό «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας», συνέτριψε τον διάβολο, καταπάτησε τον θάνατο.
«Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει τον Χριστό μας «ως το εσφαγμένον αρνίον από καταβολής κόσμου». Το Πάθος Του είχε προαναγγελθεί από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ακριβώς προς δήλωση του γεγονότος ότι το Πάθος αυτό αποτελεί τη σφραγίδα της επί γης αποστολής Του.
«Έδει παθείν τον Χριστόν», κατά την Αγία Γραφή▪ έπρεπε να πάθει ο Χριστός, γιατί το μέγεθος της ανθρώπινης αμαρτίας ήταν τέτοιο που κανείς και τίποτε ανθρώπινο δεν μπορούσε να το σβήσει και να το καταργήσει, παρά μόνον ο ίδιος ο Θεός. Και ποιά η αιτία της επί γης παρουσίας Του και της Σταυρικής Του θυσίας; Τίποτε άλλο, παρά η άπειρη αγάπη του Δημιουργού προς τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο Του. Μπορεί πολλοί να επιχείρησαν, με ανθρώπινα κριτήρια, να ερμηνεύσουν το διά Σταυρού Πάθος, έσφαλαν, όμως, διότι δεν Το συνέδεσαν με αυτό που αποκαλύπτει η Γραφή: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν». Η άπειρη αγάπη του Θεού αποτελεί το κίνητρο του ερχομού στον κόσμο και του Πάθους του Υιού Του, ώστε η μόνη αρμόζουσα στάση του ανθρώπου να είναι η δοξολογική πίστη του και η εν μετανοία ακολουθία της δικής Του ζωής.
Και σ᾽ αυτό το τελευταίο πρέπει να εγκύψουμε ιδιαιτέρως. Ο Σταυρός του Κυρίου μας αποτελεί το λυτρωτικό γεγονός της ζωής μας, εφόσον Τον αποδεχόμαστε εν πίστει και Τον καθιστούμε το καίριο στοιχείο της ζωής μας. Μη λησμονούμε ότι το βάπτισμά μας, η συμμετοχή μας στη Θεία Ευχαριστία, ακόμη και η πνευματική μας ζωή έχουν σταυρώσιμο, γι᾽ αυτό και αναστάσιμο, ταυτοχρόνως, χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, εμείς οι βαπτισμένοι στο όνομα του Χριστού μας χριστιανοί, ενσωματωμένοι σ᾽ Εκείνον και τρώγοντας και πίνοντας το Σώμα και το Αίμα Του, έχουμε τον Σταυρό θεμέλιο και καθοδηγητικό στοιχείο της επί γης πορείας μας. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού καθ᾽ ημέραν και ακολουθείτω μοι», σημειώνει ο Κύριος. «Χριστώ συνεσταύρωμαι», διαλαλεί και ο Απόστολος, «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Τί άλλο, όμως, σημαίνει αυτή η συσταύρωσή μας με τον Χριστό, παρά συνέχεια και φανέρωση αυτού που αποτέλεσε και την αιτία της δικής Του Σταύρωσης, δηλ. την αγάπη; Πάνω στον Σταυρό διαβάζουμε την άπειρη αγάπη του Θεού μας∙ είμαστε κι εμείς χριστιανοί, ζώντας τον Σταυρό Εκείνου, όταν μπορούν και οι άλλοι να διαβάζουν επάνω μας τη δική Του ίδια αγάπη. Αν απουσιάζει από τη ζωή μας η αγάπη του Χριστού, σημαίνει ότι η πίστη μας είναι μία απλή ιδεολογία, χωρίς καμία ζωντάνια. Νεκρός τύπος και γράμμα. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ», λέγει ο Κύριος, όχι αν απλώς με ομολογείτε, όχι αν με κηρύσσετε, αλλά «εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Η αγάπη, λοιπόν, προς τον συνάνθρωπο, τον όποιο συνάνθρωπο, χωρίς διακρίσεις, και μάλιστα με διάθεση θυσίας απέναντί του, είναι εκείνο που καθιστά κάποιον όντως χριστιανό και ζωντανό μέλος του Χριστού και της Εκκλησίας.
Και να, αδελφοί μου αγαπητοί, που μας προσφέρεται, μεταξύ πολλών άλλων προκλήσεων, η ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της πίστης μας, διά της αγάπης, όπως μέσα από τη λειτουργία των «Σπιτιών Γαλήνης Χριστού». Χιλιάδες άνθρωποι αναγκεμένοι, κουρασμένοι, καταφεύγουν σ᾽ αυτά και βρίσκουν αυτό που μπορεί να τους διατηρήσει στη ζωή, ένα ζεστό πιάτο φαγητό, υλική συμπαράσταση, αγάπη και φροντίδα. Το γνωρίζετε όλοι, πως χρόνια τώρα τα «Ενοριακά Συσσίτια Απόρων» αποτελούν το καταφύγιο για εκατοντάδες συμπολίτες μας. Και πώς διατηρούνται; Με τη δική σας φροντίδα, από το δικό σας υστέρημα, που αποκαλύπτει, όμως, την περίσσεια της αγάπης σας. Η δική σας αγάπη, η δική σας εθελοντική παρουσία και προσφορά, αποτελούν την αιτία της υπάρξεώς τους. Η δική σας αγάπη και ο δικός σας εθελοντισμός, αποτελούν την αιτία και της συνέχειάς τους. Κι από την άποψη αυτή, αδελφοί μου, η προσφορά σας, η προσευχή σας, η έγνοια σας για τους αναγκεμένους συνανθρώπους μας, όχι μόνο γίνεται αγκαλιά γι᾽ αυτούς, αλλά επιστρέφει με τον πιο ουσιαστικό και ευεργετικό τρόπο σε σας. Αν η αγάπη είναι η απόδειξη της χριστιανικότητάς μας, τότε τί άλλο αυξάνει τη χάρη του Θεού σ᾽ εμάς, παρά η αδιάκοπη και έμπρακτη επιβεβαίωσή της; Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν το ίδιο το αψευδές στόμα του Κυρίου έχει διακηρύξει ότι «εφ᾽ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Στον Χριστό, λοιπόν, προσφέρουμε την αγάπη μας, την οποία Εκείνος μας δίνει με χαρισματικό τρόπο, γιατί είμαστε μέλη Του. «Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν, κατά πάντα και δια πάντα».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Σας καλώ και τη νέα εκκλησιαστική χρονιά να αντλήσουμε δύναμη από τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου μας, που κείται υψωμένος ενώπιόν μας σήμερα, για να συνεχίσουμε την αυθεντική και έμπρακτη εκδήλωση αγάπης προς τον συνάνθρωπο με έργα φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης, θυσίας και προσφοράς.