Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 27 Ὀκτωβρίου στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τρίτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης Παπακωστόπουλος, Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεώς μας. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στήν ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, τό Β΄ μέρος τῆς σχετικῆς περικοπῆς τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 20, 29-38).
Προτοῦ ὁ π. Δημοσθένης ἀποτολμήσει τή διεισδυτική ἑρμηνευτική προσέγ-γιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου στή Μίλητο, ἀναφέρθηκε στό βι-βλίο τῶν Πράξεων, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἱστορικό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μαζί μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, ἀποτελεῖ ἕνα ἔργο, πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεόφιλο, κάποιον Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο. Οἱ Πράξεις ἐντούτοις δέν ἔχουν αὐστηρό ἱστορικό χαρακτήρα, καθώς πρόθεση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστή ἦταν τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Συνεπῶς, πρόκειται γιά εὐαγγέλιο σέ ἱστορική διήγηση. Περιλαμβάνει δέ τίς δημηγορίες Πέτρου καί Παύλου, κι ἄλλων κορυφαίων προσωπικοτήτων.
Εἰδικότερα, ἡ ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου πραγματοποιήθηκε στό τέλος τῆς Γ΄ ἱεραποστολικῆς περιοδείας του. Σ’ αὐτή τήν ὁμιλία ἀπαντοῦν οἱ ἑξῆς χτυπητές ἰδιαιτερότητες:
α) Ἡ καταγεγραμμένη ὁμιλία δέν συμπίπτει σέ ἔκταση μέ τήν ἐκφωνηθεῖσα. Εἶναι ἀδύνατο νά ὁμίλησε ὁ ἀπόστ. Παῦλος μόνον διά πέντε λεπτά τῆς ὥρας. Συνεπῶς ὁ εὐαγγ. Λουκᾶς μᾶς διασώζει συμπυκνωμένο τόν πρωτογενή λόγο.
β) Πρόκειται γιά τήν πρώτη φορά πού ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὁμιλεῖ σέ συγκροτημένη Ἐκκλησία.
γ) Γιά πρώτη φορά ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἀναφέρεται στή λυτρωτική σημασία τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου.
δ) Κάνει λόγο ὁ ἀπόστ. Παῦλος γιά αἱρετικές διδασκαλίες.
ε) Εἶναι ὁ τελευταῖος λόγος, ὁ ἀποχαιρετιστήριος, τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἐλευθέρου ἀνθρώπου.
στ) Στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρουσιάζεται ὡς αὐθεντικό πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς.
Στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής παρουσίασε τίς θεματικές ἑνότητες τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἑξῆς:
α) Πράξ. 20, 29-31: Τό χρέος τῶν ποιμένων ἔναντι τῶν κινδύνων τῶν αἱρέσεων.
β) Πράξ. 20, 32: Ἡ ἀνάθεση τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐφέσου στόν Θεό.
γ) Πράξ. 20, 33-35: Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὡς πρότυπο τοῦ ἔργου τῶν πρεσβυτέρων.
δ) Πράξ. 20, 36-38: Τά μετά τήν ὁμιλία, σκηνές ἀποχωρισμοῦ, ἐναγκαλισμός κ.λπ.
Α΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 29-31): Ὁ στίχ. 29, «ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς», ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά πρόρρηση, ἀποκάλυψη θεία, καρπός ἔλλαμψης, εἶναι λόγος Κυρίου. Ἄς τονίσουμε ὅτι τό προφητικό χάρισμα ἀναφέρεται σέ εἰδικά ζητήματα. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Στήν ἑνότητα αὐτή κυρίαρχη θέση κατέχουν οἱ ἀναφορές στό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «καλῶς εἶπε, Προσέχετε, δεικνύς περισπούδαστον σφόδρα τό πρᾶγμα (Ἐκκλησία γάρ ἐστι), καί ὅτι μέγας ὁ κίνδυνος (αἵματι γάρ αὐτήν ἐλυτρώσατο), καί ὅτι πολύς ὁ πόλεμος καί διπλοῦς» (Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 44, 2. PG 60, 310-311).
Δύο ὁμάδες ἐχθρῶν διαβλέπει ὁ ἀπόστ. Παῦλος: α) Ἡ πρώτη, οἱ «λύκοι βαρεῖς», δηλ. οἱ κακόδοξοι αἱρετικοί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Τό «βαρεῖς» δηλώνει «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», δηλ. τό σκληρό τους χαρακτήρα. β) ἡ δεύτερη, οἱ «λαλοῦντες διεστραμμένα» (στ. 30), δηλ. οἱ περιοδεύοντες ἴσως προφῆτες, αἱρετικοί ἤ γνωστικοί ἤ ἰουδαιοχριστιανοί, πού δίδασκαν διαφορετικά.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἀπόστ. Παῦλος προσπάθησε ὡς ἑξῆς: α) «ἐπί τριετίαν» κοπίασε. β) Ὄχι ἁπλῶς κοπίασε, ἀλλά «μετά δακρύων». Καί γ) πλησίασε καί νουθέτησε προσωπικά «ἕνα ἕκαστον». Σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν μέ ἰδιοτελή κίνητρα καί διαστρέφουν τό Εὐαγγέ-λιο.
Σήμερα, αἱρετικοί πού ἀπειλοῦν τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ χιλιαστές, διάφορες προτεσταντικές παραφυάδες, πού δέν εἶναι Ἐκκλησία, ὁ μασωνισμός, καί οἱ ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Πῶς ἀντιπετωπίζονται αὐτοί; α) Μέ τρόπο ἀποφασιστικό: «Γρηγορεῖτε». β) Μέ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού «εἶναι πνευ-ματικό ὁπλοστάσιο» (Μέγ. Βασίλειος). γ) Μέ μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. δ) Μέ παράδειγμα, καθώς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στά μάτια τους , ὄχι στ’ αὐτιά τους. ε) Μέ ἀγάπη. Καί στ) μέ ἐξατομικευμένη ποιμαντική δράση, ὅπως ὁ ἀπόστ. Παῦλος. Ὁ ἐκκλησιαστικός ποιμήν διδάσκει μέ τό κήρυγμά του καί παιδαγωγεῖ μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Β΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 32): Τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, λέγει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, θά τούς ἐνδυναμώνει ὁ Θεός μέ τήν ἀλήθειά του. Θα τούς οἰκοδομεῖ ὁ ἴδιος ὁ λόγος Του. Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας παρομοιάζεται μέ οἶκο, οἰκοδομή, πού ἀποβλέπει στή «μέλλουσα ἐλπίδα», ἀφοῦ «τῆς ἐλπίδος ἀνέμνησε τῆς μελλούσης» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 45, 1. PG 60, 313).
Ἡ ἔκφραση «καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν πᾶσι τοῖς ἡγιασμένοις», ὅπως καί ἡ προσφώνηση «πᾶσι... κλητοῖς ἁγίοις» (Ρωμ. 1,7), ὑποδηλώνει ὅτι ἀποβλέπει στόν ἁγιασμό, τή θέωση. Αὐτό σημαίνει γιά μᾶς σήμερα ὅτι ὀφείλουμε στόν ἴδιο σκοπό νά ἀποβλέπουμε, νά καλλιεργοῦμε τόν πόθο τοῦ Θεοῦ.
Γ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 33-35): Ἡ ἑνότητα αὐτή, πού ξεκινάει μέ τή διατύπωση «ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα», τρία σημεῖα ἐπισημαίνει: τήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἀφιλοχρηματία τοῦ ἀποστ. Παύλου, τόν προσωπικό μό-χθο του, καί τήν ἀντίληψη τῶν ἀσθενῶν (δηλ. τή βοήθεια ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη). Τά λέγει αὐτά ὁ Ἀπόστολος ὄχι ἐπαίροντας, ἀλλά ἐκείνους διδάσκοντας. Δέν ἔχουμε αὐτοεγκωμιασμό, ἀλλά ἔμμεση προβολή πρότυπου ποιμένος. Τό παράδειγμά του εἶναι ἀξιομίμητο, κι αὐτό σημαίνει γιά μᾶς ὅτι ἡ ἱερωσύνη ἀπαιτεῖ θυσίες καί περιορισμό τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ποιμένος. Ὁ δέ λόγος τοῦ Κυρίου «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν» (στ. 35) ἀνήκει στά ἄγραφα λόγια τοῦ Κυρίου.
Δ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 36-38): Μετά τήν ὁμιλία του ὁ ἀπόστ. Παῦλος γονάτισε καί προσευχήθηκε. Πρόκειται γιά τήν ἀποχαιρετιστήρια προσευχή του, μιμούμενος τόν Κύριο μέ τήν ἀρχιερατική του προσευχή (Ἰωάν. κεφ. 17). Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος ἀναδεικνύεται καί πρότυπο προσευχομένου ποιμένος, ἀφοῦ προσεύχεται γιά τήν προσωπική του σωτηρία καί τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του.
Στούς στ. 37-38 ἔχουμε ἐκδηλώσεις ἀποχωρισμοῦ, ἐκδηλώσεις γεμάτες τρυφερότητα. Οἱ πρεσβύτεροι τῆς Ἐφέσου δέν θά ξαναδοῦν τό πρόσωπό του, «οὐκέτι μέλλουσι τό πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν». Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε κλιμάκωση τοῦ πόνου, καί κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἔκλαιγε κι Παῦλος μαζί μέ ἐκείνους, «ἐγώ καί τόν Παῦλον οἶμαι κλαίειν» (ὅπ. παρ. 60, 316). «Καί ἐπιπεσόντες τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ ἔκλαιον», ἐδῶ ἐπισφραγίζεται ἡ σχέση τους. Χύνουν δάκρυα, ἀνταποδίδοντας τά δάκρυα πού εἶχε χύσει ὁ ἀπόστ. Παῦλος.
Ὅλα αὐτά δείχνουν σ’ ἐμᾶς σήμερα ὅτι ὁ αὐθεντικός ποιμήν εἶναι προσωπικότητα ἀγαπῶσα. Κι ἡ ἀγάπη διακρίνεται σέ α) ἰδιοτελή, β) φυσική (τῶν τέκνων), καί γ) ἀνιδιοτελή (πραγματική). Ὁ ποιμήν τοποθετεῖται στήν τρίτη ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελή καί πραγματική, ὅταν ἀγωνίζεται γιά πραγματικό πνευματικό ἔργο.
Κλείνοντας τήν εἰσήγησή του ὁ ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης εἶπε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ὑπενθυμίζει τήν αὐθεντική κληρονομιά τοῦ ἀποστ. Παύλου. Αὐτός ὁ περιώνυμος λόγος τοῦ Ἀποστόλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου (Πράξ. 20, 17-38) δείχνει τήν πιστότητα στήν παύλεια παράδοση πού διατήρησε ἡ Ἐκκλησία στούς μεταποστολικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἀποστ. Παύλου ἀπευθύνει σέ ὅλους μας τό μήνυμα ὅτι οἱ πομένες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι αὐτόνομοι ἤ αὐτόκλητοι. Κυρίως δέ χρειάζεται ἀπ’ αὐτούς συνεχής ἐγρήγορση.
Πρότυπο ποιμένος ὁ ἀπόστ. Παῦλος, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γράφει τά συγκλονιστικά αὐτά λόγια: «Εἰπέ τίσι τῶν νομῶν προσακτέον, ἐπί ποίας πηγάς ἰτέον, καί τίνας φευκτέον, ἤ νομάς, ἤ νάματα· τίνας ποιμαντέον τῇ βακτηρίᾳ, τίνας τῇ σύριγγι· πότε ἀκτέον ἐπί νομάς, καί πότε ἀνακλητέον ἀπό νομῶν· πῶς πολεμητέον τοῖς λύκοις, καί πῶς τοῖς ποιμέσιν οὐ πολεμητέον· καί μάλιστα ἐν τῷ νῦν καιρῷ, ὅτε ποιμένες ἠφρονεύσαντο, καί διέσπειραν τά πρόβατα τῆς νομῆς, ἵνα τοῖς ἁγιωτάτοις προφήταις τά αὐτά συνοδύρωμαι. Πῶς τό ἀσθενές ἐνισχύσω, καί τό πεπτωκός ἀναστήσω, καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω, καί τό ἀπολωλός ἐκζητήσω, καί φυλάξω τό ἰσχυρόν; Πῶς ταῦτα καί μάθω, καί φυλάξω κατά τόν ὀρθόν τῆς ποιμαντικῆς λόγον, καί τόν ὑμέτερον· ἀλλά μή γένωμαι κακός ποιμήν, τό γάλα κατεσθίων, καί τά ἔρια περιβαλλόμενος, καί τά παχύτερα κατασφάζων ἤ ἀπεμπολῶν, καί τά ἄλλα παρείς τοῖς θηρίοις καί τοῖς κρημνοῖς, ποιμαίνων ἐμαυτόν, οὐ τά πρόβατα, ὅπερ ὠνειδίζοντο οἱ πάλαι προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ» (Λόγος Θ΄, Ἀπολογητικός εἰς τόν ἑαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον, 6. PG 35, 825).
Δηλαδή: «Πέστε μου σέ ποιά λιβάδια νά πάω τό ποίμνιό μου, ποιές πηγές νά προτιμήσω καί ποιές νά ἀποφύγω, ποιούς νά ποιμάνω μέ τό ραβδί μου καί ποιούς μέ τή φλογέρα. Πέστε μου πῶς νά πολεμῶ τούς λύκους καί ὄχι τούς ἄλλους ποιμένες, καί μάλιστα στήν ἐποχή μας πού οἱ ποιμένες ἔγιναν ἄφρονες καί δια-σκόρπισαν τά πρόβατα, γιά νά κλάψω κι ἐγώ μαζί μέ τούς ἁγιώτατους προφῆτες. Πέστε μου πῶς θά ἐνισχύσω τό ἀδύναμο πρόβατο, πῶς θά σηκώσω τό πεσμένο, πῶς θά ἐπιστρέψω τό πλανώμενο, πῶς θά ἀναζητήσω τό χαμένο, πῶς θά διαφυλάξω τό ἰσχυρό. Πέστε μου πῶς θά τά μάθω ὅλα αὐτά καί θά τά φυλάξω κατά τήν ὀρθή ἔννοια τῆς ποιμαντικῆς καί κατά τή δική σας γνώμη. Ὥστε νά μή γίνω κακός ποιμένας, δηλαδή νά πίνω τό γάλα καί νά ντύνομαι τό μαλλί καί νά τρώγω τά καλύτερα πρόβατα καί τά ἄλλα νά τά ἀφήνω στά θηρία καί τούς γκρεμούς, μέ ἄλλα λόγια νά ποιμαίνω τόν ἑαυτό μου καί ὄχι τά πρόβατα, πράγμα γιά τό ὁποῖο ἐπικρίνονταν παλαιότερα οἱ ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ».
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό λόγο του ὁ σεβαστός π. Δημοσθένης, ὁ Σεβασμιώτα-τος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες γιά τήν κοπιώδη, διεισδυτική καί πολύπλευρη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου. Ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Βασίλειο Γιαννάκα, π. Χρυσόστομο Ξυνό, καί ἀπό τούς π. Θεόδωρο Σταθακόπουλο καί π. Δημήτριο Λακαφώση.
Προτοῦ ὁ π. Δημοσθένης ἀποτολμήσει τή διεισδυτική ἑρμηνευτική προσέγ-γιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου στή Μίλητο, ἀναφέρθηκε στό βι-βλίο τῶν Πράξεων, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἱστορικό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μαζί μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, ἀποτελεῖ ἕνα ἔργο, πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεόφιλο, κάποιον Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο. Οἱ Πράξεις ἐντούτοις δέν ἔχουν αὐστηρό ἱστορικό χαρακτήρα, καθώς πρόθεση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστή ἦταν τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Συνεπῶς, πρόκειται γιά εὐαγγέλιο σέ ἱστορική διήγηση. Περιλαμβάνει δέ τίς δημηγορίες Πέτρου καί Παύλου, κι ἄλλων κορυφαίων προσωπικοτήτων.
Εἰδικότερα, ἡ ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου πραγματοποιήθηκε στό τέλος τῆς Γ΄ ἱεραποστολικῆς περιοδείας του. Σ’ αὐτή τήν ὁμιλία ἀπαντοῦν οἱ ἑξῆς χτυπητές ἰδιαιτερότητες:
α) Ἡ καταγεγραμμένη ὁμιλία δέν συμπίπτει σέ ἔκταση μέ τήν ἐκφωνηθεῖσα. Εἶναι ἀδύνατο νά ὁμίλησε ὁ ἀπόστ. Παῦλος μόνον διά πέντε λεπτά τῆς ὥρας. Συνεπῶς ὁ εὐαγγ. Λουκᾶς μᾶς διασώζει συμπυκνωμένο τόν πρωτογενή λόγο.
β) Πρόκειται γιά τήν πρώτη φορά πού ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὁμιλεῖ σέ συγκροτημένη Ἐκκλησία.
γ) Γιά πρώτη φορά ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἀναφέρεται στή λυτρωτική σημασία τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου.
δ) Κάνει λόγο ὁ ἀπόστ. Παῦλος γιά αἱρετικές διδασκαλίες.
ε) Εἶναι ὁ τελευταῖος λόγος, ὁ ἀποχαιρετιστήριος, τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἐλευθέρου ἀνθρώπου.
στ) Στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρουσιάζεται ὡς αὐθεντικό πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς.
Στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής παρουσίασε τίς θεματικές ἑνότητες τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἑξῆς:
α) Πράξ. 20, 29-31: Τό χρέος τῶν ποιμένων ἔναντι τῶν κινδύνων τῶν αἱρέσεων.
β) Πράξ. 20, 32: Ἡ ἀνάθεση τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐφέσου στόν Θεό.
γ) Πράξ. 20, 33-35: Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὡς πρότυπο τοῦ ἔργου τῶν πρεσβυτέρων.
δ) Πράξ. 20, 36-38: Τά μετά τήν ὁμιλία, σκηνές ἀποχωρισμοῦ, ἐναγκαλισμός κ.λπ.
Α΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 29-31): Ὁ στίχ. 29, «ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς», ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά πρόρρηση, ἀποκάλυψη θεία, καρπός ἔλλαμψης, εἶναι λόγος Κυρίου. Ἄς τονίσουμε ὅτι τό προφητικό χάρισμα ἀναφέρεται σέ εἰδικά ζητήματα. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Στήν ἑνότητα αὐτή κυρίαρχη θέση κατέχουν οἱ ἀναφορές στό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «καλῶς εἶπε, Προσέχετε, δεικνύς περισπούδαστον σφόδρα τό πρᾶγμα (Ἐκκλησία γάρ ἐστι), καί ὅτι μέγας ὁ κίνδυνος (αἵματι γάρ αὐτήν ἐλυτρώσατο), καί ὅτι πολύς ὁ πόλεμος καί διπλοῦς» (Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 44, 2. PG 60, 310-311).
Δύο ὁμάδες ἐχθρῶν διαβλέπει ὁ ἀπόστ. Παῦλος: α) Ἡ πρώτη, οἱ «λύκοι βαρεῖς», δηλ. οἱ κακόδοξοι αἱρετικοί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Τό «βαρεῖς» δηλώνει «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», δηλ. τό σκληρό τους χαρακτήρα. β) ἡ δεύτερη, οἱ «λαλοῦντες διεστραμμένα» (στ. 30), δηλ. οἱ περιοδεύοντες ἴσως προφῆτες, αἱρετικοί ἤ γνωστικοί ἤ ἰουδαιοχριστιανοί, πού δίδασκαν διαφορετικά.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἀπόστ. Παῦλος προσπάθησε ὡς ἑξῆς: α) «ἐπί τριετίαν» κοπίασε. β) Ὄχι ἁπλῶς κοπίασε, ἀλλά «μετά δακρύων». Καί γ) πλησίασε καί νουθέτησε προσωπικά «ἕνα ἕκαστον». Σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν μέ ἰδιοτελή κίνητρα καί διαστρέφουν τό Εὐαγγέ-λιο.
Σήμερα, αἱρετικοί πού ἀπειλοῦν τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ χιλιαστές, διάφορες προτεσταντικές παραφυάδες, πού δέν εἶναι Ἐκκλησία, ὁ μασωνισμός, καί οἱ ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Πῶς ἀντιπετωπίζονται αὐτοί; α) Μέ τρόπο ἀποφασιστικό: «Γρηγορεῖτε». β) Μέ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού «εἶναι πνευ-ματικό ὁπλοστάσιο» (Μέγ. Βασίλειος). γ) Μέ μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. δ) Μέ παράδειγμα, καθώς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στά μάτια τους , ὄχι στ’ αὐτιά τους. ε) Μέ ἀγάπη. Καί στ) μέ ἐξατομικευμένη ποιμαντική δράση, ὅπως ὁ ἀπόστ. Παῦλος. Ὁ ἐκκλησιαστικός ποιμήν διδάσκει μέ τό κήρυγμά του καί παιδαγωγεῖ μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Β΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 32): Τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, λέγει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, θά τούς ἐνδυναμώνει ὁ Θεός μέ τήν ἀλήθειά του. Θα τούς οἰκοδομεῖ ὁ ἴδιος ὁ λόγος Του. Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας παρομοιάζεται μέ οἶκο, οἰκοδομή, πού ἀποβλέπει στή «μέλλουσα ἐλπίδα», ἀφοῦ «τῆς ἐλπίδος ἀνέμνησε τῆς μελλούσης» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 45, 1. PG 60, 313).
Ἡ ἔκφραση «καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν πᾶσι τοῖς ἡγιασμένοις», ὅπως καί ἡ προσφώνηση «πᾶσι... κλητοῖς ἁγίοις» (Ρωμ. 1,7), ὑποδηλώνει ὅτι ἀποβλέπει στόν ἁγιασμό, τή θέωση. Αὐτό σημαίνει γιά μᾶς σήμερα ὅτι ὀφείλουμε στόν ἴδιο σκοπό νά ἀποβλέπουμε, νά καλλιεργοῦμε τόν πόθο τοῦ Θεοῦ.
Γ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 33-35): Ἡ ἑνότητα αὐτή, πού ξεκινάει μέ τή διατύπωση «ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα», τρία σημεῖα ἐπισημαίνει: τήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἀφιλοχρηματία τοῦ ἀποστ. Παύλου, τόν προσωπικό μό-χθο του, καί τήν ἀντίληψη τῶν ἀσθενῶν (δηλ. τή βοήθεια ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη). Τά λέγει αὐτά ὁ Ἀπόστολος ὄχι ἐπαίροντας, ἀλλά ἐκείνους διδάσκοντας. Δέν ἔχουμε αὐτοεγκωμιασμό, ἀλλά ἔμμεση προβολή πρότυπου ποιμένος. Τό παράδειγμά του εἶναι ἀξιομίμητο, κι αὐτό σημαίνει γιά μᾶς ὅτι ἡ ἱερωσύνη ἀπαιτεῖ θυσίες καί περιορισμό τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ποιμένος. Ὁ δέ λόγος τοῦ Κυρίου «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν» (στ. 35) ἀνήκει στά ἄγραφα λόγια τοῦ Κυρίου.
Δ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 36-38): Μετά τήν ὁμιλία του ὁ ἀπόστ. Παῦλος γονάτισε καί προσευχήθηκε. Πρόκειται γιά τήν ἀποχαιρετιστήρια προσευχή του, μιμούμενος τόν Κύριο μέ τήν ἀρχιερατική του προσευχή (Ἰωάν. κεφ. 17). Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος ἀναδεικνύεται καί πρότυπο προσευχομένου ποιμένος, ἀφοῦ προσεύχεται γιά τήν προσωπική του σωτηρία καί τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του.
Στούς στ. 37-38 ἔχουμε ἐκδηλώσεις ἀποχωρισμοῦ, ἐκδηλώσεις γεμάτες τρυφερότητα. Οἱ πρεσβύτεροι τῆς Ἐφέσου δέν θά ξαναδοῦν τό πρόσωπό του, «οὐκέτι μέλλουσι τό πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν». Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε κλιμάκωση τοῦ πόνου, καί κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἔκλαιγε κι Παῦλος μαζί μέ ἐκείνους, «ἐγώ καί τόν Παῦλον οἶμαι κλαίειν» (ὅπ. παρ. 60, 316). «Καί ἐπιπεσόντες τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ ἔκλαιον», ἐδῶ ἐπισφραγίζεται ἡ σχέση τους. Χύνουν δάκρυα, ἀνταποδίδοντας τά δάκρυα πού εἶχε χύσει ὁ ἀπόστ. Παῦλος.
Ὅλα αὐτά δείχνουν σ’ ἐμᾶς σήμερα ὅτι ὁ αὐθεντικός ποιμήν εἶναι προσωπικότητα ἀγαπῶσα. Κι ἡ ἀγάπη διακρίνεται σέ α) ἰδιοτελή, β) φυσική (τῶν τέκνων), καί γ) ἀνιδιοτελή (πραγματική). Ὁ ποιμήν τοποθετεῖται στήν τρίτη ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελή καί πραγματική, ὅταν ἀγωνίζεται γιά πραγματικό πνευματικό ἔργο.
Κλείνοντας τήν εἰσήγησή του ὁ ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης εἶπε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ὑπενθυμίζει τήν αὐθεντική κληρονομιά τοῦ ἀποστ. Παύλου. Αὐτός ὁ περιώνυμος λόγος τοῦ Ἀποστόλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου (Πράξ. 20, 17-38) δείχνει τήν πιστότητα στήν παύλεια παράδοση πού διατήρησε ἡ Ἐκκλησία στούς μεταποστολικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἀποστ. Παύλου ἀπευθύνει σέ ὅλους μας τό μήνυμα ὅτι οἱ πομένες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι αὐτόνομοι ἤ αὐτόκλητοι. Κυρίως δέ χρειάζεται ἀπ’ αὐτούς συνεχής ἐγρήγορση.
Πρότυπο ποιμένος ὁ ἀπόστ. Παῦλος, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γράφει τά συγκλονιστικά αὐτά λόγια: «Εἰπέ τίσι τῶν νομῶν προσακτέον, ἐπί ποίας πηγάς ἰτέον, καί τίνας φευκτέον, ἤ νομάς, ἤ νάματα· τίνας ποιμαντέον τῇ βακτηρίᾳ, τίνας τῇ σύριγγι· πότε ἀκτέον ἐπί νομάς, καί πότε ἀνακλητέον ἀπό νομῶν· πῶς πολεμητέον τοῖς λύκοις, καί πῶς τοῖς ποιμέσιν οὐ πολεμητέον· καί μάλιστα ἐν τῷ νῦν καιρῷ, ὅτε ποιμένες ἠφρονεύσαντο, καί διέσπειραν τά πρόβατα τῆς νομῆς, ἵνα τοῖς ἁγιωτάτοις προφήταις τά αὐτά συνοδύρωμαι. Πῶς τό ἀσθενές ἐνισχύσω, καί τό πεπτωκός ἀναστήσω, καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω, καί τό ἀπολωλός ἐκζητήσω, καί φυλάξω τό ἰσχυρόν; Πῶς ταῦτα καί μάθω, καί φυλάξω κατά τόν ὀρθόν τῆς ποιμαντικῆς λόγον, καί τόν ὑμέτερον· ἀλλά μή γένωμαι κακός ποιμήν, τό γάλα κατεσθίων, καί τά ἔρια περιβαλλόμενος, καί τά παχύτερα κατασφάζων ἤ ἀπεμπολῶν, καί τά ἄλλα παρείς τοῖς θηρίοις καί τοῖς κρημνοῖς, ποιμαίνων ἐμαυτόν, οὐ τά πρόβατα, ὅπερ ὠνειδίζοντο οἱ πάλαι προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ» (Λόγος Θ΄, Ἀπολογητικός εἰς τόν ἑαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον, 6. PG 35, 825).
Δηλαδή: «Πέστε μου σέ ποιά λιβάδια νά πάω τό ποίμνιό μου, ποιές πηγές νά προτιμήσω καί ποιές νά ἀποφύγω, ποιούς νά ποιμάνω μέ τό ραβδί μου καί ποιούς μέ τή φλογέρα. Πέστε μου πῶς νά πολεμῶ τούς λύκους καί ὄχι τούς ἄλλους ποιμένες, καί μάλιστα στήν ἐποχή μας πού οἱ ποιμένες ἔγιναν ἄφρονες καί δια-σκόρπισαν τά πρόβατα, γιά νά κλάψω κι ἐγώ μαζί μέ τούς ἁγιώτατους προφῆτες. Πέστε μου πῶς θά ἐνισχύσω τό ἀδύναμο πρόβατο, πῶς θά σηκώσω τό πεσμένο, πῶς θά ἐπιστρέψω τό πλανώμενο, πῶς θά ἀναζητήσω τό χαμένο, πῶς θά διαφυλάξω τό ἰσχυρό. Πέστε μου πῶς θά τά μάθω ὅλα αὐτά καί θά τά φυλάξω κατά τήν ὀρθή ἔννοια τῆς ποιμαντικῆς καί κατά τή δική σας γνώμη. Ὥστε νά μή γίνω κακός ποιμένας, δηλαδή νά πίνω τό γάλα καί νά ντύνομαι τό μαλλί καί νά τρώγω τά καλύτερα πρόβατα καί τά ἄλλα νά τά ἀφήνω στά θηρία καί τούς γκρεμούς, μέ ἄλλα λόγια νά ποιμαίνω τόν ἑαυτό μου καί ὄχι τά πρόβατα, πράγμα γιά τό ὁποῖο ἐπικρίνονταν παλαιότερα οἱ ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ».
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό λόγο του ὁ σεβαστός π. Δημοσθένης, ὁ Σεβασμιώτα-τος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες γιά τήν κοπιώδη, διεισδυτική καί πολύπλευρη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου. Ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Βασίλειο Γιαννάκα, π. Χρυσόστομο Ξυνό, καί ἀπό τούς π. Θεόδωρο Σταθακόπουλο καί π. Δημήτριο Λακαφώση.