Τα φορτία έπρεπε να φτάσουν απάνω το γρηγορότερο, όσο κρατούσε ακόμα η μέρα. Όταν σκοτείνιαζε, θα ήταν αδύνατο να ιχνηλατηθούν τα χαμένα κάτω από το στρώμα του χιονιού μονοπάτια, στις απότομες πλαγιές της χαράδρας.
Ανάγκη να βρεθεί κάτι πρακτικό να στηριχθούν τα πόδια των μεταγωγικών σε κείνες τις φοβερές γλίστρες και να προχωρήσουν. Ένας φαντάρος έριξε μια ιδέα. Μόνον αν τύλιγαν τα πόδια των ζώων με λινάτσες θα μπορούσαν να βαδίσουν έτσι βαρυφορτωμένα τα δύστυχα. Μέσα στον πυρετό για τον ανεφοδιασμό οι άντρες είχαν αφήσει στον καταυλισμό ακόμα και τα πιο απαραίτητα ατομικά τους πράγματα. Άστραψαν του επικεφαλής λοχία τα μάτια.
- Εμπρός, ξεφώνισε, τρέξτε μερικοί να πάρετε στο κοντινό χωριό ότι παλιολινάτσες βρείτε, μη χασομεράτε…
Σαν τα ζαρκάδια ένας δεκανέας και μερικοί στρατιώτες δρασκέλισαν τον κατήφορο, για να φέρουν το πολύτιμο υλικό. Έτρεχαν δίχως να μιλάνε, με τα χείλη σφιγμένα και κινήσεις που τα είχαν όλα μέσα, και την πίστη και τα οράματα και της στρατηγικής επιστήμης την προφητοσύνη.
Χαμηλότερα βρισκόταν όμορφο μικρό ηπειρώτικο χωριό, σκεπασμένο απ’ το χιόνι. Κι αυτούς δεν άργησε να τους τυλίξει η λευκή απόγνωση την κρίσιμη αυτή ώρα. Πυκνές νιφάδες χιονιού, που άρχισε και πάλι να πέφτει, τους έκανε να μοιάζουν με άσπρα στοιχειά.
Πλησίασαν τα πρώτα σπίτια, όταν απάνω στη στενή δημοσιά ξεπρόβαλαν ο παπάς και λίγοι ηλικιωμένοι, που είχαν απομείνει μετά από την επιστράτευση στο χωριό. Είδαν ανήσυχοι τους στρατιώτες να έρχονται από μακριά τρέχοντας και φοβήθηκαν.
- Τι συμβαίνει στο μέτωπο, ωρέ παλικάρια; Ρώτησε ο παπάς. Γιατί τόση πιλάλα;
- Κίνδυνος, παπούλη, έκαμε ο δεκανέας. Δεν μπορούμε να προωθήσουμε πυρομαχικά. Γλιστράνε τα μεταγωγικά στον πάγο κι έχουμε καρφωθεί μεσοστρατίς. Θέλουμε λινάτσες να τυλίξουμε τις οπλές των ζωντανών. Τρέξτε στα σπίτια και φέρτε όσες μπορείτε.
- Και γιατί, ωρέ, δεν τα φορτώνεστε στις πλάτες εσείς οι ίδιοι τα πυρομαχικά; έκαμε ένας γέροντας. Έτσι τα κουβαλήσαμε εμείς στη Μικρασία.
- Αδιάβατες οι γλίστρες. Τις λινάτσες καλοκρατούν οι αρβύλες με τις πρόκες στα κρύσταλλα του πάγου και κινδυνεύουμε. Είναι βαριά τα κιβώτια.
- Και πού να τις βρούμε τις λινάτσες, μωρέ καλόπαιδα; Είπαν με στεναχώρια οι χωριανοί.
Πίσω από τη μικρή σύναξη πρόβαλε η μορφή μιας λιγνής γυναίκας. Είχε στην όψη μια φλόγα που έδειχνε πως ξεπηδούσε από κάπου πολύ βαθιά. Μίλησε γοργά:
- Έχουν δίκιο τα παιδιά. Γλυστράν εκείνες οι στράτες. Εκεί τώρα θέλει γουρουνοτσάρουχο, αλλιώς δεν περπατιέται ο βράχος και το κρούσταλλο.
- Πάμε τότε χαμηλότερα για τον καταυλισμό, έκανε ο δεκανέας.
Η γυναίκα με τη φλόγα στο πρόσωπο βγήκε μπροστά.
- Σταθείτε, λεβέντες μου.
Γύρισε με σπουδή στον παπά.
- Μην κάθεστε, δέσποτα. Βάρα την καμπάνα της εκκλησιάς να μαζευτούν οι γυναίκες και πες τους να βάλουν τα γουρνοτσάρουχα.
- Τι σκοπεύετε να κάμετε; ρώτησαν οι χωριανοί.
- Θα τα φορτωθούμε και θα τα κουβαλήσουμε εμείς τα κασόνια. Μόνον εμείς μπορούμε να περπατήσουμε και ν’ ανεβούμε σε κείνον τον κακότοπο.
- Θα χαθείτε στο χιόνι, είπε ένας γέροντας.
Ορθώθηκε σα δύναμη λαού και σα λευτεριά η λιγνή γυναίκα.
- Εδώ χάνεται η Ελλάδα, πατέρα, ζωή θα λογαριάσουμε τέτοιες ώρες;
Σε λίγο μια μακριά πομπή από εστιάδες, φορτωμένες τις πολύτιμες για την αντίσταση στον επιδρομέα σιδερόκασσες, ανέβαινε αργά μα σταθερά την αναποδιά του καιρού και του τόπου. Το βάρος τις έκανε να γέρνουν μπροστά, όμως δρασκέλιζαν μεθοδικά το λιθαρότοπο, πάνω από το βάραθρο κι όλο σκαρφάλωναν ψηλότερα, όλο ψηλότερα προς την ιστορία.
Οι πρώτες έφτασαν. Κι οι πυροβολητές του ορειβατικού άνοιξαν με λαχτάρα τις κάσσες με τις οβίδες. Μπήκαν και πάλι σ’ ενέργεια τα πυροβόλα. Κι ένας δεκανέας πυροδότης, σε κάθε βλήμα που έφευγε, ξεφώνιζε:
- Στο καλό, πουλί μου, στο καλό… Σε στέλνει η Ελληνίδα του Σαράντα…
Δημήτρης Σιατόπουλος, «Γυναίκες του Σαράντα», ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, Λευκωσία 28/10/80