Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να ανέβει στο Σταυρό. Το είπε ο Ίδιος τις παραμονές του πάθους Του. Προσευχόμενος στον Πατέρα Του λέει: «Πάτερ, σώσόν με εκ της ώρας ταύτης . αλλά δια τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην» (Ιωάν. 12, 27). Ήρθε στον κόσμο για να περάσει την ώρα της οδύνης. Αυτή η ώρα όμως ήταν ταυτόχρονα και ώρα δόξας. Γι’ αυτό και ο Χριστός λέει: «Πάτερ, δόξασόν σου το όνομα». Και έρχεται η φωνή από τον ουρανό: «Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω» (Ιωάν. 12, 28). Ο Σταυρός του Κυρίου ήταν λοιπόν ο σκοπός της παρουσίας του Χριστού στον κόσμο, η γεύση της οδύνης ήταν το αποκορύφωμα της αγάπης Του προς τους ανθρώπους, και στον Σταυρό πάνω δοξάστηκε το όνομα του Θεού Πατρός.
Οι άνθρωποι όταν έχουμε στο νου μας τον Θεό, πιστεύουμε σε μία ανώτερη δύναμη, η οποία φέρει πάνω της το χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας. Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι ο Θεός βρίσκεται ανάμεσά μας, και μάλιστα έχοντας προσλάβει την ανθρώπινη φύση όχι για να επιβάλει την παντοδυναμία Του, αλλά για να σταυρωθεί. Για να βιώσει δηλαδή το έσχατο σημείο της αδυναμίας, του εξευτελισμού, της ταπείνωσης από εμάς τους ανθρώπους, από τα δημιουργήματά Του. Όταν μάλιστα κοιτούμε προσεκτικότερα τη ζωή του Χριστού, διαπιστώνουμε το φαινομενικά ακατανόητο αυτής της επιλογής. Ο Κύριος που θεραπεύει τους ασθενείς. Ο Κύριος που νικά τους φυσικούς νόμους. Ο Κύριος που συγχωρεί αμαρτίες. Ο Κύριος που δια του λόγου σαγηνεύει τα πλήθη, που κανείς δεν μπορεί να Του αντισταθεί ως προς τη γνώση και τη σοφία, αναφέρει ότι σκοπός της ζωής Του ήταν ο Σταυρός. Δεν είναι μόνο σημείο εναντίον του ανθρώπινου εγωκεντρισμού. Είναι και η αίσθησητης παραίτησης από την ίδια τη ζωή, κάτι που αντίκειται στο ένσκτικτο της επιβίωσης με το οποίο ο Θεός μας έχει προικίσει. Ο Χριστός υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη ανάγκη και δείχνει ότι εκούσια ήρθε και εν γνώσει Του για να σταυρωθεί. Κανείς από τους ανθρώπους δεν θα μπορούσε να διαλέξει μία τέτοια οδό παντελούς παραίτησης από την δύναμη και τα χαρακτηριστικά της φύσης μας και να οδηγήσει τον εαυτό του εκούσια στον θάνατο.
Ο Σταυρός είναι το αποκορύφωμα της οδύνης που βίωσε ο Χριστός. Και η οδύνη δεν έχει να κάνει μόνο με τα προηγούμενα, την παραίτηση δηλαδή από την ζωή και την παντοδυναμία. Έχει να κάνει και με την δεδομένη γνώση της ανθρώπινης αχαριστίας όχι μόνο τότε, αλλά και στη συνέχεια της Ιστορίας. Επάνω στο Σταυρό ο Χριστός φέρει τις αμαρτίες όλου του ανθρώπινου γένους, και πριν και μετά από την εν σαρκί παρουσία Του στη γη και μέχρι την Ανάσταση των Νεκρών. Για τον Αναμάρτητο Κύριο το να φέρει το σύνολο της αμαρτίας του κόσμου είναι μέγιστη οδύνη. Δεν πονά μόνο από τον Σταυρό και το μαρτύριο. Πονά και από το μαρτύριο του να σηκώνει εκούσια την αμαρτία του κόσμου. Όσο λοιπόν οι άνθρωποι εμμένουμε στη ζωή της αμαρτίας, είτε το κατανοούμε είτε όχι, εμπεριεχόμαστε στην οδύνη του Χριστού επάνω στο Σταυρό. Όμως αυτός ο πόνος αποτελεί και την μέγιστη απόδειξη της αγάπης του τριαδικού Θεού προς τα δημιουργήματά Του. Δεν είναι η αγάπη αυτή εκ του μακρόθεν, αποστασιοποιημένη. Είναι έμπονη. Είναι μαρτυρική. Είναι θυσιαστική. Σε τέτοιο Θεό πιστεύουμε οι χριστιανοί. Σ’ Εκείνον που βρίσκεται δίπλα μας. Που σηκώνει το βάρος των αμαρτιών μας. Που μας αγαπά μέχρι Σταυρού και θανάτου.
Ο Σταυρός όμως αποτελεί και την δόξα του ονόματος του Θεού. Είναι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου που γνωρίζει ως σκηνές δόξας τις αποθεώσεις των νικητών στους πολέμους και στους μεγάλους αγώνες, να αποδεχτεί ότι για το Θεό δόξα είναι η αγάπη, το μαρτύριο, η ταπείνωση, η οδύνη. Γι’ αυτό και το σημείο του Σταυρού το οποίο καλούμαστε οι χριστιανοί να σχηματίζουμε στο σώμα μας είναι μία συνεχής υπενθύμιση τι αληθινά είναι η δόξα του Θεού. Εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, αναφέρει ο ψαλμωδός. Στην ταπείνωση δοξάζεται ο άνθρωπος. Στην υπομονή. Στην αγάπη που γίνεται υπέρβαση του εαυτού μας. Στην μετάνοια, που συνεπάγεται αναγνώριση της εμπαθούς κατάστασής μας και οδύνη γι’ αυτήν και νέο ξεκίνημα. Ο δρόμος των Αγίων και των Μαρτύρων ανά τους αιώνες ήταν και είναι σταυρικός και την ίδια στιγμή δρόμος αληθινής δόξας. Θέλει όμως αφοσίωση και υπομονή και την ίδια στιγμή βεβαιότητα ότι δεν χάνεται η αξία της ζωής όταν ακολουθούμε αυτή την οδό, όπως το κοσμικό πνεύμα διακηρύττει, αλλά ακολουθούμε την οδό που έχει μοναδική αξία αιωνιότητας.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, όταν εορτάζει την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και τον θέτει στην μέση του ναού, μας υπενθυμίζει αυτές τις τρεις μεγάλες αλήθειες. Ότι νόημα στη ζωή δεν δίνει η δύναμη, αλλά η ταπείνωση και η θυσία. Ότι ο πόνος που πηγάζει από την αγάπη, όσο βαρύς κι αν είναι, είναι μίμηση Θεού και γίνεται σωτήριος, γιατί μπορεί να ωθήσει αυτούς για τους οποίους πονούμε στην μετάνοια. Και ότι τελικά ο Θεός δεν δοξάζεται μέσα από τα μεγάλα έργα, τις επιδείξεις, την υπερηφάνεια, αλλά μέσα από την οδό του Σταυρού, η οποία γίνεται την ίδια στιγμή Ανάσταση.
Κλειδί κατά πάντα η αγάπη. Αυτή που αποτυπώνεται στις κεραίες του Σταυρού. Στην κάθετη προς τον Θεό. Στην οριζόντια προς τον πλησίον. Αύτη η δόξα της Εκκλησίας. Ας την υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας και ας σηκώνουμε το Σταυρό μας με υπομονή και χωρίς γογγυσμό. Και Εκείνος που δοξάσθηκε επάνω του βλέπει και στηρίζει τον καθέναν μας.
Οι άνθρωποι όταν έχουμε στο νου μας τον Θεό, πιστεύουμε σε μία ανώτερη δύναμη, η οποία φέρει πάνω της το χαρακτηριστικό της παντοδυναμίας. Δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι ο Θεός βρίσκεται ανάμεσά μας, και μάλιστα έχοντας προσλάβει την ανθρώπινη φύση όχι για να επιβάλει την παντοδυναμία Του, αλλά για να σταυρωθεί. Για να βιώσει δηλαδή το έσχατο σημείο της αδυναμίας, του εξευτελισμού, της ταπείνωσης από εμάς τους ανθρώπους, από τα δημιουργήματά Του. Όταν μάλιστα κοιτούμε προσεκτικότερα τη ζωή του Χριστού, διαπιστώνουμε το φαινομενικά ακατανόητο αυτής της επιλογής. Ο Κύριος που θεραπεύει τους ασθενείς. Ο Κύριος που νικά τους φυσικούς νόμους. Ο Κύριος που συγχωρεί αμαρτίες. Ο Κύριος που δια του λόγου σαγηνεύει τα πλήθη, που κανείς δεν μπορεί να Του αντισταθεί ως προς τη γνώση και τη σοφία, αναφέρει ότι σκοπός της ζωής Του ήταν ο Σταυρός. Δεν είναι μόνο σημείο εναντίον του ανθρώπινου εγωκεντρισμού. Είναι και η αίσθησητης παραίτησης από την ίδια τη ζωή, κάτι που αντίκειται στο ένσκτικτο της επιβίωσης με το οποίο ο Θεός μας έχει προικίσει. Ο Χριστός υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη ανάγκη και δείχνει ότι εκούσια ήρθε και εν γνώσει Του για να σταυρωθεί. Κανείς από τους ανθρώπους δεν θα μπορούσε να διαλέξει μία τέτοια οδό παντελούς παραίτησης από την δύναμη και τα χαρακτηριστικά της φύσης μας και να οδηγήσει τον εαυτό του εκούσια στον θάνατο.
Ο Σταυρός είναι το αποκορύφωμα της οδύνης που βίωσε ο Χριστός. Και η οδύνη δεν έχει να κάνει μόνο με τα προηγούμενα, την παραίτηση δηλαδή από την ζωή και την παντοδυναμία. Έχει να κάνει και με την δεδομένη γνώση της ανθρώπινης αχαριστίας όχι μόνο τότε, αλλά και στη συνέχεια της Ιστορίας. Επάνω στο Σταυρό ο Χριστός φέρει τις αμαρτίες όλου του ανθρώπινου γένους, και πριν και μετά από την εν σαρκί παρουσία Του στη γη και μέχρι την Ανάσταση των Νεκρών. Για τον Αναμάρτητο Κύριο το να φέρει το σύνολο της αμαρτίας του κόσμου είναι μέγιστη οδύνη. Δεν πονά μόνο από τον Σταυρό και το μαρτύριο. Πονά και από το μαρτύριο του να σηκώνει εκούσια την αμαρτία του κόσμου. Όσο λοιπόν οι άνθρωποι εμμένουμε στη ζωή της αμαρτίας, είτε το κατανοούμε είτε όχι, εμπεριεχόμαστε στην οδύνη του Χριστού επάνω στο Σταυρό. Όμως αυτός ο πόνος αποτελεί και την μέγιστη απόδειξη της αγάπης του τριαδικού Θεού προς τα δημιουργήματά Του. Δεν είναι η αγάπη αυτή εκ του μακρόθεν, αποστασιοποιημένη. Είναι έμπονη. Είναι μαρτυρική. Είναι θυσιαστική. Σε τέτοιο Θεό πιστεύουμε οι χριστιανοί. Σ’ Εκείνον που βρίσκεται δίπλα μας. Που σηκώνει το βάρος των αμαρτιών μας. Που μας αγαπά μέχρι Σταυρού και θανάτου.
Ο Σταυρός όμως αποτελεί και την δόξα του ονόματος του Θεού. Είναι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου που γνωρίζει ως σκηνές δόξας τις αποθεώσεις των νικητών στους πολέμους και στους μεγάλους αγώνες, να αποδεχτεί ότι για το Θεό δόξα είναι η αγάπη, το μαρτύριο, η ταπείνωση, η οδύνη. Γι’ αυτό και το σημείο του Σταυρού το οποίο καλούμαστε οι χριστιανοί να σχηματίζουμε στο σώμα μας είναι μία συνεχής υπενθύμιση τι αληθινά είναι η δόξα του Θεού. Εν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύριος, αναφέρει ο ψαλμωδός. Στην ταπείνωση δοξάζεται ο άνθρωπος. Στην υπομονή. Στην αγάπη που γίνεται υπέρβαση του εαυτού μας. Στην μετάνοια, που συνεπάγεται αναγνώριση της εμπαθούς κατάστασής μας και οδύνη γι’ αυτήν και νέο ξεκίνημα. Ο δρόμος των Αγίων και των Μαρτύρων ανά τους αιώνες ήταν και είναι σταυρικός και την ίδια στιγμή δρόμος αληθινής δόξας. Θέλει όμως αφοσίωση και υπομονή και την ίδια στιγμή βεβαιότητα ότι δεν χάνεται η αξία της ζωής όταν ακολουθούμε αυτή την οδό, όπως το κοσμικό πνεύμα διακηρύττει, αλλά ακολουθούμε την οδό που έχει μοναδική αξία αιωνιότητας.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας, όταν εορτάζει την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και τον θέτει στην μέση του ναού, μας υπενθυμίζει αυτές τις τρεις μεγάλες αλήθειες. Ότι νόημα στη ζωή δεν δίνει η δύναμη, αλλά η ταπείνωση και η θυσία. Ότι ο πόνος που πηγάζει από την αγάπη, όσο βαρύς κι αν είναι, είναι μίμηση Θεού και γίνεται σωτήριος, γιατί μπορεί να ωθήσει αυτούς για τους οποίους πονούμε στην μετάνοια. Και ότι τελικά ο Θεός δεν δοξάζεται μέσα από τα μεγάλα έργα, τις επιδείξεις, την υπερηφάνεια, αλλά μέσα από την οδό του Σταυρού, η οποία γίνεται την ίδια στιγμή Ανάσταση.
Κλειδί κατά πάντα η αγάπη. Αυτή που αποτυπώνεται στις κεραίες του Σταυρού. Στην κάθετη προς τον Θεό. Στην οριζόντια προς τον πλησίον. Αύτη η δόξα της Εκκλησίας. Ας την υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας και ας σηκώνουμε το Σταυρό μας με υπομονή και χωρίς γογγυσμό. Και Εκείνος που δοξάσθηκε επάνω του βλέπει και στηρίζει τον καθέναν μας.