Τα δέκα χρόνια από της κοιμήσεως του αειμνήστου Γέροντος π. Δαμασκηνού Κατρακούλη συμπληρώθηκαν και δια τούτο τελέσθηκε Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου του Μακρυνού στα Μέγαρα, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνατίου και συλλειτουργούντων των Σεβασμιωτάτων Καμερούν κ. Γρηγορίου και Ελευσίνος κ. Δωροθέου, το Σάββατο 19.2.2011, ημέρα της μνήμης της Αγίας Φιλοθέης της Αθηναίας.
Με τις ευχές και τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεγάρων και Σαλαμίνος κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος προέστη του Ιερού δεκαετούς Μνημοσύνου, συνήχθησαν στό Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου πολλοί ιερείς, πολλοί μοναχοί και μοναχές και πλήθος πιστών που αναπαύονταν στο συγχωρητικό πετραχήλι του αειμνήστου Γέροντος π. Δαμασκηνού.
Στην Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, το θείο λόγο κήρυξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, ο οποίος αναφέρθηκε στη σοφή καθοδήγηση, στα πολλά χαρίσματα, στην πολύ πλούσια λειτουργική ζωή και στην αγία προσωπικότητα του π. Δαμασκηνού.
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΥΡΝΑΒΟΥ κ. Ι Γ Ν Α Τ Ι Ο Υ
π. Δαμασκηνός «ο παππούς»
Συμπλήρωσε δέκα χρόνια ο αοίδιμος Γέροντάς μας αφότου άφησεν τα γήϊνα και μετέστη εις την άνω Ιερουσαλήμ. «Κατετρύφησεν του Κυρίου» όσο βρισκόταν ανάμεσά μας και τώρα χαίρει ότι ο Κύριος έδωκεν αυτώ «τα αιτήματα της καρδίας του» (Ψ.36.4). Κεκαθαρμένος τα της ψυχής αισθητήρια, κατετρύφα του Κυρίου και εσθίων τον ζώντα ’ρτον και πίνων το ζωοποιόν του Κυρίου Αίμα, εώρα «α οφθαλμός ουκ είδεν και ους ουκ ήκουσεν», και επότιζεν και ημάς εκ του «χειμάρρου της τρυφής αυτού» ( Ψ.35.8). Και ιδού, ημείς σήμερον, συνηγμένοι επί τω αυτώ δοξάζομεν το Όνομα του εν Τριάδι Αγίου Θεού ημών ότι τοιούτον Πατέρα έδωκεν ημίν. Και καλούμεθα να δοξάσωμεν και αυτόν ο οποίος «έστησεν επί την πέτραν - των εντολών του Κυρίου - τους πόδας ημών και κατεύθυνε τα διαβήματα» ημών (Ψ.39.3). Είναι μεγάλη αυτή η ώρα όντως κατά την οποίαν καλούμαστε να ομολογήσωμεν ότι αυτός ο εις Κύριον εκδημήσας προ δέκα όλων ετών Γέρων ημών εσταμάτησεν τους αστάτους πόδας ημών επάνω εις την ασφαλή πέτραν της Πίστεως, υποδείξας εις ημάς την οδόν της σωτηρίας. Είναι αυτός ο οποίος μας εκαθωδήγει να μη κρημνιζώμεθα και να μη σκοντάφτωμεν. Αυτός ο οποίος μας ωδήγει να περιπατώμεν τον ίσιον δρόμον και να μη πλανώμεθα. Είναι αυτός όστις κατά τον αθάνατον λόγον του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: «επί την πέτραν των του Κυρίου εντολών έρεισεν τους πόδας ημών, ίνα μη σαλεύωνται τα κατά Θεόν διαβήματα ημών. Αυτός όστις ως βάσιν ασφαλή έθετεν κάτω από τους πόδας ημών την οδόν την πεπλακωμένην υπό των του Κυρίου διδαγμάτων και απέκλειεν αφ ημών την οδόν της ιλύος του πηλού την ολισθηράν». Επί ταύτην την πέτραν επί την οποίαν η Εκκλησία ωκοδομήθη. «Από του λάκκου της ταλαιπωρίας - ως λέγει ο Δίδυμος τουτέστι από της πονηράς ειδωλολατρείας και του πηλού της ιλύος, τουτέστι εκ της βεβορβορωμένης διαγωγής ανύψωσεν ημάς και έστησεν ημάς εις την πέτραν, την ακράδαντον, δηλονότι και στερεμνίαν ομολογίαν της Πίστεως.» Επ αυτήν την πέτραν, επί την οποίαν αυτός Πρώτος ως «ανήρ φρόνιμος» «ωκοδόμησεν την ζωήν αυτού επί την πέτραν ακούων τους λόγους του Κυρίου και ποιών αυτούς» (Ματθ. ζ.24).
Αλλ εγώ σήμερον, Σεβασμιώτατε πάτερ, Θεοφιλέστατε, Σεβαστή μου Γερόντισσα, αγαπητοί Πατέρες και αγαπητοί Αδελφαί και Αδελφοί, καλώ υμάς ίνα αναπολήσωμεν αυτήν την πολυαγαπημένην προσωπικότητα. Να εμβατεύσωμεν εις τους κόσμους του Θεού όπου αυτός ευρίσκεται και ανακαλούντες εις την μνήμην ημών ζωηράς εικόνας του βίου ημών εκ της μετ αυτού αγίας αναστροφής να ίδωμεν τον αοίδιμον πνευματικόν ημών Πατέρα και να τον θαυμάσωμεν και μάλιστα πάλιν προς ωφέλειαν των ψυχών ημών. Να θαυμάσωμεν τον ευλαβή Ιερέα. Ωσάν αυτόν τον Ιερέα του Νόμου τον οποίον θαυμάζει ο θεοκίνητος συγγραφεύς της «Σοφίας Σειράχ», Ιησούς υιός Σειράχ. Και ομολογεί ότι από το ξεχείλισμα της ιερατικής καρδιάς εκείνου μετέλαβε και αυτός ευλάβεια, κατάνυξι, πίστι, θείο θάμβος. Και κατέγραψε τελευταίο ίσως και κορυφαίο, ως εγγύτερο και πιο ζωηρά τονισμένο στη δική του ψυχή, το όνομά του, στον Ύμνο των Πατέρων. Επαινεί ο ιερός συγγραφεύς τον Αρχιερέα των Ιουδαίων, Σίμωνα υιόν Ονίου, ο οποίος έζησε και έδρασε γύρω στο 200 π. Χ. Ας παρακολουθήσουμε με σεβασμό τα βασικά σημεία περιγραφής του, τα οποία μέχρι σήμερα μπορούν να συγκινήσουν και να διδάξουν τους ευλαβείς και πιστούς λάτρεις του αληθινού Θεού, τα οποία ταπεινώς θεωρώ ότι διαζωγραφίζουν το πρόσωπον του τιμωμένου υφ ημών σήμερον αγίου Ιερέως. Ιδού πώς εκφράζεται: «Σίμων, Ονίου υιός, ιερεύς ο μέγας, ος εν ζωή αυτού υπέρραψεν οίκον και εν ημέραις αυτού εστερέωσεν τον Ναόν». Ο Σίμων, ο υιός του Ονίου, έκαμεν έργον της ζωής του την επισκευή και στερέωσιν του Ναού. Θεωρούσε και πολύ ορθώς ότι ο πρώτος που πρέπει να ενδιαφέρεται διά τον Οίκο του Θεού και να φροντίζη και να κοπιάζη δια την «ευπρέπειάν του», είναι ο Λειτουργός. Εκείνος αισθάνεται βαθύτερα από κάθε άλλον πόσον ιερός είναι ο τόπος εκείνος και πόσον αναγκαία είναι η «αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού» (Ψ.95.6). Σ αυτό το σημείο επιτρέψτε μου Αγία Γερόντισσα και ’γιαι Αδελφαί, αυτής της Ιεράς Μονής, εις την οποίαν ημείς πολλά οφείλομεν να καθομολογήσω ότι Σεις του εδώσατε αυτή τη μεγάλη χαρά. Μαζί επωκοδομήσατε αυτή την Ιερά Μονή κι αυτό τον πάνσεπτο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό. Ηγάπησεν όντως «ευπρέπειαν οίκου και τόπον σκηνώματος δόξης» του Θεού (Ψ.25.8) κι Εσείς εγίνατε συνεργοί του εις αυτό το ανεπανάληπτο και θείο έργο. Ύστερον ο Σοφός Ιησούς, ο υιός Σειράχ, προβάλλει το δεύτερον ιερόν ιερατικόν καθήκον εις ο κυρίως διέπρεψεν ο πνευματικός ημών πατήρ, ο υφ ημών απάντων τη εμπνεύσει της Γεροντίσσης Μακρίνης προσαγορευόμενος δια του τρυφερού όρου «παππούς». Η φροντίς δια τους εμψύχους Ναούς, δια τους ευσεβείς ανθρώπους τους προστρέχοντας «εν αυλαίς οίκου Θεού ημών» (Ψ.134.1) ίνα εύρουν καταφυγήν, παρηγορίαν, στηριγμόν, ενίσχυσιν, κατανόησιν, αγάπην, άτινα απ ουδενός προστρέχοντος εις αυτόν υστέρησεν ο αξιομίμητος ούτος ιερεύς. Ο Σίμων Ονίου ήτο «ο φροντίζων του λαού αυτού από πτώσεως και ενισχύσας πόλιν εν πολιορκήσει». Μεριμνούσε και με κάθε τρόπο υπεβοήθει άπαντας ημάς την Αγίαν Αδελφότητα ταύτην πρώτον με κορυφαίαν την Μητέρα αυτής Γερόντισσα Μακρίνα και μετά άπαντας ημάς και κάθε προστρέχοντα εις αυτόν. Και άπαντας ημάς εβοήθει και εθεράπευεν αλλά και δια τα επαπειλούντα την Εκκλησίαν και το Έθνος δεινά εδείκνυεν αμέριστον το ενδιαφέρον του. Όταν έβλεπεν πολιορκημένην υπ εχθρών την Ιερουσαλήμ, ενεψύχωνεν τους μαχητάς και παρεκάλει τον λαόν. Δεν ανύψωνεν εαυτόν εις στρατάρχην, δεν ανεμειγνύετο και δεν ανελάμβανεν πολιτικάς πρωτοβουλίας, αλλ ωστόσο διεδήλου δια των λόγων του την ανησυχίαν του δια τα εκάστοτε εν τη Εκκλησία και τη Πολιτεία τεκταινόμενα. Επολιτεύετο όντως ως «άνθρωπος του Θεού». Όσιος, ιερός, υπερκόσμιος, με αγιότητα βίου, με ψυχή ένθεο, εξυψωμένη, ολοτελώς αφοσιωμένη στον Παντοκράτορα Κύριο, με μορφή που ακτινοβολούσε γαλήνη και καθαρότητα. Όπως ο Ονίου υιός ο Σίμων ο ιερεύς όταν κατά την εορτήν του εξιλασμού έβγαινεν από τα ’για των Αγίων, εξαϋλωμένος εφαίνετο «ως αστήρ εωθινός εν μέσω νεφελών», «ως ήλιος εκλάμπων επί Ναόν Υψίστου και ως τόξον φωτίζον εν νεφέλαις δόξης», ούτω και ο αοίδιμος Πατήρ ημών, ακτινοβολούσεν ως Λειτουργός του Υψίστου, κατάνυξιν, μεταρσίωσιν υπερκόσμιον, άϋλον φως. Όπως ο ήλιος ολόλαμπρος πάνω στον μεγαλοπρεπή Ναό, ούτω εφάνταζεν εις τα όμματα ημών «ο παππούς». Σαν Ουράνιο τόξο μεγαλειώδες με τα απαλά ιριδίσματά του ανάμεσα στα φωτεινά σύννεφα, στα φωτεινά πρόσωπα που την περιέβαλλαν. «Εν τω αναλαμβάνειν αυτόν στολήν δόξης» καθώς έπαιρνε στα χέρια του και φορούσε αργά, ιεροπρεπώς τα ιερατικά του άμφια, «εν αναβάσει θυσιαστηρίου αγίου» και προέβαινε με επισημότητα και ευλάβεια προ του Ιερού του Κυρίου Θυσιαστηρίου «εδόξαζεν περιβολήν αγιάσματος», χάριζε λαμπρότητα και θεϊκή δόξα σε όλο το περιβάλλον του Ιερού Ναού. «Τότε ανέκραγον υιοί Ααρών». Τότε και τα πνευματικά του παιδιά, οι Ιερείς που ανεπήδησαν από την πνευματικήν αυτού οσφύν, με μίαν φωνήν ως βροντήν ανεκραύγαζον ευχάς. Και υμείς, Γερόντισσά μας Αγία, και υμείς αδελφαί ’γιαι, αρχίζατε γλυκυτάτη υμνωδία. «Ηνείτε εν φωναίς υμών», ως τότε «Ήνεσαν οι ψαλμωδοί εν φωναίς αυτών» και αντηχούσεν ο Ναός και οι αυλές του και οι στοές του. «Εν πλείστω οίκω - εγλυκάνθη εγλυκαίνετο μέλος». Όταν δε ωλοκληρώνετο ο «Κόσμος Κυρίου», η εύκοσμος και λαμπρά τελετή, και όταν «την λειτουργίαν αυτού» ετελείωνεν, τότε «καταβάς επήρεν τας χείρας αυτού επί πάσαν Εκκλησίαν υιών Ισραήλ δούναι ευλογίαν». Μετέδιδεν εις τα πλήθη των πιστών ευλογίαν και χάριν, Ευλογίαν Κυρίου. Ω, όταν ο ιερεύς ζη την θεία Λατρείαν, όταν μυσταγωγήται εις τας Ουρανίους πραγματικότητας, όταν τελεσιουργή την θυσίαν του φρικτού Γολγοθά και εγγίζει έμφοβος με τα χέρια του το Πανάχραντον Σώμα του Θεανθρώπου, τότε για όλο το λαό είναι ευλογία, είναι δόξα, αποτελεί πηγήν εξάρσεως και θείας ευφροσύνης, ψυχικής αναγεννήσεως και θείου αναβαπτισμού. Κι επειδή ως λέγει ο Απόστολος, ο αρχαίος Ισραήλ «υποδείγματι και σκιά των επουρανίων ελάτρευε τον Θεόν» (Εβρ.η.5) δεν διέθετε πλήρη και αληθινή λατρεία την οποία «ενεκαίνισεν» ο Κύριος Ιησούς Χριστός «Ο Αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών» (Εβρ.θ.11). Επειδή αυτοί μέσα από σκιώδη σύμβολα προσπαθούσαν να αναχθούν προς τα επουράνια, άπαντες δυνάμεθα να αξιολογήσωμεν την δύναμιν της Ιερωσύνης της Χάριτος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ιερωσύνη του Νόμου αν και ήτο προσωρινού χαρακτήρος είχεν ιδρυθεί και είχε λάβει κύρος από τον ίδιο το Θεό. Γι αυτό και μετά τον Ααρών υπήρξαν όχι ολίγοι Ιερείς και Αρχιερείς με υποδειγματική ευσέβεια, πράγματι αφιερωμένοι στο Ναό, στην ιερωτάτη αποστολή τους και στα της λατρείας. Πράγματι «ιερωμένοι» και «ένθεοι». Και μάλιστα κατά τούτο έδωσαν τον τύπο του ιερέως και έγιναν τύποι και προτυπώσεις των Ιερέων της Καινής Διαθήκης, των Ιερέων της Χάριτος, οι οποίοι τελούν τα επουράνια Μυστήρια. Ο Θεός έδωκεν εις ημάς την αληθινήν λατρείαν στην οποίαν επιθυμούν «άγγελοι παρακύψαι» (Α´ Πέτρ.α.12). Ιερεύς της Χάριτος ο αοίδιμος λοιπόν Γέροντάς μας, αγίασε την Ιερωσύνην του και ανεδείχθη θείος της θειοτάτης Ιερωσύνης Κανών. Αυτός ως Μωϋσής άλλος, μας εξήρπαγεν εξ οίκου δουλείας και μας διεπέρασεν δια της Ερυθράς θαλάσσης από την γην της δουλείας εις την γην της επαγγελίας. Αυτός ως Μωϋσής μας εποδηγέτησεν και από την ιλύν των πλίνθων που κατασκευάζομεν πριν «ανήγαγεν εκ φθοράς την ζωήν ημών». Ησχολούμεθα πριν ως λέγουσιν οι θαυμαστοί Πατέρες ημών, οικοδομούντες δια πλίνθων ήτοι γήϊνων, χοϊκών και χαμερπών παθών τας πόλεις του Φαραώ την Πειθώ, την Ραμεσσή και την Ων» (Εξ.α.11), ήτοι την φιληδονίαν, την φιλαργυρίαν, την διλοδοξίαν και ήρεν ημάς ο ιδικός μας γλυκύς Μωϋσής εις ύψος δοξάσαι το Όνομα του Θεού και άδειν «ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών». Είναι λοιπόν ώρα κατά την οποίαν πρέπει να ομολογήσωμεν ότι «ο παππούς» διήλθεν τον βίον του «δοξάζων περιβολήν αγιάσματος» και να παρακαλέσωμεν όπως από του ύψους του Ουρανού του Αγίου, υψώση χείρας και μας ευλογήση καταβάς ενώπιον ημών μετά την θυσίαν εις το υπερουράνιον Θυσιαστήριον να επάρη «χείρας αυτού» εφημάς δούναι ευλογίαν, ίνα άδωμεν ομού: «ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών». Αμήν.
Με τις ευχές και τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεγάρων και Σαλαμίνος κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος προέστη του Ιερού δεκαετούς Μνημοσύνου, συνήχθησαν στό Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου πολλοί ιερείς, πολλοί μοναχοί και μοναχές και πλήθος πιστών που αναπαύονταν στο συγχωρητικό πετραχήλι του αειμνήστου Γέροντος π. Δαμασκηνού.
Στην Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, το θείο λόγο κήρυξε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ιγνάτιος, ο οποίος αναφέρθηκε στη σοφή καθοδήγηση, στα πολλά χαρίσματα, στην πολύ πλούσια λειτουργική ζωή και στην αγία προσωπικότητα του π. Δαμασκηνού.
π. Δαμασκηνός «ο παππούς»
Συμπλήρωσε δέκα χρόνια ο αοίδιμος Γέροντάς μας αφότου άφησεν τα γήϊνα και μετέστη εις την άνω Ιερουσαλήμ. «Κατετρύφησεν του Κυρίου» όσο βρισκόταν ανάμεσά μας και τώρα χαίρει ότι ο Κύριος έδωκεν αυτώ «τα αιτήματα της καρδίας του» (Ψ.36.4). Κεκαθαρμένος τα της ψυχής αισθητήρια, κατετρύφα του Κυρίου και εσθίων τον ζώντα ’ρτον και πίνων το ζωοποιόν του Κυρίου Αίμα, εώρα «α οφθαλμός ουκ είδεν και ους ουκ ήκουσεν», και επότιζεν και ημάς εκ του «χειμάρρου της τρυφής αυτού» ( Ψ.35.8). Και ιδού, ημείς σήμερον, συνηγμένοι επί τω αυτώ δοξάζομεν το Όνομα του εν Τριάδι Αγίου Θεού ημών ότι τοιούτον Πατέρα έδωκεν ημίν. Και καλούμεθα να δοξάσωμεν και αυτόν ο οποίος «έστησεν επί την πέτραν - των εντολών του Κυρίου - τους πόδας ημών και κατεύθυνε τα διαβήματα» ημών (Ψ.39.3). Είναι μεγάλη αυτή η ώρα όντως κατά την οποίαν καλούμαστε να ομολογήσωμεν ότι αυτός ο εις Κύριον εκδημήσας προ δέκα όλων ετών Γέρων ημών εσταμάτησεν τους αστάτους πόδας ημών επάνω εις την ασφαλή πέτραν της Πίστεως, υποδείξας εις ημάς την οδόν της σωτηρίας. Είναι αυτός ο οποίος μας εκαθωδήγει να μη κρημνιζώμεθα και να μη σκοντάφτωμεν. Αυτός ο οποίος μας ωδήγει να περιπατώμεν τον ίσιον δρόμον και να μη πλανώμεθα. Είναι αυτός όστις κατά τον αθάνατον λόγον του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης: «επί την πέτραν των του Κυρίου εντολών έρεισεν τους πόδας ημών, ίνα μη σαλεύωνται τα κατά Θεόν διαβήματα ημών. Αυτός όστις ως βάσιν ασφαλή έθετεν κάτω από τους πόδας ημών την οδόν την πεπλακωμένην υπό των του Κυρίου διδαγμάτων και απέκλειεν αφ ημών την οδόν της ιλύος του πηλού την ολισθηράν». Επί ταύτην την πέτραν επί την οποίαν η Εκκλησία ωκοδομήθη. «Από του λάκκου της ταλαιπωρίας - ως λέγει ο Δίδυμος τουτέστι από της πονηράς ειδωλολατρείας και του πηλού της ιλύος, τουτέστι εκ της βεβορβορωμένης διαγωγής ανύψωσεν ημάς και έστησεν ημάς εις την πέτραν, την ακράδαντον, δηλονότι και στερεμνίαν ομολογίαν της Πίστεως.» Επ αυτήν την πέτραν, επί την οποίαν αυτός Πρώτος ως «ανήρ φρόνιμος» «ωκοδόμησεν την ζωήν αυτού επί την πέτραν ακούων τους λόγους του Κυρίου και ποιών αυτούς» (Ματθ. ζ.24).
Αλλ εγώ σήμερον, Σεβασμιώτατε πάτερ, Θεοφιλέστατε, Σεβαστή μου Γερόντισσα, αγαπητοί Πατέρες και αγαπητοί Αδελφαί και Αδελφοί, καλώ υμάς ίνα αναπολήσωμεν αυτήν την πολυαγαπημένην προσωπικότητα. Να εμβατεύσωμεν εις τους κόσμους του Θεού όπου αυτός ευρίσκεται και ανακαλούντες εις την μνήμην ημών ζωηράς εικόνας του βίου ημών εκ της μετ αυτού αγίας αναστροφής να ίδωμεν τον αοίδιμον πνευματικόν ημών Πατέρα και να τον θαυμάσωμεν και μάλιστα πάλιν προς ωφέλειαν των ψυχών ημών. Να θαυμάσωμεν τον ευλαβή Ιερέα. Ωσάν αυτόν τον Ιερέα του Νόμου τον οποίον θαυμάζει ο θεοκίνητος συγγραφεύς της «Σοφίας Σειράχ», Ιησούς υιός Σειράχ. Και ομολογεί ότι από το ξεχείλισμα της ιερατικής καρδιάς εκείνου μετέλαβε και αυτός ευλάβεια, κατάνυξι, πίστι, θείο θάμβος. Και κατέγραψε τελευταίο ίσως και κορυφαίο, ως εγγύτερο και πιο ζωηρά τονισμένο στη δική του ψυχή, το όνομά του, στον Ύμνο των Πατέρων. Επαινεί ο ιερός συγγραφεύς τον Αρχιερέα των Ιουδαίων, Σίμωνα υιόν Ονίου, ο οποίος έζησε και έδρασε γύρω στο 200 π. Χ. Ας παρακολουθήσουμε με σεβασμό τα βασικά σημεία περιγραφής του, τα οποία μέχρι σήμερα μπορούν να συγκινήσουν και να διδάξουν τους ευλαβείς και πιστούς λάτρεις του αληθινού Θεού, τα οποία ταπεινώς θεωρώ ότι διαζωγραφίζουν το πρόσωπον του τιμωμένου υφ ημών σήμερον αγίου Ιερέως. Ιδού πώς εκφράζεται: «Σίμων, Ονίου υιός, ιερεύς ο μέγας, ος εν ζωή αυτού υπέρραψεν οίκον και εν ημέραις αυτού εστερέωσεν τον Ναόν». Ο Σίμων, ο υιός του Ονίου, έκαμεν έργον της ζωής του την επισκευή και στερέωσιν του Ναού. Θεωρούσε και πολύ ορθώς ότι ο πρώτος που πρέπει να ενδιαφέρεται διά τον Οίκο του Θεού και να φροντίζη και να κοπιάζη δια την «ευπρέπειάν του», είναι ο Λειτουργός. Εκείνος αισθάνεται βαθύτερα από κάθε άλλον πόσον ιερός είναι ο τόπος εκείνος και πόσον αναγκαία είναι η «αγιωσύνη και μεγαλοπρέπεια εν τω αγιάσματι αυτού» (Ψ.95.6). Σ αυτό το σημείο επιτρέψτε μου Αγία Γερόντισσα και ’γιαι Αδελφαί, αυτής της Ιεράς Μονής, εις την οποίαν ημείς πολλά οφείλομεν να καθομολογήσω ότι Σεις του εδώσατε αυτή τη μεγάλη χαρά. Μαζί επωκοδομήσατε αυτή την Ιερά Μονή κι αυτό τον πάνσεπτο μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό. Ηγάπησεν όντως «ευπρέπειαν οίκου και τόπον σκηνώματος δόξης» του Θεού (Ψ.25.8) κι Εσείς εγίνατε συνεργοί του εις αυτό το ανεπανάληπτο και θείο έργο. Ύστερον ο Σοφός Ιησούς, ο υιός Σειράχ, προβάλλει το δεύτερον ιερόν ιερατικόν καθήκον εις ο κυρίως διέπρεψεν ο πνευματικός ημών πατήρ, ο υφ ημών απάντων τη εμπνεύσει της Γεροντίσσης Μακρίνης προσαγορευόμενος δια του τρυφερού όρου «παππούς». Η φροντίς δια τους εμψύχους Ναούς, δια τους ευσεβείς ανθρώπους τους προστρέχοντας «εν αυλαίς οίκου Θεού ημών» (Ψ.134.1) ίνα εύρουν καταφυγήν, παρηγορίαν, στηριγμόν, ενίσχυσιν, κατανόησιν, αγάπην, άτινα απ ουδενός προστρέχοντος εις αυτόν υστέρησεν ο αξιομίμητος ούτος ιερεύς. Ο Σίμων Ονίου ήτο «ο φροντίζων του λαού αυτού από πτώσεως και ενισχύσας πόλιν εν πολιορκήσει». Μεριμνούσε και με κάθε τρόπο υπεβοήθει άπαντας ημάς την Αγίαν Αδελφότητα ταύτην πρώτον με κορυφαίαν την Μητέρα αυτής Γερόντισσα Μακρίνα και μετά άπαντας ημάς και κάθε προστρέχοντα εις αυτόν. Και άπαντας ημάς εβοήθει και εθεράπευεν αλλά και δια τα επαπειλούντα την Εκκλησίαν και το Έθνος δεινά εδείκνυεν αμέριστον το ενδιαφέρον του. Όταν έβλεπεν πολιορκημένην υπ εχθρών την Ιερουσαλήμ, ενεψύχωνεν τους μαχητάς και παρεκάλει τον λαόν. Δεν ανύψωνεν εαυτόν εις στρατάρχην, δεν ανεμειγνύετο και δεν ανελάμβανεν πολιτικάς πρωτοβουλίας, αλλ ωστόσο διεδήλου δια των λόγων του την ανησυχίαν του δια τα εκάστοτε εν τη Εκκλησία και τη Πολιτεία τεκταινόμενα. Επολιτεύετο όντως ως «άνθρωπος του Θεού». Όσιος, ιερός, υπερκόσμιος, με αγιότητα βίου, με ψυχή ένθεο, εξυψωμένη, ολοτελώς αφοσιωμένη στον Παντοκράτορα Κύριο, με μορφή που ακτινοβολούσε γαλήνη και καθαρότητα. Όπως ο Ονίου υιός ο Σίμων ο ιερεύς όταν κατά την εορτήν του εξιλασμού έβγαινεν από τα ’για των Αγίων, εξαϋλωμένος εφαίνετο «ως αστήρ εωθινός εν μέσω νεφελών», «ως ήλιος εκλάμπων επί Ναόν Υψίστου και ως τόξον φωτίζον εν νεφέλαις δόξης», ούτω και ο αοίδιμος Πατήρ ημών, ακτινοβολούσεν ως Λειτουργός του Υψίστου, κατάνυξιν, μεταρσίωσιν υπερκόσμιον, άϋλον φως. Όπως ο ήλιος ολόλαμπρος πάνω στον μεγαλοπρεπή Ναό, ούτω εφάνταζεν εις τα όμματα ημών «ο παππούς». Σαν Ουράνιο τόξο μεγαλειώδες με τα απαλά ιριδίσματά του ανάμεσα στα φωτεινά σύννεφα, στα φωτεινά πρόσωπα που την περιέβαλλαν. «Εν τω αναλαμβάνειν αυτόν στολήν δόξης» καθώς έπαιρνε στα χέρια του και φορούσε αργά, ιεροπρεπώς τα ιερατικά του άμφια, «εν αναβάσει θυσιαστηρίου αγίου» και προέβαινε με επισημότητα και ευλάβεια προ του Ιερού του Κυρίου Θυσιαστηρίου «εδόξαζεν περιβολήν αγιάσματος», χάριζε λαμπρότητα και θεϊκή δόξα σε όλο το περιβάλλον του Ιερού Ναού. «Τότε ανέκραγον υιοί Ααρών». Τότε και τα πνευματικά του παιδιά, οι Ιερείς που ανεπήδησαν από την πνευματικήν αυτού οσφύν, με μίαν φωνήν ως βροντήν ανεκραύγαζον ευχάς. Και υμείς, Γερόντισσά μας Αγία, και υμείς αδελφαί ’γιαι, αρχίζατε γλυκυτάτη υμνωδία. «Ηνείτε εν φωναίς υμών», ως τότε «Ήνεσαν οι ψαλμωδοί εν φωναίς αυτών» και αντηχούσεν ο Ναός και οι αυλές του και οι στοές του. «Εν πλείστω οίκω - εγλυκάνθη εγλυκαίνετο μέλος». Όταν δε ωλοκληρώνετο ο «Κόσμος Κυρίου», η εύκοσμος και λαμπρά τελετή, και όταν «την λειτουργίαν αυτού» ετελείωνεν, τότε «καταβάς επήρεν τας χείρας αυτού επί πάσαν Εκκλησίαν υιών Ισραήλ δούναι ευλογίαν». Μετέδιδεν εις τα πλήθη των πιστών ευλογίαν και χάριν, Ευλογίαν Κυρίου. Ω, όταν ο ιερεύς ζη την θεία Λατρείαν, όταν μυσταγωγήται εις τας Ουρανίους πραγματικότητας, όταν τελεσιουργή την θυσίαν του φρικτού Γολγοθά και εγγίζει έμφοβος με τα χέρια του το Πανάχραντον Σώμα του Θεανθρώπου, τότε για όλο το λαό είναι ευλογία, είναι δόξα, αποτελεί πηγήν εξάρσεως και θείας ευφροσύνης, ψυχικής αναγεννήσεως και θείου αναβαπτισμού. Κι επειδή ως λέγει ο Απόστολος, ο αρχαίος Ισραήλ «υποδείγματι και σκιά των επουρανίων ελάτρευε τον Θεόν» (Εβρ.η.5) δεν διέθετε πλήρη και αληθινή λατρεία την οποία «ενεκαίνισεν» ο Κύριος Ιησούς Χριστός «Ο Αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών» (Εβρ.θ.11). Επειδή αυτοί μέσα από σκιώδη σύμβολα προσπαθούσαν να αναχθούν προς τα επουράνια, άπαντες δυνάμεθα να αξιολογήσωμεν την δύναμιν της Ιερωσύνης της Χάριτος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ιερωσύνη του Νόμου αν και ήτο προσωρινού χαρακτήρος είχεν ιδρυθεί και είχε λάβει κύρος από τον ίδιο το Θεό. Γι αυτό και μετά τον Ααρών υπήρξαν όχι ολίγοι Ιερείς και Αρχιερείς με υποδειγματική ευσέβεια, πράγματι αφιερωμένοι στο Ναό, στην ιερωτάτη αποστολή τους και στα της λατρείας. Πράγματι «ιερωμένοι» και «ένθεοι». Και μάλιστα κατά τούτο έδωσαν τον τύπο του ιερέως και έγιναν τύποι και προτυπώσεις των Ιερέων της Καινής Διαθήκης, των Ιερέων της Χάριτος, οι οποίοι τελούν τα επουράνια Μυστήρια. Ο Θεός έδωκεν εις ημάς την αληθινήν λατρείαν στην οποίαν επιθυμούν «άγγελοι παρακύψαι» (Α´ Πέτρ.α.12). Ιερεύς της Χάριτος ο αοίδιμος λοιπόν Γέροντάς μας, αγίασε την Ιερωσύνην του και ανεδείχθη θείος της θειοτάτης Ιερωσύνης Κανών. Αυτός ως Μωϋσής άλλος, μας εξήρπαγεν εξ οίκου δουλείας και μας διεπέρασεν δια της Ερυθράς θαλάσσης από την γην της δουλείας εις την γην της επαγγελίας. Αυτός ως Μωϋσής μας εποδηγέτησεν και από την ιλύν των πλίνθων που κατασκευάζομεν πριν «ανήγαγεν εκ φθοράς την ζωήν ημών». Ησχολούμεθα πριν ως λέγουσιν οι θαυμαστοί Πατέρες ημών, οικοδομούντες δια πλίνθων ήτοι γήϊνων, χοϊκών και χαμερπών παθών τας πόλεις του Φαραώ την Πειθώ, την Ραμεσσή και την Ων» (Εξ.α.11), ήτοι την φιληδονίαν, την φιλαργυρίαν, την διλοδοξίαν και ήρεν ημάς ο ιδικός μας γλυκύς Μωϋσής εις ύψος δοξάσαι το Όνομα του Θεού και άδειν «ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών». Είναι λοιπόν ώρα κατά την οποίαν πρέπει να ομολογήσωμεν ότι «ο παππούς» διήλθεν τον βίον του «δοξάζων περιβολήν αγιάσματος» και να παρακαλέσωμεν όπως από του ύψους του Ουρανού του Αγίου, υψώση χείρας και μας ευλογήση καταβάς ενώπιον ημών μετά την θυσίαν εις το υπερουράνιον Θυσιαστήριον να επάρη «χείρας αυτού» εφημάς δούναι ευλογίαν, ίνα άδωμεν ομού: «ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών». Αμήν.
imlarisis.gr